ΣτΕ: Αντισυνταγματική Η Απενεργοποίησης ΑΦΜ Για Φοροδιαφυγή

Με την πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ (Ολομ.) 869/2025, το ανώτατο ακυρωτικό, έκρινε ότι είναι αντισυνταγματική η αναστολή (απενεργοποίηση) ΑΦΜ σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής.

Ειδικότερα, η Φορολογική Διοίκηση, το έτος 2015, αποφάσισε την αναστολή χρήσης ΑΦΜ Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας (ΙΚΕ) για διενέργεια ενδοκοινοτικών συναλλαγών, σύμφωνα με το άρθρο 1 περ. α΄ υποπερ. iv της Πολ. 1200/ 2015 αποφάσεως της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων, ήτοι λόγω διαπιστώσεως φοροδιαφυγής όσον αφορά τον Φ.Π.Α., κατά το άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013).

Η ανωτέρω ΙΚΕ προσέφυγε στο ΣτΕ, το οποίο έκρινε τα παρακάτω.

ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Το νομοθετικό πλέγμα της συγκεκριμένης υπόθεσης, σύμφωνα με την απόφαση του ΣτΕ, είναι:

  • Ο Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας, και ειδικότερα τα άρθρα 10 και 11 στα οποία ρυθμίζονται, αντίστοιχα, η εγγραφή στο φορολογικό μητρώο και ο αριθμός φορολογικού μητρώου.
  • Ο Κανονισμός (Ε.Ε.) 904/2010 του Συμβουλίου, ο οποίος ενσωματώθηκε στον ΚΦΔ.
  • Η Πολ. 1200/2.9.2015 απόφαση της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.) του Υπουργείου Οικονομικών με τίτλο «Καθορισμός διαδικασίας αναστολής του Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.) για διενέργεια ενδοκοινοτικών συναλλαγών» στην οποία, ορίζονται μεταξύ άλλων, ότι:

«Η Φορολογική Διοίκηση αναστέλλει τη χρήση Α.Φ.Μ. για διενέργεια ενδοκοινοτικών συναλλαγών στις περιπτώσεις που: α) υφίστανται στοιχεία, τα οποία υποδηλώνουν ότι ο φορολογούμενος έχει παύσει να ασκεί οικονομική δραστηριότητα ή ότι διαπράττει φοροδιαφυγή. Ως στοιχεία τέτοια νοούνται: i … iv. η διαπίστωση φοροδιαφυγής όσον αφορά το Φ.Π.Α., κατά την έννοια και τα όρια του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ. όπως ισχύει … β) Α.Φ.Μ. για οποιοδήποτε λόγο καθίσταται από τη Φορολογική Διοίκηση “απενεργοποιημένος” και φέρει τη σχετική ένδειξη στο Υποσύστημα Μητρώου των Φορολογουμένων στο ΤΑΧIS»

  • Το άρθρο 43 παράγραφος 2 του Συντάγματος το οποίο ορίζει ότι: «Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της. Εξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό».
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΣΤΕ

Το ΣτΕ, στην απόφασή του, έκρινε ότι με την παραπάνω συνταγματική διάταξη παρέχεται στον κοινό νομοθέτη η δυνατότητα να μεταβιβάζει την αρμοδιότητα προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην εκτελεστική εξουσία.

Ειδικότερα, τίθεται ο κανόνας ότι η νομοθετική εξουσιοδότηση παρέχεται προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος ασκεί την μεταβιβαζόμενη αρμοδιότητα με την έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων.

Η νομοθετική εξουσιοδότηση πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, δηλαδή να προβαίνει σε συγκεκριμένο προσδιορισμό του αντικειμένου της, ασχέτως αν είναι ευρεία ή στενή, ασχέτως, δηλαδή, αν είναι μεγαλύτερος ή μικρότερος ο αριθμός των περιπτώσεων τις οποίες η Διοίκηση μπορεί να ρυθμίσει βάσει της συγκεκριμένης νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως.

