Εξάλειψη Και Διαγραφή Υποθήκης – Λόγοι Και Διαδικασία

Η εξάλειψη είναι η διαγραφή της υποθήκης από το βιβλίο υποθηκών, η οποία γίνεται με πράξη του υποθηκοφύλακα.

Ειδικότερα, η υποθήκη, όπως και το ενέχυρο, είναι δικαίωμα παρεπόμενο, καθώς υπάρχει υπέρ ορισμένης έγκυρης απαιτήσεως. Η εξασφάλιση της απαιτήσεως, δηλαδή, αποτελεί την αιτία για την κτήση του δικαιώματος.

Σύμφωνα δε με το άρθρο 1281 ΑΚ, η υποθήκη είναι δικαίωμα αδιαίρετο, δηλαδή αποκτάται σε ολόκληρο το ακίνητο ή και σε ιδανική μερίδα του, ακόμη και αν η απαίτηση που ασφαλίζει είναι διαιρετή.

Επομένως, για να επιφέρει η απόσβεση της απαιτήσεως και την απόσβεση της υποθήκης (και, συνακολούθως, να στηρίξει αγωγή περί εξαλείψεως), απαιτείται η απόσβεση να είναι ολοσχερής, διότι εάν απέμεινε έστω και μικρό υπόλοιπο χρέους, η υποθήκη δεν αποσβένυται, λόγω ακριβώς του αδιαιρέτου χαρακτήρα αυτής.

Περαιτέρω, είναι δυνατή η σύσταση υποθήκης στην ψιλή κυριότητα, σε οριζόντια ή κάθετη ιδιοκτησία, σε εξ αδιαιρέτου δικαίωμα συγκυριότητας, ακόμη και στο δικαίωμα υψούν.

Νομοθεσία

Κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα (άρθρα 1317 έως 1329) προκύπτει ότι  η απόσβεση της απαίτησης, με οποιονδήποτε τρόπο, επιφέρει και την απόσβεση της υποθήκης.

Απόσβεση της υποθήκης επέρχεται επίσης:

  1. με την ολοσχερή εξαφάνιση του ενυποθήκου κτήματος,
  2. με την παραίτηση του δανειστή,
  3. με τον πλειστηριασμό του ενυποθήκου κτήματος και την καταβολή του εκπλειστηριάσματος,
  4. με την παρέλευση της προθεσμίας με την οποία είχε παραχωρηθεί η υποθήκη.

Περαιτέρω, η παραίτηση από το δικαίωμα της υποθήκης γίνεται με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση, ενώ με την παραγραφή της απαίτησης επέρχεται απόσβεση της υποθήκης. Επίσης, η υποθήκη αποσβήνεται όταν ενωθούν στο ίδιο πρόσωπο η κυριότητα και το δικαίωμα της υποθήκης.,

Τέλος, οι υποθήκες που έχουν εγγραφεί, εξαλείφονται από το βιβλίο υποθηκών είτε με τη συναίνεση του δανειστή είτε με τελεσίδικη απόφαση, ενώ η συναίνεση του δανειστή για την εξάλειψη γίνεται με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση.

Εξάλλου, αν ο δανειστής δεν συναινεί στην εξάλειψη, αυτή τη διατάζει το δικαστήριο, ύστερα από αγωγή όποιου έχει έννομο συμφέρον. Το δικαστήριο διατάζει την εξάλειψη, αν η υποθήκη έχει αποσβεσθεί ή η εγγραφή της είναι άκυρη.

Η εγγραφή είναι άκυρη:

  • εάν από αυτή προκύπτει αβεβαιότητα για το πρόσωπο του δανειστή ή του οφειλέτη ή για το ενυπόθηκο ακίνητο ή για το ποσόν της ασφαλιζόμενης απαίτησης
  • εάν δεν έχει χρονολογία και
  • αν έγινε με βάση άκυρο τίτλο.
Ερμηνεία

Από τις παραπάνω διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι η εξάλειψη γίνεται από τον υποθηκοφύλακα είτε:

  • μετά από συναίνεση του δανειστή, είτε
  • με τελεσίδικη δικαστική απόφαση.

Άλλοι τρόποι που να οδηγούν στην εξάλειψη της υποθήκης, δεν υπάρχουν.

Σημειώνεται ότι η συναίνεση του δανειστή για την εξάλειψη της υποθήκης δίνεται με μονομερή, μη απευθυντέα και μη ανακλητή δήλωση βουλήσεως, η οποία πρέπει να περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου που προβλέπεται με ποινή ακυρότητος. Δηλαδή, δεν αρκεί απλώς δημόσιο ή εκτελεστό έγγραφο ούτε επίσης οι δικαστικές εκθέσεις για ομολογία ή συμβιβασμό.

Περαιτέρω, η συναίνεση για την εξάλειψη της υποθήκης δεν πρέπει να συγχέεται με την παραίτηση του δανειστή από το δικαίωμα της υποθήκης που προβλέπεται από το άρθρο 1318 ΑΚ, ως λόγος απόσβεσης της υποθήκης. Τούτο διότι η τελευταία συνιστά εκποιητική δικαιοπραξία εμπραγμάτου δικαιώματος επί ακινήτου και, σε κάθε περίπτωση, υπόκειται στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου

Εξάλειψη Και Διαγραφή Υποθήκης

Εξάλλου, απαραίτητη προϋπόθεση για να επιληφθεί το δικαστήριο είναι η άρνηση της συναίνεσης του δανειστή για εξάλειψη της υποθήκης. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν υπάρχει άρνηση της συναίνεσης του δανειστή, δε γεννιέται το δικαίωμα του ενάγοντα να ζητήσει τη δικαστική διαταγή εξάλειψης της υποθήκης 

Σε περίπτωση άρνησης του δανειστή να συναινέσει στην εξάλειψη της υποθήκης, οι εγγεγραμμένες υποθήκες εξαλείφονται από τα βιβλία υποθηκών, κατόπιν τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, η οποία εκδίδεται. Η τελευταία εκδίδεται αφού ασκήσει σχετική αγωγή ο έχων προς τούτο έννομο συμφέρον, αν η υποθήκη έχει αποσβεσθεί (με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο απόσβεσης της απαίτησης) ή αν η εγγραφή της είναι άκυρη.

Επίσης, γίνεται δεκτό ότι η αγωγή που διώκει την εξάλειψη υποθήκης είναι ενοχική και υπάγεται στο κατά τις γενικές διατάξεις περί καθ’ ύλην αρμοδιότητας δικαστήριο, με βάση το ποσό της ασφαλιζόμενης απαίτησης (ΜΠρΑθ 227/2022).

Σύμφωνα δε με το άρθρο 29 ΚΠολΔ, το οποίο ορίζει ότι υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το ακίνητο, εκτός των άλλων και οι διαφορές που αφορούν σε εμπράγματα δικαιώματα επί του ακινήτου. Επομένως, για την εξάλειψη και διαγραφή υποθήκης, κατά τόπο αρμόδιο είναι το δικαστήριο εκείνο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το ακίνητο, επί του οποίου έχει εγγραφεί η υποθήκη, της οποίας ζητείται η εξάλειψη, ανεξάρτητα από τον ενοχικό χαρακτήρα της σχετικής αγωγής. Και τούτο διότι, σύμφωνα με το άρθρο 973 ΑΚ, η υποθήκη είναι εμπράγματο δικαίωμα.

Τέλος, η αγωγή αυτή για την εξάλειψη υποθήκης δεν απαιτείται να εγγραφεί στα βιβλία διεκδικήσεων, ούτε υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου βάσει του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν.Δ. 1544/1942, ενώ εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με την εξάλειψη κα ιδιαγραφή υποθήκης.

Κριτήρια ESG – Νομικό Πλαίσιο Και Υποχρεώσεις Για Επιχειρήσεις

Τα κριτήρια ESG (“Environmental, Social, Governance” – “Περιβαλλοντικά, Κοινωνικά, Εταιρικής Διακυβέρνησης”) αποτελούν πλέον αναπόσπαστο μέρος της επιχειρηματικής στρατηγικής και λειτουργίας, καθώς η βιώσιμη ανάπτυξη και η εταιρική υπευθυνότητα μετατρέπονται από προαιρετικές πρακτικές σε νομικές υποχρεώσεις. 

Ειδικότερα, η πρόσφατη ενσωμάτωση της Οδηγίας CSRD στην ελληνική νομοθεσία με τον Ν. 5164/2024 σηματοδοτεί μια νέα εποχή για επιχειρήσεις και εταιρείες, καθώς αυτές καλούνται να προσαρμοστούν σε αυστηρότερες απαιτήσεις διαφάνειας και λογοδοσίας σχετικά με τις επιδόσεις τους σε θέματα βιωσιμότητας. 

Επιπλέον, το νέο νομικό πλαίσιο δεν αφορά μόνο τις μεγάλες εισηγμένες εταιρείες, αλλά σταδιακά επεκτείνεται και σε μικρότερες επιχειρήσεις, διαμορφώνοντας ένα νέο τοπίο στο επιχειρείν.

Περαιτέρω, η συμμόρφωση με το νέο νομικό πλαίσιο παρουσιάζει σημαντικές προκλήσεις για τις επιχειρήσεις, ιδιαίτερα τις μικρομεσαίες, λόγω της πολυπλοκότητας του κανονιστικού πλαισίου, της έλλειψης εξειδικευμένης γνώσης και πόρων, καθώς και του κόστους συμμόρφωσης. 

Ωστόσο, παρέχει επίσης σημαντικές ευκαιρίες για τις επιχειρήσεις που υιοθετούν έγκαιρα και αποτελεσματικά τις απαιτήσεις ESG, όπως βελτιωμένη πρόσβαση σε χρηματοδότηση, ενίσχυση της φήμης και της εικόνας τους, προσέλκυση και διατήρηση ταλέντων, καινοτομία, αποδοτικότητα, και ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΣΗΜΑΣΙΑ

Τα κριτήρια ESG αποτελούν ένα πλαίσιο αξιολόγησης των επιχειρήσεων με βάση τις επιδόσεις τους σε τρεις βασικούς πυλώνες: Περιβαλλοντικά, Κοινωνικά και Εταιρικής Διακυβέρνησης.

Περιβαλλοντικά κριτήρια (Environmental)

Αφορούν στην επίδραση της επιχείρησης στο φυσικό περιβάλλον και περιλαμβάνουν παράγοντες όπως οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, η ενεργειακή απόδοση, η διαχείριση αποβλήτων, η προστασία της βιοποικιλότητας και η χρήση φυσικών πόρων.

Κοινωνικά κριτήρια (Social)

Αναφέρονται στις σχέσεις της επιχείρησης με τους εργαζομένους, τους προμηθευτές, τους πελάτες και τις κοινότητες στις οποίες δραστηριοποιείται. Περιλαμβάνουν θέματα όπως οι εργασιακές συνθήκες, η υγεία και ασφάλεια, η διαφορετικότητα και συμπερίληψη, τα ανθρώπινα δικαιώματα και η κοινωνική συνεισφορά.

Κριτήρια Εταιρικής Διακυβέρνησης (Governance)

Αφορούν στις πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης, όπως η δομή και σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου, η διαφάνεια, η επιχειρηματική ηθική, η συμμόρφωση με τους κανονισμούς, οι πολιτικές αμοιβών και η προστασία των συμφερόντων των μετόχων.

Σημασία

Η σημασία των κριτηρίων ESG έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, καθώς επηρεάζουν πλέον καθοριστικά:

  • Την πρόσβαση σε χρηματοδότηση: Οι επενδυτές και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ενσωματώνουν ολοένα και περισσότερο τα κριτήρια ESG στις επενδυτικές τους αποφάσεις, προσφέροντας ευνοϊκότερους όρους σε επιχειρήσεις με υψηλές επιδόσεις βιωσιμότητας.
  • Τη φήμη και την εικόνα της επιχείρησης: Οι καταναλωτές, οι εργαζόμενοι και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη δείχνουν αυξανόμενη προτίμηση σε εταιρείες που επιδεικνύουν υπεύθυνη συμπεριφορά σε περιβαλλοντικά, κοινωνικά και θέματα διακυβέρνησης. Σύμφωνα με πρόσφατη πανευρωπαϊκή έρευνα, το 83% των καταναλωτών πιστεύει ότι οι εταιρείες πρέπει να συμμετέχουν ενεργά στη δημιουργία βέλτιστων πρακτικών ESG, ενώ το 76% δήλωσε ότι θα διέκοπτε τις σχέσεις του με οργανισμούς που αντιμετωπίζουν άσχημα τους εργαζόμενους, τις τοπικές κοινότητες ή το περιβάλλον.
  • Την ανταγωνιστικότητα και τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα: Οι επιχειρήσεις που ενσωματώνουν τα κριτήρια ESG στη στρατηγική τους είναι καλύτερα προετοιμασμένες για την αντιμετώπιση μελλοντικών προκλήσεων και κινδύνων, όπως η κλιματική αλλαγή, οι κοινωνικές αναταραχές και οι αλλαγές στο κανονιστικό περιβάλλον.
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αναλάβει ηγετικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου κανονιστικού πλαισίου για τη βιωσιμότητα, με στόχο την επίτευξη των στόχων της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας και τη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία έως το 2050. 

