Η Παράταση Και Η Αναμίσθωση Στις Εμπορικές Μισθώσεις

Οι εμπορικές – επαγγελματικές μισθώσεις διέπονται από το Π.Δ. 34/1995, όπως ισχύει σήμερα μετά την εφαρμογή του άρθρου 13 του Ν. 4242/2014. Σύμφωνα με τον νόμο αυτό, η εμπορική μίσθωση ακινήτου ισχύει τουλάχιστον για τρία έτη και αν ακόμη έχει συμφωνηθεί για βραχύτερο χρονικό διάστημα ή για αόριστο χρόνο.

Έτσι, αν με τη μισθωτική σύμβαση συμφωνήθηκε η διάρκεια της μισθώσεως μικρότερη της τριετίας, η μίσθωση ισχύει για τρία έτη και λήγει μόλις περάσει η τριετία, χωρίς να απαιτείται τίποτε άλλο.

Αν, όμως, μετά την παρέλευση του ως άνω χρόνου ο μισθωτής εξακολουθεί να χρησιμοποιεί το μίσθιο εν γνώσει και άνευ εναντίωσης του εκμισθωτή η μίσθωση λογίζεται ότι ανανεώθηκε για αόριστο χρόνο (άρθρα 608 και 611 ΑΚ).

ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΜΙΣΘΩΣΗΣ

Παράταση της εμπορικής ή επαγγελματικής μίσθωσης αποτελεί η συνέχιση της αρχικής μίσθωσης, με επιμήκυνση του χρόνου διάρκειάς της.

Ειδικότερα, στις εμπορικές μισθώσεις ορισμένου χρόνου ενδέχεται να αναγνωρίζεται στο μισθωτή το δικαίωμα να παρατείνει τη μίσθωση για ορισμένο μετά τη λήξη της χρόνο.

Το ανωτέρω δικαίωμα ασκείται δηλώνοντας αυτό μέσα σε ορισμένη προθεσμία έως τη λήξη της. Τούτο διότι παράταση μετά τη λήξη της μίσθωσης δεν χωρεί, αφού λογικά παράταση λήξασας, δηλαδή μη υφισταμένης, μίσθωσης δε νοείται.

ΑΝΑΜΙΣΘΩΣΗ

Αντίθετα, η αναμίσθωση είναι η νέα μίσθωση του ιδίου μισθίου μεταξύ του ιδίου μισθωτή και του ιδίου εκμισθωτή, με την οποία επιτυγχάνεται συνέχιση της παλαιάς και λήξασας σύμβασης μίσθωσης, που υπήρχε μεταξύ τους.

Η αναμίσθωση, που κατά την κρατούσα άποψη σημαίνει και ανανέωση (436 Α.Κ.) της σύμβασης μίσθωσης, αποτελεί νέα μεν μίσθωση, όχι όμως και νέα μισθωτική σχέση μεταξύ του μισθωτή και του εκμισθωτή, αλλά συνέχιση της αρχικής μισθωτικής σχέσης και διακρίνεται:

  • σε συμβατική, όταν γίνεται με σύμβαση των μερών ρητά ή σιωπηρά,
  • σε μονομερή, όταν με τη σύμβαση παραχωρήθηκε σ’ ένα από τα μέρη το δικαίωμα (διαπλαστικό) με μονομερή δήλωση βούλησης προς το άλλο να προβεί σε αναμίσθωση, και
  • σε εκ του νόμου (“ex lege“) αναμίσθωση, όπως τούτο ορίζεται ρητά στις διατάξεις των άρθρων 611, 633, 671 Α.Κ. και 36 ΕισΝΑΚ.
Σιωπηρή Αναμίσθωση

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 611 ΑΚ, που επιγράφεται «Σιωπηρή Αναμίσθωση», ορίζεται ότι:

«Η μίσθωση που συνομολογήθηκε για ορισμένο χρόνο λογίζεται ότι ανανεώθηκε για αόριστο χρόνο, αν μετά την παρέλευση του χρόνου που συμφωνήθηκε ο μισθωτής εξακολουθήσει να χρησιμοποιεί το μίσθιο και ο εκμισθωτής το γνωρίζει και δεν εναντιώνεται».

Ο όρος ανανέωση εν προκειμένω σημαίνει ανακατάρτιση της μισθώσεως, δηλαδή νέα σύναψη της μισθώσεως με τους προηγούμενους όρους της.

Προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης αυτής και επέλευσης της έννομης συνέπειάς της, είναι:

  1. μίσθωση ορισμένου χρόνου,
  2. παρέλευση συμβατικής διάρκειας,
  3. εξακολούθηση χρησιμοποίησης του μισθίου από τον μισθωτή,
  4. γνώση της χρησιμοποίησης και έλλειψη εναντίωσης εκ μέρους του εκμισθωτή.
Εναντίωση

Ως εναντίωση, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, νοείται η δήλωση του εκμισθωτή ότι δεν στέργει στη συνέχιση της μίσθωσης (ΑΠ 62/2014).

Η δήλωση αυτή μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, αρκεί να προκύπτει από αυτήν η βούληση του εκμισθωτή ότι δεν δέχεται την εξακολούθηση της μίσθωσης είτε γενικώς, είτε με τους ίδιους όρους. Τέτοια σιωπηρή εναντίωση αποτελεί η δήλωση του εκμισθωτή ότι απαιτεί μίσθωμα μεγαλύτερο από το ήδη καταβαλλόμενο.

Αν μετά την πάροδο του συμβατικού χρόνου, εξακολουθήσει ο μισθωτής τη χρήση του μισθίου αλλά εναντιώνεται στη σιωπηρή αναμίσθωση, δεν επέρχεται ανανέωση της σύμβασης μισθώσεως, δεδομένου ότι η ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 611 Α.Κ., η οποία είναι ενδοτικού δικαίου, και δεν αποβλέπει στην επιβολή της ρύθμισης στα μέρη, έχει ως έρεισμα την τεκμαιρομένη συναίνεση αμφοτέρων των συμβαλλομένων μερών και συνεπώς η εναντίωση του μισθωτή ματαιώνει το αποτέλεσμα αυτό (ΑΠ 62/2014).

Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι η εναντίωση του μισθωτή παραμερίζει τον ερμηνευτικό κανόνα (ή το πλάσμα ή την ex lege συνέπεια) της ΑΚ 611 και εμποδίζει την επέλευση της συγκεκριμένης συνέπειας (ΑΠ 671/2019).

Δηλαδή, ουσιώδης προϋπόθεση της στο άρθρο 611 ΑΚ θεμελιουμένης ex lege αναμίσθωσης, συνιστά η ενσυνείδητη ανοχή του εκμισθωτή στη χρήση του μισθίου από τον μισθωτή και μετά τη λήξη της μίσθωσης.

Σιωπηρή Αναμίσθωση Παρά Απαγορευτικό Όρο

Αν η σύμβαση εμπορικής ή επαγγελματικής μισθώσεως, η οποία σύμφωνα με το νόμο δεν υπόκειται σε έγγραφο τύπο, καταρτιστεί εγγράφως και συμφωνηθεί ότι κάθε τροποποίησή της θα γίνει εγγράφως, μπορεί, παρά τη συμφωνία αυτή, να τροποποιηθεί με νεότερη προφορική, ακόμη και σιωπηρή συμφωνία, διότι η νεότερη αυτή συμφωνία καταργεί την αρχική συμφωνία για έγγραφη τροποποίηση (ΑΠ 130/2019).

Σε αυτή την περίπτωση, η σιωπηρή αναμίσθωση είναι δυνατή και σε περίπτωση που απαγορεύεται με ρητό όρο στο μισθωτήριο.

Και τούτο, διότι ο όρος αυτός μπορεί να θεωρηθεί ότι τροποποιήθηκε με ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των μερών. 

Σιωπηρή Αναμίσθωση Από Δημόσιο

Σύμφωνα με το ΠΔ της 19/1911 1932 «Περί στεγάσεως δημοσίων υπηρεσιών», που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 34 του ΕΙΣΝΑΚ, προκύπτει ότι, σε μισθώσεις για στέγαση δημόσιων υπηρεσιών αποκλείεται η σιωπηρή αναμίσθωση με την έννοια της σιωπηρής παράτασης της μίσθωσης με τους ίδιους όρους για αόριστο χρόνο.

Η παράταση αυτής της σύμβασης είναι δυνατή, για ορισμένο και πάλι χρόνο, με την τήρηση όμως των διατυπώσεων και τη συνδρομή των προϋποθέσεων, τις οποίες τάσσει το άρθρο 29 του άνω ΠΔ.

Ειδικότερα, απαιτείται:

  1. δήλωση του Υπουργού των Οικονομικών (ήδη Νομάρχη), που να έχει κοινοποιηθεί στον εκμισθωτή δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από τη λήξη της μίσθωσης,
  2. πρόταση της Επιτροπής Στεγάσεως, και
  3. διενέργεια δύο τουλάχιστον δημοπρασιών για τη μίσθωση άλλου ακινήτου, οι οποίες να απέβησαν άγονες ή το αποτέλεσμά τους να κρίθηκε ασύμφορο.

Η χρησιμοποίηση του μίσθιου ακινήτου από το Ελληνικό Δημόσιο μετά τη λήξη της σύμβασης μίσθωσης, κατά νομικό πλάσμα, θεωρείται σιωπηρή παράταση για το χρονικό διάστημα της χρησιμοποίησης.

Στην περίπτωση αυτή το Δημόσιο υποχρεούται σε καταβολή του συμφωνημένου μισθώματος, μόνον εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρ. 611 ΑΚ, δηλαδή, εφόσον ο εκμισθωτής, παρόλο ότι γνωρίζει ότι το Ελληνικό Δημόσιο συνεχίζει να χρησιμοποιεί το μίσθιο ακίνητο, δεν εναντιώνεται (ΕφΠειρ 4/2025).

Νέα Μίσθωση

Τέλος, εντελώς διαφορετικό είναι το ζήτημα, αν εμπορική μίσθωση που έληξε, δεν παρατείνεται συμβατικά για ορισμένο χρόνο, ούτε ανανεώνεται για αόριστο χρόνο υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 611 ΑΚ, αλλά καταρτίζεται νέα αυτοτελής εμπορική μίσθωση για το ίδιο μίσθιο ακίνητο, ανεξάρτητη από την ισχύσασα προηγουμένη τοιαύτη.

Στην περίπτωση αυτή, η νέα μίσθωση έχει εκ του νόμου ελάχιστη υποχρεωτική τριετία.

Είναι πάντως θέμα πραγματικών περιστατικών, το κατά πόσον τα συμβαλλόμενα μέρη καταρτίζουν νέα αυτοτελή μίσθωση και δεν παρατείνουν ή ανανεώνουν την προηγουμένως υφισταμένη.

Τούτο θα κριθεί κυρίως αυτό από την πληρότητα και τους όρους του νέου μισθωτηρίου συμφωνητικού και τις συνθήκες και τις περιστάσεις, που οδήγησαν τα συμβαλλόμενα μέρη στην κατάρτιση της μιας ή της άλλης σύμβασης.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα παράτασης ή αναμίσθωσης εμπορικής μίσθωσης.

Κληρονόμοι Πνευματικών Δικαιωμάτων & Κληρονομικό Δικαίωμα

Σύμφωνα με το ν. 2121/1993 «περί πνευματικής ιδιοκτησίας, συγγενικών δικαιωμάτων και πολιτιστικών θεμάτων», το δικαίωμα στην πνευματική δημιουργία μπορεί κατά το περιουσιακό του περιεχόμενο (περιουσικό δικαίωμα) να αποτελεί αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης, δηλαδή μεταβίβασης ή εκμετάλλευσής του, με τη μορφή της άδειας ή σύμβασης εκμετάλλευσης.

Για το ηθικό δικαίωμα προβλέπεται το αμεταβίβαστο εν ζωή, ήτοι ο δημιουργός έργου του λόγου ή της τέχνης, ακόμη και αν μεταβιβάσει το σύνολο των εξουσιών του περιουσιακού του δικαιώματος, διατηρεί το αντίστοιχο επί του έργου ηθικό δικαίωμα.

Το Κληρονομικό Δικαίωμα Στην Πνευματική Ιδιοκτησία

Μετά τον θάνατο του δημιουργού το δικαίωμα στην πνευματική του δημιουργία περιέρχεται στους κληρονόμους του και προστατεύεται απο τις σχετικές διατάξεις.

Ειδικά δε για το ηθικό δικαίωμα προβλέπεται ότι οι τελευταίοι οφείλουν να το ασκούν σύμφωνα με τη θέληση του δημιουργού, εφόσον τέτοια θέληση έχει ρητά εκφραστεί.

Συνακόλουθα, ως προς την αμοιβή των δημιουργών, που με σύμβαση είχαν μεταβιβάσει ή παραχωρήσει κλπ. το περιουσιακό τους δικαίωμα σε άλλους, θα τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 32 επ. του ν. 2121/1993.

Ειδικότερα, το άρθρο 32 καθιερώνει ως γενικό κανόνα την ποσοστιαία αμοιβή για κάθε δικαιοπραξία που αφορά το περιουσιακό δικαίωμα των κληρονόμων.

Η διάταξη του συγκεκριμένου άρθρου για την ποσοστιαία αμοιβή, καθώς και οι άλλες σχετικές ρυθμίσεις των επόμενων άρθρων, έχουν αναγκαστικό χαρακτήρα, διότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 39 του ιδίου νόμου, το οποίο προβλέπει καταρχήν την ακυρότητα των αντίθετων συμφωνιών. Τούτο ισχύει ακόμη και αν ο κληρονομούμενος δεν άσκησε το σχετικό δικάιωμα, καθώς μπορούν να το ασκήσoυν οι κληρονόμοι ακόμη και πρώτη φορά.

Συνακόλουθα, σε περίπτωση που πληγεί το κύρος των συμβάσεων που αφορούν το περιουσιακό δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας του δημιουργού συνεπεία των ανωτέρω περιστάσεων και επανέλθουν στην έννομη σφαίρα αυτού όλες οι εξουσίες της πνευματικής ιδιοκτησίας που είχαν μεταβιβάσει σε τρίτο πρόσωπο, ο δημιουργός όπως και ο κληρονόμος αυτού, μπορεί να αξιώσει την αναγνώριση του δικαιώματος επί του πνευματικού έργου, την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον.

Τούτο διότι η εμπορική εκμετάλλευση που εξακολουθεί να γίνεται από τον τρίτο χωρίς την άδεια του δικαιούχου είναι παράνομη και έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 65 του παραπάνω νόμου (βλ. ΠολΠρΑθ 1257/2014, ΕφΑθ 3835/2007).

Νομική Φύση Μεταβίβασης Και Συνέπειες

Κατά πάγια νομολογία, στη μεταβίβαση του περιουσιακού δικαιώματος δεν έχουν εφαρμογή οι γενικές διατάξεις που αφορούν την μεταβίβαση της κυριότητος ενσωμάτων αντικειμένων, κινητών ή ακινήτων, όπου πράγματι ο μεταβιβάζων αποξενώνεται οριστικά από το δικαίωμά του επί του πράγματος.

Αντίθετα από τη φύση των δικαιωμάτων της πνευματικής ιδιοκτησίας, ως δικαιωμάτων με αντικείμενα άυλα αγαθά και όχι πράγματα κατά την έννοια του άρθρου 947 ΑΚ, συνεπάγεται ότι για τη μεταβίβασή τους εφαρμόζονται, κατ’ αρχήν, ανάλογα οι διατάξεις του αστικού κώδικα για την εκχώρηση απαιτήσεων.