Περαιτέρω, επιτρέπεται η εξουσιοδότηση για την έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοικήσεως προκειμένου να ρυθμισθούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό.

Ως ειδικότερα θέματα νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενό τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιλαμβάνεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρυθμίσεως.

Απαιτείται, επομένως, στην περίπτωση αυτή, να περιέχει το νομοθετικό κείμενο όχι απλώς τον καθ’ ύλην προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδοτήσεως, αλλά επί πλέον και την ουσιαστική ρύθμισή του, έστω και σε γενικό, ορισμένο, όμως, πλαίσιο σύμφωνα προς το οποίο ενεργεί η Διοίκηση προκειμένου να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα.

Η αναφερθείσα ουσιαστική ρύθμιση μπορεί να υπάρχει τόσο στις διατάξεις του εξουσιοδοτικού νόμου όσο και σε διατάξεις άλλων νόμων σχετικών με τα θέματα που αποτελούν αντικείμενο της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως.

Προϋποθέσεις Νομοθετικής Εξουσιοδότησης

Ωστόσο, όταν το αντικείμενο της ρύθμισης αφορά την οργάνωση επαγγέλματος ή την άσκηση οικονομικής ελευθερίας ή ατομικού δικαιώματος, προκειμένου να είναι ανεκτή η ρύθμισή τους με υπουργική απόφαση (ή πράξη άλλου οργάνου της διοίκησης), πρέπει, πάντως, η ουσιαστική ρύθμιση του θέματος να διαγράφεται, έστω σε γενικές γραμμές, στην εξουσιοδοτική ή άλλη διάταξη.

H απαίτηση αυτή επιβάλλεται λόγω της ανάγκης διασφάλισης της αρμοδιότητας του νομοθετικού οργάνου και περαιτέρω συμβάλλει στην ενίσχυση του κράτους δικαίου και ειδικότερα των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προβλεψιμότητας, λόγω της οριοθέτησης του πλαισίου εντός του οποίου δύναται να κινείται η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση.

Η προβλεπόμενη δυνατότητα της φορολογικής διοίκησης να αναστέλλει την χρήση αριθμού φορολογικού μητρώου ή να προβαίνει σε απενεργοποίησή του, μεταξύ άλλων, εάν υφίστανται αντικειμενικά στοιχεία τα οποία υποδηλώνουν ότι ο φορολογούμενος διαπράττει φοροδιαφυγή, συνιστά βαθιά επέμβαση στην οικονομική ζωή του εν λόγω φορολογούμενου, φυσικού ή νομικού προσώπου, η οποία κατ’ ουσίαν ισοδυναμεί με απαγόρευση άσκησης της οικονομικής δραστηριότητας.

Απόφαση Περί Αντισυνταγματικότητας

Η ρύθμιση αυτή του νόμου, για την οποία, παρέχεται εξουσιοδότηση προς τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων να ορίζει με απόφασή του «περιπτώσεις αναστολής ή απενεργοποίησης αριθμού φορολογικού μητρώου, τις συνέπειες της αναστολής και της απενεργοποίησης» δεν περιέχει την αναγκαία, λόγω της σημασίας του ρυθμιζόμενου ζητήματος, ουσιαστική ρύθμιση, η οποία πρέπει να περιλαμβάνει το βασικό πλαίσιο, σύμφωνα με τις επιταγές της αρχής του κράτους δικαίου, με την πρόβλεψη των αναγκαίων εγγυήσεων και τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, αλλά συνιστά κατ’ ουσίαν εν λευκώ εξουσιοδότηση προς τον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. για την ρύθμιση των εν λόγω θεμάτων σε περίπτωση φοροδιαφυγής, εφόσον δεν τίθενται όρια στην αρμοδιότητά του.

Περαιτέρω, η ουσιαστική ρύθμιση δεν μπορεί να συμπληρωθεί από τις λοιπές ρυθμίσεις του ίδιου ή άλλου νόμου, διότι καμία διάταξη δεν περιέχει τέτοιες ρυθμίσεις.

