Κατ’ άρθρο 973 § 1 ΚΠολΔ, εάν για οποιονδήποτε λόγο ο πλειστηριασμός δεν έγινε κατά την ημέρα που είχε οριστεί, επισπεύδεται πάλι με δήλωση που κατατίθεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και συντάσσεται σχετική πράξη. Η νέα ημέρα του πλειστηριασμού ορίζεται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού δυο μήνες από την ημέρα της δήλωσης και όχι πάντως μετά την παρέλευση τριών μηνών από την ημέρα αυτή.
Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού εντός τριών ημερών μεριμνά, ώστε να αναρτηθεί η γνωστοποίηση της δήλωσης και η ημέρα του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων.
Κατά την δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου κάθε δανειστής, εφ’ όσον έχει απαίτηση που στηρίζεται σε εκτελεστό τίτλο και κοινοποίησε στον καθ’ ου η εκτέλεση επιταγή προς εκτέλεση, μπορεί να επισπεύσει τον πλειστηριασμό.
Κατά δε την τρίτη παράγραφο του ίδιου άρθρου, εάν ένας δανειστής, άλλος από τον επισπεύδοντα, θέλει να επισπεύσει τον πλειστηριασμό κατά την παράγραφο 2, πρέπει να το δηλώσει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και να συνταχθεί σχετική πράξη.
Εάν ο δανειστής αυτός έχει και ο ίδιος επιβάλει κατάσχεση, η δήλωση συνέχισης του πλειστηριασμού επέχει θέση ανάκλησης της δικής του κατάσχεσης.
Αντίγραφο της πράξης επιδίδεται μέσα σε τρεις ημέρες από τη δήλωση στον αρχικώς επισπεύδοντα. Ο πλειστηριασμός γίνεται ενώπιον του ίδιου υπαλλήλου.
Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού εντός τριών ημερών μεριμνά, ώστε να αναρτηθεί η γνωστοποίηση της δήλωσης και η ημέρα του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων.
Ένδικα Βοηθήματα – ΑνακοπήΤου Άρθρου973 ΚΠολΔ
Κατά την παράγραφο 6 του άρθρου 973 ΚΠολΔ, αντιρρήσεις για οποιοδήποτε λόγο που αφορά το κύρος της δήλωσης συνέχισης και υποκατάστασης, ασκούνται με ανακοπή μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την ημέρα της ανάρτησης.
Η συζήτηση της ανακοπής προσδιορίζεται υποχρεωτικά μέσα σε εξήντα ημέρες από την κατάθεσή της και γίνεται με τη διαδικασία των άρθρων 686 κεπ.
Κατά της απόφασης που εκδίδεται μέσα σε ένα μήνα από τη συζήτηση της ανακοπής δεν επιτρέπεται η άσκηση ένδικων μέσων.
Η τελευταία αυτή ειδική ανακοπή κατά των δηλώσεων συνέχισης πλειστηριασμού και υποκατάστασης άλλου δανειστή εισήχθη το πρώτον με τον Ν. 4335/2015.
Και αυτό γιατί μέχρι τις τροποποιήσεις του νόμου αυτού η σχετική ανακοπή κατά τω ν δηλώσεων αυτών ασκούνταν στην προθεσμία του άρθρου 934 περ. β ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προ του Ν. 4335/2015, ήτοι μέχρι τον πλειστηριασμό, πρώτη δε πράξη εκτελέσεως θεωρούνταν ανάλογα η δήλωση συνέχισης ή υποκατάστασης (ΑΠ 610/2002).
Ωστόσο, μετά την αναμόρφωση του άρθρου 934 με τον Ν. 4335/2015 και τη συγχώνευση των περιπτώσεων α και β του προϊσχύσαντος άρθρου 934 στην περίπτωση α του νέου άρθρου 934, με ενιαία προθεσμία άσκησης της ανακοπής 45 ημερών απ’ την ημέρα της κατάσχεσης και διατήρηση της ανακοπής κατά του πλειστηριασμού ως περίπτωση β (τέως γ), η εν λόγω ανακοπή κατά των δηλώσεων συνέχισης πλειστηριασμού και υποκατάστασης δεν μπορεί να υπαχθεί σε καμία από τις προβλεπόμενες πλέον περιπτώσεις του άρθρου 934, έτσι ώστε να επιλεγεί από το νομοθέτη να εισαχθεί γι’ αυτές μία ιδιαίτερη ανακοπή, που ρυθμίστηκε αυτοτελώς στο νέο άρθρο 973 § 6.
Περιεχόμενο Ανακοπής
Με την ανακοπή αυτή του άρθρου 973 § 6 ΚΠολΔ δύνανται να προβάλλονται λόγοι, οι οποίοι αφορούν το κύρος της δήλωσης αυτής (ΜονΠρωτΧαλκ 24/2022).
Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι, οι αντιρρήσεις που μπορούν να προβληθούν με το σχετικό ένδικο βοήθημα, πρέπει πρώτιστα να αφορούν:
είτε πρωτογενείς πλημμέλειες της επίδικης πράξης εκτέλεσης (δήλωσης συνέχισης ή υποκατάστασης) καθώς και συνεπακόλουθα στις πράξεις που ακολούθησαν αυτής (άρθρο 973 § 1 ΚΠολΔ)
είτε δευτερογενείς ακυρότητες της δήλωσης συνέχισης ή υποκατάστασης που προκύπτουν από δικονομικά ανίσχυρες προγενέστερες πράξεις εκτέλεσης στις οποίες στηρίζεται η επίδικη πράξη εκτέλεσης (πχ. την κατάσχεση).
Η δεύτερη όμως ως άνω περίπτωση (δευτερογενούς ακυρότητας) τελεί υπό την προϋπόθεση ότι κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα η (μετέπειτα προσβαλλόμενη) δήλωση συνέχισης, οι εν λόγω (προγενέστερες ανίσχυρες) πράξεις είτε έχουν ακυρωθεί με δικαστική απόφαση είτε έστω έχουν παύσει να υφίστανται και να παράγουν έννομες συνέπειες με κάθε άλλο νόμιμο τρόπο (π.χ. απόφαση για ανατροπή κατάσχεσης, δήλωση παραίτησης από κατάσχεση κλπ).
Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από τον λόγο που προτείνεται με την ανακοπή του άρθρου 973 § 6 ΚΠολΔ και το ποια πράξη εκτέλεσης αφορά αυτός (ο λόγος), το αίτημα της ανακοπής του άρθρου 973 § 6 ΚΠολΔ (όπως ανάλογα ισχύει και για την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ) είναι η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης εκτέλεσης, η οποία στην συγκεκριμένη ανακοπή μπορεί και πρέπει να είναι μόνο η επίδικη δήλωση συνέχισης ή υποκατάστασης και όχι άλλες προγενέστερες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας (έτσι ΜΠρΠατρ 16/2025, ΜΠρΡοδ 224/2022).
Απαράδεκτο Ανακοπής Του Άρθρου933 ΚΠολΔ
Εάν κατά της δήλωσης συνέχισης και υποκατάστασης πλειστηριασμού ασκηθεί ανακοπή κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ, αυτή θα απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Τούτο διότι η δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού του άρθρου 973 § 1 ΚΠολΔ προσβάλλεται με την ειδική ανακοπή της παραγράφου 6 του ιδίου άρθρου η οποία:
ασκείται εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την ημέρα της ανάρτησης της γνωστοποίησης της δήλωσης και της ημέρας του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων και εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ και όχι με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, με την οποία προβάλλονται αντιρρήσεις κατά της εκτέλεσης εντός των χρονικών σταδίων του άρθρου 934 § 1 ΚΠολΔ και
εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών κατ’ άρθρο 937 § 3 ΚΠολΔ, σύμφωνα με όσα αναφέρονται παραπάνω.
Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σχετικά με την ανακοπή κατά δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού κατ’ άρθρο 973 ΚΠολΔ.
Διαφυγόν κέρδος (ή αποθετική ζημία) είναι η μη επαύξηση της περιουσίας του ζημιωθέντος, λόγω του ζημιογόνου γεγονότος, η οποία (επαύξηση) θα επερχόταν με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων.
ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθρου 297 ΑΚ «Ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα».
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 298 ΑΚ «Η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Τέτοιο κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί».
τη γραμματική της ερμηνεία, δεδομένου ότι δεν κάνει καμία διάκριση στο αν αφορά ζημία, που να προέρχεται από παραβίαση συμβάσεως ή να προέρχεται από αδικοπραξία, όσο και
την συστηματική της ερμηνεία, δεδομένου ότι τίθεται στις αρχικές, γενικές διατάξεις που ισχύουν επί ενοχών και από
την τελολογική της ερμηνεία, που περιλαμβάνει στην έννοια της λέξης «δανειστής» οποιοδήποτε δικαιούχο παροχής,
συνάγεται ότι εφαρμόζεται, τόσο στις αποζημιώσεις εξ’ αδικοπρακτικής όσο και στις αποζημιώσεις λόγω ενδοσυμβατικής ευθύνης.