Οι βασικοί πυλώνες του ευρωπαϊκού νομικού πλαισίου για το ESG περιλαμβάνουν:

Οδηγία για την Εταιρική Αναφορά Βιωσιμότητας (CSRD)

Η Οδηγία για την Εταιρική Αναφορά Βιωσιμότητας (“Corporate Sustainability Reporting Directive” – CSRD) αποτελεί την αναθεώρηση και διεύρυνση της προηγούμενης Οδηγίας για τη Μη Χρηματοοικονομική Πληροφόρηση (“Non-Financial Reporting Directive” – NFRD). 

Η CSRD εισάγει αυστηρότερες απαιτήσεις για τη δημοσιοποίηση μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών και επεκτείνει σημαντικά το πεδίο εφαρμογής, καλύπτοντας περισσότερες επιχειρήσεις.

Βασικά στοιχεία της CSRD:

  • Διευρυμένο πεδίο εφαρμογής: Καλύπτει όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις (εισηγμένες και μη) και τις εισηγμένες μικρομεσαίες επιχειρήσεις (με εξαίρεση τις πολύ μικρές).
  • Λεπτομερέστερες απαιτήσεις αναφοράς: Απαιτεί τη δημοσιοποίηση πληροφοριών σχετικά με τους κινδύνους και τις ευκαιρίες βιωσιμότητας, τις επιπτώσεις των δραστηριοτήτων της επιχείρησης στο περιβάλλον και την κοινωνία, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο τα θέματα βιωσιμότητας επηρεάζουν την επιχειρηματική στρατηγική και τις επιδόσεις.
  • Υποχρεωτική εξωτερική διασφάλιση: Εισάγει την υποχρέωση εξωτερικής διασφάλισης των πληροφοριών βιωσιμότητας από ανεξάρτητους ελεγκτές.
  • Ψηφιακή μορφή αναφοράς: Απαιτεί την υποβολή των εκθέσεων βιωσιμότητας σε ηλεκτρονικό μορφότυπο iXBRL, διευκολύνοντας την πρόσβαση και την ανάλυση των πληροφοριών.
Κανονισμός Taxonomy

Ο Κανονισμός 2020/852 (“Taxonomy”) θεσπίζει ένα σύστημα ταξινόμησης για τον προσδιορισμό των περιβαλλοντικά βιώσιμων οικονομικών δραστηριοτήτων. Αποτελεί ένα βασικό εργαλείο για την καταπολέμηση του “greenwashing” (πρακτικές παραπλανητικής προβολής περιβαλλοντικής υπευθυνότητας) και την προώθηση της διαφάνειας στις επενδύσεις.

 Ο Κανονισμός Taxonomy καθορίζει έξι περιβαλλοντικούς στόχους: 

  1. Μετριασμός της κλιματικής αλλαγής.
  2. Προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή.
  3. Βιώσιμη χρήση και προστασία των υδάτινων και θαλάσσιων πόρων.
  4. Μετάβαση σε μια κυκλική οικονομία.
  5. Πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης.
  6. Προστασία και αποκατάσταση της βιοποικιλότητας και των οικοσυστημάτων.

Για να χαρακτηριστεί μια οικονομική δραστηριότητα ως περιβαλλοντικά βιώσιμη σύμφωνα με τον Κανονισμό Taxonomy, πρέπει να συμβάλλει ουσιαστικά σε έναν τουλάχιστον από τους παραπάνω στόχους, να μην επιφέρει σημαντική βλάβη σε κανέναν από τους υπόλοιπους και να συμμορφώνεται με ελάχιστες κοινωνικές διασφαλίσεις.

Κανονισμός Γνωστοποιήσεων Αειφορίας (SFDR)

Ο Κανονισμός για τις Γνωστοποιήσεις Αειφορίας στον Τομέα των Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών (Sustainable Finance Disclosure Regulation – SFDR) τέθηκε σε ισχύ το 2021. Στοχεύει στην αύξηση της διαφάνειας σχετικά με τους κινδύνους βιωσιμότητας και τις αρνητικές επιπτώσεις στη βιωσιμότητα στον χρηματοπιστωτικό τομέα.

Ο SFDR απαιτεί από τους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές και τους χρηματοοικονομικούς συμβούλους να γνωστοποιούν: 

  • Πώς ενσωματώνουν τους κινδύνους βιωσιμότητας στις επενδυτικές τους αποφάσεις και συμβουλές,
  • Τις κύριες δυσμενείς επιπτώσεις των επενδυτικών αποφάσεων στους παράγοντες βιωσιμότητας,
  • Πληροφορίες σχετικά με τα χαρακτηριστικά βιωσιμότητας των χρηματοπιστωτικών προϊόντων.
Πακέτο “Omnibus”

Το πακέτο “Omnibus” αποτελεί μια πρόσφατη πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που στοχεύει στη συγχώνευση και απλοποίηση των κανονιστικών ρυθμίσεων για τη βιωσιμότητα.. 

Η πρωτοβουλία αυτή προέκυψε ως απάντηση στις ανησυχίες σχετικά με την πολυπλοκότητα και το διοικητικό βάρος που επιφέρει το υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο, ιδιαίτερα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Βασικά στοιχεία του πακέτου “Omnibus” περιλαμβάνουν: 

  • Μείωση του αριθμού των επιχειρήσεων που υποχρεούνται να υποβάλλουν εκθέσεις βιωσιμότητας,
  • Περιορισμό των ευθυνών στην εφοδιαστική αλυσίδα,
  • Δυνατότητα για εθελοντική υποβολή εκθέσεων βιωσιμότητας από επιχειρήσεις που δεν εμπίπτουν στις υποχρεωτικές κατηγορίες.

Μια σημαντική πρόσφατη εξέλιξη είναι η απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 3 Απριλίου 2025 για παράταση της εφαρμογής της CSRD κατά δύο έτη για τις εταιρείες που θα είχαν απαίτηση δημοσίευσης από το επόμενο έτος. 

Η απόφαση αυτή αποσκοπεί στο να δώσει περισσότερο χρόνο στις επιχειρήσεις να προσαρμοστούν στις νέες απαιτήσεις.

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Η Ελλάδα, ως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει προχωρήσει στην ενσωμάτωση των ευρωπαϊκών οδηγιών για τη βιωσιμότητα στην εσωτερική έννομη τάξη. Η πιο πρόσφατη και σημαντική εξέλιξη είναι η ψήφιση του Νόμου 5164/2024, ο οποίος ενσωματώνει την Οδηγία CSRD στην ελληνική νομοθεσία και το εθνικό δίκαιο.

Νόμος 5164/2024 – Ενσωμάτωση Της Οδηγίας CSRD

Ο Νόμος 5164/2024 θεσπίζει την υποχρέωση κατάρτισης και δημοσίευσης Έκθεσης Βιωσιμότητας για τις επιχειρήσεις που πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια.

Η έκθεση αυτή περιλαμβάνει δείκτες ESG (Περιβαλλοντικούς, Κοινωνικούς και Διακυβέρνησης) που ορίζονται από το Ευρωπαϊκό Πρότυπο Υποβολής Εκθέσεων Βιωσιμότητας (ESRS).

Ο νόμος προβλέπει τη σταδιακή εφαρμογή της υποχρέωσης υποβολής εκθέσεων βιωσιμότητας, ανάλογα με την κατηγορία και τα χαρακτηριστικά της εκάστοτε επιχείρησης.

Υπόχρεες Εταιρείες Και Επιχειρήσεις 
Για τα οικονομικά έτη που αρχίζουν από 1η Ιανουαρίου 2024

Η υποχρέωση εφαρμόζεται σε μεγάλες επιχειρήσεις ή μητρικές επιχειρήσεις μεγάλου ομίλου, οι οποίες είναι οντότητες δημοσίου ενδιαφέροντος και κατά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού τους υπερβαίνουν τον μέσο όρο των 500 εργαζομένων κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους.

Για τα οικονομικά έτη που αρχίζουν από 1η Ιανουαρίου 2025

Εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής όλες οι μεγάλες επιχειρήσεις ή μητρικές επιχειρήσεις μεγάλου ομίλου, οι οποίες κατά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού τους πληρούν τουλάχιστον δύο από τα τρία αναθεωρημένα κριτήρια του άρθρου 2 του Ν. 4308/2014, δηλαδή

  • Σύνολο ενεργητικού 25.000.000 ευρώ 
  • Καθαρό ύψος κύκλου εργασιών 50.000.000 ευρώ 
  • Μέσος όρος απασχολουμένων 250 άτομα
Για τα οικονομικά έτη που αρχίζουν από 1η Ιανουαρίου 2026

Η υποχρέωση επεκτείνεται σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, δηλαδή επιχειρήσεις και εταιρείες που πληρούν τουλάχιστον δύο από τα τρία παρακάτω κριτήρια:

  • Σύνολο ενεργητικού 5.000.000 ευρώ 
  • Καθαρό ύψος κύκλου εργασιών 10.000.000 ευρώ 
  • Μέσος όρος απασχολουμένων 50 άτομα

Επιπλέον, περιλαμβάνονται ορισμένα μικρά και μη πολύπλοκα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και εξαρτημένες ασφαλιστικές επιχειρήσεις, εφόσον πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις.

Για τα οικονομικά έτη που αρχίζουν από 1η Ιανουαρίου 2028

Η εφαρμογή επεκτείνεται σε επιχειρήσεις τρίτων χωρών με ουσιώδη δραστηριότητα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι το νομικό πλαίσιο ESG δεν αφορά μόνο τις επιχειρήσεις που υπόκεινται άμεσα στις σχετικές υποχρεώσεις. 
Επηρεάζει έμμεσα και τις μικρότερες επιχειρήσεις που αποτελούν μέρος της αλυσίδας του ελληνικού επιχειρείν, καθώς οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι υποχρεωμένες να απαιτούν πληροφορίες και συμμόρφωση με συγκεκριμένα πρότυπα βιωσιμότητας από τους προμηθευτές και συνεργάτες τους. 

Υπόχρεα Πρόσωπα Και Ευθύνη ΔΣ 

Σύμφωνα με τον Νόμο 5164/2024, το Διοικητικό Συμβούλιο (ή ο Σύμβουλος – Διαχειριστής)  φέρει την ευθύνη για την κατάρτιση και τη δημοσίευση της Έκθεσης Βιωσιμότητας με τον ίδιο βαθμό επιμέλειας και λογοδοσίας που απαιτείται για τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις, την Έκθεση Διαχείρισης και τη Δήλωση Εταιρικής Διακυβέρνησης.

Το Διοικητικό Συμβούλιο οφείλει να διασφαλίζει την ορθή εφαρμογή των προβλεπόμενων προτύπων υποβολής εκθέσεων βιωσιμότητας, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία. 

Επιπλέον, στην ετήσια οικονομική έκθεση πρέπει να περιλαμβάνεται δήλωση μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου, με την οποία να επιβεβαιώνεται ότι η Έκθεση Διαχείρισης έχει καταρτιστεί σύμφωνα με τα εκάστοτε εφαρμοστέα πρότυπα έκθεσης βιωσιμότητας.

Έκθεση Βιωσιμότητας

Η Έκθεση Βιωσιμότητας πρέπει να περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με:

  1. Το επιχειρηματικό μοντέλο και τη στρατηγική της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένης της ανθεκτικότητάς της σε κινδύνους που σχετίζονται με θέματα βιωσιμότητας.
  2. Τους στόχους βιωσιμότητας που έχει θέσει η επιχείρηση και την πρόοδο προς την επίτευξή τους.
  3. Τον ρόλο των διοικητικών, διαχειριστικών και εποπτικών οργάνων σε σχέση με θέματα βιωσιμότητας.
  4. Τις πολιτικές που εφαρμόζει η επιχείρηση σε σχέση με θέματα βιωσιμότητας.
  5. Τη διαδικασία δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζεται για θέματα βιωσιμότητας.
  6. Τις κύριες δυσμενείς επιπτώσεις, πραγματικές και δυνητικές, που συνδέονται με τις δραστηριότητες της επιχείρησης.
  7. Τις ενέργειες που έχουν ληφθεί για την πρόληψη, τον μετριασμό ή την αποκατάσταση δυσμενών επιπτώσεων.
  8. Τους κύριους κινδύνους για την επιχείρηση που σχετίζονται με θέματα βιωσιμότητας και τον τρόπο διαχείρισής τους.
  9. Βασικούς δείκτες επίδοσης που σχετίζονται με τις παραπάνω πληροφορίες.