Με τα δεδομένα αυτά, έκρινε το ΣτΕ, οι διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 4174/2013, κατά το μέρος που προβλέπουν την δυνατότητα αναστολής της χρήσης του Α.Φ.Μ. ή απενεργοποίησης αυτού σε περίπτωση φοροδιαφυγής και παρέχουν νομοθετική εξουσιοδότηση προς τον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. για τον ορισμό περιπτώσεων αναστολής ή απενεργοποίησης του Α.Φ.Μ. και των συνεπειών της αναστολής και της απενεργοποίησης (σε περίπτωση φοροδιαφυγής), αντίκεινται στο άρθρο 43 παρ. 2 περ. β του Συντάγματος.

Κατόπιν τούτων, οι διατάξεις της Πολ. 1200/2015 απόφασης της Γ.Γ.Δ.Ε. του Υπουργείου Οικονομικών, όπως τροποποιήθηκαν με την Πολ. 1088/2017 απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., καθ’ ο μέρος αναφέρονται στην αναστολή χρήσης και στην απενεργοποίηση Α.Φ.Μ. λόγω φοροδιαφυγής, βασιζόμενες σε αντισυνταγματικές διατάξεις, είναι μη νόμιμες και ανίσχυρες.

ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ

Κατά την αντίληψη του νομοθέτη, η αναστολή χρήσης του αριθμού φορολογικού μητρώου δεν συνιστά επιβολή κύρωσης για παράβαση διατάξεων της φορολογικής νομοθεσίας, αλλά έχει προεχόντως τον χαρακτήρα διοικητικού μέτρου και περαιτέρω δεν συνδέεται αμέσως με συγκεκριμένο φορολογικό βάρος, κατά την έννοια της ανωτέρω νομολογίας.

Συνεπώς, η διαφορά που ανακύπτει από την προσβολή τέτοιας πράξης υπάγεται, στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Περαιτέρω, όπως έχει κριθεί, η κατ’ άρθρο 63 του ν. 4174/2013 ενδικοφανής προσφυγή προβλέπεται για την περίπτωση άσκησης προσφυγής ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και όχι για την περίπτωση άσκησης αιτήσεως ακυρώσεως.

Επομένως, αίτηση ακυρώσεως, για την οποία δεν έχει προηγηθεί η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής, ασκείται παραδεκτά.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σχετικά με την απενεργοποίησης ΑΦΜ λόγω φοροδιαφυγής.

ΔΕΔ – Δεκαετής Η Παραγραφή Σε Περιπτώσεις Φοροδιαφυγής

Με την πρόσφατη απόφαση 1267/2025 (Αθήνα), η ΔΕΔ ασχολήθηκε με το θέμα της 10ετούς παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για επιβολή φόρων, προστίμων κλπ, σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Με Οριστική Πράξη Διορθωτικού Προσδιορισμού Φόρου Εισοδήματος για το φορολογικό έτος 2014, η οποία κοινοποιήθηκε την 11-12-2024, καταλογίστηκε σε βάρος φορολογούμενου διαφορά φόρου ποσού 266.732,48 Ευρώ, πλέον προστίμου φόρου άρθρου 54 του Ν. 5104/2024 ποσού 133.510,18 Ευρώ, ήτοι σύνολο φόρων, τελών και εισφορών για καταβολή, ύψους 401.029,89 Ευρώ.

Η ανωτέρω Πράξη στηρίχθηκε στην από 11/12/2024 θεωρηθείσα Έκθεση Μερικού Ελέγχου Φορολογίας Εισοδήματος του Προϊσταμένου του Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π., η οποία συντάχθηκε κατόπιν ελέγχου που διενεργήθηκε στα εισοδήματα του φορολογούμενου του έτους 2014, δυνάμει σχετικής Εντολής Ελέγχου του Προϊσταμένου της ως άνω υπηρεσίας. 

Αιτία του ελέγχου αποτέλεσε η από 07/10/2024 Πορισματική Έκθεση της Διεύθυνσης Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος (Δ.Ε.Ο.Ε.), η οποία διαβιβάστηκε στην ελεγκτική αρχή την 10-10-2024.