Εξάλλου, κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 298 ΑΚ ως «περιουσία του δανειστή» νοείται, το σύνολο των αποτιμητών σε χρήμα αγαθών ήτοι πραγμάτων και αξιώσεων που νομίμως ανήκουν σ’ αυτόν, ήτοι όχι μόνο εμπραγμάτων αγαθών αλλά και αξιώσεών του που πηγάζουν από ενοχικές με τρίτους σχέσεις.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η προβλεπομένη αποζημίωση περιλαμβάνει α) τη μείωση της περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και β) το διαφυγόν κέρδος, εκείνο δηλαδή που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα, που έχουν ληφθεί.
Ως θετική ζημία νοείται η μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του ζημιωθέντος, η οποία μπορεί να συνίσταται σε μείωση του ενεργητικού ή σε αύξηση του παθητικού του.
Όπως προαναφέρθηκε, διαφυγόν κέρδος ή αποθετική ζημία είναι η μη επαύξηση της περιουσίας του ζημιωθέντος λόγω του ζημιογόνου γεγονότος, η οποία (επαύξηση) θα επερχόταν με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων.
Δηλαδή, το διαφυγόν κέρδος αποτελεί μέγεθος που προσδιορίζεται μόνο υποθετικά. Είναι το κέρδος που θα αποκομιζόταν, αν δεν είχε επέλθει το ζημιογόνο γεγονός.
Γίνεται, δηλαδή, αναγκαία ένας συλλογισμός για την υποθετική εξέλιξη των πραγμάτων. Οι υποθέσεις δεν χαρακτηρίζονται από τη βεβαιότητα και, ακόμη, δυσχερώς αποδεικνύονται.
Για να διευκολύνει, λοιπόν, ο νόμος την απόδειξη, αφού η βεβαιότητα στην περίπτωση του διαφυγόντος κέρδους είναι αδύνατη, ορίζει ότι, ως διαφυγόν κέρδος «λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί».
Χρειάζεται, δηλαδή, η δυνατότητα να προβλεφθεί το κέρδος από κάποιον μέσο, λογικό άνθρωπο με βάση αντικειμενικά κριτήρια («σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων») και μάλιστα να προβλεφθεί εκ των προτέρων, δηλαδή κατά το χρόνο του ζημιογόνου γεγονότος.
Για την αποκατάσταση, συνεπώς, του διαφυγόντος κέρδους απαιτείται βάσιμη πιθανότητα για την επέλευση του κέρδους. Η ύπαρξη προπαρασκευαστικών μέτρων καθιστά ασφαλέστερη την προς τούτο πιθανότητα.
Το τυχαίο ή απροσδόκητο ή απλώς ενδεχόμενο και για το λόγο αυτό αβέβαιο, ή το υποθετικό και από αβέβαιους και αστάθμητους παράγοντες ή ελπίδες εξαρτημένο διαφυγόν κέρδος, δεν αποδίδεται.
Ο απαιτούμενος, στις κατ’ ιδίαν περιπτώσεις, βαθμός πιθανότητας είναι διάφορος, καθόσον εξαρτάται από τις ιδιαίτερες – συγκεκριμένες περιστάσεις.
Η πιθανότητα της δυνατότητας πραγματοποίησης διαφυγόντος κέρδους δεν μπορεί να φτάνει μέχρι «φαντασιώδους υπολογισμού» (ΑΠ 1258/2023).
Παράδειγμα
Η επίκληση ανόδου κατά την πώληση και πτώσεως κατά την αγορά της αξίας μιας μετοχής σε συγκεκριμένες ημερομηνίες αγοράς και πωλήσεως αυτών, δεν αποτελεί κέρδος προσδοκώμενο με «βάσιμη» πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, κατά την προπαρατεθείσα έννοια του άρθρου 298 ΑΚ.
Τούτο διότι αυτό είναι ιδιαίτερα αμφίβολο και ευμετάβολο, αφού, σε μία ελεύθερη και μάλιστα ειδικευμένη αγορά, όπως είναι το χρηματιστήριο, δεν υπάρχουν εγγυήσεις συγκεκριμένης περιουσιακής αποδόσεως, δεδομένου ότι η άνοδος ή η πτώση των τιμών και κατ’ επέκταση της χρηματιστηριακής αξίας των μετοχών των εισηγμένων στο χρηματηστήριο εταιριών, εξαρτάται, πλην άλλων, από διάφορους, αβέβαιους και αστάθμητους παράγοντες, εσωτερικούς και εξωτερικούς, όπως είναι οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες, οι απρόβλεπτες περιπλοκές στις διεθνείς εξελίξεις, η ανοδική ή πτωτική τάση των διεθνών χρηματιστηριακών δεικτών, οι οποίοι δεν επιτρέπουν να εξακριβωθεί με πιθανότητα και σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, αν και σε ποιο ποσοστό θα σημειωθεί άνοδος ή πτώση των μετοχών σε ορισμένες συγκεκριμένες ημερομηνίες, με αποτέλεσμα να μην δύναται να γίνει λόγος για αποθετική ζημία των εναγόντων από την αιτία αυτή (ΑΠ 1364/2013).
ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ
Ορισμένο Της ΑγωγήςΑποζημίωσης
Σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, τόσο τα περιστατικά, που προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους, με βάση την κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων πιθανότητα, καθώς και οι ειδικές περιστάσεις και τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα πρέπει, να εκτίθενται αναλυτικά στην αγωγή.
Δεν αρκεί, δηλαδή, η αφηρημένη επανάληψη των εκφράσεων του άρθρου 298 ΑΚ, ούτε του συνολικώς φερομένου ως διαφυγόντος κέρδους, αλλ’ απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των συγκεκριμένων περιστατικών, περιστάσεων και μέτρων, που καθιστούν πιθανό το κέρδος ως προς τα επί μέρους κονδύλια (ΟλΑΠ 20/1992, ΑΠ 83/2002).
Παράδειγμα
Για την πληρότητα της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η ζημία που υπέστη ο ενάγων, η οποία συνίσταται στην, από υπαιτιότητα του εναγόμενου, ματαίωση μισθώσεως ακινήτου και την εντεύθεν απώλεια μισθωμάτων, πρέπει να αναφέρεται το μηνιαίο μίσθωμα, που με πιθανότητα θα εισέπραττε ο ενάγων από την εκμίσθωση του ακινήτου, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή με βάση τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και ιδίως τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα (ΑΠ 935/2014).
Διαφυγόν Κέρδος Και Αξίωση Τόκων
Επί αγωγής με αντικείμενο διαφυγόν κέρδος, ο ζημιωθείς δικαιούται να ζητήσει τόκους επί του ποσού του διαφυγόντος κέρδους, από την επίδοση μεν της αγωγής για το διαφυγόν κέρδος που ανάγεται στο προ της επίδοσης της χρονικό διάστημα, από την ημέρα δε που ακολούθως ανακύπτει για το μετά την επίδοση της χρονικό διάστημα.
Δεν δικαιούται όμως να ζητήσει τόκους επί της θετικής του ζημίας, για όσο χρόνο μέχρι την πληρωμή της ζητεί και διαφυγόν κέρδος.
Εντούτοις, δεν αποκλείεται να ζητήσει ο ζημιωθείς τόκους και επί της θετικής του ζημίας, από την όχληση του οφειλέτη ή από την επίδοση της αγωγής, για όσο χρονικό διάστημα δεν ζητεί διαφυγόντα κέρδη (ΑΠ 909/2009).
Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με το διαφυγόν κέρδος και την αποθετική ζημία επιχείρησης.
Η πνευματική ιδιοκτησία στις βάσεις δεδομένων αποτέλεσε πρώτη φορά αντικείμενο νομοθετικής ρύθμισης με την οδηγία 96/9/ΕΟΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 1996 (“Database Directive“).
Η παραπάνω οδηγία ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με το άρθρο 7 του Ν. 2819/2000, ο οποίος τροποποίησε τον Ν. 2121/1993 (“Πνευματική ιδιοκτησία, συγγενικά δικαιώματα και πολιτιστικά θέματα”).
Με τα παραπάνω, θεσπίστηκε ένα καθεστώς διπλής προστασίας για τις βάσεις δεδομένων, δηλαδή, τόσο του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, ήτοι της πρωτότυπης επιλογής ή διευθέτησης των περιεχομένων της βάσης, όσο και του δικαιώματος ειδικής φύσης (sui generis) του κατασκευαστή της βάσης δεδομένων.