Η νομική η φύση των δικαιωμάτων από το πνευματικό έργο περιέχει ιδιαίτερα στοιχεία, όπως το αμεταβίβαστο του ηθικού δικαιώματος, καθώς και τη διάρκεια προστασίας της πνευματικής δημιουργίας (70 χρόνια από το θάνατο του δημιουργού).

Τα στοιχεία αυτά της νομικής φύσης, δεν επιτρέπουν την εκμετάλλευση του περιουσιακού δικαιώματος στο πνευματικό έργο κι αν ακόμη έχει καταρτισθεί σύμβαση για την πλήρη μεταβίβασή του.

Το παραπάνω, είναι αυτό ακριβώς που διαφοροποιεί ουσιωδώς την μεταβίβαση του περιουσιακού δικαιώματος πνευματικού έργου, από την μεταβίβαση κινητών ή ακινήτων πραγμάτων.

Επομένως, δεν μπορεί να θεωρείται αποπερατωμένη η μεταβιβαστική σύμβαση, όπως συμβαίνει αντίστοιχα με τις συμβάσεις μεταβίβασης πράγματος ή εκμετάλλευσης. Τέτοια αποπεράτωση υφίσταται μόνο, αν παρέλθει η παραπάνω διάρκεια προστασίας του πνευματικού έργου (ΑΠ 1141/2023).

Φορολογική Αντιμετώπιση Κληρονομικού Δικαιώματος
Φόρος Κληρονομιάς Και Όχι Εισοδήματος

Γίνεται δεκτό, ότι τα πνευματικά δικαιώματα από έργο αποβιώσαντα που θα εισπράξουν οι κληρονόμοι πνευματικών δικαιωμάτων, υπόκεινται σε φόρο κληρονομιάς και δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί φορολογίας εισοδήματος.

Υποχρεωτική Υπαγωγή Σε ΦΠΑ

Επιπλέον, η είσπραξη ποσών από κληρονόμους πνευματικών δικαιωμάτων, συνιστά άσκηση οικονομικής δραστηριότητας παροχής υπηρεσιών υπαγόμενης στον ΦΠΑ, εκτός αν αφορά ποσό κατώτερο των 10.000 Ευρώ ετησίως.

Υποχρέωση Τήρησης Βιβλίων

Η υπαγωγή των κληρονόμων πνευματικών δικαιωμάτων σε ΦΠΑ, έχει ως αποτέλεσμα την γέννηση της υποχρέωσης των κληρονόμων για δήλωση έναρξης εργασιών και την εκπλήρωση όλων των φορολογικών υποχρεώσεων που αυτή επιφέρει.

Ασφαλιστική Αντιμετώπιση

Τέλος, με δεδομένο ότι η ασφάλιση είναι καθαρά προσωποπαγής, με παλαιότερο έγγραφο του πρώην ΟΑΕΕ, είχε γίνει δεκτό ότι υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα από την χρήση πνευματικών δικαιωμάτων τους, είναι μόνο οι ίδιοι οι πνευματικοί δημιουργοί και όχι τα πρόσωπα στα οποία τυχόν περιήλθαν δικαιώματα των πνευματικών δημιουργών. Επομένως, οι κληρονόμοι πνευματικών δικαιωμάτων, δεν έχουν υποχρέωση ασφάλισης.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με το Κληρονομικό Δικαίωμα στην Πνευματική Ιδιοκτησία.

Μίσθωση Δικαιώματος Και Διαφορές Από Άλλες Μισθώσεις

Μίσθωση δικαιώματος είναι η σύμβαση, με την οποία ο ένας συμβαλλόμενος (εκμισθωτής), αναλαμβάνει την υποχρέωση να παραχωρήσει στον άλλον (μισθωτή), έναντι ανταλλάγματος (μίσθωμα), τη χρήση και την κάρπωση, κατά τους κανόνες της τακτικής εκμετάλλευσης, ενός δικαιώματος.

Η μίσθωση δικαιώματος αποτελεί κατηγορία των μισθώσεων προσοδοφόρου αντικειμένου (638 ΑΚ).

Διαφορές Μίσθωσης Δικαιώματος Και Μίσθωσης Πράγματος

Η βασική διαφορά μεταξύ μίσθωσης δικαιώματος και μίσθωσης πράγματος έγκειται στο αντικείμενο της μίσθωσης και στο εύρος των δικαιωμάτων που παραχωρούνται.

Μίσθωση Πράγματος

Σύμφωνα με το άρθρο 574 του ΑΚ, η μίσθωση πράγματος είναι η σύμβαση με την οποία ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η σύμβαση, και ο μισθωτής να καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα.

Τα βασικά χαρακτηριστικά της μίσθωσης πράγματος είναι:

  • Αντικείμενο είναι ένα υλικό πράγμα (κινητό ή ακίνητο),
  • Παραχωρείται μόνο η χρήση του πράγματος,
  • Ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραδώσει το μίσθιο κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση και να το διατηρεί κατάλληλο σε όλη τη διάρκεια της μίσθωσης (άρθρο 575 ΑΚ),
  • Ο μισθωτής έχει δικαίωμα, εφόσον δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, να παραχωρήσει σε άλλον τη χρήση του μισθίου ή να το υπεκμισθώσει (άρθρο 593 ΑΚ).
Μίσθωση Δικαιώματος

Η μίσθωση δικαιώματος αποτελεί ειδική περίπτωση μίσθωσης που εμπίπτει στην έννοια της μίσθωσης προσοδοφόρων αντικειμένων. Σύμφωνα το άρθρο 638 ΑΚ προβλέπεται η περίπτωση της μίσθωσης άλλων προσοδοφόρων αντικειμένων και ορίζεται ότι “Οι διατάξεις που ισχύουν για τη μίσθωση αγροτικού κτήματος, έχουν, με εξαίρεση τα άρθρα 632 έως 637, ανάλογη εφαρμογή και σε μισθώσεις όπου, με αντάλλαγμα την καταβολή μισθώματος, παραχωρείται η χρήση άλλου πράγματος ή δικαιώματος και η κάρπωσή του κατά τους κανόνες της τακτικής εκμετάλλευσης.“.

Επομένως τα βασικά χαρακτηριστικά της μίσθωσης δικαιώματος είναι:

  • Αντικείμενο είναι ένα δικαίωμα (π.χ. πνευματικό, εμπορικό, επαγγελματικό κλπ),
  • Παραχωρείται όχι μόνο η χρήση αλλά και η κάρπωση του δικαιώματος,
  • Το δικαίωμα πρέπει να είναι προσοδοφόρο, δηλαδή να παράγει καρπούς,
  • Η παραχώρηση αφορά τη χρήση και την κατά τους κανόνες τακτικής εκμετάλλευσης κάρπωση του δικαιώματος.
Βασικές Διαφορές
  1. Αντικείμενο: Στη μίσθωση πράγματος το αντικείμενο είναι ένα υλικό πράγμα, ενώ στη μίσθωση δικαιώματος είναι ένα άυλο δικαίωμα.
  2. Εύρος παραχώρησης: Στη μίσθωση πράγματος παραχωρείται μόνο η χρήση, ενώ στη μίσθωση δικαιώματος παραχωρείται τόσο η χρήση όσο και η κάρπωση του δικαιώματος.
  3. Νομική φύση: Η μίσθωση δικαιώματος αποτελεί σύνθετη ή μικτή σύμβαση, που περιέχει στοιχεία από διάφορες συμβάσεις, ενώ η μίσθωση πράγματος είναι μια τυπική ενοχική σύμβαση.
  4. Εφαρμοστέες διατάξεις: Στη μίσθωση δικαιώματος εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις περί μισθώσεως αγροτικού κτήματος, με εξαίρεση τα άρθρα 632 έως 637, ενώ στη μίσθωση πράγματος εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 574 επ. του ΑΚ.
  5. Χρηματοδοτική μίσθωση (Leasing): Αποτελεί ειδική περίπτωση. Πρόκειται για σύνθετη ή μικτή σύμβαση που περιέχει στοιχεία: α) της σύμβασης μισθώσεως πράγματος, β) της συμβάσεως εντολής, γ) της συμβάσεως εκχωρήσεως και δ) συμφώνου προαιρέσεως.
Διαφορές Μίσθωσης Δικαιώματος Και Μίσθωσης Επιχείρησης

Από τη σύγκριση της σύμβασης μίσθωσης δικαιώματος και της σύμβασης διαχείρισης (πχ διαχείριση ξενοδοχείου) προκύπτει ότι οι συμβάσεις αυτές έχουν ως κοινό τους σημείο, ότι η διοίκηση της επιχείρησης ασκείται από πρόσωπο τρίτο προς τον φορέα- εμφανίζονται άλλωστε σε ίδιους ή συγγενείς οικονομικούς τομείς.

Η διαφορά τους όμως έγκειται στο εξής:

Στη μίσθωση επιχείρησης (άρθρο 638 ΑΚ) ο μισθωτής ενεργεί ως επιχειρηματίας, έχει τη χρήση και κάρπωση του “μισθίου” και φέρει συνεπώς τον επιχειρηματικό κίνδυνο. Ο δε εκμισθωτής αποξενώνεται πλήρως κατά τη διάρκεια της μίσθωσης από την επιχείρηση ως οργανωτική ομάδα.

Αντίθετα στη σύμβαση διαχείρισης ο διαχειριστής παρέχει υπηρεσίες διοίκησης στον επιχειρηματία, που εξακολουθεί να φέρει τον επιχειρηματικό κίνδυνο (ΑΠ 1465/2018).

Διαφορές Μίσθωσης Δικαιώματος Και Μίσθωσης Έργου

Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 681 και 638 ΑΚ το κριτήριο διαχωρισμού της σύμβασης έργου από τη σύμβαση μίσθωσης δικαιώματος συνίσταται στο ότι, αν σύμφωνα με το περιεχόμενο της σύμβασης, την πραγματοποίηση του αποτελέσματος αναλαμβάνει αυτός που διαθέτει το δικαίωμα, ο οποίος διατηρεί για αυτόν το λόγο και τη φυσική εξουσίαση και τη διεύθυνση του χειρισμού του, τότε πρόκειται για μίσθωση έργου.

Αντίθετα, όταν αυτός που διαθέτει το δικαίωμα περιορίζεται στο να θέσει στη διάθεση του αντισυμβαλλομένου του, μόνο τη χρήση αυτού, πρόκειται για μίσθωση δικαιώματος (ΑΠ 1235/2010).

Ο χαρακτήρας δε της όλης σύμβασης ως μίσθωσης δικαιώματος, δεν αλλοιώνεται από το γεγονός ότι αυτός που διαθέτει το δικαίωμα προβαίνει και στον χειρισμό του δικαιώματος με τη βοήθεια του κατάλληλου προσωπικού, υπό την προϋπόθεση ότι την ευθύνη για την επέλευση του επιδιωκόμενου αποτελέσματος φέρει αυτός προς τον οποίο πραγματοποιείται η διάθεση του δικαιώματος.

Τέλος, το χρησιμοποιούμενο αναγκαίο προσωπικό μπορεί να παρέχεται στον μισθωτή του δικαιώματος από τον εκμισθωτή, με παρεπόμενες (στην κυρία σύμβαση) συμβάσεις μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. 

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σχετικά με τη μίσθωση δικαιώματος.

Συμβάσεις API licensing (Άδεια Χρήσης APIs) – Νομικό Πλαίσιο

API licensing (Αδειοδότηση APIs) είναι η διαδικασία μέσω της οποίας ένας πάροχος API παραχωρεί την άδεια χρήσης του API σε τρίτους, καθορίζοντας τους όρους και τις προϋποθέσεις για τη χρήση αυτή.

Επομένως, μια “άδεια χρήσης” API αποτελεί μια σύμβαση που καθορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του Παρόχου και του Χρήστη/Καταναλωτή API, ρυθμίζοντας την πρόσβαση, τη χρήση, την τροποποίηση και την περαιτέρω διανομή των λειτουργιών και των δεδομένων που παρέχονται μέσω του API.

Νομική & Τεχνική Φύση Των API 

Από τεχνική άποψη, ένα API (Application Programming Interfaces – Διεπαφές Προγραμματισμού Εφαρμογών – APIs) ορίζεται ως ένα σύνολο πρωτοκόλλων, εργαλείων και ρουτινών για την οικοδόμηση εφαρμογών λογισμικού. 

Δηλαδή το API, κατά τεχνική έννοια, συνιστά ένα σύνολο προκαθορισμένων μεθόδων, οδηγιών και κανόνων που επιτρέπουν σε μία εφαρμογή να επικοινωνεί ή να αλληλεπιδρά με άλλη εφαρμογή ή σύστημα. Οι APIs διασφαλίζουν τη δυνατότητα άντλησης λειτουργικότητας ή δεδομένων από τρίτα πληροφοριακά περιβάλλοντα.

Εν ολίγοις, είναι ένα «συμβόλαιο» (σύμβαση) που περιγράφει τις λειτουργίες και τις μεθόδους αλληλεπίδρασης με ένα συγκεκριμένο λογισμικό σύστημα. 

Από νομική σκοπιά, ένα API αποτελεί ένα σύνολο αντικειμένων πνευματικής ιδιοκτησίας, μεταβιβαζόμενο με την σύμβαση (“άδεια”) παραχώρησης χρήσης. 

Πνευματική Ιδιοκτησία Των API

Ως σύνολο αντικειμένων πνευματικής ιδιοκτησίας, το API είναι πολυσύνθετο. 

Έτσι, ενώ ο κώδικας που υλοποιεί το API προστατεύεται σαφώς από νομικό πλαίσιο για τα πνευματικά δικαιώματα, η «δομή, ακολουθία και οργάνωση» (structure, sequence, and organization – “SSO”) ενός API, δηλαδή το σύνολο των δηλώσεων και των μεθόδων που επιτρέπουν την αλληλεπίδραση, έχει αποτελέσει αντικείμενο εκτεταμένων νομικών διαμαχών. 

Google LLC κατά Oracle America, Inc.

Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ στην υπόθεση Google LLC v. Oracle America, Inc. (2021), έκρινε ότι η αντιγραφή ενός τμήματος ενός API για τη διασφάλιση της διαλειτουργικότητας μπορεί να εμπίπτει στο δόγμα της «δίκαιης χρήσης» (fair use).

Τούτο σημαίνει ότι ένας χρήστης API έχει το δικαίωμα να αντιγράψει και να ιδιοποιηθεί τμήμα ενός API, με μόνη προϋπόθεση ότι η ιδιοποίηση γίνεται για την εξασφάλιση της διαλειτουργικότητας. 

Ευρωπαϊκό & Ελληνικό Δίκαιο

Σύμφωνα με τον Ν. 2121/1993, ο οποίος ενσωματώνει στο εσωτερικό δίκαιο την Οδηγία 91/250/ΕΟΚ περί της νομικής προστασίας των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, ένα API υπάγεται στο νομικό πλαίσο προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας. 

Τούτο διότι ενσωματώνει κώδικα, δομή, ακολουθίες εντολών, τεχνική τεκμηρίωση (documentation) καθώς και άλλες εκφράσεις δημιουργικού χαρακτήρα. Συγκεκριμένα:

  • Η τεκμηρίωση API (documentation) και ο πηγαίος/αντικειμενικός κώδικας προστατεύονται ως έργα λογισμικού.
  • Η διάρθρωση (structure), η ονοματολογία συναρτήσεων, ακόμη και το σχήμα ανταλλαγής δεδομένων (data schema) μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να θεωρηθούν εκφράσεις πνευματικής ιδιοκτησίας.

Ωστόσο, η ίδια η διαλειτουργικότητα μεταξύ δύο συστημάτων, εξαιρείται της προστασίας.