Σύμφωνα με την πορισματική έκθεση της Δ.Ε.Ο.Ε., μετά από διερεύνηση των τραπεζικών λογαριασμών του προσφεύγοντος, διαπιστώθηκε η παράλειψη δήλωσης, στο φορολογικό έτος 2014, αγοράς χρεογράφων (Α/Κ) ποσών 125.779,97 Ευρώ και 965.821,92 Ευρώ.

Για τα ανωτέρω δύο ποσά, ζητήθηκαν από τον φορολογούμενο, αποδεικτικά στοιχεία και πληροφορίες αναφορικά με τον σχηματισμό του κεφαλαίου για τις παραπάνω συναλλαγές, προκειμένου να εξακριβωθεί εάν οι ανωτέρω αγορές προήλθαν από εισοδήματά του (και της συζύγου του), τα οποία είτε είχαν φορολογηθεί, είτε είχαν νόμιμα απαλλαγεί του φόρου («Πίνακας Ανάλωσης»).

Ο φορολογούμενος, δεν προσκόμισε τον αιτηθέντα Πίνακα Ανάλωσης, αλλά με υπόμνημά του, προσκόμισε στοιχεία σχετικά με το πρώτο ποσό, ύψους 125.779,97 ευρώ, σύμφωνα με τα οποία αφορά προθεσμιακή κατάθεση την οποία δεν όφειλε να δηλώσει.

Ωστόσο, δεν δόθηκαν στοιχεία για το υπόλοιπο ποσό των 965.821,92 ευρώ, το οποίο αφορούσε αγορά ΟΣΕΚΑ με χώρα έκδοσης το Λουξεμβούργο.

Στη συνέχεια συντάχθηκε Πίνακας Ανάλωσης κεφαλαίου από τη Δ.Ε.Ο.Ε., βάσει των υποβληθεισών δηλώσεων εισοδήματος του φορολογούμενου, για τις χρήσεις 1996 έως 2014, από τον οποίο προέκυψε ότι το μη αναλωθέν υπόλοιπο που είχε στη διάθεση του ο φορολογούμενος στο τέλος του έτους 2014 ανέρχεται στο ποσό των 56.935,11 Ευρώ.

Κατόπιν των ανωτέρω, προέκυψε η αγορά του ομολόγου ποσού 965.821,92 Ευρώ που πραγματοποίησε ο φορολογούμενος, δικαιολογείται μόνο κατά το ποσό των 56.935,11 Ευρώ, ενώ το υπόλοιπο ύψους 908.886,81 Ευρώ αποτελεί προσαύξηση περιουσίας από αδήλωτα εισοδήματα.

Ακολούθως ο έλεγχος του Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π., λαμβάνοντας υπόψη τον πίνακα ανάλωσης κεφαλαίου, όπως προσδιορίστηκε από τη Δ.Ε.Ο.Ε., τα δηλωθέντα εισοδήματα του φορολογούμενου την χρήση 2014 και την διαπίστωση της παράλειψης δήλωσης της αγοράς του ομολόγου αξίας 965.821,92 Ευρώ, προσδιόρισε πρόσθετη διαφορά μεταξύ τεκμαρτού και συνολικού εισοδήματος ποσού 820.064,45 Ευρώ.

Στη συνέχεια, κοινοποιήθηκε στον φορολογούμενο ο προσωρινός διορθωτικός προσδιορισμός εισοδήματος, φορολογικού έτους 2014, και αντίγραφο της πορισματικής έκθεσης της Δ.Ε.Ο.Ε.

ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΦΟΡΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΥ

Ο φορολογούμενος δεν κατέθεσε τις απόψεις του επί του κοινοποιηθέντος Σ.Δ.Ε. αλλά κατέθεσε ενδικοφανή προσφυγή ζητώντας την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, ισχυριζόμενος -μεταξύ άλλων- ότι το δικαίωμα του Δημοσίου να κοινοποιεί φύλλα ελέγχου, φόρους, πρόστιμα κ.λπ., του φορολογικού έτους 2014 έχει παραγραφεί.