Οι πληροφορίες αυτές πρέπει να παρουσιάζονται σύμφωνα με τα Ευρωπαϊκά Πρότυπα Υποβολής Εκθέσεων Βιωσιμότητας (ESRS), τα οποία καθορίζουν λεπτομερώς τους δείκτες και τις μεθοδολογίες μέτρησης για κάθε πτυχή του ESG.

Υποχρεώσεις Δημοσίευσης και Διαφάνειας

Οι υπόχρεες επιχειρήσεις πρέπει να συμμορφώνονται με τις παρακάτω υποχρεώσεις δημοσίευσης και διαφάνειας. Ειδικότερα:

Δημοσίευση στο Γ.Ε.ΜΗ.

Όπως προαναφέρθηκε, οι επιχειρήσεις οφείλουν να δημοσιεύουν στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο τα στοιχεία των προσώπων που έχουν οριστεί ως αρμόδια για τη διασφάλιση της υποβολής των εκθέσεων βιωσιμότητας, καθώς και τη γνώμη του ελεγκτή.των προσώπων που έχουν οριστεί ως αρμόδια για τη διασφάλιση της υποβολής των εκθέσεων βιωσιμότητας, καθώς και των σχετικών αλλαγών. Επίσης υποχρεούται να δημοσιεύουν τη γνώμη του ελεγκτή και το πλήρες κείμενο της έκθεσης ελέγχου επί της Έκθεσης Βιωσιμότητας, εντός 20 ημερών από την έγκρισή τους από τη Γενική Συνέλευση.

Ηλεκτρονικός μορφότυπος

Οι επιχειρήσεις που υπάγονται στην υποχρέωση κατάρτισης έκθεσης βιωσιμότητας πρέπει να συντάσσουν την Έκθεση Διαχείρισης σε ηλεκτρονικό μορφότυπο iXBRL, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3 του Κανονισμού 2019/815.

Ειδική αναφορά στη Δήλωση Εταιρικής Διακυβέρνησης

Στην ετήσια Δήλωση Εταιρικής Διακυβέρνησης (ΔΕΔ) πρέπει να περιλαμβάνεται ειδική αναφορά ότι η υποβολή της Έκθεσης Βιωσιμότητας ενσωματώνει όλες τις πληροφορίες που καταδεικνύουν τη συνεκτίμηση παραγόντων όπως η πολυμορφία και η διαφορετικότητα, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια ESG.

Διασφάλιση από ανεξάρτητο ελεγκτή

Η Έκθεση Βιωσιμότητας πρέπει να υπόκειται σε εξωτερική διασφάλιση από ανεξάρτητο ελεγκτή, ο οποίος εκφράζει γνώμη σχετικά με τη συμμόρφωση της έκθεσης με τις απαιτήσεις του νόμου και τα εφαρμοστέα πρότυπα.

Η μη συμμόρφωση με τις παραπάνω υποχρεώσεις μπορεί να επιφέρει κυρώσεις από τις ελεγκτικές αρχές.

ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

Το νομικό πλαίσιο για τα κριτήρια ESG είναι πολύπλοκο και συνεχώς εξελισσόμενο, γεγονός που δυσχεραίνει την κατανόηση και την εφαρμογή του από τις επιχειρήσεις, ιδιαίτερα τις μικρομεσαίες.

Επιπλέον, πολλές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα οι μικρότερες, δεν διαθέτουν την απαραίτητη εξειδικευμένη γνώση και τους πόρους για την αποτελεσματική εφαρμογή των απαιτήσεων ESG.

Ταυτοχρονα, η συλλογή, επεξεργασία και αναφορά των απαιτούμενων δεδομένων ESG αποτελεί μια σημαντική πρόκληση, ιδιαίτερα για επιχειρήσεις που δεν διαθέτουν προηγούμενη εμπειρία σε αυτόν τον τομέα.

Τέλος, η συμμόρφωση με τα κριτήρια ESG συνεπάγεται σημαντικό κόστος, τόσο για την ανάπτυξη των απαραίτητων συστημάτων και διαδικασιών όσο και για την εξωτερική διασφάλιση των εκθέσεων βιωσιμότητας.

Για τους παραπάνω λόγους οι επιχειρήσεις θα πρέπει να ξεκινήσουν άμεσα την προετοιμασία τους για τη συμμόρφωση με τα κριτήρια ESG, ακόμη και αν δεν εμπίπτουν σήμερα στις υποχρεωτικές κατηγορίες.

Η επένδυση στην ανάπτυξη εξειδικευμένης γνώσης και συστημάτων/διαδικασιών για την αποτελεσματική συλλογή, επεξεργασία και αναφορά των απαιτούμενων δεδομένων ESG, είναι κρίσιμη για την αποτελεσματική συμμόρφωση.

Περαιτέρω, η συνεργασία με εξειδικευμένους συμβούλους σε θέματα ESG μπορεί να βοηθήσει τις επιχειρήσεις να κατανοήσουν και να εφαρμόσουν αποτελεσματικά τις απαιτήσεις του νομικού πλαισίου.

Ο σκοπός των ρυθμίσεων είναι, αντί να αντιμετωπίζονται τα κριτήρια ESG ως μια πρόσθετη κανονιστική υποχρέωση,να ενσωματωθούν από εταιρείες και επιχειρήσεις  στην επιχειρηματική τους στρατηγική.

Με τον τρόπο αυτό, οι επιχειρήσεις μπορούν να αποκτήσουν σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα με βελτιωμένη, μεταξύ άλλων, πρόσβαση σε χρηματοδότηση, ενίσχυση της φήμης και της εικόνας τους, αλλά και καινοτομία και αποδοτικότητα, μέσω της ανάπτυξης νέων προϊόντων και υπηρεσιών, της βελτιστοποίησης των διαδικασιών και της μείωσης του κόστους.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά τις υποχρεώσεις της επιχείρησής σας στο πλαίσιο του νέου νομικού πλαισίου ESG και να σας υποστηρίξουμε στην αποτελεσματική συμμόρφωση με αυτές.

Η Σύμβαση SaaS – Νομικό Πλαίσιο Και Βασικοί Συμβατικοί Όροι

Η σύμβαση SaaS (“Software as a Service“) αποτελεί μία από τις πλέον σύγχρονες μορφές συμβάσεων παροχής υπηρεσιών στον ψηφιακό κόσμο, με ταχύτατα αυξανόμενη χρήση στην επιχειρηματική πραγματικότητα.

Το μοντέλο SaaS, γνωστό στα ελληνικά ως «Λογισμικό ως Υπηρεσία», συνίσταται στην παροχή λογισμικού και σχετικών υπηρεσιών μέσω διαδικτύου, χωρίς την ανάγκη τοπικής εγκατάστασης και συντήρησης από τον χρήστη.

Από νομική σκοπιά, οι συμβάσεις SaaS παρουσιάζουν ιδιαιτερότητες λόγω του υβριδικού τους χαρακτήρα, καθώς συνδυάζουν στοιχεία παροχής υπηρεσιών, αδειοδότησης λογισμικού και επεξεργασίας δεδομένων.

Περιεχόμενο Σύμβασης SaaS

Σύμβαση SaaS νοείται η συμφωνία μεταξύ παρόχου υπηρεσιών (“Service Provider“) και χρήστη (“End User” ή “Customer“), δυνάμει της οποίας ο πάροχος παρέχει πρόσβαση σε λογισμικό και συναφείς υπηρεσίες μέσω διαδικτύου, έναντι συνήθως περιοδικής αμοιβής. Το λογισμικό φιλοξενείται στους διακομιστές του παρόχου ή τρίτων (“cloud infrastructure“) και είναι προσβάσιμο από τον χρήστη διαδικτυακά.

Η σύμβαση SaaS διακρίνεται από τα παραδοσιακά μοντέλα διανομής λογισμικού (“on-premise software“), κυρίως, λόγω της φιλοξενίας (“hosting“) στο cloud και της πρόσβασης μέσω web browsers ή εξειδικευμένων εφαρμογών.

Νομική Φύση

Η σύμβαση SaaS είναι σύνθετη ή μεικτή σύμβαση η οποία έχει στοιχεία:

  • σύμβασης έργου: εφόσον αντικείμενο είναι η παροχή υπηρεσιών επεξεργασίας δεδομένων, φιλοξενίας και τεχνικής υποστήριξης.
  • σύμβασης παραχώρησης άδειας χρήσης (“software license“): εφόσον αντικείμενο είναι η παραχώρηση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί λογισμικού.
Διαφορές Σύμβασης SaaS Από Σύμβαση Software License

Πολύ συχνά, οι συμβάσεις Software as a Service συγχέονται με τις παραδοσιακές συμβάσεις Software License άδεια χρήσης λογισμικού»), με αποτέλεσμα ο χρήστης να παραλείπει να διαπραγματευτεί και να συμφωνήσει πολύ βασικούς όρους που καθορίζουν το συμβατικό πλαίσιο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών.

Ειδικότερα, η σύμβαση software license αποτελεί συμφωνία μεταξύ του κατόχου των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί ενός λογισμικού (licensor) και του χρήστη (licensee), δυνάμει της οποίας ο πρώτος παραχωρεί στον δεύτερο συγκεκριμένα δικαιώματα χρήσης του λογισμικού έναντι αμοιβής.

Επομένως, μια σύμβαση SaaS διαφοροποιείται ουσιωδώς από την αντίστοιχη Software License, μεταξύ άλλων, στα παρακάτω:

Μοντέλο Παράδοσης

Στη σύμβαση SaaS το λογισμικό παρέχεται ως υπηρεσία μέσω διαδικτύου, καθώς δεν υπάρχει τοπική εγκατάσταση.

Αντίθετα, στη σύμβαση Software License το λογισμικό παραδίδεται στον χρήστη για τοπική εγκατάσταση και εκτέλεση (on-premise).

Έλεγχος Και Κυριότητα Δεδομένων – Ασφάλεια

Στη σύμβαση SaaS τα δεδομένα του χρήστη αποθηκεύονται στους διακομιστές του παρόχου. Επομένως, ανακύπτουν ζητήματα ελέγχου, ασφάλειας και συμμόρφωσης, τα οποία βαρύνουν κυρίως τον πάροχο.

Αντίθετα, στη σύμβαση Software License, ο χρήστης διατηρεί πλήρη έλεγχο των δεδομένων του, καθώς το λογισμικό εκτελείται στους δικούς του διακομιστές. Επομένως, η ευθύνη για την ασφάλεια βαρύνει τον χρήστη/εταιρεία που εγκαθιστά το λογισμικό

Τεχνική Υποστήριξη και Συντήρηση

Στη σύμβαση SaaS η τεχνική υποστήριξη (updates, security patches και maintenance) περιλαμβάνονται στην υπηρεσία.

Αντίθετα, στη σύμβαση Software License, η τεχνική υποστήριξη και τα updates συνήθως αποτελούν ξεχωριστές υπηρεσίες με επιπλέον κόστος.

Τροποποιήσεις Υπηρεσιών και Ευελιξία

Στη σύμβαση SaaS η τροποποίηση υπηρεσιών με ένταξη ή αφαίρση νέων (πχ προσθήκη/αφαίρεση χρηστών) ανάλογα με τις ανάγκες, είναι εύκολη.

Αντίθετα, στη σύμβαση Software License, τυχόν τροποποίηση απαιτεί επιπλέον άδειες και, πιθανώς, hardware upgrades.

Vendor Lock-in

Η βασικότερη διαφοροποίηση είναι ότι στη σύμβαση SaaS υπάρχει υψηλότερος κίνδυνος vendor lock-in, λόγω αποθήκευσης δεδομένων στο cloud του παρόχου.

Αντίθετα, στη σύμβαση Software License, ο κίνδυνος δεν υφίσταται, καθώς ο χρήστης έχει τοπικό έλεγχο του λογισμικού και των δεδομένων.

Διαθεσιμότητα και Uptime

Στη σύμβαση SaaS η διαθεσιμότητα εξαρτάται από τον πάροχο και τη σύνδεση internet. Για το λόγο αυτό, απαιτούνται σαφώς ορισμένα επίπεδα εξυπηρέτησης (SLA) για uptime.

Αντίθετα, στη σύμβαση Software License, η διαθεσιμότητα εξαρτάται από την τοπική υποδομή του χρήστη.

Εξάλλου, η σύμβαση SaaS διαφοροποιείται και από την σύμβαση API license, καθώς η πρώτη αποτελεί υπηρεσία ενώ η δεύτερη συνιστά άδεια εκμετάλλευσης τεχνολογικού πόρου και, συνεπώς, υπάγεται σε διαφορετικούς κανόνες δικαίου.