ΕΝΝΟΙΕΣ, ΟΡΙΣΜΟΙ & ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ
Βάση Δεδομένων
Βάση δεδομένων (database) νοείται η συλλογή έργων, δεδομένων ή άλλων ανεξάρτητων στοιχείων, διευθετημένων κατά συστηματικό ή μεθοδικό τρόπο και ατομικώς προσιτών, με ηλεκτρονικά μέσα ή με άλλο τρόπο.
Αντικείμενο προστασίας είναι και οι βάσεις δεδομένων οι οποίες λόγω της “επιλογής” ή “διευθέτησης” του περιεχομένου τους αποτελούν πνευματικά δημιουργήματα.
Ωστόσο, η προστασία αυτή δεν εκτείνεται στο περιεχόμενο των βάσεων δεδομένων και δεν θίγει κανένα από τα δικαιώματα που υφίστανται στο περιεχόμενο αυτό.
Επομένως, η έννοια της βάσης δεδομένων καλύπτει κάθε συλλογή, που περιέχει έργα, δεδομένα ή άλλα στοιχεία, τα οποία μπορούν να χωριστούν τα μεν από τα δε, δίχως να επηρεαστεί η αξία του περιεχομένου τους, και περιλαμβάνουν μια μέθοδο ή ένα σύστημα, οποιοσδήποτε φύσης, που καθιστά δυνατή την ανεύρεση έκαστου των συστατικών της στοιχείων (ΔΕΕ C-444/02, Fixtures Marketing).
Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις δε της Οδηγίας 96/9/ΕΟΚ, στην έννοια των βάσεων δεδομένων υπάγονται, τόσο οι ηλεκτρονικές (ψηφιακές) βάσεις δεδομένων, όσο και οι μη ηλεκτρονικές (παραδοσιακές) βάσεις δεδομένων.
Δηλαδή, ο όρος βάση δεδομένων πρέπει να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει κάθε είδους συλλογές έργων, λογοτεχνικών, καλλιτεχνικών, μουσικών ή άλλων ή άλλο υλικό, όπως κείμενα, ήχους, εικόνες, αριθμούς, πραγματικά στοιχεία και δεδομένα.
Εξάλλου, η προβλεπόμενη προστασία, βάσει του δικαιώματος του δημιουργού, έχει ως αντικείμενο τη διάρθρωση της βάσης δεδομένων, και όχι το περιεχόμενό της, ούτε, επομένως, τα συστατικά της στοιχεία.
Στο πλαίσιο αυτό, οι έννοιες “επιλογή” και “διευθέτηση” αφορούν, αντίστοιχα, την επιλογή και τη διαρρύθμιση των δεδομένων, με τα οποία ο δημιουργός της βάσης δεδομένων διαμορφώνει τη διάρθρωσή της.
Αντίθετα, οι έννοιες αυτές δεν καλύπτουν τη δημιουργία των δεδομένων, που περιέχονται στη βάση αυτή.
Εξυπακούεται ότι δεν λαμβάνονται υπόψη στοιχεία, που αφορούν τις διανοητικές προσπάθειες και την ικανότητα δημιουργίας δεδομένων, καθώς κείνται εκτός της έννοιας της διάρθρωσης.
Εξάλλου, η αναφορά σε “πνευματικά δημιουργήματα”, παραπέμπει στο κριτήριο τηςπρωτοτυπίας.
Το κριτήριο αυτό πληρούται όταν, λόγω της επιλογής ή της διευθέτησης των δεδομένων που περιλαμβάνει, ο δημιουργός της εκφράζει τη δημιουργική του ικανότητα με πρωτότυπο τρόπο, πραγματοποιώντας ελεύθερες και δημιουργικές επιλογές και αποτυπώνει, με τον τρόπο αυτό, το “προσωπικό άγγιγμά” του (ΠολΠρΘεσ 2520/2020).
Δηλαδή, για να προστατευθεί η βάση δεδομένων με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας πρέπει να καταδειχθεί μια πρωτοτυπία στην επιλογή ή στην οργάνωση του υλικού της.
Αντίθετα, το εν λόγω κριτήριο δεν πληρούται, όταν η δημιουργία της βάσης δεδομένων υπαγορεύεται από τεχνικές εκτιμήσεις, κανόνες ή δεσμεύσεις, που δεν αφήνουν περιθώριο για δημιουργική ελευθερία.
Σημειωτέον ότι κανένα κριτήριο άλλο από εκείνο της πρωτοτυπίας δεν εφαρμόζεται, προκειμένου να εκτιμηθεί η επιλεξιμότητα βάσης δεδομένων για προστασία βάσει του δικαιώματος του δημιουργού.
Μια βάση δεδομένων δεν θα είναι πρωτότυπη, εάν δεν υπάρχει καμία επιλογή στο υλικό ή αν η διευθέτηση γίνεται με κριτήρια αυτονόητα (π.χ. όλοι οι πολίτες ενός Δήμου ή όλα τα ονόματα με αλφαβητική σειρά).
Η σημαντική εργασία και η ικανότητα δημιουργίας, που απαιτούνται για τη δημιουργία μιας βάσης δεδομένων δεν μπορούν, αυτές καθ’ εαυτές, να δικαιολογήσουν τέτοιου είδους προστασία, εάν δεν εκφράζουν πρωτοτυπία ως προς την επιλογή ή τη διευθέτηση των περιλαμβανόμενων σε αυτήν δεδομένων.
Συλλεκτικά Έργα
Τέλος, προκειμένου για τα “συλλεκτικά έργα“, η πρωτοτυπία αναζητείται, διαζευκτικά, είτε στην επιλογή του περιεχομένου τους, είτε στη διευθέτησή του. Η επιλογή του περιεχομένου μίας συλλογής μπορεί να είναι ενδεικτική ή να επιδιώκει πληρότητα.
Εδώ τα ζητούμενα είναι δύο, η ακρίβεια, αφενός, και, αφετέρου, η πληρότητα των πληροφοριών. Στη βάση δεδομένων ζητούμενο του τρόπου διευθέτησης είναι η ευχερέστερη αναζήτηση και μετάδοση της πληροφορίας.
Κατά τα λοιπά, οι εναλλακτικοί τρόποι της διευθέτησης, όπως άλλωστε και της επιλογής του περιεχομένου της συλλογής, τελούν σε συνάρτηση, αφενός προς τη φύση του περιεχομένου και αφετέρου προς τη σκοπούμενη χρήση της συλλογής, αυτές καθορίζουν εξ αντικειμένου την έκταση της ελευθερίας του δημιουργού.
Κατασκευαστής Βάσης Δεδομένων
Κατασκευαστής Βάσης Δεδομένων είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που λαμβάνει την πρωτοβουλία και επωμίζεται τον κίνδυνο των επενδύσεων (“επιχειρηματικό ρίσκο”) στη βάση δεδομένων.
Σημειώνεται ότι δεν θεωρείται κατασκευαστής ο εργολάβος βάσης δεδομένων, ήτοι το πρόσωπο (πχ προγραμματιστής) το οποίος ανέλαβε την κατασκευή με σύμβαση έργου, για λογαριασμό του επιχειρηματία (κατασκευαστή) ή και του δημιουργού.
Εξαγωγή Δεδομένων
Ως Εξαγωγή Δεδομένων θεωρείται η μόνιμη ή προσωρινή μεταφορά του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου βάσης δεδομένων σε άλλο υλικό φορέα με οποιοδήποτε μέσο ή με οποιαδήποτε μορφή, χωρίς την άδεια του κατασκευαστή της.
Τούτο συμβαίνει όταν γίνεται μεταφορά ολόκληρου ή μέρους του περιεχομένου της επίμαχης βάσης δεδομένων σε άλλο υπόθεμα, όταν δηλαδή ολόκληρο ή μέρος του περιεχομένου της βάσης δεδομένων επαναλαμβάνεται αυτούσιο και σε άλλο σημείο που δεν έχει σχέση με την αρχική βάση δεδομένων.
Επαναχρησιμοποίηση Δεδομένων
Επαναχρησιμοποίηση Δεδομένων νοείται η πάσης μορφής διάθεση στο κοινό του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου της βάσης δεδομένων με διανομή αντιγράφων, εκμίσθωση, μετάδοση με άμεση επικοινωνία ή με άλλες μορφές.
Το ουσιώδες ή επουσιώδες της αφαίρεσης/επαναχρησιμοποίησης της βάσης δεδομένων μπορεί να κριθεί είτε ποσοτικά είτε ποιοτικά.