Ειδικότερα, ο φορολογούμενος ισχυρίστηκε ότι το δικαίωμα του Δημοσίου να κοινοποιήσει φόρο εισοδήματος και πρόστιμο, για το φορολογικό έτος 2014, έληξε στις 31/12/2020, βάσει των διατάξεων της πρώτης παραγράφου του άρθρου 37 του Ν. 5104/2024.

Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωσή του οι διατάξεις της παραγράφου 3α του ίδιου άρθρου, περί κοινοποίησης πράξης εντός 10 ετών, δεδομένου ότι δεν νοούνται ως συμπληρωματικά στοιχεία ή νέα στοιχεία η υποβολή μιας ποινικής δικογραφίας από τον Οικονομικό Εισαγγελέα καθώς όλα τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του ο Οικονομικός Εισαγγελέας ήταν προσβάσιμα στο Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π. και σε κάθε φορολογική αρχή. 

ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Ο Ν. 5104/2024

Σύμφωνα με το άρθρο 37 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Ν. 5104/2024):

«Εξαιρετικά, πράξη διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου μπορεί να κοινοποιηθεί εντός δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία για την υποβολή της δήλωσης ή της δήλωσης της τελευταίας περιόδου, σε περίπτωση που προβλέπεται η υποβολή περισσότερων δηλώσεων:

αα) Αν ο φορολογούμενος δεν έχει υποβάλει δήλωση εντός της περιόδου που αναφέρεται στην παρ. 1. (…)

αβ) Αν μετά την πενταετία περιέλθουν σε γνώση της Φορολογικής Διοίκησης νέα στοιχεία ή πληροφορίες που δεν θα μπορούσαν να είναι σε γνώση αυτής εντός της πενταετίας και προκύπτει ότι η φορολογική οφειλή υπερβαίνει αυτήν που είχε προσδιορισθεί βάσει προηγούμενου άμεσου, διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου και μόνο για το ζήτημα το οποίο αφορούν.

β) … Εφόσον περιέλθουν σε γνώση της Φορολογικής Διοίκησης συμπληρωματικά στοιχεία κατά το τελευταίο έτος της αρχικής (πενταετούς) παραγραφής, το δικαίωμα της Φορολογικής Διοίκησης να εκδώσει πράξη προσδιορισμού φόρου παρατείνεται κατά ένα (1) έτος.».

Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 79 του ίδιου νόμου:

«Έγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος με πρόθεση: … προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.), του Φόρου Κύκλου Εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς, καθώς και όποιος παραπλανά τη Φορολογική Διοίκηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων και δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς ή λαμβάνει επιστροφή, καθώς και όποιος διακρατεί τέτοιους φόρους, τέλη ή εισφορές…»

Ο Ν. 4646/2019

Σύμφωνα με το άρθρο 66, παρ. 27α του Ν. 4646/2019:

«27.α. … Ειδικά για τις χρήσεις 2012 και 2013 και τα φορολογικά έτη 2014, 2015, 2016 και 2017, πράξη διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου για περιπτώσεις φοροδιαφυγής, μπορεί να εκδοθεί εντός δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής δήλωσης.»

Η Εγκύκλιος 2057/2023 ΑΑΔΕ

Σύμφωνα με την Εγκύκλιο 2057/2023 της ΑΑΔΕ με θέμα “Παροχή διευκρινίσεων σχετικά με τις προθεσμίες παραγραφής του δικαιώματος της Φορολογικής Διοίκησης για την έκδοση και κοινοποίηση πράξεων προσδιορισμού φόρων και επιβολής προστίμων”:

«…Για την εφαρμογή των ως άνω διατάξεων επισημαίνονται τα εξής:

4.1. Για τις χρήσεις 2012 και 2013 και τα φορολογικά έτη 2014-2017, πράξεις προσδιορισμού φόρου μπορούν να εκδοθούν εντός δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής δήλωσης, για περιπτώσεις φοροδιαφυγής, κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 66 του ΚΦΔ. Συνεπώς, για πληροφορίες που περιέρχονται σε γνώση οποιασδήποτε Υπηρεσίας της Φορολογικής Διοίκησης και αφορούν σε φοροδιαφυγή, πράξεις προσδιορισμού φόρου εκδίδονται μόνο εφόσον πρόκειται για ποσά φόρων που υπερβαίνουν τα τιθέμενα στην παρ. 3 του άρθρου 66 όρια.