Διαφορές Συμβάσεων API licensing Και SaaS

Παρότι συχνά συγχέονται, η άδεια χρήσης API (API License) και η υπηρεσία λογισμικού ως υπηρεσία (Software as a Service – SaaS) διαφέρουν στη νομική τους φύση και στην πρακτική εφαρμογή τους. 

Αφενός, η σύμβαση SaaS αποτελεί κατ’ ουσίαν σύμβαση παροχής υπηρεσιών, κατά την οποία ο πάροχος διαθέτει πρόσβαση σε λογισμικό που εκτελείται απομακρυσμένα (cloud-based), χωρίς να μεταβιβάζει κανένα στοιχείο του κώδικα ή των αρχείων εγκατάστασης στον χρήστη.  Ο χρήστης δεν αποκτά κανένα δικαίωμα χρήσης επί του λογισμικού καθαυτού, παρά μόνο τη δυνατότητα εκμετάλλευσης των λειτουργιών του μέσω browser ή άλλης διεπαφής.

Αφετέρου, η άδεια API επιτρέπει σε τρίτους να ενσωματώσουν λειτουργικότητες σε δικές τους εφαρμογές ή υποδομές, συνήθως με τη μορφή προγραμματιστικών κλήσεων (calls) σε back-end servers του παρόχου. Η άδεια αυτή μπορεί να έχει χαρακτήρα εμπορικής εκμετάλλευσης, ιδίως όταν επιτρέπεται η πώληση ή ενσωμάτωση της λειτουργικότητας API σε προϊόντα τρίτων. 

Συνοπτικά, το SaaS αποτελεί υπηρεσία, ενώ η API license συνιστά άδεια εκμετάλλευσης τεχνολογικού πόρου και, συνεπώς, υπάγεται σε διαφορετικούς κανόνες δικαίου.

Ορολογία και Βασικές Έννοιες Συμβάσεων API licensing

Πάροχος API (API  Provider): Η οντότητα που κατέχει, αναπτύσσει, συντηρεί και διαθέτει το API.

Χρήστης/Καταναλωτής API (API User/Consumer): Η οντότητα που χρησιμοποιεί το API για να ενσωματώσει τις λειτουργίες του στις δικές της εφαρμογές ή πλατφόρμες.

Όροι Παροχής Υπηρεσιών (Terms of Service – ToS): Οι συμφωνηθέντες όροι που διέπουν τη χρήση μιας πλατφόρμας ή υπηρεσίας, εντός των οποίων συχνά ενσωματώνονται ή παραπέμπονται οι ειδικοί όροι αδειοδότησης του API.

Πολιτική Ορθής Χρήσης (Acceptable Use Policy – AUP): Οι συμβατικές προβλέψεις που καθορίζουν τις επιτρεπόμενες και απαγορευμένες πρακτικές κατά τη χρήση του API, με έμφαση σε ζητήματα ασφάλειας, νόμιμης χρήσης και αποφυγής κατάχρησης.

Συμφωνία Επιπέδου Υπηρεσιών (Service Level Agreement – SLA): Η συμβατική συμφωνία σχετικά με: α) τις ελάχιστες εγγυημένες επιδόσεις, β) τη διαθεσιμότητα, γ) το χρόνο απόκρισης και δ) την υποστήριξη, που παρέχεται από τον Πάροχο API.

Κατηγορίες Αδειών Χρήσης API (API licensing)

Οι άδειες χρήσης APIs διακρίνονται, αναλόγως του επιπέδου περιορισμών και του επιχειρηματικού μοντέλου. Οι βασικότερες εξ’ αυτών, κατηγοριοποιούνται ως εξής:

Ανοικτές Άδειες (Open Licenses)

Εφαρμόζονται συχνά σε APIs που προορίζονται για ευρεία ανάπτυξη και συνεργασία. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι άδειες Creative Commons (π.χ., CC BY) ή οι άδειες λογισμικού ανοιχτού κώδικα (π.χ., Apache 2.0, MIT License). 

Βασική κατηγορία ανοικτών αδειών αποτελούν τα API που παρέχονται από δημόσιους φορείς (π.χ. gov.gr). Στην περίπτωση αυτή, εφαρμόζεται η Οδηγία (ΕΕ) 2019/1024 για τα Ανοικτά Δεδομένα, η οποία ενθαρρύνει τη διάθεση δεδομένων μέσω APIs υπό ανοικτές άδειες.

Στο πλαίσιο αυτό, τα APIs οφείλουν να πληρούν ελάχιστες τεχνικές προδιαγραφές, ενώ απαγορεύεται η επιβολή αδικαιολόγητων περιορισμών στην πρόσβαση.

Εμπορικές/Ιδιόκτητες Άδειες (Commercial/Proprietary Licenses)

Αποτελούν την πλειονότητα των αδειών. Είναι ειδικά διαμορφωμένες για να προστατεύουν τα συμφέροντα του Παρόχου και να καθορίζουν λεπτομερώς τη χρήση. Σε αυτές εντάσσονται οι άδειες με βάση τον όγκο κλήσεων (usage-based licensing), οι συνδρομητικές άδειες, ή οι άδειες που περιορίζουν τη χρήση σε συγκεκριμένες εφαρμογές ή πλατφόρμες κλπ.

Άδειες Freemium

Συνδυάζουν στοιχεία των παραπάνω, προσφέροντας μια βασική δωρεάν βαθμίδα χρήσης με περιορισμένες λειτουργίες ή όρια κλήσεων, καθώς και επί πληρωμή πακέτα για προηγμένες δυνατότητες. Οι όροι για τη δωρεάν βαθμίδα συνήθως περιλαμβάνουν ρήτρες που αποθαρρύνουν την εμπορική χρήση χωρίς αναβάθμιση.

OEM / Embedded licenses

Οι άδειες με τις οποίες παραχωρείται σε τρίτους το δικαίωμα ενσωμάτωσης του API σε δικές τους υπηρεσίες.

Ελάχιστοι Όροι Συμβάσεων API licensing

Μια σύμβαση API licensing (δλδ μια “άδεια χρήσης”) περιλαμβάνει συνήθως, μεταξύ άλλων:

1. Το Πεδίο Εφαρμογής της Άδειας (Scope of License)

Με αυτό καθορίζεται ρητά το επιτρεπόμενο εύρος χρήσης του API (π.χ., αποκλειστική/μη αποκλειστική, μεταβιβάσιμη/μη μεταβιβάσιμη, ανακλητή/μη ανακλητή άδεια), τον επιδιωκόμενο σκοπό (π.χ., ανάπτυξη εφαρμογών, όχι ανταγωνιστικά προϊόντα), τους γεωγραφικούς περιορισμούς και τυχόν περιορισμούς στον αριθμό των τελικών χρηστών ή των κλήσεων.

2. Ζητήματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας (IP Rights)

Η σύμβαση οφείλει να προβλέπει ότι όλα τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας επί του API, η τεκμηρίωσή του και τα σχετικά εμπορικά σήματα παραμένουν στην αποκλειστική κυριότητα του Παρόχου. Θα πρέπει να περιλαμβάνει ρητές απαγορεύσεις για αντίστροφη μηχανική (reverse engineering), αποσυμπίληση (decompilation) ή οποιαδήποτε προσπάθεια ανακάλυψης του πηγαίου κώδικα ή της υποκείμενης αρχιτεκτονικής.

3. Τους Περιορισμούς Χρήσης και Την Πολιτική Ορθής Χρήσης (Usage Restrictions & AUP)

Είναι αναγκαίο να συμφωνηθούν λεπτομερείς ρυθμίσεις για τον τρόπο χρήσης του API και την αποτροπή κατάχρησης. 

Αυτές, συνηθέστερα, περιλαμβάνουν:

  • Όρια Κλήσεων (Rate Limits): Μέγιστος αριθμός αιτημάτων ανά μονάδα χρόνου.
  • Απαγορευμένες Χρήσεις: Κατάλογος δραστηριοτήτων που απαγορεύονται ρητά (π.χ., spamming, DDOS επιθέσεις, χρήση για παράνομους σκοπούς, παραβίαση δικαιωμάτων τρίτων, ανταγωνιστική ανάλυση κλπ).
  • Απαιτήσεις Ασφαλείας: Υποχρεώσεις για τον Χρήστη σχετικά με την ασφαλή διαχείριση των κλειδιών API, των διαπιστευτηρίων και την προστασία των δικών του συστημάτων.
  • Αποποίηση Εγγυήσεων (Disclaimer of Warranties): Ο Πάροχος σχεδόν πάντα παρέχει το API “ως έχει” (as-is), χωρίς εγγυήσεις για αδιάλειπτη λειτουργία, ακρίβεια, απουσία σφαλμάτων, ή καταλληλότητα για συγκεκριμένο σκοπό. Τούτο, βέβαια, περιορίζει δραστικά την ευθύνη του Παρόχου.
  • Περιορισμός Ευθύνης (Limitation of Liability): Τίθεται ανώτατο όριο στο ποσό της αποζημίωσης που μπορεί να διεκδικήσει ο Χρήστης από τον Πάροχο σε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής. Συχνά αποκλείονται οι έμμεσες, παρεπόμενες ή αποθετικές ζημίες (απώλειες κερδών/δεδομένων κλπ).
  • Αποζημίωση (Indemnification): Ο Χρήστης αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον Πάροχο για τυχόν αξιώσεις, ζημίες ή έξοδα που προκύπτουν από (α) παραβίαση των όρων της άδειας από τον Χρήστη, (β) χρήση του API με τρόπο που παραβιάζει δικαιώματα τρίτων (π.χ. πνευματικά δικαιώματα, προσωπικά δεδομένα), ή (γ) αμέλεια ή δόλο του Χρήστη.
  • Διακοπή και Καταγγελία (Termination): Περιγράφει τους όρους υπό τους οποίους η άδεια μπορεί να τερματιστεί. Ο Πάροχος συνήθως διατηρεί το δικαίωμα άμεσης καταγγελίας σε περίπτωση σοβαρής παραβίασης, ενώ ο Χρήστης μπορεί να έχει δικαίωμα καταγγελίας με προειδοποίηση.
4. Την Προστασία Προσωπικών Δεδομένων (Data and Privacy)

Με δεδομένο ότι η παροχή πρόσβασης μέσω API σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα συνιστά πράξη επεξεργασίας κατά τον κανονισμό GDPR και τον νόμο 4624/2019, η σύμβαση API licensing πρέπει να ορίζει:

  • Τον ρόλο κάθε μέρους (Υπεύθυνος Επεξεργασίας / Εκτελών την Επεξεργασία).
  • Τους τύπους δεδομένων που μπορούν να προσπελαστούν ή να ανταλλαχθούν.
  • Τους σκοπούς επεξεργασίας.
  • Τις υποχρεώσεις ασφάλειας δεδομένων (τεχνικά και οργανωτικά μέτρα).
  • Τις διαδικασίες για τη διαχείριση αιτημάτων υποκειμένων δεδομένων και την αντιμετώπιση παραβιάσεων.
  • Τις απαιτήσεις για τη διασυνοριακή μεταφορά δεδομένων.

Τέλος, η ύπαρξη μηχανισμών πιστοποίησης (π.χ. OAuth, token-based authentication), καθώς και η κρυπτογράφηση δεδομένων κατά την ανταλλαγή, είναι χρήσιμα πρακτικά μέτρα για τη σχετική συμμόρφωση.

5. Συμφωνίες SLA (Service-Level Agreement) 

Η σύμβαση πρέπει να περιλαμβάνει πρόβλεψη επιπέδων εξυπηρέτησης (SLA). Ενδεικτικά :

  • την εγγυημένη διαθεσιμότητα (“Uptime“), 
  • τους χρόνους απόκρισης,  
  • τα ελάχιστα επίπεδα απόδοσης και 
  • την τεχνική υποστήριξη.
6. Την Προστασία Εμπορικών Μυστικών και Ζητήματα Αθέμιτου Ανταγωνισμού

Τέλος, η σύμβαση API licensing πρέπει να προστατεύει τα εμπορικά μυστικά που ενδεχομένως αποκαλύπτονται μέσω του API και να αποτρέπει τη χρήση του API για σκοπούς αθέμιτου ανταγωνισμού ή δημιουργίας ανταγωνιστικών προϊόντων που εκμεταλλεύονται την υποδομή του Παρόχου. Τούτο διότι, τα APIs συχνά ενσωματώνουν επιχειρησιακή λογική (business logic) ή εμπιστευτικά στοιχεία της αρχιτεκτονικής μιας επιχείρησης.

Συνεπώς, ο πάροχος API οφείλει να συμβληθεί με επιπλέον συμβάσεις εχεμύθειας (NDA) και περιορισμών χρήσης, διασφαλίζοντας ότι οι πληροφορίες που καθίστανται προσβάσιμες μέσω του API δεν θα χρησιμοποιηθούν για ανταγωνιστικούς ή μη εξουσιοδοτημένους σκοπούς.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με το API licensing.

Drag Along & Tag Along Δικαίωμα: Νομοθεσία και Χρησιμότητα

Drag Along Right

Drag Along RightΔικαίωμα Συμπαράσυρσης» ή «Δικαίωμα Συμμεταβίβασης»), είναι ένας συμβατικός όρος που επιτρέπει στον πλειοψηφούντα μέτοχο, ή σε μια ομάδα πλειοψηφούντων μετόχων, να εξαναγκάσει τους μειοψηφούντες μετόχους να πωλήσουν τις μετοχές τους σε τρίτο αγοραστή, υπό τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις με αυτές που συμφωνήθηκαν για την πώληση των μετοχών της πλειοψηφίας.

Δηλαδή, η πλειοψηφία «συμπαρασύρει» τη μειοψηφία στην πώληση.

Ουσιαστικά, η ρήτρα αυτή διασφαλίζει ότι, εάν οι πλειοψηφούντες μέτοχοι συμφωνήσουν με κάποιο αγοραστή για το σύνολο της εταιρείας ή για ένα σημαντικό ποσοστό των μετοχών τους, η πώληση δεν μπορεί να εμποδιστεί από τη μη συνεργασία των μειοψηφούντων μετόχων.

Περαιτέρω, ο κύριος σκοπός του δικαιώματος Drag Along είναι η διευκόλυνση της πώλησης ολόκληρης της εταιρείας. Τούτο διότι, σε πολλές περιπτώσεις, ένας ενδιαφερόμενος αγοραστής επιθυμεί να αποκτήσει το 100% των μετοχών μιας εταιρείας για να αποκτήσει πλήρη έλεγχο και να αποφύγει τυχόν προβλήματα από τη διατήρηση μειοψηφούντων μετόχων. 

Χωρίς μια τέτοια ρήτρα, ένας ή περισσότεροι μειοψηφούντες μέτοχοι θα μπορούσαν να αρνηθούν την πώληση των μετοχών τους, εμποδίζοντας έτσι την ολοκλήρωση της συναλλαγής. Το δικαίωμα Drag Along διασφαλίζει ότι η πλειοψηφία μπορεί να επιτύχει μια καθαρή έξοδο (clean exit) και να μεγιστοποιήσει την αξία της εταιρείας κατά την πώληση.

Τέλος το δικαίωμα αυτό είναι ιδιαίτερα συχνό σε συμφωνίες επενδύσεων κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών (venture capital) και ιδιωτικών κεφαλαίων (private equity), όπου οι επενδυτές επιδιώκουν μια στρατηγική έξοδο από την επένδυσή τους.