Η εξαγωγή και η επαναχρησιμοποίηση επουσιώδους μέρους της βάσης δεδομένων επιτρέπεται ελεύθερα, αρκεί όμως να μην είναι επανειλημμένη και συστηματική και να μη θίγει το δικαίωμα του κατασκευαστή ή να μην συγκρούεται με την κανονική εκμετάλλευση της βάσης δεδομένων.
Ωστόσο, η πρώτη πώληση αντιγράφου μιας βάσης δεδομένων στην Κοινότητα από το δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του συνιστά ανάλωση του δικαιώματος ελέγχου της μεταπώλησης του εν λόγω αντιγράφου στην Κοινότητα.
Τέλος, ο δανεισμός στο κοινό δεν συνιστά πράξη εξαγωγής ή επαναχρησιμοποίησης.
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ
Προστασία Πνευματικής Ιδιοκτησίας Δημιουργού
Υποκείμενο προστασίας, κατά το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας είναι ο δημιουργός του.
Ως “δημιουργόςβάσης δεδομένων” νοείται το φυσικό πρόσωπο ή ομάδα φυσικών προσώπων, που έχει δημιουργήσει τη βάση δεδομένων ή, εφόσον επιτρέπεται από τη νομοθεσία, το νομικό πρόσωπο, που ορίζεται ως δικαιούχος από τη νομοθεσία αυτή.
Ωστόσο, κατά το ελληνικό δίκαιο μόνο τα φυσικά πρόσωπα μπορούν να είναι δημιουργοί, ενώ τα νομικά πρόσωπα μπορούν μόνο δευτερογενώς να αποκτήσουν την ιδιότητα του δικαιούχου.
Ο δημιουργός βάσης δεδομένων έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπει ή να απαγορεύει:
την προσωρινή ή διαρκή αναπαραγωγή της βάσης δεδομένων με κάθε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει,
τη μετάφραση, προσαρμογή, διευθέτηση και οποιαδήποτε άλλη μετατροπή της βάσης δεδομένων,
οποιαδήποτε μορφή διανομής της βάσης δεδομένων ή αντιγράφων της στο κοινό.
οποιαδήποτε ανακοίνωση, επίδειξη ή παρουσίαση της βάσης δεδομένων στο κοινό,
οποιαδήποτε αναπαραγωγή, διανομή, ανακοίνωση, επίδειξη ή παρουσίαση στο κοινό των αποτελεσμάτων των πράξεων της μετάφρασης, προσαρμογής, διευθέτησης και οποιαδήποτε άλλης μετατροπής, που αναφέρονται παραπάνω.
Παραταύτα, ο νόμιμος χρήστης βάσης δεδομένων ή αντιγράφων της μπορεί να εκτελέσει χωρίς άδεια του δημιουργού, οποιαδήποτε από τις παραπάνω πράξεις οι οποίες είναι αναγκαίες για την πρόσβαση στο περιεχόμενο της βάσης δεδομένων και την κανονική χρησιμοποίησή της.
Τέλος, συμφωνίες αντίθετες προς τις ρυθμίσεις των παραπάνω, είναι άκυρες.
Προστασία Πνευματικής Ιδιοκτησίας Κατασκευαστή
Σύμφωνα με το άρθρο 45Α του Ν. 2121/1993, αναγνωρίζονται δικαιώματα ειδικής φύσης και στους κατασκευαστές βάσεων δεδομένων. Σκοπός της αναγνώρισης αυτής είναι η παροχή πρόσφορης προστασίας των βάσεων δεδομένων, προκειμένου να εξασφαλιστεί η αμοιβή του κατασκευαστή τους.
Η ανάγκη αναγνώρισης του ειδικού δικαιώματος στον κατασκευαστή της βάσης δεδομένων συνίσταται στο ότι, για την κατασκευή βάσεων δεδομένων, απαιτείται η επένδυση σημαντικών ανθρώπινων, τεχνικών και οικονομικών πόρων, ενώ η αντιγραφή των εν λόγω βάσεων δεδομένων ή η πρόσβαση σε αυτές είναι δυνατή με κόστος πολύ μικρότερο από εκείνο που συνεπάγεται η ανεξάρτητη δημιουργία τους.
Το συγκεκριμένο δικαίωμα ειδικής φύσης (sui generis) χορηγείται στον κατασκευαστή της βάσης δεδομένων με την προϋπόθεση ότι για τη δημιουργία της, ήτοι την απόκτηση, τον έλεγχο ή την παρουσίαση του περιεχομένου της βάσης, πραγματοποιήθηκε μία σημαντική-ουσιώδης, είτε από ποσοτική, είτε από ποιοτική άποψη, επένδυση.
Το ειδικής φύσης αυτό δικαίωμα δεν κατατάσσεται, ούτε στο δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας, ούτε στα συγγενικά δικαιώματα (ΑΠ 1051/2015).
Ειδικότερα, ο κατασκευαστής βάσης δεδομένων έχει το δικαίωμα να απαγορεύει την εξαγωγή ή/και επαναχρησιμοποίηση του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου της βάσης δεδομένων, αξιολογούμενου ποιοτικά ή ποσοτικά.
Τούτο δε, εφόσον η απόκτηση, ο έλεγχος ή η παρουσίαση του περιεχομένου της βάσης δεδομένων καταδεικνύουν ουσιώδη ποιοτική ή ποσοτική επένδυση.
Το παραπάνω δικαίωμα, ισχύει ανεξάρτητα από το εάν η εν λόγω βάση δεδομένων ή το περιεχόμενό της προστατεύεται με τις διατάξεις για την πνευματική ιδιοκτησία ή με άλλες διατάξεις.
Η προστασία βάσει του συγκεκριμένου δικαιώματος δεν θίγει ενδεχόμενα δικαιώματα επί του περιεχομένου τους. Το δικαίωμα ειδικής φύσης του κατασκευαστή βάσης δεδομένων μπορεί να μεταβιβαστεί με αντάλλαγμα ή χωρίς αντάλλαγμα ή να παραχωρηθεί η εκμετάλλευσή του με άδεια ή σύμβαση.
Εξάλλου, δεν επιτρέπεται η επανειλημμένη και συστηματική εξαγωγή ή/και επαναχρησιμοποίηση ούτε επουσιωδών μερών του περιεχομένου της βάσης δεδομένων, εφόσον συνεπάγεται τη διενέργεια πράξεων που έρχονται σε σύγκρουση με την κανονική εκμετάλλευση της βάσης δεδομένων ή θίγουν αδικαιολόγητα τα νόμιμα συμφέροντα του κατασκευαστή της βάσης.
Η πρακτική σημασία της προστασίας με το ειδικό αυτό δικαίωμα είναι μεγάλη, γιατί καλύπτονται οι περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο της πνευματικής ιδιοκτησίας ή για τις οποίες υπάρχει αμφιβολία ως προς την προστασία αυτή, όπως οι περιπτώσεις βάσεων δεδομένων με καθαρά αριθμητικά στατιστικά στοιχεία, με διευθύνσεις, απλοί κατάλογοι κ.λπ.
Έννοια “Ποσοτικής ή Ποιοτικής Επενδύσεως”
Ως προς το ζήτημα της ουσιώδους ποσοτικής ή ποιοτικής επενδύσεως το Δικαστήριο της ΕΕ, έχει αποφανθεί ως εξής:
Η έννοια της επένδυσης που συνδέεται με την απόκτηση του περιεχομένου μιας βάσης δεδομένων σημαίνει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την αναζήτηση υφιστάμενων στοιχείων και τη συγκέντρωσή τους στην εν λόγω βάση, ενώ δεν περιλαμβάνει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των στοιχείων που συναποτελούν το περιεχόμενο μιας βάσης δεδομένων.
Η έννοια της επένδυσης που συνδέεται με τον έλεγχο του περιεχομένου της βάσης δεδομένων σημαίνει τα μέσα που χρησιμοποιούνται προκειμένου να εξασφαλισθεί η πιστότητα των πληροφοριών που περιέχονται στην εν λόγω βάση, για τον έλεγχο της ακρίβειας των αναζητουμένων στοιχείων, κατά τη δημιουργία της βάσεως αυτής, καθώς και κατά την περίοδο λειτουργίας της.
Η έννοια της επένδυσης που συνδέεται με την παρουσίαση του περιεχομένου της βάσης δεδομένων αφορά τα μέσα που χρησιμοποιούνται για να αποκτήσει η εν λόγω βάση τη λειτουργία επεξεργασίας των πληροφοριών, ήτοι τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη συστηματική ή μεθοδική διευθέτηση των στοιχείων που περιέχονται στη βάση αυτή καθώς και την οργάνωση της δυνατότητας ατομικής πρόσβασης στα στοιχεία αυτά.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ & ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΧΡΗΣΤΗ ΒΑΣΗΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
Οι ρυθμίσεις που αφορούν το δικαίωμα του δημιουργού βάσης δεδομένων, καθώς και το δικαίωμα ειδικής φύσης του κατασκευαστή βάσης δεδομένων δεν επιτρέπεται να θίγουν τις διατάξεις που διέπουν άλλα δικαιώματα, ιδίως:
την ασφάλεια, την εμπιστευτικότητα, την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,
το σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, καθώς και
την πρόσβαση σε δημόσια έγγραφα ή το ενοχικό δίκαιο.