Βασικά Στοιχεία Συμβάσης SaaS

Το γενικό συμβατικό πλαίσιο μιας σύμβασης SaaS, δεν διαφοροποιείται από τις λοιπές ομοειδής συμβάσεις και πρέπει να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων:

  • Το Αντικείμενο της Σύμβασης (περιγραφή παρεχόμενων υπηρεσιών, λειτουργιών του λογισμικού κλπ),
  • Τη Διάρκεια Και Τους Τρόπους/Λόγους Καταγγελίας,
  • Την Αμοιβή Και Τους Ειδικότερους Όρους (χρόνο, τρόπο κλπ),
  • Το Εφαρμοστέο Δίκαιο Και Τη Δικαιοδοσία,
  • Τα Δικαιώματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας (IP),
  • Τις Ρήτρες Εχεμύθειας.
Ιδιαιτερότητα Σύμβασης SaaS – Κρίσιμοι Όροι

Όπως προαναφέρθηκε, η σύμβαση SaaS, σε σχέση με άλλες, περισσότερο τυπικές συμβάσεις, έχει την ιδιαιτερότητα ότι το λογισμικό φιλοξενείται στους διακομιστές του παρόχου ή τρίτων (τους οποίους ελέγχει ο πάροχος). Αυτό δημιουργεί μια ιδιαίτερη σχέση με αυτόν, η οποία αποκαλείται «Εξάρτηση Από Τον Πάροχο» («Vendor Lock-in»).

Το παραπάνω δημιουργεί μια σειρά από ιδιαίτερα νομικά ζητήματα, τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη στη σύμβαση SaaS, με την πρόβλεψη ειδικών συμβατικών όρων και ρυθμίσεων. Αναλυτικά:

Μεταφορά Δεδομένων

Το πρώτο πρόβλημα που μπορεί να ανακύψει αφορά την μεταφορά δεδομένων και τη μετάβαση σε άλλο πάροχο, η οποία μπορεί να είναι αδύνατη ή οικονομικά υπέρμετρη. Για τον λόγο αυτό, η σύμβαση SaaS πρέπει να προβλέπει:

  • Δικαιώματα Εξαγωγής Δεδομένων: Σε τυπικές και διαλειτουργικές μορφές.
  • Περιόδους Πρόσβασης Μετά Τη Λήξη: Μετά τον τερματισμό της σύμβασης για την ανάκτηση δεδομένων.
  • Διαδικασίες Μετάβασης: Υποστήριξη για τη μεταφορά σε άλλο σύστημα.
Επίπεδα Εξυπηρέτησης (SLA)

Το δεύτερο συχνότερο ζήτημα που ανακύπτει στην εξάρτηση από τον πάροχο, είναι η ίδια η δυνατότητα χρήσης της υπηρεσίας. Για το λόγο αυτό, τα «Service Level Agreements» (SLA) αποτελούν κεντρικό στοιχείο των συμβάσεων SaaS και περιλαμβάνουν:

  • Την εγγυημένη διαθεσιμότητα της υπηρεσίας (“Uptime“)
  • Τους χρόνους απόκρισης για την επίλυση προβλημάτων
  • Τις επιδόσεις του συστήματος και τα ελάχιστα επίπεδα απόδοσης αυτού
  • Την τεχνική υποστήριξη, σε ωράριο, έκταση και μορφές

Λόγω της κομβικής σημασίας των παραπάνω, ρητή συμβατική πρόβλεψη στη σύμβαση SaaS  θα πρέπει να είναι ότι η παραβίαση των SLA επιφέρει συμβατικές υποχρεώσεις ή και κυρώσεις στον πάροχο (πχ επιστροφή μέρους αμοιβής, δωρεάν παράταση της υπηρεσίας, ποινικές ρήτρες κλπ).

Ασφάλεια και Διαθεσιμότητα

Περαιτέρω, η εξάρτηση από τον πάροχο για την ασφάλεια και διαθεσιμότητα των δεδομένων δημιουργεί επιπλέον ειδικούς κινδύνους. Ενδεικτικά:

  • Κυβερνοεπιθέσεις: Στόχος hackers λόγω συγκέντρωσης δεδομένων,
  • Τεχνικές Βλάβες: Αδυναμία πρόσβασης στις υπηρεσίες,
  • Οικονομική Αστάθεια Παρόχου: Κίνδυνος διακοπής υπηρεσιών.

Επομένως, πρέπει να υπάρχει ένα ελάχιστο συμβατικό πλαίσιο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων για τα συμβαλλόμενα μέρη, αναφορικά με τα παραπάνω ζητήματα.

Συμμόρφωση με Κανονιστικό Πλαίσιο

Ορισμένοι κλάδοι (πχ fintech, Crypto, υγείας κλπ) υπόκεινται σε αυστηρές κανονιστικές απαιτήσεις που μπορεί να επηρεάζουν τη χρήση SaaS.

Επομένως, πρέπει να υπάρξει πρόβλεψη για τα εξής:

  • Τοποθεσία Δεδομένων: Απαιτήσεις για φιλοξενία εντός συγκεκριμένων γεωγραφικών περιοχών,
  • Ελεγκτικές Διαδικασίες: Δικαίωμα ελέγχου των συστημάτων του παρόχου,
  • Πιστοποιήσεις: Απαιτήσεις για συγκεκριμένα πρότυπα ασφαλείας (πχ ISO).
Τεχνολογικές Και Κανονιστικές Εξελίξεις

Η ανάπτυξη νέων τεχνολογιών όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη (AI), το Machine Learning και το Blockchain δημιουργεί νέες προκλήσεις για τις συμβάσεις SaaS. Ενδεικτικά:

AI και Αυτοματοποίηση

Ανακύπτουν ζητήματα ευθύνης για αποφάσεις που λαμβάνονται αυτόματα από αλγορίθμους. Ειδικότερα, στην περίπτωση Machine Learning, όπου ο μεν προγραμματισμός γίνεται από τον Πάροχο, τα δεδομένα παρέχονται από τον χρήστη, τα όρια της ευθύνης σε τυχόν λανθασμένη απόφαση του αλγορίθμου παραμένουν δυσδιάκριτα.

Blockchain και Smart Contracts

Οι δυνατότητες αυτοματοποίησης στην εκτέλεση συμβατικών όρων, παρότι είναι ζητούμενο για τις επιχειρήσεις, εντούτοις γεννούν ζητήματα συμβατικής ευθύνης των εμπλεκομένων.

DSA & AI Act

Ο νέος ευρωπαϊκός κανονισμός (2022/2065) για τις ψηφιακές υπηρεσίες (DSA Act) και η πρόταση κανονισμού (2021/0106) για την Τεχνητή Νοημοσύνη (AI Act) επηρεάζει τις υποχρεώσεις των παρόχων SaaS και επιβάλει νέες υποχρεώσεις για τα συστήματα AI που ενσωματώνονται σε SaaS λύσεις. Επομένως, πρέπει να συμπεριλαμβάνονται ως όροι στη σύμβαση SaaS.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τη σύμβαση SaaS.

Crypto Startup Legal Audit – 12 Κρίσιμα Νομικά Βήματα

Η ελληνική αγορά κρυπτονομισμάτων βιώνει μια σημαντική μεταμόρφωση, καθώς από τις αρχές του 2025 εφαρμόζεται πλήρως ο ευρωπαϊκός Κανονισμός MiCA (Markets in Crypto-Assets Regulation), ο οποίος ενσωματώθηκε πλέον στο ελληνικό δίκαιο με τον Ν. 5193/2025.

Για πρώτη φορά ρυθμίζεται με λεπτομέρεια το νομικό πλαίσιο για τις crypto επιχειρήσεις, εταιρείες και startups στην Ελλάδα, ενώ η συμμόρφωση με τον νέο νόμο, αποτελεί πλέον υποχρέωση για κάθε επιχείρηση που δραστηριοποιείται στον χώρο των κρυπτονομισμάτων και κρυπτοστοιχείων, με αυστηρές κυρώσεις για τυχόν παραβάσεις.

Τα 12 Κρίσιμα Νομικά Βήματα Για Κάθε Crypto Startup στην Ελλάδα

1. Νόμιμη Άδεια Λειτουργίας

Κάθε επιχείρηση, εταιρεία και startup που προσφέρει υπηρεσίες κρυπτονομισμάτων και κρυπτοστοιχείων στην Ελλάδα πρέπει να διαθέτει σχετική άδεια από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή την Τράπεζα Της Ελλάδος (ΤτΕ).

Επιπλέον, πέραν της άμεσης παύσης λειτουργίας της επιχείρησης που λειτουργεί χωρίς άδεια, έχει πλέον εισαχθεί και ποινική διάταξη για παροχή υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων χωρίς την νόμιμη άδεια, η οποία προβλέπει φυλάκιση τουλάχιστον 1 έτους ή χρηματική ποινή ή και τα δύο. Σε περίπτωση φυσικού προσώπου το χρηματικό πρόστιμο μπορεί να φτάσει έως και τις 700.000 ευρώ, ενώ για τα νομικά πρόσωπα προβλέπονται πρόστιμα έως 5 εκατ. ευρώ, ή ποσοστό από 3-12% του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών.

Επομένως, οι επιχειρήσεις πρέπει πλέον να υποβάλουν αίτημα αδειοδότησης στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, προσκομίζοντας όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά και να ακολουθήσουν τις σχετικές διαδικασίες.

2. Συμμόρφωση Με Υποχρεώσεις AML, CTF και KYC 

Οι υποχρεώσεις για την πρόληψη του ξεπλύματος χρήματος (AML) και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (CTF) είναι ιδιαίτερα αυστηρές για τις crypto επιχειρήσεις. Ο Νόμος 4557/2018 σε συνδυασμό με τις νέες διατάξεις του MiCA και του Ν. 5193/2025 δημιουργούν ένα πολύπλοκο και ιδαίτερο πλαίσιο συμμόρφωσης.

Βασικές Απαιτήσεις
  • Διαδικασίες ταυτοποίησης και επαλήθευσης πελατών (KYC),
  • Εφαρμογή πολιτικών AML βάσει κινδύνου,
  • Συνεχής παρακολούθηση (monitoring) συναλλαγών,
  • Αναφορά ύποπτων συναλλαγών στην Αρχή Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων,
  • Εκπαίδευση προσωπικού σε θέματα AML/CTF και ορισμό AML Compliance Officer,
  • Ενισχυμένη δέουσα επιμέλεια για self-hosted wallets και διασυνοριακές συναλλαγές.

Επομένως, οι εταιρείες που προσφέρουν υπηρεσίες κρυπτονομισμάτων και κρυπτοστοιχείων στην Ελλάδα πρέπει να αναπτύξουν εσωτερικές διαδικασίες και πολιτικές, καθώς και να επιμορφώσουν το προσωπικό τους για τη συμμόρφωση με τα παραπάνω.

3. Ορθή Κατηγοριοποίηση Tokens (Utility vs Security vs ART vs EMT) 

Η διάκριση μεταξύ utility και security tokens είναι κρίσιμη για τη νομική συμμόρφωση. Ο Νόμος 4706/2020 καθώς και οι κάθε φορά οδηγίες καθορίζουν τα κριτήρια ταξινόμησης.

Οι νομικές συνέπειες τυχόν λανθασμένης ταξινόμησης θα οδηγήσει σε εφαρμογή λανθασμένου ρυθμιστικού πλαισίου και, κατά συνέπεια, σε παραβίαση των κανόνων προστασίας των επενδυτών, με αποτέλεσμα πρόστιμα και κυρώσεις από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αλλά και αστική ευθύνη έναντι επενδυτών.

Κριτήρια Ταξινόμησης

Security Tokens (αυστηρό καθεστώς MiFID II):

  • Παρέχουν δικαιώματα ιδιοκτησίας ή μετοχικά δικαιώματα,
  • Προσφέρουν αναμενόμενα κέρδη από τις προσπάθειες τρίτων,
  • Διαπραγματεύονται κυρίως ως επενδυτικά εργαλεία – χρηματοπιστωτικά μέσα.

Utility Tokens (ελαστικότερο κανονιστικό πλαίσιο):

  • Παρέχουν πρόσβαση σε προϊόντα ή υπηρεσίες,
  • Έχουν πρακτική λειτουργία στο οικοσύστημα του project,
  • Δεν προσφέρουν δικαιώματα ιδιοκτησίας.

Διαφορετικής, ειδικής αντιμετώπισης, είναι τα  Asset-referenced tokens (ARTs) και τα electronic money tokens (EMTs), τα οποία έχουν ξεχωριστό, ειδικό, καθεστώς 

Επομένως, οι επιχειρήσεις και οι Startups πρέπει να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα τα οποία ξεκινούν από την δημοσίευση white paper για tokens, και καταλήγουν στην τακτική επανεξέταση και νομική αξιολόγηση από ομάδα ελέγχου.

