Με την πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ (Ολομ.) 869/2025, το ανώτατο ακυρωτικό, έκρινε ότι είναι αντισυνταγματική η αναστολή (απενεργοποίηση) ΑΦΜ σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής.
Ειδικότερα, η Φορολογική Διοίκηση, το έτος 2015, αποφάσισε την αναστολή χρήσης ΑΦΜ Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας (ΙΚΕ) για διενέργεια ενδοκοινοτικών συναλλαγών, σύμφωνα με το άρθρο 1 περ. α΄ υποπερ. iv της Πολ. 1200/ 2015 αποφάσεως της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων, ήτοι λόγω διαπιστώσεως φοροδιαφυγής όσον αφορά τον Φ.Π.Α., κατά το άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013).
Η ανωτέρω ΙΚΕ προσέφυγε στο ΣτΕ, το οποίο έκρινε τα παρακάτω.
ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Το νομοθετικό πλέγμα της συγκεκριμένης υπόθεσης, σύμφωνα με την απόφαση του ΣτΕ, είναι:
- Ο Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας, και ειδικότερα τα άρθρα 10 και 11 στα οποία ρυθμίζονται, αντίστοιχα, η εγγραφή στο φορολογικό μητρώο και ο αριθμός φορολογικού μητρώου.
- Ο Κανονισμός (Ε.Ε.) 904/2010 του Συμβουλίου, ο οποίος ενσωματώθηκε στον ΚΦΔ.
- Η Πολ. 1200/2.9.2015 απόφαση της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.) του Υπουργείου Οικονομικών με τίτλο «Καθορισμός διαδικασίας αναστολής του Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.) για διενέργεια ενδοκοινοτικών συναλλαγών» στην οποία, ορίζονται μεταξύ άλλων, ότι:
«Η Φορολογική Διοίκηση αναστέλλει τη χρήση Α.Φ.Μ. για διενέργεια ενδοκοινοτικών συναλλαγών στις περιπτώσεις που: α) υφίστανται στοιχεία, τα οποία υποδηλώνουν ότι ο φορολογούμενος έχει παύσει να ασκεί οικονομική δραστηριότητα ή ότι διαπράττει φοροδιαφυγή. Ως στοιχεία τέτοια νοούνται: i … iv. η διαπίστωση φοροδιαφυγής όσον αφορά το Φ.Π.Α., κατά την έννοια και τα όρια του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ. όπως ισχύει … β) Α.Φ.Μ. για οποιοδήποτε λόγο καθίσταται από τη Φορολογική Διοίκηση “απενεργοποιημένος” και φέρει τη σχετική ένδειξη στο Υποσύστημα Μητρώου των Φορολογουμένων στο ΤΑΧIS»
- Το άρθρο 43 παράγραφος 2 του Συντάγματος το οποίο ορίζει ότι: «Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της. Εξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό».
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΣΤΕ
Το ΣτΕ, στην απόφασή του, έκρινε ότι με την παραπάνω συνταγματική διάταξη παρέχεται στον κοινό νομοθέτη η δυνατότητα να μεταβιβάζει την αρμοδιότητα προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην εκτελεστική εξουσία.
Ειδικότερα, τίθεται ο κανόνας ότι η νομοθετική εξουσιοδότηση παρέχεται προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος ασκεί την μεταβιβαζόμενη αρμοδιότητα με την έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων.
Η νομοθετική εξουσιοδότηση πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, δηλαδή να προβαίνει σε συγκεκριμένο προσδιορισμό του αντικειμένου της, ασχέτως αν είναι ευρεία ή στενή, ασχέτως, δηλαδή, αν είναι μεγαλύτερος ή μικρότερος ο αριθμός των περιπτώσεων τις οποίες η Διοίκηση μπορεί να ρυθμίσει βάσει της συγκεκριμένης νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως.
Περαιτέρω, επιτρέπεται η εξουσιοδότηση για την έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοικήσεως προκειμένου να ρυθμισθούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό.
Ως ειδικότερα θέματα νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενό τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιλαμβάνεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρυθμίσεως.
Απαιτείται, επομένως, στην περίπτωση αυτή, να περιέχει το νομοθετικό κείμενο όχι απλώς τον καθ’ ύλην προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδοτήσεως, αλλά επί πλέον και την ουσιαστική ρύθμισή του, έστω και σε γενικό, ορισμένο, όμως, πλαίσιο σύμφωνα προς το οποίο ενεργεί η Διοίκηση προκειμένου να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα.
Η αναφερθείσα ουσιαστική ρύθμιση μπορεί να υπάρχει τόσο στις διατάξεις του εξουσιοδοτικού νόμου όσο και σε διατάξεις άλλων νόμων σχετικών με τα θέματα που αποτελούν αντικείμενο της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως.
Προϋποθέσεις Νομοθετικής Εξουσιοδότησης
Ωστόσο, όταν το αντικείμενο της ρύθμισης αφορά την οργάνωση επαγγέλματος ή την άσκηση οικονομικής ελευθερίας ή ατομικού δικαιώματος, προκειμένου να είναι ανεκτή η ρύθμισή τους με υπουργική απόφαση (ή πράξη άλλου οργάνου της διοίκησης), πρέπει, πάντως, η ουσιαστική ρύθμιση του θέματος να διαγράφεται, έστω σε γενικές γραμμές, στην εξουσιοδοτική ή άλλη διάταξη.