Ειδικά για τον Κατασκευαστή Βάσης Δεδομένων
Ο κατασκευαστής βάσης δεδομένων που έχει τεθεί στη διάθεση του κοινού με οποιονδήποτε τρόπο δεν μπορεί να εμποδίσει το νόμιμο χρήστη της βάσης να εξάγει ή/και να επαναχρησιμοποιεί επουσιώδη μέρη του περιεχομένου της αξιολογούμενα ποιοτικά ή ποσοτικά για οποιονδήποτε σκοπό. Ειδικότερα:
Δικαιώματα Χρήστη
Ο νόμιμος χρήστης της βάσης δεδομένων που έχει τεθεί στη διάθεση του κοινού με οποιονδήποτε τρόπο μπορεί, χωρίς την άδεια του κατασκευαστή της βάσης δεδομένων, να εξάγει ή και/να επαναχρησιμοποιήσει ουσιώδες μέρος του περιεχομένου της:
όταν πρόκειται για εξαγωγή, για εκπαιδευτικούς ή ερευνητικούς σκοπούς, εφόσον αναφέρεται η πηγή και στο βαθμό που αυτό δικαιολογείται από τον επιδιωκόμενο μη εμπορικό σκοπό,
όταν πρόκειται για εξαγωγή ή/και επαναχρησιμοποίηση για λόγους δημόσιας ασφάλειας ή για σκοπούς διοικητικής ή δικαστικής διαδικασίας.
Το παραπάνω δικαίωμα των χρηστών ισχύει από την περάτωση της κατασκευής της βάσης δεδομένων και λήγει 15 έτη μετά την ημερομηνία περάτωσης, εκτός εαν η βάση δεδομένων τροποποιήθηκε ουσιαστικά, οπότε το σχετικό δικαίωμα ανανεώνεται για επιπλέον 15 έτη.
Περιορισμοί Χρήστη
Ο νόμιμος χρήστης βάσης δεδομένων που έχει τεθεί στη διάθεση του κοινού με οποιονδήποτε τρόπο δεν μπορεί:
να εκτελεί πράξεις που έρχονται σε σύγκρουση με την κανονική εκμετάλλευση της βάσης αυτής ή θίγουν αδικαιολόγητα τα νόμιμα συμφέροντα του κατασκευαστή της,
να προξενεί ζημία στους δικαιούχους του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας ή των συγγενικών δικαιωμάτων για τα έργα ή τις ερμηνείες ή εκτελέσεις που περιέχονται στην εν λόγω βάση δεδομένων.
Τέλος, συμφωνίες αντίθετες προς τις παραπάνω ρυθμίσεις, είναι άκυρες.
ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΗ ΒΑΣΕΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
Δημιουργός βάσης δεδομένων
Ο δημιουργός βάσης δεδομένων προστατεύεται με βάση το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας. Ειδικότερα, οι πνευματικοί δημιουργοί αποκτούν πάνω στο έργο τους πνευματική ιδιοκτησία που περιλαμβάνει:
Το δικαίωμα εκμετάλλευσης του έργου (“περιουσιακό δικαίωμα“) και
Το δικαίωμα προστασίας του προσωπικού τους δεσμού προς αυτό (“ηθικό δικαίωμα“).
Ο δημιουργός βάσης δεδομένων έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπει ή να απαγορεύει:
Την προσωρινή ή διαρκή αναπαραγωγή της βάσης δεδομένων
Τη μετάφραση, προσαρμογή, διευθέτηση και οποιαδήποτε άλλη μετατροπή της
Οποιαδήποτε μορφή διανομής της βάσης δεδομένων στο κοινό
Οποιαδήποτε ανακοίνωση, επίδειξη ή παρουσίαση της βάσης δεδομένων στο κοινό
Κατασκευαστής βάσης δεδομένων
Ο κατασκευαστής βάσης δεδομένων προστατεύεται με ένα ειδικής φύσης (sui generis) δικαίωμα. Ο κατασκευαστής έχει το δικαίωμα να απαγορεύει:
την εξαγωγή ή/και επαναχρησιμοποίηση του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου της βάσης δεδομένων, εφόσον η απόκτηση, ο έλεγχος ή η παρουσίαση του περιεχομένου της βάσης δεδομένων καταδεικνύουν ουσιώδη ποιοτική ή ποσοτική επένδυση.
Διαφορές
Περιεχόμενο Προστασίας
Στον Δημιουργό προστατεύεται η πρωτοτυπία και η δημιουργικότητα στην επιλογή ή διευθέτηση του περιεχομένου, ενώ στον Κατασκευαστή προστατεύεται η επένδυση (οικονομική, χρονική, τεχνική) για τη δημιουργία της βάσης δεδομένων.
Νομική Υπόσταση
Ο Δημιουργός είναι πάντα φυσικό πρόσωπο ενώ ο Κατασκευαστής μπορεί να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο.
Φύση του Δικαιώματος
Ο Δημιουργός έχει πλήρη δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας (περιουσιακό και ηθικό δικαίωμα), ενώ Κατασκευαστής έχει ειδικής φύσης δικαίωμα που αφορά κυρίως την προστασία της επένδυσής του.
Διάρκεια Προστασίας
Στον Δημιουργό η προστασία διαρκεί όπως και τα άλλα έργα πνευματικής ιδιοκτησίας, ενώ στον Κατασκευαστή το δικαίωμα λήγει 15 έτη μετά την ημερομηνία περάτωσης ή της πρώτης διάθεσης στο κοινό.
ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΕΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ
Οι γενικές αστικές κυρώσεις που εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση προσβολής οιουδήποτε δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, εφαρμόζονται και στην περίπτωση προσβολής του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας του δημιουργού βάσης δεδομένων, καθώς και του δικαιώματος ειδικής φύσης του κατασκευαστή.
Περαιτέρω, ως προς τις ποινικές κυρώσεις προβλέπεται ποινή τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή, για κάθε περίπτωση που κάποιος, χωρίς δικαίωμα, προβαίνει σε προσωρινή ή διαρκή αναπαραγωγή της βάσης δεδομένων, καθώς και σε εξαγωγή ή/και επαναχρησιμοποίηση του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου της βάσης δεδομένων χωρίς άδεια του κατασκευαστή.
Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας του δημιουργού και του κατασκευαστή στις Βάσεις Δεδομένων.
«Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέστηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.
Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή… Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομιά ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες».
Νομική Φύση Αξίωσης Συμμετοχής
Η απαίτηση του κάθε συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι, κατ’ αρχήν, ενοχήαξίας, δηλαδή, χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της περιουσιακής αυξήσεως του υποχρέου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή, άμεση ή έμμεση, του δικαιούχου.
Έννοια Προσαύξησης Περιουσίας
Ως αύξηση νοείται, όχι μία συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι, κατά την τέλεση του γάμου (αρχική περιουσία) και κατά τον χρόνο που γεννάται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα (τελική περιουσία).
Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγόμενης σε τιμές του χρόνου της έγερσης της αγωγής, θα κριθεί αν υπάρχει αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα.
Χρόνος &Τρόπος Υπολογισμού Περιουσίας
Προς υπολογισμό της τελικής περιουσίας, κρίσιμος χρόνος θεωρείται στη μεν περίπτωση λύσης ή ακύρωσης του γάμου με δικαστική απόφαση, ο χρόνος, κατά τον οποίο η απόφαση αυτή έγινε αμετάκλητη, στη δε περίπτωση της τριετούς διάστασης (κατά την οποία προϋποτίθεται ότι ο γάμος δεν έχει ακόμη λυθεί ή ακυρωθεί), κρίσιμος είναι ο χρόνος της άσκησης της αγωγής.
Οι ενδιάμεσες μεταβολές της αρχικής περιουσίας του υπόχρεου συζύγου δεν επιδρούν στον προσδιορισμό της τελικής περιουσίας και συνακόλουθα του αποκτήματος.
Συμβολή Συζύγου Στην Προσαύξηση
Η συμβολή του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, υπό την έννοια των διατάξεων του άρθρου 1400 του Α.Κ., μπορεί να συνίσταται, όχι μόνο στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών, αποτιμώμενων σε χρήμα.
Μπορεί να συνίσταται ακόμη και στην παροχή υπηρεσιών, οι οποίες παρέχονται στο συζυγικό οίκο, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κατά το οποίο ο υπόχρεος σύζυγος έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του σε συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του.