4. Ορθή Διαχείριση Πολιτικής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (GDPR)

Ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων (GDPR) σε συνδυασμό με τον εφαρμοστικό Νόμο 4624/2019 θέτουν αυστηρό νομικό πλαίσιο για τις crypto επιχειρήσεις, οι οποίες -υποχρεωτικά- επεξεργάζονται προσωπικά δεδομένα.

Κρίσιμες Απαιτήσεις
  • Συγκατάθεση για την επεξεργασία δεδομένων,
  • Υλοποίηση τεχνικών και οργανωτικών μέτρων ασφάλειας,
  • Διορισμός Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO),
  • Τήρηση μητρώου επεξεργασιών,
  • Αναφορά παραβιάσεων εντός 72 ωρών.

Ειδικότερα για τις Crypto επιχειρήσεις, πρέπει να ληφθούν υπόψη, επιπλέον, τα εξής:

  1. Blockchain Immutability: Η αμετάβλητη φύση του blockchain συγκρούεται με το δικαίωμα διαγραφής,
  2. Ψευδωνυμοποίηση: Η ψευδωνυμοποίηση δεν εξαλείφει πάντα τον προσωπικό χαρακτήρα των δεδομένων,
  3. Διασυνοριακές Μεταφορές: Οι διεθνείς μεταφορές δεδομένων απαιτούν ειδικές εγγυήσεις.

Πρέπει να σημειωθεί ότι τυχόν παραβάσεις των κανόνων GDPR επιφέρουν πρόστιμα τα οποία ανέρχονται έως και 4% του ετήσιου κύκλου εργασιών ή 20 εκατομμύρια ευρώ, αστικές αγωγές από τα υποκείμενα των δεδομένων και, φυσικά, πλήγμα στη φήμη και απώλεια της εμπιστοσύνης των πελατών.

Συνεπώς, οι επιχειρήσεις πρέπει να διαθέτουν σαφή στρατηγική συμμόρφωσης, η οποία -ενδεικτικά- θα περιλαμβάνει τη χαρτογράφηση όλων των επεξεργασιών προσωπικών δεδομένων (Data Mapping), την ενσωμάτωση προστασίας δεδομένων από τον σχεδιασμό (Privacy by Design) και επαρκές σχέδιο αντιμετώπισης παραβιάσεων (Incident Response Plan).

5. Φορολογική Συμμόρφωση 

Μετά από μακρά περίοδο νομοθετικού κενού, η οποία οδήγησε σε προσφυγές κατά των φορολογικών αρχών, με την ενσωμάτωση του Κανονισμού MiCA, η Ελλάδα εισάγει για πρώτη φορά συγκεκριμένο φορολογικό καθεστώς για τα κρυπτονομίσματα. 

Τα παραπάνω προκύπτουν από το συνδυασμό :

  • αφενός του άρθρου 50§3 του Κανονισμού όπου αναφέρεται ότι “ως τόκος οποιαδήποτε αμοιβή ή οποιοδήποτε άλλο όφελος που σχετίζεται με τη χρονική διάρκεια κατά την οποία ο κάτοχος μάρκας ηλεκτρονικού χρήματος κατέχει την εν λόγω μάρκα ηλεκτρονικού χρήματος” και
  • αφετέρου των εσωτερικών φορολογικών διατάξεων, βάσει των οποίων οι τόκοι φορολογούνται αυτοτελώς με συντελεστή 15%.

Με βάση τα προαναφερόμενα, σε φόρο 15% υπόκεινται οι παρακάτω συναλλαγές:

  • Πώληση κρυπτονομισμάτων για fiat νόμισμα,
  • Ανταλλαγή κρυπτονομίσματος με άλλο,
  • Δραστηριότητες DeFi που περιλαμβάνουν ανταλλαγή tokens,
  • Ανταμοιβές από mining και staking.
Υπολογισμός Φόρου

Μέχρι η Φορολογική Διοίκηση να προχωρήσει σε περαιτέρω συγκεκριμένη εξειδίκευση, ο υπολογισμός του φόρου θα βασίζεται στη διαφορά μεταξύ του κόστους κτήσης και της τιμής πώλησης

Για τον προσδιορισμό του κόστους κτήσης, εφαρμόζονται οι μέθοδοι FIFO (“First In, First Out”, δλδ τα πρώτα εμπορεύματα που αγοράστηκαν είναι και τα πρώτα που θα πωληθούν) ή/και Weighted Average (“μέσο σταθμικό κόστος” = το κόστος κάθε πώλησης διαμορφώνεται με βάση το μέσο σταθμικό κόστος των αγαθών που υπήρχαν, πριν ακριβώς από κάθε πώληση).

Επομένως, οι βασικές υποχρεώσεις για τις επιχειρήσεις κρυπτονομισμάτων είναι:

  1. Τήρηση Βιβλίων,
  2. Φορολογικές Δηλώσεις & Δηλώσεις ΦΠΑ,
  3. Παρακράτηση Φόρου (για εταιρείες που κάνουν πληρωμές),
  4. Έκδοση & Λήψη Νόμιμων Σχετικών Παραστατικών,
  5. Δηλώσεις & Τεκμηριώσεις Συναλλαγών (όπου απαιτείται).

Οι συνέπειες για μη συμμόρφωση, είναι όμοιες με κάθε άλλη επιχείρηση και περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, φορολογικά πρόστιμα, αποκλεισμό από δημόσια προγράμματα χρηματοδότησης, έως και ποινικές διώξεις για φοροδιαφυγή.

6. Επαρκής Νομικός Και Τεχνικός Έλεγχος Smart Contracts 

Τα smart contracts αποτελούν το θεμέλιο των περισσότερων crypto επιχειρήσεων. Για την κατάρτιση Smart Contracts εφαρμόζονται τα άρθρα 185 έως 196 του Αστικού Κώδικα (πλην του άρθρου 194).

Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία και νομολογία, τα smart contracts θεωρούνται νομικά δεσμευτικά κείμενα, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις εγκυρότητας συμβάσεων. Επομένως ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται στα ζητήματα ακυρότητας των Smart Contracts, καθώς ένα Smart Contract είναι άκυρο εάν συντρέχει κ΄άποια απ΄ο τις περιπτώσεις ακυρότητας που περιλαμβάνεται στα σχετικά άρθρα του Αστικού Κώδικα.

Επίσης, προσοχή απαιτείται εφόσον το Smart Contract αποτελεί μέρος κύριας σύμβασης που έχει συναφθεί με άλλο τρόπο.

Τέλος, οι ειδικότερες διατάξεις των άρθρων 197 και 198 ΑΚ, εφαρμόζονται κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων για την κατάρτιση ενός Smart Contract.

Ενδεικτικό Checklist για Smart Contract Legal Audit

Το παρακάτω checklist είναι ενδεικτικό και βασίζεται σε διεθνή πρότυπα:

  1. Τεκμηρίωση και καθαρότητα κώδικα,
  2. Έλεγχος για reentrancy, overflow/underflow,
  3. Επαλήθευση access control και authorization logic,
  4. Έλεγχος fallback functions και emergency stop,
  5. Έλεγχος oracle manipulation και randomness,
  6. Συμμόρφωση με ERC standards και MiCA/AML,
  7. Τεκμηρίωση audit trails και logging,
  8. Έλεγχος για διαρροή προσωπικών δεδομένων και GDPR συμμόρφωση,
  9. Test coverage και bug bounty συμμετοχή,
  10. Σχέδιο αποκατάστασης καταστροφών και αντιμετώπισης συμβάντων,
  11. Νομικές δηλώσεις και πνευματικά δικαιώματα.
7. Πολιτική Διαχείριση Κρίσεων

Οι crypto επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν μοναδικούς κινδύνους που απαιτούν ειδικές στρατηγικές διαχείρισης κρίσεων (Crisis Management Strategy). Η μη ύπαρξη σχεδίου αντιμετώπισης κρίσεων οδηγεί σε απώλεια πελατών και πλήγμα στη φήμη της εταιρείας.

Κρίσιμα ζητήματα αποτελούν, η ύπαρξη αποτελεσματικού σχεδίου αντιμετώπισης περιστατικών, η ασφαλιστική κάλυψη για cyber incident, ο σχεδιασμός της επιχειρησιακής συνέχειας καθώς και η σύνταξη πλήρους και επικαιροποιημένου εσωτερικού κανονισμού.

Πλάνο Διαχείρισης Κρίσεων

Βήμα 1: Άμεση Αξιολόγηση εκτίμηση έκτασης προβλήματος, ταυτοποίηση επηρεαζόμενων stakeholders, προσδιορισμός νομικών υποχρεώσεων),

Βήμα 2: Ενεργοποίηση Νομικής Ομάδας (επικοινωνία με νομικούς συμβούλους, προετοιμασία για ρυθμιστικές αναφορές),

Βήμα 3: Διαφάνεια (εσωτερική ενημέρωση προσωπικού, επικοινωνία με επενδυτές, ανακοινώσεις),

Βήμα 4: Κανονιστική Συμμόρφωση (αναφορά στις αρμόδιες αρχές, συμμόρφωση με υποχρεώσεις αναφοράς, συνεργασία με ρυθμιστικές αρχές),

Βήμα 5: Τεχνική Αποκατάσταση (αποκατάσταση τεχνικών προβλημάτων, έλεγχος ασφαλείας, system hardening),

Βήμα 6: Οικονομική Προστασία (αξιολόγηση απωλειών, ενεργοποίηση ασφαλιστικής κάλυψης, διαχείριση cash flow),

Βήμα 7: Αξιολόγηση & Ανάλυση (αξιολόγηση ανταπόκρισης, βελτίωση διαδικασιών, εκπαίδευση και προετοιμασία για αποφυγή ανάλογων περιστατικών στο το μέλλον).

8. Ευρωπαϊκή Κανονιστική Συμμόρφωση

Η επέκταση σε άλλες χώρες της ΕΕ απαιτεί συμμόρφωση με τις τοπικές ρυθμίσεις και κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές. Η πλήρης αδειοδότηση στην Ελλάδα δίνει δικαίωμα “passporting” σε όλη την ΕΕ, υπό τις παρακάτω προϋποθέσεις:

  • Κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές υποδοχής,
  • Συμμόρφωση με τοπικές ρυθμίσεις AML, φορολογίας και προστασίας καταναλωτή,
  • Διαχείριση τοπικών απαιτήσεων marketing.

Πρέπει, ωστόσο, να ληφθούν υπόψη οι επιμέρους εθνικές ιδιαιτερότητες, καθώς κάθε κράτος μέλος της ΕΕ έχει ειδικές απαιτήσεις (πχ για Γερμανία αδειοδότηση από BaFin, για Ολλανδία εποπτεία από DNB, για Κύπρο από CySEC κλπ).

Η βέλτιστη πρακτική για μία Crypto Startup που θέλει να επεκταθεί στην ΕΕ είναι οι συνεργασίες με τοπικούς, αδειοδοτημένους αντίστοιχους παρόχους.

9. Νόμιμη Καταβολή Μισθών Εργαζομένων Σε Κρυπτονομίσματα

Η καταβολή του μισθού των εργαζομένων σε κρυπτονομίσματα δημιουργεί πολύπλοκα νομικά και φορολογικά ζητήματα που πολλές startups παραβλέπουν. 

Ο Νόμος 4808/2021 ρυθμίζει τις εργασιακές σχέσεις, αλλά δεν έχει πρόβλεψη ειδικά τις crypto αμοιβές και, επομένως, ισχύουν όσα και για τους αμειβόμενους με ευρώ.

Ειδικά Ζητήματα

Για τον Εργαζόμενο: Η αμοιβή εργαζομένων με crypto φορολογείται ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες με την εύλογη αγοραία αξίας την ημέρα καταβολής.

Για την Εταιρεία: Υφίσταται υποχρέωση παρακράτησης φόρου και ασφαλιστικών εισφορών.

Και για τους δύο: Υφίσταται υποχρέωση τεκμηρίωσης και συμμόρφωσης με τους κανόνες AML.

Περαιτέρω, όπως και για τις συμβάσεις εργασίας με πληρωμή σε ευρώ, απαιτείται λεπτομερής έγγραφη συμφωνία, σαφής προσδιορισμός του μηνιαίου μισθού (ο οποίος δεν μπορεί να υπολείπεται του κατώτατου μισθού εκφρασμένου σε euro), των bonus καθώς και του χρόνου καταβολής.

10. Διαχείριση Σχέσεων Με Τράπεζες

Οι crypto επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες στη δημιουργία και διατήρηση τραπεζικών σχέσεων, καθώς η έλλειψη διαφάνειας και συμμόρφωσης οδηγεί σε άρνηση τραπεζικών υπηρεσιών. 