Στην περίπτωση που οι πληροφορίες περί φοροδιαφυγής περιέλθουν σε γνώση οποιασδήποτε υπηρεσίας της Φορολογικής Διοίκησης μετά την οριζόμενη στην παρ. 1 του άρθρου 36 του ΚΦΔ περίοδο (πενταετία), οι πράξεις προσδιορισμού φόρου και επιβολής προστίμου εκδίδονται αποκλειστικά για τη φορολογητέα ύλη που προκύπτει από τις πληροφορίες αυτές και για το έτος στο οποίο αφορούν».

Ο Ν. 4172/2013

Σύμφωνα με το άρθρο 32 του Ν. 4172/2013:

«Ως ετήσια δαπάνη του φορολογουμένου, της συζύγου του και των εξαρτώμενων μελών του λογίζονται και τα χρηματικά ποσά που πραγματικά καταβάλλονται για:

… β) Αγορά επιχειρήσεων ή σύσταση ή αύξηση του κεφαλαίου επιχειρήσεων που λειτουργούν ατομικώς ή με τη μορφή ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης ή ανώνυμης εταιρείας ή περιορισμένης ευθύνης εταιρίας ή ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας ή κοινωνίας ή κοινοπραξίας ή αστικής εταιρίας ή αγορά εταιρικών μερίδων και χρεογράφων γενικώς, καθώς και οι καταβολές που πραγματοποιούνται για τα ασφαλιστικά επενδυτικά συμβόλαια, κατά το μέρος που αποτελούν επενδυτικό προϊόν».

Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΔΕΔ

Η ΔΕΔ αποφάσισε ότι, με την προσβαλλόμενη πράξη διορθωτικού προσδιορισμού εισοδήματος, φορολογικού έτους 2014, προσδιορίστηκε διαφορά φορολογητέου εισοδήματος ποσού 820.064,45 € και καταλογίστηκε φόρος ποσού 266.732,48 €, το οποίο υπερβαίνει τα τιθέμενα όρια με την παρ. 3 του άρθρου 66 του Ν. 4987/2022 (πλέον παρ. 2 του άρθρου 79 του ν. 5104/2024), δηλαδή εμπίπτει στις διατάξεις πε΄ρι φοροδιαφυγής.

Ως εκ τούτου, με δεδομένη την υφιστάμενη φοροδιαφυγή για την χρήση 2014, το δικαίωμα του Δημοσίου να επιβάλλει φόρους, τόκους και πρόστιμα παραγράφηκε στις 31/12/2024, βάσει των διατάξεων της παρ. 27α του άρθρου 66 του Ν. 4646/2019.

Δηλαδή η ΔΕΔ, δεν στοιχειοθέτησε την 10ετή παραγραφή στη νομική βάση του άρθρου 37 του Ν. 5104/2024 («νέα στοιχεία»), αλλά στην παρ. 27α του άρθρου 66, του Ν. 4646/2019 («φοροδιαφυγή»)

Επομένως, επειδή η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε και κοινοποιήθηκε εντός του έτους 2024, ήτοι πριν από την λήξη της δεκαετούς παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου, ο σχετικός ισχυρισμός του φορολογούμενου απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμος. 

Συνεπώς, απέρριψε την ενδικοφανή προσφυγή και επικύρωσε την Οριστική Πράξη Διορθωτικού Προσδιορισμού Φόρου Εισοδήματος, με οριστική φορολογική υποχρέωση του φορολογούμενου, ποσού 401.029,89 Ευρώ.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό ΔίκαιοΕπικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα που σχετίζεται με την παραγραφή φορολογικών υποθέσεων.