Πλεονεκτήματα & Μειονεκτήματα του Δικαιώματος Drag Along
Πλεονεκτήματα
  • Διευκόλυνση Πώλησης: Καθιστά την εταιρεία πιο ελκυστική για πιθανούς αγοραστές, καθώς διασφαλίζει την απόκτηση του συνόλου των μετοχών.
  • Προστασία Πλειοψηφίας: Προστατεύει τα συμφέροντα των πλειοψηφούντων μετόχων, επιτρέποντάς τους να ρευστοποιήσουν την επένδυσή τους χωρίς εμπόδια από τη μειοψηφία.
  • Αποφυγή Διενέξεων Και Αδιεξόδων: Αποτρέπει καταστάσεις όπου η μειοψηφία θα μπορούσε να εκβιάσει την πλειοψηφία, αρνούμενη την πώληση ή ζητώντας δυσανάλογα ανταλλάγματα.
Μειονεκτήματα 
  • Περιορισμός Αυτονομίας Μειοψηφίας: Οι μειοψηφούντες μέτοχοι ενδέχεται να αναγκαστούν να πωλήσουν τις μετοχές τους ενάντια στη θέλησή τους, ακόμη και αν πιστεύουν ότι η πώληση δεν είναι προς το συμφέρον τους ή ότι η εταιρεία έχει μεγαλύτερες προοπτικές ανάπτυξης.
  • Πιθανή Απώλεια Ευκαιριών: Η αναγκαστική πώληση μπορεί να στερήσει από τους μειοψηφούντες μετόχους τη δυνατότητα να επωφεληθούν από μελλοντική αύξηση της αξίας της εταιρείας.
Tag Along Right

Tag Along RightΔικαίωμα Προσκολλήσεως»), είναι ένας συμβατικός όρος που παρέχει στους μειοψηφούντες μετόχους το δικαίωμα (όχι την υποχρέωση) να συμμετάσχουν στην πώληση των μετοχών που πραγματοποιεί ένας πλειοψηφών μέτοχος, ή μια ομάδα μετόχων, σε τρίτο αγοραστή.

Έτσι, εν ο πλειοψηφών μέτοχος αποφασίσει να πωλήσει τις μετοχές του, οι μειοψηφούντες μέτοχοι μπορούν να «προσκολληθούν» στην πώληση και να ζητήσουν από τον αγοραστή να αποκτήσει και τις δικές τους μετοχές υπό τους ίδιους όρους.

Περαιτέρω, ο βασικός σκοπός του δικαιώματος Tag Along είναι να διασφαλίσει ότι οι μειοψηφούντες μέτοχοι δεν  βρεθούν «εγκλωβισμένοι» στην εταιρεία με νέο πλειοψηφικό μέτοχο, ο οποίος μπορεί να είναι ανεπιθύμητος ή να έχει διαφορετικά συμφέροντα, ούτε ότι θα χάσουν την ευκαιρία να πωλήσουν τις μετοχές τους σε μια συμφέρουσα τιμή, την οποία πέτυχε ο πλειοψηφών μέτοχος. 

Επομένως, με αυτό τον τρόπο, το δικαίωμα προσκολλήσεως προάγει την ισότητα στην αντιμετώπιση των μετόχων κατά τη μεταβίβαση μετοχών και παρέχει ρευστότητα στη μειοψηφία.

Πλεονεκτήματα & Μειονεκτήματα του Δικαιώματος Tag Along
Πλεονεκτήματα 
  • Προστασία Μειοψηφίας: Διασφαλίζει την ισότιμη μεταχείριση των μειοψηφούντων μετόχων σε περίπτωση πώλησης της εταιρείας.
  • Ευκαιρία Εξόδου: Παρέχει στους μειοψηφούντες μετόχους την ευκαιρία να ρευστοποιήσουν την επένδυσή τους υπό τους ίδιους όρους με την πλειοψηφία.
  • Ενίσχυση Εμπιστοσύνης: Συμβάλλει στην οικοδόμηση εμπιστοσύνης μεταξύ των μετόχων και μπορεί να διευκολύνει την προσέλκυση επενδύσεων, καθώς οι μειοψηφούντες επενδυτές αισθάνονται προστατευμένοι.
Μειονεκτήματα
  • Πιθανή Δυσχέρεια Πώλησης: Η ύπαρξη του δικαιώματος Tag Along μπορεί να περιπλέξει τη διαδικασία πώλησης για τους πλειοψηφούντες μετόχους, καθώς ο αγοραστής ενδέχεται να χρειαστεί να διαπραγματευτεί με περισσότερους μετόχους.
  • Αποτροπή Αγοραστών: Σε ορισμένες περιπτώσεις, ένας αγοραστής που επιθυμεί να αποκτήσει μόνο την πλειοψηφία ενδέχεται να αποτραπεί από την υποχρέωση να αγοράσει και τις μετοχές της μειοψηφίας.
Βασικές Διαφορές Drag Along και Tag Along Right

Τόσο το δικαίωμα Drag Along, όσο και το δικαίωμα Tag Along, παρότι αφορούν τη μεταβίβαση μετοχών και την έξοδο των μετόχων, εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς και προστατεύουν διαφορετικά συμφέροντα.

Η κύρια διάκριση έγκειται στο ποιος ασκεί το δικαίωμα και ποιος προστατεύεται:

Χαρακτηριστικό Δικαίωμα Drag AlongΔικαίωμα Tag Along
Προστατευόμενο Μέρος Πλειοψηφούντες Μέτοχοι Μειοψηφούντες Μέτοχοι
Ποιος Ασκεί το ΔικαίωμαΠλειοψηφούντες Μέτοχοι Μειοψηφούντες Μέτοχοι
ΣκοπόςΔιευκόλυνση πώλησης του συνόλου της εταιρείαςΔιασφάλιση ισότιμης εξόδου της μειοψηφίας
Αποτέλεσμα Αναγκαστική πώληση μετοχών μειοψηφίαςΔυνατότητα συμμετοχής μειοψηφίας στην πώληση

Ωστόσο, παρά τις διαφορές τους, τα δύο δικαιώματα είναι συχνά αλληλοσυμπληρούμενα και περιλαμβάνονται από κοινού στις συμφωνίες μετόχων ή στο καταστατικό. 

Τούτο διότι η συνύπαρξή τους δημιουργεί ένα ισορροπημένο πλαίσιο που προστατεύει τόσο την δυνατότητα της πλειοψηφίας να ρευστοποιήσει την επένδυσή της, όσο και το δικαίωμα της μειοψηφίας σε μια δίκαιη και ισότιμη έξοδο.

Νομικό Πλαίσιο και Πρακτική Εφαρμογή
Επί ανωνύμων Εταιρειών

Σύμφωνα με την δεύτερη παράγραφο του άρθρου 43 του Ν. 4548/2018:

«Το καταστατικό μπορεί να ορίσει και άλλες μορφές περιορισμών στη μεταβίβαση των μετοχών, όπως ιδίως:

(…)

γ) τον όρο ότι, προκειμένου να εγκριθεί η μεταβίβαση μετοχών σε τρίτο, ο τρίτος θα δεσμευθεί να αποκτήσει μετοχές και άλλων μετόχων, που θα προσφερθούν με τους ίδιους όρους με τους οποίους εγκρίνεται η μεταβίβαση ή και διαφορετικούς όρους, κατά τις διατάξεις του καταστατικού, ή

δ) τον όρο ότι, σε περίπτωση μεταβίβασης μετοχών από μέτοχο σε τρίτο, οι λοιποί μέτοχοι θα υποχρεούνται να μεταβιβάσουν και αυτοί στον τρίτο ποσοστό αντίστοιχο μετοχών, σύμφωνα με τις διατάξεις του καταστατικού».

Επομένως, τα δικαιώματα Drag Along και Tag Along προβλέπονται ρητά και μπορούν να αποτελέσουν τόσο καταστατικά άρθρα ανωνύμων εταιρειών, όσο και όρους εξωεταιρικών συμφωνιών μετόχων (Shareholders’ Agreements – SHA).

Επί Λοιπών Εταιρειών

Παρότι δεν υπάρχουν αντίστοιχες ρητές προβλέψεις για τις λοιπές μορφές εταιρειών, ωστόσο, η νομική βάση των παραπάνω δικαιωμάτων εδράζεται στην αρχή της συμβατικής ελευθερίας και την αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης, όπως αυτές κατοχυρώνονται στο άρθρο 361 του ΑΚ.

Αυτό σημαίνει ότι οι μέτοχοι μπορούν ελεύθερα να συμφωνήσουν σε τέτοιες ρήτρες μέσω εξωεταιρικών συμφωνιών μετόχων (Shareholders’ Agreements – SHA) ή και να τις ενσωματώσουν στο καταστατικό της εταιρείας, εφόσον δεν παραβιάζουν αναγκαστικού δικαίου διατάξεις ή διατάξεις δημόσιας τάξης.

Επί Startup

Η πρακτική εφαρμογή των δικαιωμάτων Drag Along & Tag Along εφαρμόζεται ιδιαίτερα σε Startups και Νεοφυείς Επιχειρήσεις, όπου οι ιδρυτές και οι επενδυτές (angel investors, venture capitals, private equity κλπ) επιδιώκουν να διασφαλίσουν σαφείς όρους εξόδου και να προστατεύσουν τις επενδύσεις τους.

Εξάλλου, οι επενδυτές επιχειρηματικών κεφαλαίων και τα επενδυτικά κεφάλαια συνήθως επιμένουν στην ενσωμάτωση αυτών των δικαιωμάτων στις επενδυτικές τους συμφωνίες, καθώς αυτά τους διασφαλίζουν:

  • Ρευστότητα, εφόσον το δικαίωμα προσκολλήσεως εξασφαλίζει ότι οι επενδυτές θα έχουν τη δυνατότητα να εξέλθουν από την επένδυση όταν οι ιδρυτές ή άλλοι μειοψηφικοί μέτοχοι αποφασίσουν να πωλήσουν.
  • Έλεγχο Εξόδου, καθώς το δικαίωμα συμπαράσυρσης επιτρέπει στους επενδυτές να προωθήσουν στρατηγικές εξόδου που θεωρούν επωφελείς, ακόμη και αν ορισμένοι μέτοχοι μειοψηφίας διαφωνούν.
Σημαντικά Σημεία Διαπραγμάτευσης

Κατά τη διαδικασία σύνταξης καταστατικού ή συμφωνίας SHA, όπου περιλαμβάνονται τα δικαιώματα Tag Along και Drag Along, πρέπει να έχουν προσυμφωνηθεί, μεταξύ άλλων, τα παρακάτω:

Δικαίωμα Drag Along

Προϋποθέσεις Ενεργοποίησης

Συνήθως απαιτείται 75% των μετοχών για να ενεργοποιηθεί το δικαίωμα, αλλά μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τη διαπραγμάτευση.

Επίσης, η μειοψηφία πρέπει να λαμβάνει την ίδια τιμή και όρους με την πλειοψηφία.

Απαίτηση Ειδοποίησης

Η μειοψηφία πρέπει να ενημερώνεται εγκαίρως για την πώληση, ώστε να προετοιμαστεί.

Τυχόν Εξαιρέσεις

Κάποιες συμφωνίες μπορεί να εξαιρούν συγκεκριμένες συναλλαγές (π.χ. μεταβίβαση σε συγγενείς).

Δικαίωμα Tag Along

Πεδίο Εφαρμογής

Ορισμένες συμφωνίες επιτρέπουν την προσκόλληση μόνο όταν η πλειοψηφία πωλεί όλες τις μετοχές της, ενώ άλλες ισχύουν και για μερικές πωλήσεις.

Χρονικό Πλαίσιο Άσκησης του Δικαιώματος

Η μειοψηφία μπορεί να ασκήσει το δικαίωμά της εντός συγκεκριμένης προθεσμίας (π.χ. 30 ημέρες).

Μηχανισμός Εκτέλεσης

Ορισμένες συμφωνίες απαιτούν από τον αγοραστή να αγοράσει επιπλέον μετοχές (π.χ. 30% του αρχικού προσφερθέντος ποσού), ενώ άλλες μειώνουν αναλογικά τις μετοχές του πλειοψηφικού «πακέτου»

 Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τα δικαιώματα Drag Along και Tag Along.

ΔΕΔ – Δεκαετής Η Παραγραφή Σε Περιπτώσεις Φοροδιαφυγής

Με την πρόσφατη απόφαση 1267/2025 (Αθήνα), η ΔΕΔ ασχολήθηκε με το θέμα της 10ετούς παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για επιβολή φόρων, προστίμων κλπ, σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Με Οριστική Πράξη Διορθωτικού Προσδιορισμού Φόρου Εισοδήματος για το φορολογικό έτος 2014, η οποία κοινοποιήθηκε την 11-12-2024, καταλογίστηκε σε βάρος φορολογούμενου διαφορά φόρου ποσού 266.732,48 Ευρώ, πλέον προστίμου φόρου άρθρου 54 του Ν. 5104/2024 ποσού 133.510,18 Ευρώ, ήτοι σύνολο φόρων, τελών και εισφορών για καταβολή, ύψους 401.029,89 Ευρώ.

Η ανωτέρω Πράξη στηρίχθηκε στην από 11/12/2024 θεωρηθείσα Έκθεση Μερικού Ελέγχου Φορολογίας Εισοδήματος του Προϊσταμένου του Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π., η οποία συντάχθηκε κατόπιν ελέγχου που διενεργήθηκε στα εισοδήματα του φορολογούμενου του έτους 2014, δυνάμει σχετικής Εντολής Ελέγχου του Προϊσταμένου της ως άνω υπηρεσίας. 

Αιτία του ελέγχου αποτέλεσε η από 07/10/2024 Πορισματική Έκθεση της Διεύθυνσης Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος (Δ.Ε.Ο.Ε.), η οποία διαβιβάστηκε στην ελεγκτική αρχή την 10-10-2024.

Σύμφωνα με την πορισματική έκθεση της Δ.Ε.Ο.Ε., μετά από διερεύνηση των τραπεζικών λογαριασμών του προσφεύγοντος, διαπιστώθηκε η παράλειψη δήλωσης, στο φορολογικό έτος 2014, αγοράς χρεογράφων (Α/Κ) ποσών 125.779,97 Ευρώ και 965.821,92 Ευρώ.

Για τα ανωτέρω δύο ποσά, ζητήθηκαν από τον φορολογούμενο, αποδεικτικά στοιχεία και πληροφορίες αναφορικά με τον σχηματισμό του κεφαλαίου για τις παραπάνω συναλλαγές, προκειμένου να εξακριβωθεί εάν οι ανωτέρω αγορές προήλθαν από εισοδήματά του (και της συζύγου του), τα οποία είτε είχαν φορολογηθεί, είτε είχαν νόμιμα απαλλαγεί του φόρου («Πίνακας Ανάλωσης»).

Ο φορολογούμενος, δεν προσκόμισε τον αιτηθέντα Πίνακα Ανάλωσης, αλλά με υπόμνημά του, προσκόμισε στοιχεία σχετικά με το πρώτο ποσό, ύψους 125.779,97 ευρώ, σύμφωνα με τα οποία αφορά προθεσμιακή κατάθεση την οποία δεν όφειλε να δηλώσει.

Ωστόσο, δεν δόθηκαν στοιχεία για το υπόλοιπο ποσό των 965.821,92 ευρώ, το οποίο αφορούσε αγορά ΟΣΕΚΑ με χώρα έκδοσης το Λουξεμβούργο.

Στη συνέχεια συντάχθηκε Πίνακας Ανάλωσης κεφαλαίου από τη Δ.Ε.Ο.Ε., βάσει των υποβληθεισών δηλώσεων εισοδήματος του φορολογούμενου, για τις χρήσεις 1996 έως 2014, από τον οποίο προέκυψε ότι το μη αναλωθέν υπόλοιπο που είχε στη διάθεση του ο φορολογούμενος στο τέλος του έτους 2014 ανέρχεται στο ποσό των 56.935,11 Ευρώ.