Σε αυτο συμβάλλει και το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες υιοθετούν διαφορετικές πολιτικές για τη συνεργασία τους με εταιρείες crypto. Ωστόσο, υπό το νέο νομικό πλαίσιο, υπάρχει η προσδοκία, ότι θα εναρμονιστούν οι απαιτήσεις και θα υπάρξει αντίστοιχη ενιαία αντιμετώπιση.

Η προετοιμασία στην οποία οφείλουν οι crypto επιχειρήσεις να προχωρήσουν προκειμένου να είναι έτοιμες να αξιοποιήσουν το νέο νομικό πλαίσιο και να εξασφαλίσουν την συνεργασία με το τραπεζικό σύστημα, προσδιορίζεται, μεταξύ άλλων, και στα παρακάτω:

  • Άδεια Λειτουργίας (Έγκριση από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς),
  • Πιστοποιημένη Συμμόρφωση με κανόνες AML/CTF,
  • Πιστοποιημένες Διαδικασίες ταυτοποίησης και επαλήθευσης πελατών (KYC),
  • Due Diligence: Λεπτομερής έλεγχος επιχειρηματικού μοντέλου,
  • Ασφαλιστική κάλυψη για cyber risks.

Για την επιτυχή κατάληξη των παραπάνω, οι startups πρέπει να εστιάσουν πρωτίστως στη συμμόρφωση και κατόπιν στην επικοινωνία με την τράπεζα που θα επιλέξουν (“Compliance First“), καθώς και στην επαγγελματική παρουσίαση της εταιρείας τους, με πλήρης νομική τεκμηρίωση.

11. Συμμόρφωση Με Κανονισμό Κατάχρηση Αγοράς (MAR – Market Abuse Regulation)

Ο Κανονισμός (ΕΕ) 596/2014 για την κατάχρηση αγοράς (MAR), εφαρμόζεται πλέον και σε όλα τα κρυπτοστοιχεία εφόσον τα τελευταία θεωρούνται χρηματοπιστωτικά μέσα.

Σύμφωνα με τον Κανονισμό, Απαγορευμένες Πρακτικές, θεωρούνται:

  1. Insider Trading (Χρήση εσωτερικής πληροφόρησης για συναλλαγές),
  2. Market Manipulation (Τεχνητός επηρεασμός τιμών),
  3. False Information (Διάδοση ψευδών πληροφοριών).

Σε περίπτωση παράβασης διατάξεων του κανονισμού, προβλέπονται διοικητικά πρόστιμα έως 15 εκατομμύρια ευρώ, αναστολή δραστηριοτήτων των εταιρειών και ποινικές διώξεις των εμπλεκομένων.

Υποχρεώσεις Επιχειρήσεων

  • Δημιουργία insider lists,
  • Πολιτικές για την αντιμετώπιση σύγκρουσης συμφερόντων,
  • Εκπαίδευση προσωπικού,
  • Αναφορά ύποπτων συναλλαγών.
12. Προστασίας Πνευματικής Ιδιοκτησίας (IP Protection)

Στον χώρο των κρυπτονομισμάτων, η πνευματική ιδιοκτησία και τα πνευματικά δικαιώματα αποτελούν βασικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των επιχειρήσεων. Οι ελληνικές startups, σε αντίθεση με το εξωτερικό, συχνά παραμελούν την προστασία των δικαιωμάτων τους.

Είδη Προστασίας Πνευματικής Ιδιοκτησίας στα Crypto

Περαιτέρω, οι crypto επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν ειδικές προκλήσεις, οι οποίες έχουν να κάνουν με την ισορροπία μεταξύ open source και IP protection, την διαχείριση IP σε αποκεντρωμένα projects και την προστασία σε πολλαπλές δικαιοδοσίες.

Για το λόγο αυτό, απαιτείται σαφής έλεγχος των πνευματικών ιδιοκτησιών με νομική κατοχύρωση και αναγνώριση όλων των IP assets, η οποία πρέπει να συνοδεύεται με σαφή στρατηγική κατάθεσης των αιτήσεων, παρακολούθηση για τυχόν παραβιάσεις και σταθμισμένη πολιτική νομικών ενεργειών προστασίας.

Τέλος, η προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου με συμβάσεις εμπιστευτικότητας (NDA), πρέπει να είναι ενταγμένα στην καθημερινή πρακτική των crypto επιχειρήσεων.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με την ίδρυση και λειτουργία Crypto Startup.

Ο Ν. 5193/2025 Για Τα Κρυπτονομίσματα & Κρυπτοστοιχεία

Τα κρυπτοστοιχεία αποτελούν μία από τις κύριες εφαρμογές της τεχνολογίας κατανεμημένου καθολικού. Εντάσσονται στις νομοθετικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, προσαρμοσμένες στην ψηφιακή εποχή, και συμβάλλουν στη δημιουργία μιας οικονομίας ανθεκτικής στις μελλοντικές εξελίξεις, μεταξύ άλλων καθιστώντας δυνατή τη χρήση καινοτόμων τεχνολογιών.

Με το Ν. 5193/2025 εισάγονται οι απαραίτητοι σε εθνικό επίπεδο κανόνες για την εφαρμογή στην Ελλάδα των κανόνων του Κανονισμού.

Ορισμένα κρυπτοστοιχεία, ιδίως εκείνα που χαρακτηρίζονται ως χρηματοπιστωτικά μέσα, όπως ορίζονται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ (MiFID II), εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής υφιστάμενων νομοθετικών πράξεων της Ένωσης για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.

Κατά συνέπεια, ένα πλήρες σύνολο κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ισχύει ήδη για τους εκδότες των εν λόγω κρυπτοστοιχείων και για τις επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητες που σχετίζονται με τα εν λόγω κρυπτοστοιχεία.

Ενσωμάτωση Κανονισμού MiCAR

Mε τον Κανονισμό MiCAR (EE) 2023/1114 δημιουργείται πλήρες πλαίσιο για τις αγορές κρυπτοστοιχείων σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης και υιοθετούνται ειδικοί κανόνες για τα κρυπτοστοιχεία και τις συναφείς υπηρεσίες και δραστηριότητες που δεν καλύπτονται ακόμη από νομοθετικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, προς υποστήριξη της καινοτομίας και του θεμιτού ανταγωνισμού και παράλληλα προς διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των χρηστών κρυπτοστοιχείων και της ακεραιότητας των αγορών κρυπτοστοιχείων.

Λαμβανομένου υπόψη ότι τα κρυπτοστοιχεία υπό τη μορφή χρηματοπιστωτικών μέσων, που εμπίπτουν ήδη στο πεδίο εφαρμογής υφιστάμενων νομοθετικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εμπίπτουν στο ρυθμιστικό και εποπτικό πεδίο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για θέματα προστασίας των επενδυτών, έπεται ότι η αρχή αυτή θα πρέπει να διέπει και το ρυθμιστικό πλαίσιο των νέων προϊόντων προηγμένης τεχνολογίας που καλύπτει ο Κανονισμός MiCAR και υπάγονται στο ρυθμιστικό του πεδίο και όχι σε αυτό της MiFID II.

Εποπτικές Αρχές

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, η εποπτική αρχή που θα επωμιστεί, επομένως, το βάρος της προστασίας των χρηστών κρυπτοστοιχείων, θα πρέπει να είναι εξοικειωμένη με τα μέτρα και τους κανόνες προστασίας των επενδυτών που επενδύουν σε χρηματοπιστωτικά μέσα.

Η αρχή αυτή στην Ελλάδα είναι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η οποία εποπτεύει την τήρηση των κανόνων επαγγελματικής συμπεριφοράς, τους όρους δημόσιων εγγραφών και προσκλήσεων στο κοινό, τους κανόνες εισαγωγής χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση στις αγορές (εν προκειμένω εισαγωγής κρυπτοστοιχείων σε ηλεκτρονικές πλατφόρμες), καθώς και τους κανόνες για την κατάχρηση αγοράς, θεματικές που απαντώνται και στον Κανονισμό MiCAR.

Η αρμόδια εποπτική αρχή που θα επωμιστεί με τον ρόλο αυτό πρέπει να διαθέτει την δέουσα εξειδίκευση και τεχνογνωσία, έτσι ώστε να εποπτεύει αποτελεσματικά τους παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων και εν γένει τις οντότητες που υπόκεινται σε καθεστώς αδειοδότησης και εποπτείας κατά τον Κανονισμό MiCAR και να προστατεύει αποτελεσματικά τους ιδιώτες κατόχους κρυπτοστοιχείων, διασφαλίζοντας ότι αυτοί θα ενημερώνονται σχετικά με τα χαρακτηριστικά, τις λειτουργίες και τους κινδύνους των κρυπτοστοιχείων στα οποία προτίθενται να επενδύσουν.

Συναφώς, είναι προφανής η ομοιότητα του λευκού βιβλίου κρυπτοστοιχείων που προβλέπει ο Κανονισμός MiCAR και θα πρέπει να περιέχει γενικές πληροφορίες σχετικά με τον εκδότη, τον προσφέροντα ή τον επιδιώκοντα την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση κρυπτοιχείων, για το σχέδιο που πρόκειται να υλοποιηθεί με τα κεφάλαια που θα αντλούνται με δημόσια προσφορά κρυπτοστοιχείων ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση, για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που συνδέονται με τα κρυπτοστοιχεία, για την υποκείμενη τεχνολογία που χρησιμοποιείται για τα εν λόγω κρυπτοστοιχεία και για τους σχετικούς κινδύνους, με το ενημερωτικό δελτίο που δημοσιεύεται όταν διενεργείται πρόσκληση στο κοινό προς επένδυση σε κινητές αξίες και όταν εισάγονται χρηματοπιστωτικά μέσα στις αγορές.

Επειδή όμως φορείς που δραστηριοποιούνται σε ορισμένα πεδία του Κανονισμού MiCAR μπορεί να είναι και πιστωτικά ιδρύματα, ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος και ιδρύματα πληρωμών, που εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος , την προληπτική εποπτεία των επιχειρήσεων αυτών εξακολουθεί να διατηρεί η Τράπεζα της Ελλάδος και, κατά τα λοιπά, γίνεται κατανομή εποπτικών αρμοδιοτήτων μεταξύ των δύο αρχών, με βάση λειτουργικά κριτήρια. Ειδική διάταξη λαμβάνει μέριμνα για την ενίσχυση της αποτελεσματικής συνεργασίας της Τράπεζας της Ελλάδος με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

Κρυπτονομίσματα Και «Ξέπλυμα Χρήματος»

Περαιτέρω, προστίθενται στον νόμο περί «πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες» βασικοί ορισμοί εννοιών που χρησιμοποιούνται στον Κανονισμό (ΕΕ) 2023/1113. Ειδικότερα, προστίθενται οι ορισμοί των «κρυπτοστοιχείων» και των «παρόχων υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων» για να διασφαλισθεί η συνοχή του εθνικού νομικού πλαισίου με το νομικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς οι πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων εισάγονται πλέον στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.

Επισημαίνεται ότι κατά τα διαλαμβανόμενα στις συστάσεις της Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης (FATF), ο ορισμός των «κρυπτοστοιχείων» του Κανονισμού καλύπτει και τον ορισμό των «εικονικών περιουσιακών στοιχείων» και αντίστοιχα ο ορισμός των «παρόχων υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων» καταλαμβάνει και τον ορισμό των «παρόχων υπηρεσιών εικονικών περιουσιακών στοιχείων».

Ο κύριος σκοπός της ως άνω ρύθμισης είναι να εξασφαλιστούν για τους παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων οι ίδιες απαιτήσεις και το ίδιο επίπεδο εποπτείας με τα πιστωτικά ιδρύματα και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, για την επίτευξη δε του σκοπού αυτού επικαιροποιείται ο κατάλογος των υπόχρεων οντοτήτων, ώστε να συμπεριλαμβάνει τους παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων στην κατηγορία των χρηματοπιστωτικών οργανισμών για τους σκοπούς της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849.

Ως προς τον ορισμό της αυτοφιλοξενούμενης διεύθυνσης γίνεται παραπομπή στον Κανονισμό (ΕΕ) 2023/1113. Επισημαίνεται δε ότι η μνεία στην αυτοφιλοξενούμενη διεύθυνση γίνεται, διότι αποτελεί δυνητικά υψηλό κίνδυνο που συνδέεται με την τεχνολογική και ρυθμιστική πολυπλοκότητα που αυτή συνεπάγεται σε σχέση με την επαλήθευση των στοιχείων κυριότητας.