Συγκεκριμένα, κατά τη διάταξη του άρθρου 1389 του Α.Κ., οι σύζυγοι έχουν την υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας και η συνεισφορά αυτή γίνεται με οποιοδήποτε τρόπο, όπως με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματά τους και την περιουσία τους.
Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1390 του ιδίου Κώδικα, στην υποχρέωση του προηγούμενου άρθρου περιλαμβάνονται η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή τους, η κοινή υποχρέωση για διατροφή των τέκνων τους και γενικά η υποχρέωση για συμβολή τους στη λειτουργία του κοινού οίκου.
Το μέτρο της υποχρέωσης προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωσή της γίνεται με τον τρόπο που επιβάλλει η έγγαμη συμβίωση.
Υπολογισμος Συμμετοχής Στα Αποκτηματα
Η αποτίμηση, όμως, των υπηρεσιών του ενάγοντος, με τις οποίες αυτός συνέβαλε στην επελθούσα αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου του, δεν είναι αναγκαία για το ορισμένο της αγωγής, όταν αυτή ερείδεται επί της εξ 1/3 τεκμαρτής συμβολής του στα αποκτήματα του συζύγου του, ή σε μικρότερο ποσοστό, όπως αντιθέτως απαιτείται, όταν η αγωγή στηρίζεται επί της πραγματικής συμβολής.
Μόνο στην τελευταία περίπτωση, για να ληφθούν υπόψη και να υπολογισθούν αυτού του είδους οι υπηρεσίες, ως συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, απαιτείται να γίνεται η, κατά το μέρος που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών μέτρο, χρηματική αποτίμησή τους, ή η αποτίμηση των δυνάμεων που εξοικονόμησε από την παροχή τους ο υπόχρεος σύζυγος, εάν προβάλλεται, ότι η εξοικονόμηση αυτή συνέβαλε, κατά διαφορετικό από την αποτίμηση των υπηρεσιών ποσό στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου, που διαφορετικά δεν θα επιτυγχανόταν χωρίς αυτήν.
Κατά συνέπεια, οι υπηρεσίες αυτές πρέπει να προσδιορίζονται κατά είδος και αξία, τόσο στην αγωγή, όσο και στην απόφαση, μόνο όταν και κατά το μέρος που υπερβαίνουν το μέτρο το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες (ΑΠ 1059/2014).
ΑΓΩΓΗ – ΑΜΥΝΑ ΣΥΖΥΓΟΥ – ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ
Αγωγικές Αξιώσεις Επί ΠροσαύξησηςΠεριουσίας
Όταν ζητείται η επιδίκαση του τεκμαιρομένου ποσοστού (1/3) των αποκτημάτων, ο ενάγων θα δικαιούται το ένα τρίτο από την επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, χωρίς να χρειάζεται να επικαλεσθεί και αποδείξει οποιαδήποτε συμβολή του στην αύξηση αυτή, υπό την προϋπόθεση βέβαια της επίκλησης και απόδειξης τέτοιας αύξησης της περιουσίας του άλλου συζύγου.
Ενστάσεις
Ωστόσο, ο εναγόμενος, ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου η περιουσία αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου, μπορεί να προβάλει, μεταξύ άλλων, ότι η συμβολή του ενάγοντος ήταν κάτω από το ένα τρίτο ή ότι δεν υπάρχει καμία συμβολή.
Για να γίνει όμως δεκτή η ανυπαρξία συμβολής που αποκλείει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, θα πρέπει ο εναγόμενος σύζυγος να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι ο δικαιούχος της αξίωσης συμμετοχής σύζυγος, είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων είτε δεν ήθελε να συμβάλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο στον ίδιο.
Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, ενόψει του ότι το καθιερούμενο από το άρθρο 1400 του Α.Κ. τεκμήριο της συμβολής συμμετοχής στα αποκτήματα κατά το 1/3 ενεργεί και ως προς τους δύο συζύγους, συνιστά, ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου, ένσταση, ενώ όσον αφορά στον πραγματικό υπολογισμό αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής.
Έτσι, το καθιερούμενο από τη διάταξη του άρθρου 1400 του Α.Κ. μαχητό τεκμήριο ότι η συμβολή του δικαιούχου συζύγου ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης της περιουσίας του υποχρέου, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή, λειτουργεί αμφιμερώς και υπέρ των δύο διαδίκων.
Τούτο με την έννοια ότι αν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του ποσοστό της αύξησης που αντιστοιχεί σε μεγαλύτερη του 1/3 συμβολή, αυτός υποχρεούται να αποδείξει το μεγαλύτερο του τεκμαρτού ποσοστό της συμβολής του, ενώ ο εναγόμενος μπορεί, κατ’ ένσταση, να προβάλει και να αποδείξει ότι ο ενάγων είχε μικρότερη της τεκμαιρόμενης ή και καμία συμβολή.
Νομική Ερμηνεία Ενστάσεων
Με τη διάταξη αυτή δεν καθιερώνεται ιδιαίτερος τρόπος υπολογισμού της αξίωσης, σε σχέση με το ποσοστό του τεκμηρίου, αλλά απλώς γίνεται κατανομή του βάρους της απόδειξης με βάση μαχητό τεκμήριο, ενώ η αξίωση συμμετοχής στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου είναι μία και ενιαία, οποιοδήποτε ποσοστό (μεγαλύτερο ή μικρότερο του τεκμαιρομένου) συμμετοχής και αν ζητεί με την αγωγή ο δικαιούχος σύζυγος.
Επίσης, ο εναγόμενος στην εν λόγω αγωγή μπορεί, κατ’ ένσταση, να ζητήσει, προκειμένου να εξευρεθεί η τελική καθαρή αύξηση της περιουσίας, να αφαιρεθεί το παθητικό αυτής, το οποίο υπάρχει κατά το χρόνο παροχής έννομης προστασίας, δηλαδή κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής.
Συνεπώς, εάν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του μεγαλύτερο του τεκμαιρόμενου ποσοστό και δεν απέδειξε την συμβολή του, με τους τρόπους και κατά την αξία, που εκθέτει στην αγωγή, η αγωγή δεν απορρίπτεται εξ ολοκλήρου, αλλά, μόνο, κατά το πλέον του ενός τρίτου ποσοστό της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, ενώ, κατά το αντίστοιχο με το ένα τρίτο ποσό, που καλύπτεται από το τεκμήριο, γίνεται δεκτή, εφόσον ο εναγόμενος δεν επικαλέσθηκε ή εάν επικαλέσθηκε, δεν απέδειξε ότι το ποσοστό συμβολής του ενάγοντος στην αύξηση ήταν μικρότερο ή ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε συμβολή του ενάγοντος στην αύξηση της περιουσίας αυτού (εναγομένου).
Στην περίπτωση αυτή, ο ενάγων ή η ενάγουσα, κατ’ επιτρεπτή ανταπόδειξη, μπορεί να επικαλεστεί και αποδείξει την οποιαδήποτε συμβολή έστω και αν είναι μικρότερη από το 1/3.
Η ΑΞΙΩΣΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΕ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΖΥΓΟΥ
Η ιδιότητα εταίρου σε εταιρεία, με νομική προσωπικότητα, προσωπική (ΟΕ, ΕΕ) ή κεφαλαιουχική (ΑΕ, ΕΠΕ, ΙΚΕ), δεν παρέχει σε αυτόν (εταίρο ή μέτοχο) οποιοδήποτε δικαίωμα περιουσιακής φύσεως επί των επιμέρους περιουσιακών στοιχείων, που απαρτίζουν την εταιρική περιουσία.
Τούτο διότι επί εταιρειών που έχουν νομική προσωπικότητα, σε αντίθεση με εκείνες που στερούνται νομικής προσωπικότητας, η εταιρική περιουσία ανήκει στο νομικό πρόσωπο και διακρίνεται από τις ατομικές περιουσίες των εταίρων.
Από αυτό συνάγεται ότι για τον υπόχρεο σύζυγο, που έχει αποκτήσει, κατά τον κρίσιμο χρόνο της έγγαμης συμβίωσης, με τη συμβολή του δικαιούχου συζύγου, την ιδιότητα μετόχου ή εταίρου εταιρείας με νομική προσωπικότητα και τη διατηρεί, κατά το χρόνο λύσης ή ακύρωσης του γάμου, απόκτημα δεν αποτελούν τα κατ’ ιδίαν στοιχεία, τα οποία συνθέτουν το ενεργητικό της εταιρικής περιουσίας, αλλά η ατομική του περιουσία ως μετόχου ή εταίρου.