Μηνιαία Υποχρέωση Δηλώσεων ΦΠΑ Για Νέες Επιχειρήσεις

Σύμφωνα με την πρόσφατη απόφαση Α. 1049/28-03-2025 του Διοικητή της ΑΑΔΕ ορίστηκε ότι, κατά παρέκκλιση του άρθρου 43 του Κώδικα ΦΠΑ (ν. 5144/2024), οι υπόχρεοι στον φόρο, οι οποίοι χρησιμοποιούν απλογραφικό λογιστικό σύστημα και ενεργούν φορολογητέες πράξεις ή πράξεις απαλλασσόμενες του φόρου για τις οποίες έχουν δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών (με βάση το άρθρο 35 του Κώδικα ΦΠΑ), με έναρξη εργασιών από 1.1.2024 και εφεξής, υποχρεούται να υποβάλλουν δήλωση ΦΠΑ για κάθε μηνιαία φορολογική περίοδο.

Εξαίρεση στα παραπάνω αποτελεί το χρονικό διάστημα εργασιών υπό ίδρυση επιχείρησης φυσικού ή νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας.

Σύμφωνα με την ΑΑΔΕ, για στην ανωτέρω απόφαση ελήφθη υπόψη η ανάγκη ορισμού μηνιαίας φορολογικής περιόδου για την υποβολή της δήλωσης ΦΠΑ από υπόχρεους σε υποβολή δήλωσης Φόρου Προστιθέμενης Αξίας για κάθε φορολογική περίοδο, οι οποίοι χρησιμοποιούν απλογραφικό λογιστικό σύστημα, προκειμένου να υφίσταται όμοια φορολογική περίοδος για τις δηλωτικές υποχρεώσεις του ΦΠΑ για τις επιχειρήσεις που τηρούν απλογραφικό λογιστικό σύστημα και για εκείνες που τηρούν διπλογραφικό λογιστικό σύστημα.

Στην πραγματικότητα, η βασική επιδίωξη της ΑΑΔΕ, είναι η καταπολέμηση των εικονικών συναλλαγών και της μη απόδοσης ΦΠΑ, μέσω νέο-ιδρυθέντων επιχειρήσεων οι οποίες λειτουργούν για μικρό χρονικό διάστημα, εκδίδουν παραστατικά και κατόπιν διακόπτουν τη δραστηριότητά τους.

Επιστροφή Σε Τριμηνιαίες Καταστάσεις

Περαιτέρω, οι παραπάνω υπόχρεοι έχουν την δυνατότητα επιλογής υποβολής δήλωσης ΦΠΑ ανά τρίμηνη φορολογική περίοδο.

Ειδικότερα, η δήλωση επιλογής φορολογικής περιόδου δύναται να γίνει μέχρι την προτελευταία εργάσιμη του 1ου  ή 4ου  ή 7ου  ή 10ου  μήνα, κατά περίπτωση, εφόσον έως τον αμέσως προηγούμενο μήνα από την δήλωση επιλογής έχουν συμπληρωθεί τουλάχιστον 24 μήνες από τον χρόνο έναρξης εργασιών της επιχείρησης.

Η ισχύς της επιλογής φορολογικής περιόδου εκκινεί από την 1η  ημέρα του μήνα υποβολής της δήλωσης επιλογής, μέσα από την ψηφιακή πύλη myAADE της ΑΑΔΕ.

Τέλος, η δήλωση επιλογής τρίμηνης φορολογικής περιόδου δεν μπορεί να ανακληθεί πριν από την παρέλευση 12 μηνών από την έναρξη ισχύος της επιλογής.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για κάθε θέμα σχετικά με το νομικό πλαίσιο των περιοδικών δηλώσεων ΦΠΑ.

Σύμβαση Ανεξάρτητων Υπηρεσιών Και Εξαρτημένης Εργασίας

Σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη ή να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον χρόνο και τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του.

Η σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών είναι ενοχική σύμβαση, αμφοτεροβαρής κατά την οποία ο εργαζόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να παρέχει με δική του πρωτοβουλία και κατά τρόπο ανεξάρτητο τις υπηρεσίες του, ενώ ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει τη συμφωνημένη αμοιβή.