Τέλος, τροποποιείται και η έννοια της «σχέσης ανταπόκρισης». Ο σκοπός της ρύθμισης συναρτάται με την απαίτηση που υπάρχει από τα κράτη μέλη να επικαιροποιήσουν τον ορισμό της «σχέσης ανταποκριτή», ώστε να διασφαλίσουν ότι περιλαμβάνει επίσης τις σχέσεις που δημιουργούνται μεταξύ παρόχων υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων και οντοτήτων εγκατεστημένων σε τρίτες χώρες με σκοπό την εκτέλεση μεταβιβάσεων κρυπτοστοιχείων ή την παροχή παρόμοιων υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων.

Η εφαρμογή της διάταξης αυτής κρίθηκε αναγκαία για να διασφαλιστεί ότι εφαρμόζονται επίσης οι διατάξεις του νέου άρθρου του Κανονισμού (ΕΕ) 2023/1113, με ειδικές υποχρεώσεις για τις σχέσεις ανταποκριτή που δημιουργούνται από παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τα κρυπτονομίσματα και κρυπτοστοιχεία.

Καταχρηστική Άσκηση Δικαιώματος Και Αποδυνάμωσή Του

Η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος ορίζεται στο άρθρο 281 του ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο «η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος».

Κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΑΠ 1982/2022).

Κατά την έννοια της διατάξεως του 281 ΑΚ, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητος στις συναλλαγές και γενικώς στην άσκηση κάθε δικαιώματος, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμον να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθεμένη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας.

Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του.

Επίσης οι πράξεις του υποχρέου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος.

Παράλειψη & Αδράνεια Δικαιούχου Να Ασκήσει Το Δικαίωμα

Η παράλειψη του δικαιούχου να ασκήσει, εν όλω ή εν μέρει, την αξίωση του, και αν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι η αξίωση δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν καθιστά την επακολουθούσα άσκηση της καταχρηστική, εν όψει ιδίως του ότι οι συνέπειες της αδράνειας του δικαιούχου αντιμετωπίζονται από το δίκαιο με το θεσμό της παραγραφής. Κατά μείζονα λόγω ισχύουν τα ανωτέρω επί αξιώσεων, παραίτηση από τις οποίες δεν επιτρέπεται κατά νόμο (όπως πχ οι μισθολογικές αξιώσεις).

Μόνο αν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις, υπό τις οποίες η ικανοποίηση του δανειστή συνεπάγεται δυσαναλόγως δυσβάσταχτες συνέπειες για τον οφειλέτη, μπορεί κατά περίπτωση να αποκρουσθεί με βάση τα κριτήρια του άρθρου 281 του ΑΚ η άσκηση της αξιώσεως, την οποία προηγουμένως ο δανειστής είχε παραλείψει να ασκήσει.

Τέτοιες όμως περιστάσεις δεν συνιστούν ενέργειες τρίτων, που μπορεί να επακολουθήσουν, και δη η άσκηση μελλοντικός από τρίτους, κατά μίμηση του ενάγοντος, αξιώσεων παρομοίων προς την ήδη επίδικη.

Στην περίπτωση, της μακράς αδράνειας του δικαιούχου δεν αρκεί κατ’ αρχήν μόνον αυτή η επί μακρόν χρόνο μη άσκηση του δικαιώματος, αλλ’ υπάρχει τέτοια κατάχρηση μόνον εφ’ όσον συντρέχουν προσθέτως και άλλα περιστατικά, που ανάγονται στο ίδιο διάστημα και στην όλη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου, όσο και του υποχρέου που αποκρούει το δικαίωμα, από τα οποία δημιουργείται στον τελευταίο η εύλογη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί κατ’ αυτού, σε τρόπο που η με τη μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος ανατροπής μίας καταστάσεως που έχει δημιουργηθεί υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και έχει διατηρηθεί επί μακρόν χρόνο, να συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο συνέπειες.

Το ζήτημα δε αν οι συνέπειες που επάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματός του.

Για την κατάφαση της καταχρηστικότητας δεν είναι απαραίτητο η άσκηση του δικαιώματος να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον υπόχρεο, θέτοντας σε κίνδυνο την οικονομική του υπόσταση, αλλά αρκεί να έχει δυσμενείς απλώς επιπτώσεις στα συμφέροντά του.

Παραδεκτό Ένστασης Καταχρηστικής Άσκησης Δικαιώματος

Επειδή, από το συνδυασμό της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, προς εκείνη του άρθρου 262 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι, για την πληρότητα της ένστασης περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και το παραδεκτό αυτής, από την άποψη χρόνου προβολής της, πρέπει, κατά την πρώτη πρωτοβάθμια συζήτηση της υπόθεσης, να προβάλλονται τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος από το διάδικο κατά του οποίου ασκείται το δικαίωμα, συγχρόνως δε να γίνεται επίκληση από τον ενιστάμενο του γεγονότος ότι τα περιστατικά αυτά καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος και να διατυπώνεται αίτημα απόρριψης της αγωγής για την αιτία αυτή, διαφορετικά η ένσταση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.

Από δε το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 269 και 527 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι στην κατ’ έφεση δίκη είναι κατ’ εξαίρεση παραδεκτή η προβολή πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη ή προτάθηκαν απαραδέκτως, και όταν οι ισχυρισμοί αυτοί αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου.

 Από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει, ότι, για να θεωρηθεί ως παραδεκτώς προτεινόμενη στο Εφετείο ένσταση, που δεν προτάθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, πρέπει να αποδεικνύεται παραχρήμα, ήτοι εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου ολόκληρος ο ισχυρισμός που συνιστά την ένσταση, ήτοι καθόλα τα επί μέρους πραγματικά αυτού στοιχεία. Στην πιο πάνω εξαίρεση υπάγονται και οι πραγματικοί ισχυρισμοί που θεμελιώνουν την από το άρθρο 281 ΑΚ ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του αγωγικού δικαιώματος.

Αποδυνάμωση Δικαιώματος

Η αποδυνάμωση δικαιώματος συνιστά ειδικότερη μορφή της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος.

Στην περίπτωση αυτή το δικαίωμα αποδυναμώνεται και, άρα, δεν μπορεί να ασκηθεί, όταν ο δικαιούχος, αφενός αδράνησε επί μακρόν και αφετέρου δημιούργησε με τη συμπεριφορά του εύλογα στον υπόχρεο την πεποίθηση ότι δεν επιθυμεί να ασκήσει πλέον το δικαίωμά του.

Υπό τις συνθήκες δε αυτές, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος από τον δικαιούχο, εφόσον συνεπάγεται δυσμενείς – επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, αποτελεί ενέργεια ασυμβίβαστη προς την προγενέστερη συμπεριφορά του δικαιούχου και αντίκειται, προφανώς, στις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών της ΑΚ 281, είναι δηλαδή καταχρηστική. 

Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου, ακόμη και αν δημιούργησε στον οφειλέτη ή τον προσβολέα την πεποίθηση ότι αυτός δεν θα ασκήσει το δικαίωμά του, δεν καθιστά τη μεταγενέστερη άσκησή του καταχρηστική, υπό την ειδικότερη μορφή της αποδυνάμωσης του δικαιώματος, εκτός αν συνοδεύεται από ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, που συνδέονται με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος, μεταβάλλοντας τη στάση του, επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί και παγιωθεί, οπότε δεν είναι απαραίτητο να προκαλούνται στον υπαίτιο αφόρητες ή υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες, αλλά αρκεί να επέρχονται δυσμενείς απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεις.

Στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και, συνεπώς, καταχρηστική και απαγορευμένη .

Κατάχρηση Θεσμού Εταιρείας

Η κατάχρηση θεσμού, όπως ο θεσμός της εταιρίας, δε ρυθμίζεται μεν από το νόμο, υπάγεται όμως στη διάταξη του 281 Α.Κ. και οι συνέπειές της αντιμετωπίζονται όπως οι συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος (ΑΠ 149/2013).

Η εταιρεία ως σύνολο έννομων σχέσεων και καταστάσεων, που διέπονται από ορισμένο πλέγμα κανόνων δικαίου με τη μορφή αυτοτελούς ενότητας, υπηρετεί κοινωνικό σκοπό.

Η χρησιμοποίηση της εταιρείας για την εξυπηρέτηση διαφορετικών σκοπών και μάλιστα αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη, συνιστά απαγορευμένη από το νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρείας.

Η καταχρηστική συμπεριφορά που εκδηλώνεται ως κατάχρηση θεσμού, δεν ρυθμίζεται ειδικά από το νόμο.

Πρέπει όμως να υπαχθεί και αυτή στη διάταξη του άρθρ. 281 Α.Κ. και οι συνέπειές της να αντιμετωπισθούν σε αναλογία με τις συνέπειες της καταχρήσεως δικαιώματος.

Με την παραπάνω έννοια δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανώνυμης εταιρείας ή των μεριδίων ΕΠΕ ή ΙΚΕ σε ένα μόνο πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρείας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά, αφού αναγνωρίζεται από το δίκαιο η μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρεία, η οποία και διατηρεί κατ’ αρχήν την οικονομική αυτοτέλεια του νομικού προσώπου της έναντι του φυσικού προσώπου στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της.

Δεν συνιστά επίσης καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας από έναν ή περισσότερους επιχειρηματίες με σκοπό η εταιρεία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορροφήσεως των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, αφού τον σκοπό ακριβώς αυτό προορίσθηκε να εξυπηρετεί η κεφαλαιουχική εταιρεία.

Επίσης, η θέση κατά μέρος της νομικής προσωπικότητας νομίμως συσταθείσης και λειτουργούσας ανωνύμου εταιρείας δεν δικαιολογείται μόνο από την ταύτιση των συμφερόντων της εταιρίας προς τα αυτά του κυρίου μετόχου ή από τη συστηματική παροχή εγγυήσεων του προσώπου αυτού για λογαριασμό της εταιρείας ή τέλος από την εμφάνιση τούτου ως του ουσιαστικού φορέα της επιχείρησης με καθοριστική συμβολή στη λήψη των εταιρικών αποφάσεων.

Συνεπώς δεν ενεργούν αθέμιτα οι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον από τους προσφερόμενους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρείας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, γι’ αυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρεία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας.

Η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων υποχωρεί όμως όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητας χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστεως.

Νομιμοποίηση αποτελέσματος αντίθετο προς την καλή πίστη υπάρχει ιδίως όταν γίνεται κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας με την έννοια ότι οι φερόμενες ως πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται και αντιστρόφως οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν.

Η μορφή αυτή καταχρήσεως του θεσμού της εταιρείας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει το νόμο ή για να προκαλέσει δολίως ζημιά σε τρίτον ή για να αποφύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της καταχρήσεως προβάλλει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας και η μετακύλιση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως ή μετακύλιση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος.

Μηνιαία Υποχρέωση Δηλώσεων ΦΠΑ Για Νέες Επιχειρήσεις

Σύμφωνα με την πρόσφατη απόφαση Α. 1049/28-03-2025 του Διοικητή της ΑΑΔΕ ορίστηκε ότι, κατά παρέκκλιση του άρθρου 43 του Κώδικα ΦΠΑ (ν. 5144/2024), οι υπόχρεοι στον φόρο, οι οποίοι χρησιμοποιούν απλογραφικό λογιστικό σύστημα και ενεργούν φορολογητέες πράξεις ή πράξεις απαλλασσόμενες του φόρου για τις οποίες έχουν δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών (με βάση το άρθρο 35 του Κώδικα ΦΠΑ), με έναρξη εργασιών από 1.1.2024 και εφεξής, υποχρεούται να υποβάλλουν δήλωση ΦΠΑ για κάθε μηνιαία φορολογική περίοδο.

Εξαίρεση στα παραπάνω αποτελεί το χρονικό διάστημα εργασιών υπό ίδρυση επιχείρησης φυσικού ή νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας.

Σύμφωνα με την ΑΑΔΕ, για στην ανωτέρω απόφαση ελήφθη υπόψη η ανάγκη ορισμού μηνιαίας φορολογικής περιόδου για την υποβολή της δήλωσης ΦΠΑ από υπόχρεους σε υποβολή δήλωσης Φόρου Προστιθέμενης Αξίας για κάθε φορολογική περίοδο, οι οποίοι χρησιμοποιούν απλογραφικό λογιστικό σύστημα, προκειμένου να υφίσταται όμοια φορολογική περίοδος για τις δηλωτικές υποχρεώσεις του ΦΠΑ για τις επιχειρήσεις που τηρούν απλογραφικό λογιστικό σύστημα και για εκείνες που τηρούν διπλογραφικό λογιστικό σύστημα.

Στην πραγματικότητα, η βασική επιδίωξη της ΑΑΔΕ, είναι η καταπολέμηση των εικονικών συναλλαγών και της μη απόδοσης ΦΠΑ, μέσω νέο-ιδρυθέντων επιχειρήσεων οι οποίες λειτουργούν για μικρό χρονικό διάστημα, εκδίδουν παραστατικά και κατόπιν διακόπτουν τη δραστηριότητά τους.