H απαίτηση αυτή επιβάλλεται λόγω της ανάγκης διασφάλισης της αρμοδιότητας του νομοθετικού οργάνου και περαιτέρω συμβάλλει στην ενίσχυση του κράτους δικαίου και ειδικότερα των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προβλεψιμότητας, λόγω της οριοθέτησης του πλαισίου εντός του οποίου δύναται να κινείται η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση.
Η προβλεπόμενη δυνατότητα της φορολογικής διοίκησης να αναστέλλει την χρήση αριθμού φορολογικού μητρώου ή να προβαίνει σε απενεργοποίησή του, μεταξύ άλλων, εάν υφίστανται αντικειμενικά στοιχεία τα οποία υποδηλώνουν ότι ο φορολογούμενος διαπράττει φοροδιαφυγή, συνιστά βαθιά επέμβαση στην οικονομική ζωή του εν λόγω φορολογούμενου, φυσικού ή νομικού προσώπου, η οποία κατ’ ουσίαν ισοδυναμεί με απαγόρευση άσκησης της οικονομικής δραστηριότητας.
Απόφαση Περί Αντισυνταγματικότητας
Η ρύθμιση αυτή του νόμου, για την οποία, παρέχεται εξουσιοδότηση προς τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων να ορίζει με απόφασή του «περιπτώσεις αναστολής ή απενεργοποίησης αριθμού φορολογικού μητρώου, τις συνέπειες της αναστολής και της απενεργοποίησης» δεν περιέχει την αναγκαία, λόγω της σημασίας του ρυθμιζόμενου ζητήματος, ουσιαστική ρύθμιση, η οποία πρέπει να περιλαμβάνει το βασικό πλαίσιο, σύμφωνα με τις επιταγές της αρχής του κράτους δικαίου, με την πρόβλεψη των αναγκαίων εγγυήσεων και τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, αλλά συνιστά κατ’ ουσίαν εν λευκώ εξουσιοδότηση προς τον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. για την ρύθμιση των εν λόγω θεμάτων σε περίπτωση φοροδιαφυγής, εφόσον δεν τίθενται όρια στην αρμοδιότητά του.
Περαιτέρω, η ουσιαστική ρύθμιση δεν μπορεί να συμπληρωθεί από τις λοιπές ρυθμίσεις του ίδιου ή άλλου νόμου, διότι καμία διάταξη δεν περιέχει τέτοιες ρυθμίσεις.
Με τα δεδομένα αυτά, έκρινε το ΣτΕ, οι διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 4174/2013, κατά το μέρος που προβλέπουν την δυνατότητα αναστολής της χρήσης του Α.Φ.Μ. ή απενεργοποίησης αυτού σε περίπτωση φοροδιαφυγής και παρέχουν νομοθετική εξουσιοδότηση προς τον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. για τον ορισμό περιπτώσεων αναστολής ή απενεργοποίησης του Α.Φ.Μ. και των συνεπειών της αναστολής και της απενεργοποίησης (σε περίπτωση φοροδιαφυγής), αντίκεινται στο άρθρο 43 παρ. 2 περ. β του Συντάγματος.
Κατόπιν τούτων, οι διατάξεις της Πολ. 1200/2015 απόφασης της Γ.Γ.Δ.Ε. του Υπουργείου Οικονομικών, όπως τροποποιήθηκαν με την Πολ. 1088/2017 απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., καθ’ ο μέρος αναφέρονται στην αναστολή χρήσης και στην απενεργοποίηση Α.Φ.Μ. λόγω φοροδιαφυγής, βασιζόμενες σε αντισυνταγματικές διατάξεις, είναι μη νόμιμες και ανίσχυρες.
ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ
Κατά την αντίληψη του νομοθέτη, η αναστολή χρήσης του αριθμού φορολογικού μητρώου δεν συνιστά επιβολή κύρωσης για παράβαση διατάξεων της φορολογικής νομοθεσίας, αλλά έχει προεχόντως τον χαρακτήρα διοικητικού μέτρου και περαιτέρω δεν συνδέεται αμέσως με συγκεκριμένο φορολογικό βάρος, κατά την έννοια της ανωτέρω νομολογίας.
Συνεπώς, η διαφορά που ανακύπτει από την προσβολή τέτοιας πράξης υπάγεται, στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Περαιτέρω, όπως έχει κριθεί, η κατ’ άρθρο 63 του ν. 4174/2013 ενδικοφανής προσφυγή προβλέπεται για την περίπτωση άσκησης προσφυγής ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και όχι για την περίπτωση άσκησης αιτήσεως ακυρώσεως.
Επομένως, αίτηση ακυρώσεως, για την οποία δεν έχει προηγηθεί η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής, ασκείται παραδεκτά.
Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σχετικά με την απενεργοποίησης ΑΦΜ λόγω φοροδιαφυγής.