Κατόπιν των ανωτέρω, προέκυψε η αγορά του ομολόγου ποσού 965.821,92 Ευρώ που πραγματοποίησε ο φορολογούμενος, δικαιολογείται μόνο κατά το ποσό των 56.935,11 Ευρώ, ενώ το υπόλοιπο ύψους 908.886,81 Ευρώ αποτελεί προσαύξηση περιουσίας από αδήλωτα εισοδήματα.

Ακολούθως ο έλεγχος του Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π., λαμβάνοντας υπόψη τον πίνακα ανάλωσης κεφαλαίου, όπως προσδιορίστηκε από τη Δ.Ε.Ο.Ε., τα δηλωθέντα εισοδήματα του φορολογούμενου την χρήση 2014 και την διαπίστωση της παράλειψης δήλωσης της αγοράς του ομολόγου αξίας 965.821,92 Ευρώ, προσδιόρισε πρόσθετη διαφορά μεταξύ τεκμαρτού και συνολικού εισοδήματος ποσού 820.064,45 Ευρώ.

Στη συνέχεια, κοινοποιήθηκε στον φορολογούμενο ο προσωρινός διορθωτικός προσδιορισμός εισοδήματος, φορολογικού έτους 2014, και αντίγραφο της πορισματικής έκθεσης της Δ.Ε.Ο.Ε.

ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΦΟΡΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΥ

Ο φορολογούμενος δεν κατέθεσε τις απόψεις του επί του κοινοποιηθέντος Σ.Δ.Ε. αλλά κατέθεσε ενδικοφανή προσφυγή ζητώντας την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, ισχυριζόμενος -μεταξύ άλλων- ότι το δικαίωμα του Δημοσίου να κοινοποιεί φύλλα ελέγχου, φόρους, πρόστιμα κ.λπ., του φορολογικού έτους 2014 έχει παραγραφεί.

Ειδικότερα, ο φορολογούμενος ισχυρίστηκε ότι το δικαίωμα του Δημοσίου να κοινοποιήσει φόρο εισοδήματος και πρόστιμο, για το φορολογικό έτος 2014, έληξε στις 31/12/2020, βάσει των διατάξεων της πρώτης παραγράφου του άρθρου 37 του Ν. 5104/2024.

Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωσή του οι διατάξεις της παραγράφου 3α του ίδιου άρθρου, περί κοινοποίησης πράξης εντός 10 ετών, δεδομένου ότι δεν νοούνται ως συμπληρωματικά στοιχεία ή νέα στοιχεία η υποβολή μιας ποινικής δικογραφίας από τον Οικονομικό Εισαγγελέα καθώς όλα τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του ο Οικονομικός Εισαγγελέας ήταν προσβάσιμα στο Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π. και σε κάθε φορολογική αρχή. 

ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Ο Ν. 5104/2024

Σύμφωνα με το άρθρο 37 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Ν. 5104/2024):

«Εξαιρετικά, πράξη διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου μπορεί να κοινοποιηθεί εντός δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία για την υποβολή της δήλωσης ή της δήλωσης της τελευταίας περιόδου, σε περίπτωση που προβλέπεται η υποβολή περισσότερων δηλώσεων:

αα) Αν ο φορολογούμενος δεν έχει υποβάλει δήλωση εντός της περιόδου που αναφέρεται στην παρ. 1. (…)

αβ) Αν μετά την πενταετία περιέλθουν σε γνώση της Φορολογικής Διοίκησης νέα στοιχεία ή πληροφορίες που δεν θα μπορούσαν να είναι σε γνώση αυτής εντός της πενταετίας και προκύπτει ότι η φορολογική οφειλή υπερβαίνει αυτήν που είχε προσδιορισθεί βάσει προηγούμενου άμεσου, διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου και μόνο για το ζήτημα το οποίο αφορούν.

β) … Εφόσον περιέλθουν σε γνώση της Φορολογικής Διοίκησης συμπληρωματικά στοιχεία κατά το τελευταίο έτος της αρχικής (πενταετούς) παραγραφής, το δικαίωμα της Φορολογικής Διοίκησης να εκδώσει πράξη προσδιορισμού φόρου παρατείνεται κατά ένα (1) έτος.».

Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 79 του ίδιου νόμου:

«Έγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος με πρόθεση: … προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.), του Φόρου Κύκλου Εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς, καθώς και όποιος παραπλανά τη Φορολογική Διοίκηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων και δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς ή λαμβάνει επιστροφή, καθώς και όποιος διακρατεί τέτοιους φόρους, τέλη ή εισφορές…»

Ο Ν. 4646/2019

Σύμφωνα με το άρθρο 66, παρ. 27α του Ν. 4646/2019:

«27.α. … Ειδικά για τις χρήσεις 2012 και 2013 και τα φορολογικά έτη 2014, 2015, 2016 και 2017, πράξη διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου για περιπτώσεις φοροδιαφυγής, μπορεί να εκδοθεί εντός δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής δήλωσης.»

Η Εγκύκλιος 2057/2023 ΑΑΔΕ

Σύμφωνα με την Εγκύκλιο 2057/2023 της ΑΑΔΕ με θέμα “Παροχή διευκρινίσεων σχετικά με τις προθεσμίες παραγραφής του δικαιώματος της Φορολογικής Διοίκησης για την έκδοση και κοινοποίηση πράξεων προσδιορισμού φόρων και επιβολής προστίμων”:

«…Για την εφαρμογή των ως άνω διατάξεων επισημαίνονται τα εξής:

4.1. Για τις χρήσεις 2012 και 2013 και τα φορολογικά έτη 2014-2017, πράξεις προσδιορισμού φόρου μπορούν να εκδοθούν εντός δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής δήλωσης, για περιπτώσεις φοροδιαφυγής, κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 66 του ΚΦΔ. Συνεπώς, για πληροφορίες που περιέρχονται σε γνώση οποιασδήποτε Υπηρεσίας της Φορολογικής Διοίκησης και αφορούν σε φοροδιαφυγή, πράξεις προσδιορισμού φόρου εκδίδονται μόνο εφόσον πρόκειται για ποσά φόρων που υπερβαίνουν τα τιθέμενα στην παρ. 3 του άρθρου 66 όρια.

Στην περίπτωση που οι πληροφορίες περί φοροδιαφυγής περιέλθουν σε γνώση οποιασδήποτε υπηρεσίας της Φορολογικής Διοίκησης μετά την οριζόμενη στην παρ. 1 του άρθρου 36 του ΚΦΔ περίοδο (πενταετία), οι πράξεις προσδιορισμού φόρου και επιβολής προστίμου εκδίδονται αποκλειστικά για τη φορολογητέα ύλη που προκύπτει από τις πληροφορίες αυτές και για το έτος στο οποίο αφορούν».

Ο Ν. 4172/2013

Σύμφωνα με το άρθρο 32 του Ν. 4172/2013:

«Ως ετήσια δαπάνη του φορολογουμένου, της συζύγου του και των εξαρτώμενων μελών του λογίζονται και τα χρηματικά ποσά που πραγματικά καταβάλλονται για:

… β) Αγορά επιχειρήσεων ή σύσταση ή αύξηση του κεφαλαίου επιχειρήσεων που λειτουργούν ατομικώς ή με τη μορφή ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης ή ανώνυμης εταιρείας ή περιορισμένης ευθύνης εταιρίας ή ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας ή κοινωνίας ή κοινοπραξίας ή αστικής εταιρίας ή αγορά εταιρικών μερίδων και χρεογράφων γενικώς, καθώς και οι καταβολές που πραγματοποιούνται για τα ασφαλιστικά επενδυτικά συμβόλαια, κατά το μέρος που αποτελούν επενδυτικό προϊόν».

Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΔΕΔ

Η ΔΕΔ αποφάσισε ότι, με την προσβαλλόμενη πράξη διορθωτικού προσδιορισμού εισοδήματος, φορολογικού έτους 2014, προσδιορίστηκε διαφορά φορολογητέου εισοδήματος ποσού 820.064,45 € και καταλογίστηκε φόρος ποσού 266.732,48 €, το οποίο υπερβαίνει τα τιθέμενα όρια με την παρ. 3 του άρθρου 66 του Ν. 4987/2022 (πλέον παρ. 2 του άρθρου 79 του ν. 5104/2024), δηλαδή εμπίπτει στις διατάξεις πε΄ρι φοροδιαφυγής.

Ως εκ τούτου, με δεδομένη την υφιστάμενη φοροδιαφυγή για την χρήση 2014, το δικαίωμα του Δημοσίου να επιβάλλει φόρους, τόκους και πρόστιμα παραγράφηκε στις 31/12/2024, βάσει των διατάξεων της παρ. 27α του άρθρου 66 του Ν. 4646/2019.

Δηλαδή η ΔΕΔ, δεν στοιχειοθέτησε την 10ετή παραγραφή στη νομική βάση του άρθρου 37 του Ν. 5104/2024 («νέα στοιχεία»), αλλά στην παρ. 27α του άρθρου 66, του Ν. 4646/2019 («φοροδιαφυγή»)

Επομένως, επειδή η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε και κοινοποιήθηκε εντός του έτους 2024, ήτοι πριν από την λήξη της δεκαετούς παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου, ο σχετικός ισχυρισμός του φορολογούμενου απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμος. 

Συνεπώς, απέρριψε την ενδικοφανή προσφυγή και επικύρωσε την Οριστική Πράξη Διορθωτικού Προσδιορισμού Φόρου Εισοδήματος, με οριστική φορολογική υποχρέωση του φορολογούμενου, ποσού 401.029,89 Ευρώ.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό ΔίκαιοΕπικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα που σχετίζεται με την παραγραφή φορολογικών υποθέσεων.

Κυβερνοασφάλεια: Νομικό Πλαίσιο & Υποχρεώσεις Επιχειρήσεων

Η κυβερνοασφάλεια αποτελεί πλέον βασικό στοιχείο του επιχειρηματικού σχεδιασμού στην ψηφιακή εποχή. 

Η ραγδαία ψηφιοποίηση έχει φέρει στο προσκήνιο μια πληθώρα πλεονεκτημάτων, αλλά ταυτόχρονα έχει διευρύνει το πεδίο επίθεσης για κυβερνοεγκληματίες. Από επιθέσεις ransomware και phishing μέχρι εξελιγμένες επίμονες απειλές (APTs), οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν καθημερινά κινδύνους που μπορούν να οδηγήσουν σε οικονομικές απώλειες, διαρροές δεδομένων, απώλεια φήμης και διακοπή λειτουργιών. 

ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Με την αυξανόμενη ψηφιοποίηση των επιχειρησιακών διαδικασιών και την κλιμάκωση των κυβερνοεπιθέσεων, οι νομοθετικές αρχές σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο έχουν προχωρήσει στη θέσπιση ολοκληρωμένων ρυθμιστικών πλαισίων που επιβάλλουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις στις επιχειρήσεις, για την ασφάλεια των συστημάτων δικτύου και πληροφοριών.

Ευρωπαϊκό Νομικό Πλαίσιο
1. Η Οδηγία NIS2

Η Οδηγία (ΕΕ) 2022/2555 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 2022 («Οδηγία NIS2»), αποτελεί την εξέλιξη της αρχικής Οδηγίας NIS και θεσπίζει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο για τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου κυβερνοασφάλειας σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η νέα οδηγία διευρύνει σημαντικά το πεδίο εφαρμογής της, περιλαμβάνοντας νέους τομείς και μικρότερες επιχειρήσεις, ενώ ενισχύει τις εποπτικές αρμοδιότητες των εθνικών αρχών.

Η οδηγία καθιερώνει τη διάκριση μεταξύ βασικών (“essential”) και σημαντικών (“important”) οντοτήτων, με διαφοροποιημένες υποχρεώσεις και επίπεδα εποπτείας ανάλογα με την κατηγορία στην οποία υπάγεται κάθε οργανισμός. 

Στις βασικές οντότητες περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η ενέργεια, οι μεταφορές, οι τράπεζες, οι υποδομές χρηματοπιστωτικών αγορών, η υγεία, το πόσιμο νερό, τα ψηφιακά υποδομές, η διαχείριση ΤΠΕ (B2B). 

Στις σημαντικές οντότητες περιλαμβάνονται οι πάροχοι ψηφιακών υπηρεσιών (π.χ. μηχανές αναζήτησης, υπηρεσίες υπολογιστικού νέφους), οι ταχυδρομικές και υπηρεσίες ταχυμεταφορών, η διαχείριση αποβλήτων, η παραγωγή, επεξεργασία και διανομή τροφίμων, η κατασκευή, οι χημικές ουσίες, οι ερευνητικοί οργανισμοί, κ.ά.

Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη διαχείριση της αλυσίδας εφοδιασμού και στην ασφάλεια των προμηθευτών, αναγνωρίζοντας τη διασυνδεδεμένη φύση των σύγχρονων επιχειρηματικών οικοσυστημάτων.

Οι κύριες υποχρεώσεις που επιβάλλει η οδηγία NIS2 στις επιχειρήσεις περιλαμβάνουν:
  • Μέτρα διαχείρισης κινδύνων σχετικά με την κυβερνοασφάλεια: Οι επιχειρήσεις πρέπει να εφαρμόζουν κατάλληλα και αναλογικά τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για τη διαχείριση των κινδύνων που απειλούν την ασφάλεια των συστημάτων δικτύου και πληροφοριών (“κυβερνοασφάλεια”). Αυτά περιλαμβάνουν, ενδεικτικά, πολιτικές ανάλυσης κινδύνων και ασφάλειας συστημάτων πληροφοριών, διαχείριση περιστατικών, επιχειρησιακή συνέχεια και διαχείριση κρίσεων, ασφάλεια της αλυσίδας εφοδιασμού, ασφάλεια κατά την απόκτηση, ανάπτυξη και συντήρηση συστημάτων δικτύου και πληροφοριών, πολιτικές και διαδικασίες για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων διαχείρισης κινδύνων κυβερνοασφάλειας, βασικές πρακτικές υγιεινής στον κυβερνοχώρο και εκπαίδευση σε θέματα κυβερνοασφάλειας, χρήση λύσεων κρυπτογράφησης και κρυπτογραφίας, ασφάλεια προσωπικού, πολιτικές ελέγχου πρόσβασης και διαχείριση περιουσιακών στοιχείων, χρήση λύσεων ελέγχου ταυτότητας πολλαπλών παραγόντων ή συνεχούς ελέγχου ταυτότητας, ασφαλείς επικοινωνίες και ασφάλεια συστημάτων απόκτησης πληροφοριών.
  • Υποχρεώσεις αναφοράς περιστατικών: Οι επιχειρήσεις υποχρεούνται να αναφέρουν σημαντικά περιστατικά κυβερνοασφάλειας στις αρμόδιες αρχές (στην ευρώπη η ENISA, στην Ελλάδα, την Εθνική Αρχή Κυβερνοασφάλειας) εντός συγκεκριμένων χρονικών πλαισίων.
  • Εποπτεία και επιβολή: Η NIS2 ενισχύει τις εποπτικές αρμοδιότητες των εθνικών αρχών και προβλέπει αυστηρότερες κυρώσεις για τη μη συμμόρφωση. Οι βασικές οντότητες υπόκεινται σε προληπτική εποπτεία, ενώ οι σημαντικές οντότητες σε αντιδραστική εποπτεία. Τα πρόστιμα για μη συμμόρφωση μπορούν να φτάσουν έως και 10 εκατομμύρια ευρώ ή το 2% του συνολικού παγκόσμιου ετήσιου κύκλου εργασιών.
2. Ο Εκτελεστικός Κανονισμός 2024/2690

Το ευρωπαϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο συμπληρώθηκε με τον Εκτελεστικό Κανονισμό (ΕΕ) 2024/2690 της Επιτροπής της 17ης Οκτωβρίου 2024.