Αντίθετα, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε, που είναι ο κύριος σκοπός της εργασιακής σύμβασης, και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και ν’ ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζόμενου προς αυτές.

Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζόμενου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας αποτελεί το βασικό γνώρισμα της, ως άνω, εξάρτησης, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών γνώσεών του, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη. 

Κριτήρια Διάκρισης

Δηλαδή, βασικά κριτήρια για να κριθεί το πότε υφίσταται σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ή ανεξάρτητων υπηρεσιών είναι :

  • ο βαθμός πρωτοβουλίας που έχει ο παρέχων τις υπηρεσίες του στον αντισυμβαλλόμενο κατά την εκτέλεση της σύμβασης,
  • η μερική ή ολική επιλογή του χρόνου εκτέλεσής της και
  • το αν επιτρέπεται στον εργαζόμενο ή όχι να εκφεύγει του εργοδοτικού ελέγχου, ως προς τον τρόπο (εκτέλεση) της παροχής των συμφωνημένων υπηρεσιών του (ΑΠ 522/2022).

Πάντως και στη σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι’ αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς όρους της σύμβασής του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας, δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη, με την έννοια που προεκτέθηκε.

Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει τη συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία όμως δεν καθορίζεται μόνο από το αν συντρέχουν όλα ή τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά.

Επομένως, εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σ αυτή εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο.

Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη.

Πάντως, ο χαρακτήρας της εργασίας ως εξαρτημένης ή όχι δεν επηρεάζεται από τον τρόπο προσδιορισμού ή καταβολής της αμοιβής του εργαζομένου, ούτε από άλλα δευτερεύοντα στοιχεία, όπως η έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών, η ασφάλισή του ή μη στο ΙΚΑ και η χορήγηση σ’ αυτόν βεβαιώσεων παροχής μισθωτών υπηρεσιών.

Ούτε η υποχρέωση του εργαζομένου να συμμορφώνεται, ως προς την εκτέλεση των υπηρεσιών του, προς, από κοινού, συμφωνούμενους όρους ή να παρέχει αυτές σε καθορισμένο χρόνο και τόπο, ακόμη και σε χώρο του εργοδότη, δεν καθιστά, χωρίς τίποτε άλλο, τη συνδέουσα τους συμβαλλομένους σχέση ως εξαρτημένης εργασίας και συνεπώς μπορεί αυτή να έχει τον χαρακτήρα μίσθωσης έργου ή και ανεξάρτητων υπηρεσιών.

Δικαιοδοτική Λειτουργία

Σε κάθε περίπτωση, εξάλλου, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε (και που δεν αφορά μόνο το χαρακτηρισμό της ως εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ή έργου αλλά και το χαρακτηρισμό της ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου), δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σε αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος (ή ο έχων ισχύ νόμου κανονισμός).

Τούτο διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρ. 26 § 3 και 87 § 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στη συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση, κρίση η οποία στη συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθρ. 559 αρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΕΔ 3/2001).

Εξάλλου, η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού, από το δικαστήριο, της έννομης σχέσης ως σύμβασης εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας, έργου, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα (ΟλΑΠ 18/2006 και 3/2021), αφορά δε το διοικητικό και εργατοτεχνικό προσωπικό με σχέση ιδιωτικού δικαίου, το οποίο εμπίπτει στον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τη Σύμβαση Ανεξάρτητων Υπηρεσιών και τη Σύμβαση Εξαρτημένης Εργασίας.

Άρθρο 63Β ΚΦΔ : Η Δυνατότητα Ακύρωσης Φόρου Και Προστίμου

Ακύρωση ή τροποποίηση άμεσου προσδιορισμού φόρου, πράξης προσδιορισμού φόρου και πράξης επιβολής προστίμου σύμφωνα με το άρθρο 63Β του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας. Νομοθεσία, νομολογία και αποφάσεις της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ)

Continue reading