Επιστροφή Σε Τριμηνιαίες Καταστάσεις

Περαιτέρω, οι παραπάνω υπόχρεοι έχουν την δυνατότητα επιλογής υποβολής δήλωσης ΦΠΑ ανά τρίμηνη φορολογική περίοδο.

Ειδικότερα, η δήλωση επιλογής φορολογικής περιόδου δύναται να γίνει μέχρι την προτελευταία εργάσιμη του 1ου  ή 4ου  ή 7ου  ή 10ου  μήνα, κατά περίπτωση, εφόσον έως τον αμέσως προηγούμενο μήνα από την δήλωση επιλογής έχουν συμπληρωθεί τουλάχιστον 24 μήνες από τον χρόνο έναρξης εργασιών της επιχείρησης.

Η ισχύς της επιλογής φορολογικής περιόδου εκκινεί από την 1η  ημέρα του μήνα υποβολής της δήλωσης επιλογής, μέσα από την ψηφιακή πύλη myAADE της ΑΑΔΕ.

Τέλος, η δήλωση επιλογής τρίμηνης φορολογικής περιόδου δεν μπορεί να ανακληθεί πριν από την παρέλευση 12 μηνών από την έναρξη ισχύος της επιλογής.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για κάθε θέμα σχετικά με το νομικό πλαίσιο των περιοδικών δηλώσεων ΦΠΑ.

Domain Name: Κατοχύρωση, Προστασία & Νομοθεσία

Το domain name («όνομα περιοχής» ή «όνομα χώρου») είναι ένα αλφαριθμητικό στοιχείο το οποίο εκχωρείται προς χρήση σε ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο με σκοπό την χρήση, από το συγκεκριμένο πρόσωπο ή με την συναίνεσή του, πρωτοκόλλων ή υπηρεσιών του Διαδικτύου.

Νομικά, το domain name είναι μία διαρκής ενοχική σχέση με περιουσιακή διάσταση και αξία, χωρίς να δημιουργείται και απόλυτο, αποκλειστικό δικαίωμα (ΕφΑθ 2801/2022).

Εξάλλου, το domain name έχει χαρακτηριστεί από τη νομολογία ως «το μέσο ή το εισιτήριο για την είσοδο στο διαδίκτυο» (ΑΠ 1561/2024).

Τούτο διότι, βασική προϋπόθεση για την είσοδο ενός επαγγελματία στο διαδίκτυο, αποτελεί η δημιουργία ενός χώρου στο διαδίκτυο (internet), όπου θα καθίσταται δυνατή η πρόσβαση ενδιαφερομένων, πελατών και η κατάρτιση συναλλαγών.

Χαρακτηριστικά

Το domain name, κατ’ ουσία, επιτελεί ρόλο ηλεκτρονικής διεύθυνσης, επιτρέποντας την επικοινωνία του χρήση του διαδικτύου με τον κάτοχο της ηλεκτρονικής διεύθυνσης.

Με τον τρόπο αυτό καθίσταται δυνατή η πρόσβαση πελατών ακόμη και η κατάρτιση συναλλαγών.

Έτσι, ο χρήστης, συνδεόμενος με ένα συγκεκριμένο όνομα διαδικτύου, έρχεται σε επαφή με τα δημοσιευμένα, στην ιστοσελίδα που επιλέγει, δεδομένα και κατ’ επέκταση με το πρόσωπο στο οποίο ανήκει η ιστοσελίδα.

Το domain name αποτελείται από σειρά αλφαριθμητικών χαρακτήρων (τουλάχιστον τριών και όχι περισσότερων των είκοσι τεσσάρων), χωρίς ή με λογικό ειρμό, σε μία ή περισσότερες λέξεις που χωρίζονται από διάφορα σημεία, διαιρείται δε σε τρία μέρη.

Η τελευταία από τις λέξεις, κατά κανόνα συγκεκριμένη, αποτελεί και το σημείο αναφοράς, συνήθως της χώρας αρχειακής καταχώρησης του domain name του χρήστη (π.χ. gr = Greece κ.λπ.) ή της βασικής ιδιότητας του (π.χ. org = Organization).

Σύμφωνα με τον “Κανονισμό Διαχείρισης και Εκχώρησης Ονομάτων Χώρου (Domain Names) με κατάληξη .gr ή .ελ.” της ΕΕΤΤ η διαδικασία Εκχώρησης και Καταχώρησης Ονομάτων Χώρου με κατάληξη .gr ή .ελ στο σύνολό της, ξεκινά με την υποβολή της Δήλωσης Καταχώρησης στον Καταχωρητή και λήγει με την Εκχώρηση Ονομάτων Χώρου με κατάληξη .gr ή .ελ.

Νομική Φύση

Το domain name δεν μπορεί κατ’ αρχήν να ταυτιστεί με την εμπορική επωνυμία, το διακριτικό τίτλο και το εμπορικό σήμα.

Τούτο διότι καθώς αποτελεί απλώς και μόνο τμήμα μίας τεχνικής διαδικασίας, η τήρηση της οποίας απαιτείται για την ηλεκτρονική περιήγηση στο διαδίκτυο. Μόνη η καταχώριση στην Αρχή Καταχώρισης, άλλωστε, δεν δημιουργεί οιοδήποτε δικαίωμα σε διακριτικό γνώρισμα ή σήμα.

Πρέπει, ωστόσο, να αποδίδεται σε αυτό λειτουργία τόσο διακριτικού τίτλου όσο και σήματος, κατά έμμεσο τρόπο, όταν αυτό χρησιμοποιείται ως διακριτικό στοιχείο για το πρόσωπο ή την επιχείρηση στο διαδίκτυο. 

Τούτο διότι, όπως και τα προηγούμενα, έχει πρωταρχικά, εξατομικευτική και αναγνωριστική λειτουργία.

Η ευχέρεια ελεύθερης χρήσης οποιοσδήποτε ονομασίας, όσο γνωστή και φημισμένη και αν είναι, από τον πρώτο τυχόντα θα προκαλούσε τεράστιες ή ανεπανόρθωτες ζημιές στην επιχείρηση που καθιερώθηκε στις συναλλαγές με την επίμαχη ονομασία.

Για τη διαφύλαξη έτσι των νομίμων συμφερόντων των παραπάνω επιχειρήσεων, θα πρέπει να αποδοθεί στο domain name μια οιονεί λειτουργία διακριτικού τίτλου και σήματος.

Τούτο ενισχύεται και από το ότι οι κάτοχοι domain name στην πράξη εμφανίζονται στο διαδίκτυο διακριτικά γνωρίσματα που τους κατέστησαν γνωστούς στον υλικό κόσμο, δηλαδή χρησιμοποιούν το όνομα, την επωνυμία ή το σήμα τους, δεδομένων μάλιστα των περιορισμένων ορίων παροχής domain name για κάθε χρήση αλλά και της επιβαλλόμενης συντομίας για του είδους αυτού την επικοινωνία.

Προστασία

Ενόψει των ανωτέρω, το domain name θα πρέπει να απολαμβάνει προστασίας αντίστοιχης με εκείνη των διακριτικών γνωρισμάτων του άρθρου 13 του ν. 146/1914.

Εξάλλου, και ένα διακριτικό γνώρισμα θα πρέπει να προστατεύεται (εφόσον βεβαίως πληρούνται οι αναφερόμενες στη συνέχεια προϋποθέσεις προστασίας του) από τη χρήση ενός ονόματος πεδίου, παρά το γεγονός ότι προηγήθηκε χρονικά η καταχώρηση αυτού στο διαδίκτυο.

Ωστόσο θα πρέπει να ληφθούν υπόψη, υπό τα εκάστοτε κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, οι ιδιαιτερότητες του διαδικτύου και συγκεκριμένα:

  • της παγκοσμιότητας του διαδικτύου ως μέσου ενημέρωσης,
  • της μοναδικότητας των ηλεκτρονικών διευθύνσεων,
  • της πεπερασμένης δυνατότητας συνδυασμών διευθύνσεων,
  • του ιδιόρρυθμου συστήματος καταχώρισης των ονομασιών, κατά το οποίο η εξυπηρέτηση των αιτήσεων γίνεται κατά τη σειρά άφιξής τους,

χωρίς διενέργεια προληπτικού ελέγχου, αρκεί να μην έχει χορηγηθεί το συγκεκριμένο όνομα σε άλλον αιτούντα (First Come First Served).

Ακόμη, δεν αποκλείεται domain name να αποτελεί επωνυμία μιας επιχείρησης, αν αυτή δραστηριοποιήθηκε για πρώτη φορά στο διαδίκτυο.

Αρχή Χρονικής Προτεραιότητας

Ωστόσο, η καταχώριση στο διαδίκτυο δεν παρέχει οποιοδήποτε προβάδισμα έναντι των μη καταχωρημένων σε αυτό διακριτικών γνωρισμάτων και το αντίστροφο, ήτοι, η διαδικτυακή προτεραιότητα δεν υπερισχύει της αρχής της χρονικής προτεραιότητας (ΔΕΕ C-245/02), όπως αυτή ισχύει στο δίκαιο της βιομηχανικής ιδιοκτησίας για την προστασία σημάτων.

Έτσι, σε κάθε περίπτωση προσβολής διακριτικού γνωρίσματος από domain name τρίτου, η χρονική προτεραιότητα κρίνεται με βάση το χρονικό σημείο γένεσης του δικαιώματος επί του διακριτικού γνωρίσματος.

Δηλαδή, για την χρονική προτεραιότητα, δεν έχει σημασία το χρονικό σημείο της καταχώρησης στο μητρώο των domain names, αλλά η έναρξη χρήσης της ένδειξης στις επιχειρηματικές συναλλαγές.

Νομική Βάση Προστασίας

Υπό το πλαίσιο αυτό, η καταχώριση γνωστού ξένου διακριτικού γνωρίσματος ως domain name ενδέχεται να συνιστά αθέμιτο παρεμποδιστικό ανταγωνισμό, κατ’ άρθρο 1 του Ν. 146/1914, ενώ δεν αποκλείεται ότι μπορεί να συντρέχουν και οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 13 του Ν. 146/1914, όταν το διακριτικό γνώρισμα χρησιμοποιείται στο διαδίκτυο (ΑΠ 371/2012).

Υπό τις ανωτέρω παραδοχές, η σύγκρουση μεταξύ διακριτικού γνωρίσματος επιχείρησης, επωνυμίας, σήματος κ.λ.π. και domain name θα αρθεί κατ’ αρχάς, με βάση την αρχή της χρονικής προτεραιότητας κατά τα εν γένει ισχύοντα. Τούτο, όμως, στο μέτρο που το προσβαλλόμενο διακριτικό γνώρισμα δεν αποτελεί γνώρισμα (π.χ. σήμα φήμης).

Η νομική βάση της προστασίας, θεμελιώνεται είτε μέσω της διάταξης του 13 του ν. 146/1914 είτε του άρθρου 38 του ν. 4679/2020, χωρίς να αποκλείεται και η περίπτωση παροχής προστασίας κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 146/1914, ιδίως στην περίπτωση που ένα όνομα χώρου κατατίθεται κακόπιστα. 

Κριτήρια 

Έτσι, το ομοειδές του domain name αλλά και της δραστηριότητας του κατόχου του με αντίστοιχο προγενέστερο διακριτικό γνώρισμα, σαφώς συνηγορεί υπέρ της κατάφασης της προσβολής του προγενέστερου γνωρίσματος.

Ο κίνδυνος σύγχυσης, ωστόσο, πρέπει να νοηθεί ευρέως, ώστε να μην αποκλείεται ακόμα και όταν η μεταγενέστερη επιχείρηση παράγει η εμπορεύεται ανόμοια προϊόντα η προσφέρει ανόμοιες υπηρεσίες, αφού και στην περίπτωση αυτή ο καταναλωτής μπορεί να σχηματίσει την εντύπωση ότι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή ότι ανάμεσα στις δύο επιχειρήσεις υπάρχει σχέση συνεργασίας.

Απαιτείται, όμως, στην περίπτωση αυτή, να υπάρχει τουλάχιστον κάποια εγγύτητα ή συγγένεια των οικονομικών κλάδων, στους οποίους ανήκουν οι αντιμαχόμενες επιχειρήσεις, και τούτο διότι η έλλειψη κάθε σχέσης των οικονομικών κλάδων δραστηριότητας θα έχει κατά κανόνα ως αποτέλεσμα τη δυνατότητα παραπλάνησης ενός αμελητέου τμήματος των σχετικών συναλλακτικών κύκλων, το οποίο δεν θα επαρκούσε για την αποδοχή του κινδύνου σύγχυσης (ΑΠ 1609/2014).

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με το νομικό πλαίσιο του domain name.