Ο παραπάνω κανονισμός θεσπίζει συγκεκριμένους κανόνες εφαρμογής της Οδηγίας NIS2, εξειδικεύοντας τις διαδικασίες αναφοράς περιστατικών και τα τεχνικά πρότυπα ασφαλείας.

3. Ο Κανονισμός eIDAS 2.0

Παράλληλα με την NIS2, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει προχωρήσει στην αναθεώρηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 910/2014, γνωστού ως Κανονισμού eIDAS, ο οποίος διέπει την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά. 

Η αναθεωρημένη έκδοση, “eIDAS 2.0“, εισάγει το Ευρωπαϊκό Ψηφιακό Πορτοφόλι Ταυτότητας (“European Digital Identity Wallet”), το οποίο επιτρέπει στους πολίτες και τις επιχειρήσεις να αποθηκεύουν και να διαχειρίζονται με ασφάλεια τα ψηφιακά τους στοιχεία ταυτότητας και άλλα πιστοποιητικά. 

Η τροποποίηση αυτή, που ενσωματώνεται με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2024/1183, ενισχύει την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα των ψηφιακών ταυτοτήτων, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης στις ηλεκτρονικές συναλλαγές και στην προστασία από κυβερνοαπειλές που σχετίζονται με την κλοπή ταυτότητας.

Ελληνικό Νομικό Πλαίσιο

Τα παραπάνω ευρωπαϊκά νομοθετήματα έχουν εισαχθεί και στην εσωτερική έννομη τάξη με μια σειρά κανόνων δικαίου.

Συγκεκριμένα:

1. Ο Νόμος 4577/2018

Ο Ν. 4577/2018 ενσωμάτωσε την Οδηγία 2016/1148/ΕΕ (NIS1) και θέσπισε μέτρα για υψηλό κοινό επίπεδο ασφάλειας συστημάτων δικτύου και πληροφοριών (“κυβερνοασφάλεια”).

Σύμφωνα με το άρθρο 11, οι πάροχοι ψηφιακών υπηρεσιών υποχρεούνται να:

  • Λαμβάνουν τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για τη διαχείριση κινδύνων που αφορούν την ασφάλεια των συστημάτων δικτύου και πληροφοριών,
  • Εξασφαλίζουν επίπεδο ασφάλειας ανάλογο προς τον εκάστοτε κίνδυνο,
  • Λαμβάνουν μέτρα για την αποτροπή και ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων συμβάντων,
  • Κοινοποιούν στην Εθνική Αρχή Κυβερνοασφάλειας και στην αρμόδια CSIRT, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κάθε συμβάν με σημαντικές επιπτώσεις.

Σημειώνεται ότι οι υποχρεώσεις αυτές δεν εφαρμόζονται σε μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.

2. Ο Νόμος 5160/2024

Με τη δημοσίευση του Νόμου 5160/2024, η ελληνική νομοθεσία εναρμονίστηκε πλήρως με τις απαιτήσεις της Οδηγίας NIS2. 

Ο νόμος ενισχύει τον θεσμικό ρόλο της Εθνικής Αρχής Κυβερνοασφάλειας (ΕΑΚ), παρέχοντάς της διευρυμένες εποπτικές και ελεγκτικές αρμοδιότητες, ενώ θεσπίζει ένα αυστηρό σύστημα διοικητικών κυρώσεων.

Σημαντική καινοτομία του νόμου αποτελεί η θέσπιση της υποχρέωσης αναφοράς περιστατικών με πολυεπίπεδη προσέγγιση: προειδοποίηση εντός 24 ωρών, πλήρη ενημέρωση εντός 72 ωρών, ενδιάμεση έκθεση για την πρόοδο της αντιμετώπισης και τελική έκθεση εντός ενός μήνα από το περιστατικό.

Εξάλλου, ο παραπάνω νόμος επικαιροποιεί το πλαίσιο σχετικά με την κυβερνοασφάλεια.

Ενδεικτικά, σύμφωνα με το άρθρο 15:

  • Οι βασικές και σημαντικές οντότητες υποχρεούνται να λαμβάνουν κατάλληλα και αναλογικά τεχνικά, επιχειρησιακά και οργανωτικά μέτρα για τη διαχείριση των κινδύνων,
  • Τα μέτρα πρέπει να εξασφαλίζουν επίπεδο ασφάλειας ανάλογο προς τον εκάστοτε κίνδυνο,
  • Κατά την αξιολόγηση της αναλογικότητας των μέτρων, λαμβάνονται υπόψη ο βαθμός έκθεσης της οντότητας σε κινδύνους.

Επιπλέον, το άρθρο 13 του ίδιου νόμου προβλέπει τη συνεργασία σε εθνικό επίπεδο μεταξύ των αρμόδιων αρχών για την κυβερνοασφάλεια.

3. Ο Νόμος 5086/2024

Παράλληλα, ο Νόμος 5086/2024 θωρακίζει περαιτέρω το θεσμικό πλαίσιο της κυβερνοασφάλειας, ενισχύοντας τις αρμοδιότητες της ΕΑΚ και διευρύνοντας τις δυνατότητές της για την αποτελεσματική εποπτεία και έλεγχο των υπόχρεων οντοτήτων.

Ο νόμος προβλέπει επίσης τη δημιουργία εξειδικευμένων προγραμμάτων εκπαίδευσης και πιστοποίησης, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη ενός ισχυρού εγχώριου οικοσυστήματος κυβερνοασφάλειας.

Επίσης, περιλαμβάνει κανόνες σχετικά με την οργάνωση του συστήματος διακυβέρνησης αναφορικά με την κυβερνοασφάλεια και τη σύσταση της Εθνικής Αρχής Κυβερνοασφάλειας. 

Σύμφωνα με το άρθρο 4, η Εθνική Αρχή Κυβερνοασφάλειας έχει αρμοδιότητες όπως:

  • Προαγωγή της εκπαίδευσης, ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης σε θέματα κυβερνοασφάλειας,
  • Καθορισμό προτεραιοτήτων και ενίσχυση της επιστημονικής έρευνας,
  • Ανάπτυξη συνεργασιών με δημόσιους, ιδιωτικούς, ακαδημαϊκούς και ερευνητικούς φορείς,
  • Διαμόρφωση και παρακολούθηση του πλαισίου τεχνικών μέτρων και απαιτήσεων ασφαλείας συστημάτων,
  • Λήψη τεχνικών μέτρων αποτροπής και αντιμετώπισης του κυβερνοεγκλήματος.
4. Ο Νόμος 5187/2025

Ο Ν. 5187/2025 περιλαμβάνει διατάξεις για τη “Διεύθυνση Δίωξης Κυβερνοεγκλήματος” της Ελληνικής Αστυνομίας, η οποία λειτουργεί ως σημείο επαφής του Δικτύου 24/7 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για το Έγκλημα στον Κυβερνοχώρο (“Σύμβαση της Βουδαπέστης”).

5. Η ΚΥΑ 1689/2025

Με την έκδοση της πρόσφατης Κοινής Υπουργικής Απόφασης 1689/2025, καθορίστηκε το «Εθνικό Πλαίσιο Απαιτήσεων Κυβερνοασφάλειας Βασικών και Σημαντικών Οντοτήτων», το οποίο εξειδικεύει και συγκεκριμενοποιεί τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στη νομοθεσία. Η ΚΥΑ εισάγει λεπτομερείς τεχνικές και οργανωτικές απαιτήσεις, καθορίζοντας τα ελάχιστα μέτρα ασφάλειας που πρέπει να υιοθετήσουν οι υπόχρεες οντότητες.

Η ΚΥΑ 1689/2025 αποτελεί το Εθνικό Πλαίσιο Απαιτήσεων Κυβερνοασφάλειας και θεσπίζει τεχνικά, επιχειρησιακά και οργανωτικά μέτρα για τη διαχείριση των κινδύνων στην ασφάλεια των πληροφοριακών συστημάτων των επιχειρήσεων.

Τέλος, η εφαρμογή της ΚΥΑ αφορά κυρίως τις «βασικές» και «σημαντικές» επιχειρήσεις, όπως ορίζονται από την ευρωπαϊκή Οδηγία NIS2.

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Δικαιοδοσία και Εδαφικότητα

Σύμφωνα με το άρθρο 13 του Ν. 4577/2018, ο πάροχος ψηφιακών υπηρεσιών υπόκειται στη δικαιοδοσία των Ελληνικών αρχών όταν έχει την κύρια εγκατάστασή του στην Ελληνική Επικράτεια.

Επιπλέον, ο πάροχος ψηφιακών υπηρεσιών που δεν είναι εγκατεστημένος στην ΕΕ αλλά προσφέρει υπηρεσίες εντός της ΕΕ πρέπει να ορίσει αντιπρόσωπο στην Ένωση

Κατηγοριοποίηση Οντοτήτων

Το νέο νομοθετικό πλαίσιο για την κυβερνοασφάλεια διακρίνει τις υπόχρεες οντότητες (επιχειρήσεις) σε δύο κύριες κατηγορίες:

Βασικές Οντότητες

Περιλαμβάνουν οργανισμούς που παρέχουν κρίσιμες υπηρεσίες για τη λειτουργία της κοινωνίας και της οικονομίας, όπως τομείς ενέργειας, μεταφορών, υγείας, χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, ψηφιακών υπηρεσιών και δημόσιας διοίκησης.

Σημαντικές Οντότητες

Αφορούν επιχειρήσεις που, παρότι δεν παρέχουν κρίσιμες υπηρεσίες, ωστόσο τυχόν διαταραχή της λειτουργίας τους, θα μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά την οικονομική δραστηριότητα ή τη δημόσια ασφάλεια.

Κριτήρια Υπαγωγής

Τα κριτήρια υπαγωγής βασίζονται κυρίως στο μέγεθος της επιχείρησης (αριθμός εργαζομένων, κύκλος εργασιών κλπ), τη φύση των παρεχόμενων υπηρεσιών και την κρισιμότητά τους για τη λειτουργία της κοινωνίας.

Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται για τις μεσαίες επιχειρήσεις που μπορεί να υπάγονται στις νέες υποχρεώσεις χωρίς να το έχουν αντιληφθεί. Τούτο διότι η νέα ΚΥΑ επεκτείνει σημαντικά το πεδίο εφαρμογής, περιλαμβάνοντας τομείς που προηγουμένως δεν υπάγονταν σε υποχρεώσεις κυβερνοασφάλειας, όπως:

  • Ταχυδρομικές και ταχυμεταφορικές υπηρεσίες,
  • Διαχείριση αποβλήτων,
  • Παραγωγή και διανομή τροφίμων,
  • Χημικά προϊόντα (παρασκευή, παραγωγή, διανομή κοκ),
  • Κατασκευαστικός τομέας,
  • Οργανισμοί της Κεντρικής Κυβέρνησης, Περιφερειών και Δήμων.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΚΥΒΕΡΝΟΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Πολιτικές και Διαδικασίες Ασφάλειας

Οι υπόχρεες επιχειρήσεις οφείλουν να αναπτύξουν και να εφαρμόσουν ολοκληρωμένες πολιτικές ασφαλείας οι οποίες θα καλύπτουν όλες τις πτυχές της κυβερνοασφάλειας. Αυτές περιλαμβάνουν:

  • Πολιτική Ασφάλειας Πληροφοριών – Καθορισμός των αρχών, στόχων και υπευθυνοτήτων για την προστασία των πληροφοριών και των συστημάτων.
  • Αξιολόγηση Κινδύνων – Διενέργεια συστηματικών αξιολογήσεων κινδύνων για την αναγνώριση, τον εντοπισμό, την ανάλυση και την αξιολόγηση των κυβερνοαπειλών και των τρωτών σημείων.
  • Διαδικασίες Ελέγχου Πρόσβασης – Καθορισμός των δικαιωμάτων πρόσβασης στα συστήματα και τα δεδομένα.
  • Διαδικασίες Διαχείρισης Αλλαγών – Ελεγχόμενη εφαρμογή αλλαγών στα πληροφοριακά συστήματα.
  • Διαδικασίες Παρακολούθηση και Αναθεώρησης – Συνεχής παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων ασφαλείας και τακτική αναθεώρηση των πολιτικών και διαδικασιών για την προσαρμογή τους στις εξελισσόμενες απειλές και τις τεχνολογικές εξελίξεις.
Οργανωτικά Μέτρα

Ορισμός Υπεύθυνου Ασφάλειας Πληροφοριακών Συστημάτων και Περιβάλλοντος (Υ.Α.Σ.Π.Ε.)

Μία από τις σημαντικότερες καινοτομίες της νέας νομοθεσίας είναι ο υποχρεωτικός ορισμός ενός συγκεκριμένου στελέχους ως Υπεύθυνου Ασφάλειας Πληροφοριακών Συστημάτων και Περιβάλλοντος. 

Ο ΥΑΣΠΕ φέρει την κύρια ευθύνη για την υλοποίηση και παρακολούθηση των μέτρων σχετικά με την κυβερνοασφάλεια, τη συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές και την ενημέρωση της διοίκησης για τα θέματα ασφάλειας.

Εκπαίδευση και Ευαισθητοποίηση Προσωπικού

Οι οργανισμοί οφείλουν να υλοποιήσουν συστηματικά προγράμματα εκπαίδευσης για το προσωπικό τους, καλύπτοντας τόσο τις γενικές αρχές κυβερνοασφάλειας όσο και τις συγκεκριμένες απαιτήσεις του κάθε ρόλου. 

Επιπροσθέτως, η εκπαίδευση πρέπει να είναι συνεχής και να προσαρμόζεται στις εξελισσόμενες απειλές και τις βέλτιστες πρακτικές.

Τεχνικά Μέτρα Ασφάλειας

Διαχείριση Ευπαθειών και Ενημερώσεων Ασφαλείας

Οι υπόχρεες επιχειρήσεις πρέπει να διατηρούν ενημερωμένο backup όλων των συστημάτων τους και να εφαρμόζουν τακτικά τις ενημερώσεις ασφάλειας. 

Εξάλλου, απαιτείται η διενέργεια τακτικών αξιολογήσεων ευπαθειών και η υλοποίηση προγραμμάτων penetration testing.

Κρυπτογράφηση και Προστασία Δεδομένων

Η κρυπτογράφηση των ευαίσθητων δεδομένων, τόσο κατά την αποθήκευση όσο και κατά τη μετάδοση, αποτελεί ακόμη μια βασική υποχρέωση. 

Επίσης, οι επιχειρήσεις πρέπει να υιοθετήσουν σύγχρονα κρυπτογραφικά πρότυπα και να διαχειρίζονται αποτελεσματικά τα κρυπτογραφικά κλειδιά.

Ελεγχόμενη Πρόσβαση και Ταυτοποίηση

Η εφαρμογή αρχών ελάχιστου προνομίου (“principle of least privilege“) και μηδενικής εμπιστοσύνης (“zero trust“) αποτελούν βασικές απαιτήσεις σχετικά με την κυβερνοασφάλεια.

Επιπλέον, απαιτείται η υλοποίηση συστημάτων πολυπαραγοντικής ταυτοποίησης για τις κρίσιμες πρόσβασεις.

Διαχείριση Περιστατικών

Σχέδια Αντιμετώπισης Περιστατικών

Κάθε υπόχρεη επιχείρηση οφείλει να διαθέτει λεπτομερή σχέδια αντιμετώπισης περιστατικών κυβερνοασφάλειας, τα οποία πρέπει να περιλαμβάνουν:

  • Διαδικασίες ανίχνευσης, αναγνώρισης και ταξινόμησης περιστατικών,
  • Ρόλους και αρμοδιότητες του προσωπικού απόκρισης,
  • Διαδικασίες επικοινωνίας εσωτερικά και αναφοράς στις αρμόδιες αρχές,
  • Μέτρα περιορισμού, αποκατάστασης και ανάκαμψης,
  • Διαδικασίες ανάλυσης μετά το περιστατικό.