Δηλαδή, απόκτημα αποτελεί η οικονομική συμμετοχή του εταίρου ή μετόχου και συγκεκριμένα οι μετοχές ή η μερίδα συμμετοχής του καθώς και τα αναλογούντα στο ποσοστό συμμετοχής καθαρά κέρδη, που αποκόμισε, κατά τη διάρκεια του γάμου και υφίστανται, κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης ή ακύρωσης του γάμου και μόνον επ’ αυτών των ατομικών περιουσιακών στοιχείων δύναται να έχει αξίωση συμμετοχής ο δικαιούχος σύζυγος.
Επομένως, στην περίπτωση συμβολής στην απόκτηση μετοχών, ή εταιρικής μερίδας υπάρχει αξίωση συμμετοχής και μπορεί να ζητηθεί, κατ’ ανάλογο ποσοστό, μέρος αυτών ή μέρος της αξίας τους.
Παράδειγμα
Κατά τη διάρκεια του γάμου, ο σύζυγος απέκτησε το 60% επί ομόρρυθμης εταιρείας. Επίσης κατά τη διάρκεια του γάμου, η ανωτέρω εταιρεία απέκτησε στην πλήρη κυριότητά της 3 ακίνητα.
Το εφετείο έκρινε ότι η σύζυγος δεν δικαιούται το 60% επί των 3 ακινήτων, αλλά το 1/3 επί των εταιρικών μεριδίων που κατείχε ο σύζυγος. Επιπλέον, επειδή η σύζυγος δεν είχε διατυπώσει το αίτημά της κατά την ανωτέρω νομικά ορθή προσέγγιση, η αξίωσή της απορρίφθηκε.
Περαιτέρω ο Άρειος Πάγος έκρινε αναιρετικά τα παρακάτω:
Η προσβαλλόμενη απόφαση, ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τη διάταξη του άρθρου 1400 του Α.Κ., δεν προσμέτρησε στην ατομική περιουσία του αναιρεσιβλήτου την εμπορική αξία του ποσοστού 60% των ακινήτων, που ανήκουν, κατά κυριότητα, στο νομικό πρόσωπο της ομόρρυθμης εταιρείας, ομόρρυθμος εταίρος της οποίας είναι ο αναιρεσίβλητος, κατά ποσοστό 60%.
Και τούτο διότι τα ως άνω περιουσιακά στοιχεία δεν συνιστούν απόκτημα, καθόσον δεν ανήκουν -έστω και κατά το ως άνω ποσοστό- στην ατομική περιουσία του αναιρεσιβλήτου, αλλά συνθέτουν το ενεργητικό της εταιρικής περιουσίας.
Τέτοια αξίωση συμμετοχής υπάρχει, μόνο, επί τυχόν συμβολής της αναιρεσείουσας στην απόκτηση της εταιρικής μερίδας του αναιρεσιβλήτου ή επί των αναλογούντων στο ποσοστό συμμετοχής τούτου καθαρών κερδών, που αποκόμισε αυτός, κατά τη διάρκεια του γάμου και υφίστανται, κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του, αίτημα, όμως, το οποίο δεν υποβλήθηκε (ΑΠ 312/2023).
Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα επί εταιρειών στην περίπτωση διαζυγίου.
Η δυνατότητα δημοσίου υπάλληλου να συμμετέχει σε εταιρείες οιασδήποτε μορφής, ρυθμίζεται από το άρθρο 32 του Υπαλληλικού Κώδικα (Ν. 3528/2007), όπως ισχύει σήμερα μετά την αναθεώρησή του με τον Ν. 5149/2024.
Με την παράγραφο 2 του παραπάνω άρθρου του Κώδικα, θεσπίζεται γενική απαγόρευση:
Απαγορεύεται ο υπάλληλος να μετέχει σε οποιαδήποτε εμπορική εταιρεία προσωπική, περιορισμένης ευθύνης ή κοινοπραξία ή να είναι διευθύνων ή εντεταλμένος σύμβουλος ανώνυμης εταιρείας ή διαχειριστής οποιασδήποτε εμπορικής εταιρείας.
Σε πολλές περιπτώσεις, ωστόσο, προβλέπονται εξαιρέσεις και επιμέρους ρυθμίσεις.
ΠΛΗΡΗΣ & ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ
Ομόρρυθμη & Ετερόρρυθμη Εταιρεία (ΟΕ & ΕΕ)
Οι Ο.Ε. και Ε.Ε. εμπίπτουν στην έννοια της «προσωπικής εμπορικής εταιρείας» και επομένως ο δημόσιος υπάλληλος απαγορεύεται απόλυτα να μετέχει, είτε ως ομόρρυθμος είτε ως ετερόρρυθμος εταίρος σε αυτές.
Εξάλλου, η συμμετοχή υπαλλήλου, ως εταίρου, σε προσωπική εταιρεία (ΟΕ & ΕΕ) εμπίπτει όχι μόνο στην παραπάνω απαγόρευση της παρ. 2 του άρθρου 32, αλλά και αυτής της παρ. 3 του άρθρου 31 (Γνωμοδότηση ΝΣΚ 553/2008).
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι, προφανέστατα, δημόσιος υπάλληλος δεν μπορεί να είναι ούτε και διαχειριστής ΟΕ και ΕΕ.
Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης (ΕΠΕ)
Ομοίως, η συμμετοχή υπαλλήλου σε ΕΠΕ απαγορεύεται ρητά και απόλυτα. Δημόσιος υπάλληλος δεν μπορεί να είναι ούτε εταίρος (μέλος) ΕΠΕ ούτε διαχειριστής της (Γνωμοδότηση ΝΣΚ 385/2008).
Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρεία (ΙΚΕ)
Η περίπτωση της συμμετοχής δημοσίου υπάλληλου ΙΚΕ δεν αναφέρεται ρητά στο παραπάνω άρθρο και, αρχικά, επικράτησε διχογνωμία.
Ωστόσο με την Γνωμοδότηση ΝΣΚ 25/2015, κρίθηκε ότι:
«Επιπροσθέτως, η Ι.Κ.Ε., ως προς τα γενικά της χαρακτηριστικά έχει νομοθετικά διαμορφωθεί, ασχέτως των κάθε φορά ειδικότερων και εμφαινόμενων στο καταστατικό εταιρικών επιλογών, με βάση την εταιρία περιορισμένης ευθύνης (Ε.Π.Ε.), στην οποία η απαγόρευση συμμετοχής του υπαλλήλου δεν επιδέχεται αμφισβήτησης. (…) Κατόπιν των προαναφερομένων, το Ε’ Τμήμα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους γνωμοδοτεί: α) ομόφωνα, ότι δεν επιτρέπεται στον υπάλληλο, ο οποίος διέπεται από τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα, να αποκτήσει την ιδιότητα του διαχειριστή ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας και, β) κατά πλειοψηφία, ότι δεν επιτρέπεται στον εν λόγω υπάλληλο να συμμετέχει, με την απόκτηση ενός ή περισσότερων εταιρικών μεριδίων, σε αυτήν».
Τέλος, με την από 13/01/2025 Εγκύκλιο του ΥΠΕΣ, υιοθετήθηκε η παραπάνω γνωμοδότηση από τη Διοίκηση.
Επομένως, δεν επιτρέπεται στον δημόσιο υπάλληλο, να μετέχει σε ΙΚΕ, να διακρατεί εταιρικά μερίδια αυτής και, πολύ περισσότερο, να είναι διαχειριστής.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι η μειοψηφούσα άποψη του ΝΣΚ θεωρεί πως η πλήρης και απόλυτη απαγόρευση κατοχής έστω και ενός μεριδίου στην ΙΚΕ θέτει ζητήματα συνταγματικότητας. Ωστόσο, μετά την υιοθέτηση της άποψης της πλειοψηφίας από τη Διοίκηση, παρέλκει οιαδήποτε περαιτέρω αναφορά.
Κοινοπραξία
Με την ρητή αναφορά του άρθρου 32, η συμμετοχή δημοσίου υπαλλήλου σε Κοινοπραξίες απαγορεύεται χωρίς εξαιρέσεις.
Αφανής Εταιρεία
Κατά πάγια θέση της θεωρίας και της νομολογίας, ο δημόσιος υπάλληλος δεν επιτρέπεται να συμμετέχει ως αφανής εταίρος σε αφανή εταιρεία η οποία έχει εμπορική δραστηριότητα.
Ατομική Επιχείρηση
Η ατομική επιχείρηση δεν είναι νομικό πρόσωπο και επομένως δεν εμπίπτει στο ρυθμιστικό πλαίσιο του άρθρου 32, καθώς αυτό αφορά μόνο τις εμπορικές εταιρείες.