Υποχρεώσεις Αναφοράς

Η νέα νομοθεσία θεσπίζει αυστηρό χρονοδιάγραμμα αναφοράς περιστατικών:

  • 24 ώρες: Αρχική ειδοποίηση στην ΕΑΚ,
  • 72 ώρες: Λεπτομερής αναφορά με στοιχεία του περιστατικού,
  • Ενδιάμεσες εκθέσεις: Κατά τη διάρκεια της αντιμετώπισης,
  • 1 μήνα: Τελική έκθεση με πλήρη ανάλυση και συμπεράσματα.
Επιχειρησιακή Συνέχεια και Αποκατάσταση

Σχέδια Επιχειρησιακής Συνέχειας

Οι υπόχρεες επιχειρήσεις πρέπει να αναπτύξουν ολοκληρωμένα σχέδια επιχειρησιακής συνέχειας, που να διασφαλίζουν τη συνεχή παροχή κρίσιμων υπηρεσιών, ακόμη και σε περίπτωση σοβαρών περιστατικών κυβερνοασφάλειας.

Επίσης, πρέπει να διαθέτουν επαρκή πλάνα για τη διασφάλιση της διαθεσιμότητας των κρίσιμων συστημάτων και υπηρεσιών.

Διαχείριση Αντιγράφων Ασφαλείας

Απαιτείται η υλοποίηση συστημάτων τακτικών αντιγράφων ασφαλείας με δυνατότητα γρήγορης αποκατάστασης. 

Επιπροσθέτως, τα αντίγραφα πρέπει να προστατεύονται από κυβερνοεπιθέσεις και να δοκιμάζονται τακτικά.

Ασφάλεια Αλυσίδας Εφοδιασμού

Αξιολόγηση Προμηθευτών

Οι υπόχρεες επιχειρήσεις οφείλουν να αξιολογούν συστηματικά τους προμηθευτές τους από την άποψη της κυβερνοασφάλειας, ιδιαίτερα εκείνους που έχουν πρόσβαση σε κρίσιμα συστήματα ή δεδομένα.

Συμβατικές Απαιτήσεις

Επιπλέον, οι συμβάσεις με τρίτους πρέπει να ενσωματώνουν συγκεκριμένες απαιτήσεις κυβερνοασφάλειας και δικαιώματα ελέγχου συμμόρφωσης, καθώς και αξιολόγηση των κινδύνων που προκύπτουν από την αλυσίδα εφοδιασμού.

ΕΠΟΠΤΕΙΑ & ΚΥΡΩΣΕΙΣ

Εθνική Αρχή Κυβερνοασφάλειας

Η Εθνική Αρχή Κυβερνοασφάλειας αποκτά πλέον διευρυμένες αρμοδιότητες που περιλαμβάνουν:

  • Εποπτεία και έλεγχο συμμόρφωσης των υπόχρεων οντοτήτων,
  • Επιβολή διοικητικών κυρώσεων,
  • Παροχή κατευθύνσεων και οδηγιών,
  • Συντονισμό της εθνικής απόκρισης σε περιστατικά,
  • Διεθνή συνεργασία με αντίστοιχους φορείς.
Σύστημα Κυρώσεων

Διοικητικά Πρόστιμα & Κλιμακούμενες Κυρώσεις

Τα πρόστιμα για την παραβίαση του νομικού πλαισίου από τις επιχειρήσεις, μπορούν να φτάσουν έως 10 εκατομμύρια ευρώ ή το 2% του συνολικού παγκόσμιου ετήσιου κύκλου εργασιών της επιχείρησης.

Εξάλλου, οι κυρώσεις διαφοροποιούνται και κλιμακώνονταιανάλογα με:

  • Τη σοβαρότητα της παράβασης,
  • Την επανάληψη παραβάσεων,
  • Το επίπεδο συνεργασίας με τις αρχές,
  • Τα μέτρα που λήφθηκαν για την άμεση διόρθωση.
Λοιπά Μέτρα

Εκτός από τα χρηματικά πρόστιμα, η ΕΑΚ μπορεί να επιβάλει:

  • Εντολές συμμόρφωσης με συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα,
  • Περιορισμούς στη λειτουργία συστημάτων,
  • Δημοσιοποίηση παραβάσεων.

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ

Σταδιακή Προσέγγιση

Οι επιχειρήσεις συνιστάται να ακολουθήσουν μια σταδιακή προσέγγιση, η οποία περιλαμβάνει:

  1. Αρχική Αξιολόγηση: Gap analysis για την αναγνώριση των κενών,
  2. Προτεραιοποίηση: Εστίαση στα πιο κρίσιμα μέτρα,
  3. Υλοποίηση σε Φάσεις: Σταδιακή εφαρμογή των μέτρων,
  4. Παρακολούθηση και Βελτίωση: Συνεχής αξιολόγηση και ενημέρωση.
Υιοθέτηση Διεθνών Προτύπων

Η υιοθέτηση αναγνωρισμένων διεθνών προτύπων όπως το ISO 27001, το NIST Cybersecurity Framework ή το COBIT μπορεί να αποτελέσει σημαντικό βοήθημα για τη δομημένη προσέγγιση ζητημάτων κυβερνοασφάλειας.

Μέτρηση Αποτελεσματικότητας και KPIs

Για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων κυβερνοασφάλειας, οι οργανισμοί πρέπει να παρακολουθούν συγκεκριμένους δείκτες όπως:

  • Χρόνος ανίχνευσης περιστατικών (Mean Time to Detection – MTTD),
  • Χρόνος απόκρισης (Mean Time to Response – MTTR),
  • Ποσοστό επιτυχημένων επιθέσεων,
  • Επίπεδο συμμόρφωσης με πολιτικές ασφάλειας,
  • Κόστος περιστατικών ασφάλειας.
Αρχή της Υπεράσπισης σε Βάθος (Defense in Depth)

Η εφαρμογή πολλαπλών επιπέδων προστασίας διασφαλίζει ότι η αποτυχία ενός μέτρου ασφαλείας, δεν θα οδηγήσει σε πλήρη κατάρρευση του συστήματος προστασίας. 

Η προσέγγιση αυτή περιλαμβάνει:

  • Περιμετρική ασφάλεια (firewalls, IDS/IPS),
  • Ασφάλεια δικτύου (segmentation, monitoring),
  • Ασφάλεια εφαρμογών (secure coding, testing),
  • Ασφάλεια δεδομένων (encryption, access controls),
  • Ασφάλεια τελικών σημείων (endpoint protection).
Συνεχής Παρακολούθηση και Βελτίωση

Η κυβερνοασφάλεια είναι μια συνεχής, δυναμική, διαδικασία που απαιτεί τακτική επανεκτίμηση και προσαρμογή στις εξελισσόμενες απειλές. 

Οι υπόχρεες επιχειρήσεις πρέπει να υιοθετήσουν μια προσέγγιση συνεχούς βελτίωσης που περιλαμβάνει:

  • Τακτικές αξιολογήσεις κινδύνων,
  • Ενημέρωση πολιτικών και διαδικασιών,
  • Προσαρμογή στις νέες τεχνολογίες και απειλές,
  • Εκπαίδευση και πιστοποίηση προσωπικού.
Αυτοματοποίηση και Τεχνητή Νοημοσύνη

Η χρήση τεχνολογιών αυτοματισμού και τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την αποτελεσματικότητα των μέτρων κυβερνοασφάλειας.

Ενδεικτική στοχοθεσία:

  • Αυτοματοποιημένη ανίχνευση απειλών,
  • Ανάλυση συμπεριφοράς χρηστών (UEBA),
  • Ταχύτερη απόκριση σε περιστατικά,
  • Μείωση ψευδών συναγερμών.
Cloud Security

Με την αυξανόμενη μετάβαση στο cloud computing, οι επιχειρήσεις πρέπει να προσαρμόσουν τις στρατηγικές κυβερνοασφάλειάς τους με:

  • Κατανόηση μοντέλων ευθύνης (shared responsibility),
  • Διαχείριση ταυτοτήτων και πρόσβασης στο cloud,
  • Ασφάλεια δεδομένων σε υβριδικά περιβάλλοντα,
  • Συμμόρφωση με τοπικούς κανονισμούς.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με την Κυβερνοασφάλεια και τις υποχρεώσεις των επιχειρήσεων.

Γνήσιες & Μη Γνήσιες Υποθέσεις Εκουσίας – Οι Εταιρικές Διαφορές

Γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, χαρακτηρίζονται όσες ελλείπει, κατ’ αρχήν, το στοιχείο της αντιδικίας και έχουν ως αντικείμενο την δημοσίου δικαίου αξίωση του αιτούντος κατά της πολιτείας να προβεί στην επιδιωκόμενη διαπίστωση ή διάπλαση.

Αντίθετα, μη γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, χαρακτηρίζονται οι γνήσιες ιδιωτικού δικαίου διαφορές, όπου εμφανίζεται κανονικά το στοιχείο της αντιδικίας, οι οποίες κατά παραπομπή του νόμου εκδικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 741 επ. ΚΠολΔ.

Γνήσιες Υποθέσεις Εκούσιας Δικαιοδοσίας

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 761, 748 και 753 KΠολΔ προκύπτει, ότι η έννοια του διαδίκου στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, η οποία χαρακτηρίζεται από την ελαστικότητα της διαδικασίας, έχει άλλο περιεχόμενο από ό,τι έχει στο πεδίο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας

Τούτο, διότι στη διαδικασία αυτή δεν υφίσταται, κατά κανόνα, αντιδικία και για το λόγο αυτό δεν υπάρχουν αντιδικούντα πρόσωπα, αλλά πρόσωπα που “ενδιαφέρονται” θετικώς ή αρνητικώς ως προς τη ρύθμιση που θα αποφασιστεί και που αποτελεί το αντικείμενο της αίτησης.

Τα πρόσωπα αυτά αποκτούν την ιδιότητα του διαδίκου:
  1. με την υποβολή της αίτησης για την εκδίκαση ορισμένης υπόθεσης της εκούσιας δικαιοδοσίας,
  2. με την κλήτευσή τους στη διαδικασία αυτή κατόπιν διαταγής του αρμοδίου δικαστηρίου,
  3. με την άσκηση κύριας ή πρόσθετης παρέμβασης ,
  4. με την προσεπίκλησή τους που γίνεται με πρωτοβουλία κάθε διαδίκου ή αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο .

Έτσι, ο καθού η αίτηση δεν προσλαμβάνει την ιδιότητα του διαδίκου με μόνη την απεύθυνση της αίτησης εναντίον του, αν δεν κλητεύθηκε ύστερα από διαταγή του δικαστηρίου, δεν προσεπικλήθηκε ή δεν άσκησε παρέμβαση, ακόμη και όταν, χωρίς πάντως να ασκήσει παρέμβαση, παραστεί στη δίκη.

Ένδικα Μέσα

Επομένως, ως μη διάδικος, σε περίπτωση που η απόφαση είναι εκκλητή δεν έχει δικαίωμα έφεσης κατά της απόφασης που θα εκδοθεί, αλλά σε κάθε περίπτωση, αν η απόφαση αυτή προκαλεί σε αυτόν βλάβη ή εκθέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα του, μπορεί να την τριτανακόψει (ΑΠ 429/2024).

Ούτε άλλωστε, ο από τον δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου, ορισμός, κατά την κατάθεση της αίτησης, απλώς της προθεσμίας για την τυχόν κοινοποίησή της στον Εισαγγελέα και στους καθών για να ασκήσουν παρέμβαση ή να προστατεύσουν κατά άλλο, ενδεχομένως, τρόπο τα πιθανά συμφέροντα τους, συνιστά ή μπορεί να αναπληρώσει την προβλεπόμενη από το άρθρο 748 παρ.3 ΚΠολΔ κλήτευση, με διαταγή του αρμόδιου δικαστή, εκείνου που έχει έννομο συμφέρον από τη δίκη, ώστε να προσδίδει στον καθού η αίτηση ιδιότητα διαδίκου.

Δεδικασμένο

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 778 του ΚΠολΔ. “Αν στις υποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 739 γίνει δεκτή ή απορριφθεί με οριστική απόφαση αίτηση, δεν είναι δυνατό να συζητηθεί νέα αίτηση των διαδίκων για το ίδιο αντικείμενο κατά τη διαδικασία των άρθρων 741 έως 781“.

Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η αναφερόμενη σε αυτή δεσμευτική ισχύς, εκδηλώνεται τόσο αρνητικά, με την έννοια της αδυναμίας επανόδου του διαδίκου με την άσκηση παρόμοιας αίτησης, εκτός αν στηρίζεται σε διαφορετικά περιστατικά, όσο και θετικά με την έννοια της δέσμευσης κάθε τρίτου προσώπου, ή αρχής, ως προς την επελθούσα διάγνωση ή διάπλαση, χωρίς η έναντι τρίτων δεσμευτική αυτής ισχύς να εμποδίζει όποιον δεν συμμετείχε στη διαδικασία, να προστατεύσει τυχόν προσβαλλόμενο δικαίωμά του, αν δικαιολογεί έννομο συμφέρον, με την άσκηση τριτανακοπής.

Μη Γνήσιες Υποθέσεις Εκούσιας Δικαιοδοσίας

Οι μη γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, αφορούν κυρίως διαφορές διαπλαστικού χαρακτήρα, τις οποίες ο νομοθέτης για λόγους σκοπιμότητας υπάγει προς εκδίκαση στην εκούσια δικαιοδοσία, αντί της περισσότερο δύσκαμπτης διαδικασίας της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας.

Είναι, δηλαδή, εκείνες όπου απαντάται το στοιχείο της διαφοράς και αν δεν είχαν από το νομοθέτη υπαχθεί στη διαδικασία αυτή, που προτιμήθηκε λόγω της ελαστικότητάς της, θα δικάζονταν με την κατ’ αντιδικία διαδικασία (ΑΠ 564/2021).

Στις μη γνήσιες υποθέσεις, ενδεικτικά, περιλαμβάνονται:

Διαμεσολάβηση

Τέλος, οι μη γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας υπάγονται σε διαμεσολάβηση, δεδομένου ότι εισάγουν ιδιωτικές διαφορές και τα μέρη έχουν εξουσία διάθεσης του αντικειμένου τους.

Έτσι, στις περιπτώσεις αυτές, ήτοι των μη γνήσιων υποθέσεων θα πρέπει για το παραδεκτό της συζήτησής τους να προσκομίζεται στο Δικαστήριο το προβλεπόμενο στην παρ. 2 του άρθρου 3 του Ν. 4640/2019 έγγραφο ενημέρωσης.

Σε περίπτωση, πάντως, μη προσκομιδής του σχετικού ενημερωτικού εγγράφου γίνεται δεκτό ότι το Δικαστήριο μπορεί να καλέσει το διάδικο να το προσκομίσει κατ’ εφαρμογή του άρθρου 227 ΚΠολΔ, ενώ η τυχόν μη έγκαιρη ενημέρωση του διαδίκου (ήτοι ενημέρωση μετά την κατάθεση της αγωγής) εκτιμάται ότι δεν συνεπάγεται δικονομικές συνέπειες, αφού ο νομοθέτης περιόρισε την εμβέλεια του απαραδέκτου αποκλειστικά στην περίπτωση της μη προσκομιδής του ενημερωτικού εγγράφου.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τις γνήσιες και μη γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας.

Δικαίωμα Υψούν – Νομοθεσία, Πώληση, Κληρονομιά & Φορολογία

Δικαίωμα υψούν είναι η πρόβλεψη του δικαιώματος της επέκτασης της οικοδομής προς τα άνω.

Μεταβίβαση του δικαιώματος υψούν είναι η μεταβίβαση της αέρινης στήλης του διαμερίσματος που αντιστοιχεί στο συγκεκριμένο δικαίωμα υψούν.

Ο Νόμος 3741/1929 Περί Οροφοκτησίας

Ειδικότερα, από τη διάταξη του ο άρθρου 8 § 1 του ν. 3741/1929 “περί ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους“ προκύπτει ότι το δικαίωμα επεκτάσεως της οικοδομής, είτε προς τα άνω με την προσθήκη νέων ορόφων (“δικαίωμα υψούν”), είτε προς τα κάτω με την ανόρυξη υπογείου ή προς τα πλάγια με την ανέγερση νέας πτέρυγας, ανήκει από κοινού σε όλους τους συνιδιοκτήτες του εδάφους.

Το συγκεκριμένο δικαίωμα επεκτάσεως, δεν έχει βέβαια το χαρακτήρα εμπραγμάτου δικαιώματος αλλά απλώς εξουσία προς κατάκτηση στο μέλλον και εκμετάλλευση του σκοπούμενου χώρου και μελλοντική κτήση του αντίστοιχου εμπράγματου δικαιώματος.

Τον προς ανοικοδόμηση απλώς προοριζόμενο χώρο ο νόμος δεν χαρακτηρίζει ως αντικείμενο ιδιοκτησίας, αλλά ως αγαθό εκμεταλλεύσιμο με την άσκηση του δικαιώματος επεκτάσεως, το οποίο παρέχεται ως συνέπεια των εξουσιών, που απορρέουν από το δικαίωμα κυριότητας ή συγκυριότητας που υφίσταται επί του εδάφους.

Δηλαδή, επί οριζόντιας ιδιοκτησίας, ιδρύεται κυρίως μεν χωριστή κυριότητα σε όροφο οικοδομής ή σε διαμέρισμα ορόφου, παρεπομένως δε και αναγκαστική συγκυριότητα, η οποία αποκτάται αυτοδικαίως, κατ’ ανάλογη μερίδα, στα μέρη του όλου ακινήτου που χρησιμεύουν σε κοινή από όλους τους οροφοκτήτες χρήση.

Και είναι μεν δυνατόν να συμφωνηθεί, με τη συστατική της οροφοκτησίας πράξη, ότι το δικαίωμα επεκτάσεως της οικοδομής θα ανήκει σε ορισμένους ή και σε ένα μόνο από τους περισσότερους συνιδιοκτήτες του εδάφους, πλην όμως και στην περίπτωση αυτή, το δικαίωμα της επεκτάσεως εμφανίζεται ως συνέπεια, του υφιστάμενου δικαιώματος συνιδιοκτησίας επί του εδάφους.

Δηλαδή το δικαίωμα υψούν είναι παρεπόμενο του δικαιώματος της συνιδιοκτησίας, άλλως είναι εξουσία που εμπεριέχεται στο δικαίωμα της συνιδιοκτησίας, το οποίο έχει ο δικαιούχος επί του εδάφους (ΕφΠειρ 222/2024).

Έτσι, το δικαίωμα υψούν δεν νοείται, ως δικαίωμα κυριότητας αλλά ως εξουσία όλων των συνδιοκτητών ή μερικών εξ αυτών κατά τη συμφωνία των μερών, απορρέουσα από το δικαίωμα της κυριότητας ή συγκυριότητας τους στο έδαφος της υφιστάμενης οικοδομής.

Μετά την ανέγερσή του, ο νέος όροφος περιέρχεται στον δικαιούχο της επεκτάσεως, κατ’ αποκλειστική κυριότητα νομή και κατοχή και με το ανάλογο ποσοστό αναγκαστικής συγκυριότητας επί του εδάφους και των λοιπών κοινοχρήστων και κοινοκτήτων μερών της οικοδομής.

Εωσότου κατασκευασθεί ο νέος όροφος, το ως άνω “ηλιακό δώμα” (ταράτσα), ανήκει κατά συγκυριότητα και χρήση σε όλους από κοινού τους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων.

Σε καμία περίπτωση το δικαίωμα υψούν δεν παρέχει στον δικαιούχο την εξουσία αποκλειστικής χρήσεως του ακαλύπτου δώματος, προ της σκεπάσεως του ακαλύπτου χώρου διά της υλοποιήσεως του μελλοντικού ορόφου.

Δηλαδή, στην οριζόντια ιδιοκτησία που συνιστάται με αυτόν τον τρόπο, ο οροφοκτήτης αποκτά αφενός δικαίωμα προσδοκίας πλήρους κυριότητας επί του μελλοντικού ορόφου, το οποίο τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της κατασκευής τούτου, και αφετέρου, αυτοδικαίως, δικαίωμα αναγκαστικής συγκυριότητας, κατ’ ανάλογη μερίδα, στα κοινά μέρη του όλου ακινήτου που χρησιμεύουν στην κοινή χρήση όλων των οροφοκτητών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται το έδαφος, οι αυλές και η στέγη (δώμα – ταράτσα), κλπ.

Αυθαιρεσίες, Νομιμοποίηση και Τακτοποίηση

Η άσκηση του δικαιώματος επεκτάσεως της οικοδομής καθ’ ύψος προϋποθέτει την τήρηση των σχετικών διατάξεων της πολεοδομικής νομοθεσίας.

Επομένως, για να είναι νόμιμη η άσκηση του δικαιώματος υψούν από το συνιδιοκτήτη του ενιαίου οικοπέδου, στον οποίο χορηγήθηκε με την κοινή συμφωνία όλων των λοιπών συνιδιοκτητών διά της συστατικής πράξεως που έχει μεταγραφεί, και αυτός να καταστεί αποκλειστικά κύριος του νέου κτίσματος άνωθεν του δώματος, πρέπει η κατασκευή αυτού να γίνει με την τήρηση των πολεοδομικών διατάξεων.

Τούτο διότι, σε αντίθετη περίπτωση, εάν δηλαδή η προσθήκη του κτίσματος γίνει αυθαιρέτως κατά παράβαση των πολεοδομικών διατάξεων, ο φορέας του άνω δικαιώματος δεν αποκτά αποκλειστική επ’ αυτού κυριότητα και οι λοιποί συνιδιοκτήτες εξακολουθούν να έχουν το δικαίωμα της αναγκαστικής συγκυριότητας, συγκατοχής και συγχρήσεως όλου του (κοινοχρήστου) χώρου του δώματος.

Ωστόσο, αν με νεότερη νομοθετική ρύθμιση παρασχεθεί η δυνατότητα νομιμοποιήσεως του αυθαιρέτου κτίσματος και ο έχων ανεγείρει τούτο τηρήσει τις προβλεπόμενες από τη ρύθμιση αυτή προϋποθέσεις νομιμοποιήσεως, τότε η άσκηση του δικαιώματος επεκτάσεως καθ’ ύψος της οικοδομής από τον δικαιούχο είναι επιτρεπτή, αφού το ανεγερθέν κτίσμα απέβαλε το χαρακτήρα του αυθαιρέτου και κατέστη νόμιμο (ΑΠ 220/2013).

Κατά συνέπεια, μόνο μετά τη νομιμοποίηση του αυθαιρέτου κτίσματος, ο έχων το δικαίωμα επεκτάσεως καθ’ ύψος της οικοδομής αποκτά αποκλειστική κυριότητα επί του κτίσματος και του υπ’ αυτού καταλαμβανομένου χώρου του δώματος.

ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ
Φόρος Μεταβίβασης

Με την 1079551/105/Γ0013/1994 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, όπως ισχύει, ορίσθηκε ο τύπος και το περιεχόμενο των φύλλων υπολογισμού φορολογητέας αξίας ακινήτων.

Σύμφωνα την παραπάνω απόφαση (σε συνδυασμό με την 1067780/82/Γ0013/1994), ο φόρος μεταβίβασης του δικαιώματος υψούν υπολογίζεται κατά τρόπον ανάλογο προς την αξία υπολειπομένου ποσοστού οικοπέδου, βάσει του Φύλλου Υπολογισμού Αξίας Ακινήτου – Οικόπεδο.

Οι εν λόγω διατάξεις, με τις οποίες θεσπίζεται αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας του δικαιώματος υψούν, βάσει προκαθορισμένων κριτηρίων, δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα, κατά πάγια νομολογία του ΣτΕ, εφόσον η φορολογούμενη ύλη δεν είναι πλασματική, αλλά πραγματική. Τούτο δε ενόψει του ότι οι διατάξεις αυτές δεν θεσπίζουν αμάχητο τεκμήριο προσδιορισμού της αγοραίας αξίας του δικαιώματος υψούν (ΣτΕ 315-6/2023 7μ.).

Φόρος Κληρονομιάς

Σύμφωνα με την πρόσφατη 1045/2024 Απόφαση του ΣτΕ, το δικαίωμα υψούν διαφέρει από το δικαίωμα πλήρους κυριότητας επί ενός αδόμητου οικοπέδου.

Τούτο διότι, όπως προαναφέρθηκε, τ οδικαίωμα υψούν δεν αντιστοιχεί σε δικαίωμα ιδιοκτησίας επί του δώματος, αλλά μόνον σε ποσοστό της αναλογίας (του δώματος) επί του οικοπέδου και σε απλό δικαίωμα προσδοκίας ως προς τους τυχόν ανεγερθησομένους ορόφους, η κατασκευή, μάλιστα, των οποίων εξαρτάται από τα νομικά και πραγματικά δεδομένα του υφισταμένου κτιρίου.

Επομένως, τα εν λόγω ειδικά χαρακτηριστικά του δικαιώματος υψούν πρέπει να συνυπολογίζονται, κατά τον καθορισμό της φορολογητέας αξίας του, σε περίπτωση μεταβιβάσεως του δικαιώματος αιτία θανάτου.

Τούτο, δε, προκειμένου να αποτυπώνεται η πραγματική αξία του κατά τον χρόνο επαγωγής της κληρονομίας.

Δηλαδή, η φορολογητέα αξία του δικαιώματος υψούν πρέπει να αντιστοιχεί στην πραγματική, κατά τον κρίσιμο χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, αύξηση της φοροδοτικής ικανότητας του κληρονόμου και όχι σε ενδεχόμενη αύξηση αυτής, υπό προϋποθέσεις οι οποίες ενδέχεται να διαμορφωθούν σε μελλοντικό χρονικό διάστημα.

Ενόψει των ανωτέρω, σε περίπτωση μεταβιβάσεως αιτία θανάτου πρέπει (μεταξύ άλλων) να λαμβάνονται υπόψη, για τον υπολογισμό της φορολογητέας αξίας του εν λόγω ιδιαίτερου δικαιώματος, τα αντιστοιχούντα χιλιοστά αναγκαστικής συνιδιοκτησίας επί του εδάφους, όπως προσδιορίζονται στην υφιστάμενη, κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, πράξη οριζόντιας ιδιοκτησίας.

Τούτο ισχύει ακόμη και όταν η σχετική αναγραφή δεν αντιστοιχεί στην αναλογία μεταξύ του εμβαδού των προβλεπομένων ορόφων και της εκτάσεως του οικοπέδου (ανακρίβεια η οποία, λόγω της φύσεως του δικαιώματος υψούν ως δικαιώματος προσδοκίας, δεν συνιστά, πάντως, πλημμέλεια της πράξεως συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας).

Δηλαδή, στην τελευταία αυτή περίπτωση, δεν επιτρέπεται να λαμβάνονται υπόψη, για τον καθορισμό της φορολογητέας αξίας του δικαιώματος υψούν, τα χιλιοστά αναγκαστικής συνιδιοκτησίας όπως αυτά ενδέχεται να προσδιορισθούν μεταγενέστερα (προς αποκατάσταση της ανακρίβειας / πραγματικής αναλογίας, η οποία θα προκύψει), είτε με νέα πράξη συστάσεως οριζόντιας ιδιοκτησίας κατόπιν συμφωνίας των συνιδιοκτητών είτε, σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ τους, με δικαστική απόφαση.

Περαιτέρω, το δικαίωμα της επεκτάσεως της οικοδομής προς τα άνω, με ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του εδάφους, δύναται να αφορά και σε περισσότερους ορόφους μέχρι του επιτρεπομένου από τον Γ.Ο.Κ. και από τους ειδικούς νόμους ύψους και αναλόγως προς τη στατική κατάσταση της υφιστάμενης οικοδομής,

Επομένως, κατά τον ανωτέρω υπολογισμό της πραγματικής / φορολογητέας αξίας του εν λόγω δικαιώματος πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνον οι ειδικές πολεοδομικές διατάξεις που τυχόν δεσμεύουν το συγκεκριμένο ακίνητο (όπως προβλέπεται στο Φύλλο Υπολογισμού του Εντύπου 3), αλλά και οι λοιπές, ισχύουσες κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, διατάξεις (του Γ.Ο.Κ., του αντισεισμικού κανονισμού κ.ά.), εάν σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές δεν επιτρέπεται, ενόψει της καταστάσεως του υπάρχοντος κτίσματος, η ανέγερση των επιπλέον ορόφων σε αυτό (π.χ. διότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, το υφιστάμενο κτίσμα δεν πληροί τις προβλεπόμενες από τις εν λόγω διατάξεις προϋποθέσεις στατικής επάρκειας που επιτρέπουν την ανέγερση επιπλέον ορόφων).

Διαδικασία Αμφισβήτησης Φόρου

Σε περίπτωση μεταβιβάσεως αιτία θανάτου του δικαιώματος υψούν, ο υπόχρεος σε φόρο αναγράφει στην οικεία φορολογική δήλωση την αντικειμενικώς προσδιοριζόμενη, βάσει του άρθρου 10 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, αξία του δικαιώματος υψούν, σύμφωνα με το Φύλλο Υπολογισμού Αξίας Ακινήτου – Οικόπεδο (Έντυπο 3).

Εάν, όμως, θεωρεί την προκαθορισμένη αξία μεγαλύτερη από την αγοραία, έχει το δικαίωμα να ζητήσει από το αρμόδιο διοικητικό πρωτοδικείο τον προσδιορισμό της αγοραίας αξίας με βάση τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 10 της ενότητας Β του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών.

Σημειώνεται ότι, με την προσφυγή αυτή, ο φορολογούμενος δεν αρκεί να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της κανονιστικής ρυθμίσεως, αλλά πρέπει να προβάλει συγκεκριμένους ισχυρισμούς ότι η εφαρμοσθείσα κανονιστική ρύθμιση οδηγεί σε καθορισμό αξίας του κληρονομιαίου δικαιώματος που είναι (ουσιωδώς) μεγαλύτερη από την πραγματική αγοραία αξία του, συνοδευόμενους και από έγγραφα, πρόσφορα στοιχεία για την τεκμηρίωσή του, καθώς και να διατυπώσει συγκεκριμένο αίτημα ως προς το ύψος στο οποίο πρέπει να καθορισθεί η εν λόγω αγοραία αξία.

Τους ισχυρισμούς αυτούς πρέπει να εξετάσει, κατ’ αρχάς, η αρμόδια για την ενδικοφανή προσφυγή διοικητική αρχή, αφού, μεταξύ άλλων, ακούσει και τις απόψεις της φορολογικής αρχής.

Τέλος, εάν η ενδικοφανής προσφυγή απορριφθεί ρητώς ή σιωπηρώς με την πάροδο της νόμιμης προς απόφανση προθεσμίας, το αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο πρέπει να καθορίσει τελικώς τη φορολογητέα αξία για την επιβολή του φόρου κληρονομίας.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με το δικαίωμα υψούν.