Ζήτημα μπορεί να προκύψει στην περίπτωση κατά την οποία δημόσιος υπάλληλος κληρονομήσει εταιρικά μερίδια τα οποία απαγορεύεται να κατέχει. Σύμφωνα με την ανωτέρω αναφερόμενη Γνωμοδότηση ΝΣΚ 385/2008, σε τέτοια περίπτωση (δηλαδή απόκτησης εταιρικών μεριδίων Ε.Π.Ε. από δημόσιο υπάλληλο, λόγω κληρονομίας), δημιουργείται ασυμβίβαστο μεταξύ της ιδιότητας αυτού και της συμμετοχής του στην εταιρία. Το ασυμβίβαστο αυτό μπορεί να αρθεί μόνον, εφόσον ο υπάλληλος προβεί στη μεταβίβαση όλων των εταιρικών μεριδίων. Η ως άνω μεταβίβαση πρέπει να λάβει χώρα εντός έτους από της υποβολής της σχετικής δήλωσης στην υπηρεσία του, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 32 παρ. 3 εδ. 2 του Υπαλληλικού Κώδικα.
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως αναφέρει η Γνωμοδότηση ΝΣΚ 314/2007, η συμμετοχή δημοσίου υπαλλήλου, σε οιαδήποτε εμπορική εταιρεία στην οποία απαγορεύεται η συμμετοχή του, δεν αποτελεί κατά νόμο κώλυμα για τη χορήγηση στην εταιρεία αυτή οιασδήποτε τυχόν απαιτούμενης άδειας ιδρύσεως ή λειτουργίας. Είναι δε διάφορο το ζήτημα της πειθαρχικής ευθύνης του υπαλλήλου αυτού, λόγω της συμμετοχής του σε τέτοια εταιρεία.
ΜΕΡΙΚΗ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ
Ανώνυμη Εταιρεία (ΑΕ)
Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 32 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα, απαγορεύεται η απόκτηση από υπάλληλο, σύζυγο του ή ανήλικα τέκνα τους μετοχών ανωνύμων εταιρειών που υπάγονται στον ειδικό έλεγχο της υπηρεσίας του.
Συνεπώς, μετοχές ΑΕ που υπάγονται στον ειδικό έλεγχο της υπηρεσίας δεν επιτρέπεται να αποκτηθούν.
Σε περίπτωση όπου ο δημόσιος υπάλληλος είτε κατά το διορισμό του, είτε κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του κατέχει μετοχές ΑΕ οι οποίες εμπίπτουν στην παραπάνω απαγόρευση, υποχρεούται να υποβάλει σχετική δήλωση στην υπηρεσία του και, εντός ενός έτους, είτε να τις μεταβιβάσει είτε να ζητήσει τη μετακίνηση του σε άλλη αρχή της υπηρεσίας του ή τη μετάταξη του σε άλλη δημόσια υπηρεσία ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Στην περίπτωση αυτή η μετακίνηση ή μετάταξη είναι υποχρεωτική για την υπηρεσία του.
Κατά το διάστημα που μεσολαβεί μέχρι τη μεταβίβαση των μετοχών ή την ολοκλήρωση της μετάταξης του, ο υπάλληλος εμπίπτει στο «κώλυμα συμφέροντος».
Τα ίδια ισχύουν στην περίπτωση όπου μετοχές ΑΕ οι οποίες εμπίπτουν στην παραπάνω απαγόρευση, αποκτηθούν από σύζυγο ή ανήλικα τέκνα του υπαλλήλου.
Περαιτέρω, εξ’ αντιδιαστολής, προκύπτει ότι ο δημόσιος υπάλληλος μπορεί να είναι μέτοχος σε ΑΕ που δεν ελέγχει η υπηρεσία του. Μπορεί, δηλαδή, να κατέχει μετοχές, να μετέχει και να ψηφίζει στις γενικές συνελεύσεις.
Ωστόσο, απαγορεύεται απόλυτα να είναι διευθύνων ή εντεταλμένος σύμβουλος σε ΑΕ.
Ως προς το αν μπορεί να είναι μέλος ΔΣ, η απάντηση είναι ότι επιτρέπεται, εφόσον λάβει την κατά νόμω προβλεπόμενη ειδική άδεια και έγκριση της Υπηρεσίας του (Γνωμοδότηση ΝΣΚ 115/2010).
Πλειοψηφών ή Μόνος Μέτοχος
Έχει ανακύψει ζήτημα εάν επιτρέπεται δημόσιος υπάλληλος να είναι πλειοψηφών μέτοχος μιας ΑΕ (δηλαδή να κατέχει την πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου μιας εταιρείας, ήτοι 50% + 1 μετοχή) ή, ακόμα περισσότερο, να είναι ο μοναδικός μέτοχος μονομετοχικής ΑΕ.
Τούτο διότι, εάν ένας δημόσιος υπάλληλος κατέχει τόσο μεγάλο ποσοστό μετοχών, θεωρείται ότι εμπλέκεται άμεσα στη διοίκησή της.
Σύμφωνα με τη θεωρία η κατοχή της πλειοψηφίας των μετοχών από δημόσιο υπάλληλο, οδηγεί στον de facto έλεγχο της διοίκησης της ΑΕ και ως εκ τούτου απαγορεύεται. Τυχόν αντίθετη ερμηνεία, θα οδηγούσε σε έμμεση παράβαση και καταστρατήγηση της σχετικής διάταξης.
Γεωργικοί Συνεταιρισμοί, ΝΠΔΔ & ΟΤΑ
Επιτρέπεται η συμμετοχή δημοσίων υπαλλήλων με την υπηρεσιακή τους ιδιότητα σε συνεταιρισμούς, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 32, εφόσον αυτό προβλέπεται από ειδικές διατάξεις.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την με την Γνωμοδότηση ΝΣΚ 109/2019 για την παροχή έργου ή εργασίας με αμοιβή από υπάλληλο του Δημοσίου που διέπεται από τον Υπαλληλικό Κώδικα, στο Δημόσιο ή σε δημόσιους φορείς (ΝΠΔΔ, ΟΤΑ κ.λπ.), απαιτείται άδεια άσκησης ιδιωτικού έργου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του Υ.Κ., καθόσον η τήρηση της διαγραφόμενης από το νόμο διαδικασίας είναι ανεξάρτητη της νομικής μορφής του εργοδότη, ήτοι του αν το προς ανάθεση έργο ή εργασία παρέχεται σε ιδιώτη εργοδότη ή στο Δημόσιο ή σε δημόσιους φορείς
Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση (ΚοινΣΕπ)
Επιτρέπεται η συμμετοχή δημοσίου υπαλλήλου ως απλού μέλους σε Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση (ΚοινΣΕπ), διότι μόνη η συμμετοχή του σε Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση δεν του προσδίδει εμπορική ιδιότητα, ούτε συνιστά κατ’ επάγγελμα άσκηση εμπορίας.
Αντίθετα, η συμμετοχή υπαλλήλου Διοικητικό Συμβούλιο Κοινωνικής Συνεταιριστικής Επιχείρησης, απαγορεύεται.
Περαιτέρω, η απασχόληση του ίδιου υπαλλήλου με αμοιβή, σε δραστηριότητες Κοινωνικής Συνεταιριστικής Επιχείρησης, στην οποία είναι μέλος, στο πλαίσιο υλοποίησης των σκοπών της αποτελεί ιδιωτικό έργο, για την άσκηση του οποίου απαιτείται εκάστοτε η χορήγηση άδειας από τα προβλεπόμενα συλλογικά ή ατομικά διοικητικά όργανα και με τους όρους που καθορίζονται στη διάταξη αυτή και αφού προηγηθεί κρίση ως προς το επιτρεπτό της αιτούμενης κάθε φορά απασχόλησης (Γνωμοδότηση ΝΣΚ 161/2019).
Αστική Με Κερδοσκοπική Εταιρεία
Κατά την κρατούσα άποψη, πρέπει να γίνει αναλογική εφαρμογή των παραπάνω παραδοχών για την ΚοινΣΕπ και να θεωρηθεί ότι επιτρέπεται η συμμετοχή δημοσίου υπαλλήλου ως απλού μέλους σε ΑΜΚΕ.
Ωστόσο και στην περίπτωση της ΑΜΚΕ πρέπει να θεωρηθεί ότι η συμμετοχή σε θέση διοίκησης δεν επιτρέπεται.
Ενεργειακή Κοινότητα
Τέλος, επιτρέπεται η συμμετοχή δημοσίου υπαλλήλου, με οιαδήποτε ιδιότητα, τόσο του απλού μέλους, όσο και του μέλους διοίκησης σε Ενεργειακή Κοινότητα (Γνωμοδότηση ΝΣΚ 112/2021).
Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για κάθε θέμα σχετικά με τη δυνατότητα συμμετοχής δημοσίου υπάλληλου σε εμπορικές εταιρείες.