Υποκατάστημα Αλλοδαπής Επιχείρησης – Νομικό Πλαίσιο

Υποκατάστημα γενικά είναι κάθε άλλη, εκτός του κεντρικού καταστήματος, επαγγελματική εγκατάσταση της επιχείρησης, όπου αναπτύσσεται ιδιαίτερη συναλλακτική δραστηριότητα από όργανα αυτής που έχουν τη σχετική εξουσία.

Υποκατάστημα Αλλοδαπής Επιχείρησης είναι η προέκταση που η επιχείρηση εγκαθιστά σε άλλο κράτος (με διάρκεια και χωρίς νομική προσωπικότητα), μέσω της οποίας συνάπτει έννομες σχέσεις με τρίτους στη χώρα εγκατάστασης.

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

Συμβούλιο της Επικρατείας

Για το χαρακτηρισμό του οικείου χώρου ως υποκαταστήματος δεν αρκεί η απλή διενέργεια προπαρασκευαστικών πράξεων ή πράξεων υλικής εκτελέσεως συμβάσεων που δεν καταρτίζονται στον εν λόγω χώρο, όπως η παράδοση ή παραλαβή εμπορευμάτων ή η διενέργεια πληρωμών ή η είσπραξη χρημάτων και λήψη συναλλαγματικών, εφόσον αυτές ενεργούνται σε εκτέλεση συναφθεισών ήδη σχετικών συμβάσεων (ΣτΕ 459/2000).

Υπόθεση C-154/11 ΔΕΕ

Η έννοια του υποκαταστήματος, του πρακτορείου ή κάθε άλλης εγκατάστασης προϋποθέτει ένα κέντρο επιχειρήσεων που εκδηλώνεται με διαρκή τρόπο προς τα έξω ως προέκταση της μητρικής επιχείρησης.

Το κέντρο αυτό πρέπει να διαθέτει διεύθυνση και να είναι υλικά εξοπλισμένο ώστε να μπορεί να διαπραγματεύεται υποθέσεις με τρίτους, οι οποίοι δεν απαιτείται να αποτείνονται απευθείας στη μητρική εταιρία.

ΔΙΑΦΟΡΑ ΜΕ ΑΛΛΕΣ ΝΟΜΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ

Υποκατάστημα Αλλοδαπής Επιχείρησης Και Θυγατρική Εταιρεία

Το υποκατάστημα διακρίνεται από τη θυγατρική εταιρεία διότι το μεν υποκατάστημα αλλοδαπής δεν διαθέτει αυτοτελή νομική προσωπικότητα ενώ η θυγατρική εταιρεία έχει.

Υποκατάστημα Αλλοδαπής Επιχείρησης Και Πρακτορείο

Το υποκατάστημα διακρίνεται από το πρακτορείο λόγω της απασχόλησης δικού του προσωπικού με σχέση εξαρτημένης εργασίας κάτι το οποίο δεν παρατηρείται στην εγκατάσταση πρακτορείου. 

Υποκατάστημα Αλλοδαπής Επιχείρησης Και Εμπορικός Αντιπρόσωπος 

Ο εμπορικός αντιπρόσωπος:

  • είναι ανεξάρτητος, δύναται να οργανώνει ελεύθερα τη δραστηριότητά του και να καθορίζει το χρόνο εργασίας του, χωρίς να λαμβάνει σχετικές οδηγίες από την κύρια εγκατάσταση,
  • έχει την ευχέρεια να αντιπροσωπεύει περισσότερες εταιρείες/οίκους που ανταγωνίζονται μεταξύ τους και
  • δεν μετέχει ενεργά στη διεκπεραίωση ή εκτέλεση των υποθέσεων, αλλά περιορίζεται κυρίως στη διαβίβαση παραγγελιών στην εταιρεία που αντιπροσωπεύει.

σε αντίθεση με το υποκατάστημα αλλοδαπής επιχείρησης, το οποίο προϋποθέτει έλεγχο και υπαγωγή στη διεύθυνση της κύριας επιχείρησης.

ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΓΕΜΗ

Σύμφωνα με το άρθρο 16 του Ν. 4919/2022 όπως ισχύει μετά τον 5164/2024:

Στο Γ.Ε.ΜΗ. εγγράφονται υποχρεωτικά:

ιβ) τα υποκαταστήματα ή πρακτορεία που διατηρούν στην ημεδαπή οι αλλοδαπές εταιρείες με τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας, της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης και της ετερόρρυθμης κατά μετοχές εταιρείας που έχουν την έδρα τους σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ),

ιγ) τα υποκαταστήματα ή τα πρακτορεία που διατηρούν στην ημεδαπή οι αλλοδαπές εταιρείες που έχουν έδρα σε τρίτη χώρα και έχουν νομική μορφή ανάλογη με εκείνη των αλλοδαπών εταιρειών που αναφέρεται στην περ. ιβ),

ιδ) τα υποκαταστήματα ή τα πρακτορεία, μέσω των οποίων ενεργούν εμπορικές πράξεις στην ημεδαπή τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων που έχουν την κύρια εγκατάσταση ή την έδρα τους στην αλλοδαπή και δεν εμπίπτουν στις περ. ιβ) και ιγ).

Απαιτούμενα στοιχεία:

Σύμφωνα με το άρθρο 43 του ίδιου νόμου, αλλά και τα άρθρα 36 – 38 της Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ,  καταχωρίζονται και δημοσιεύονται στο Γ.Ε.ΜΗ.,τα εξής στοιχεία:

  1. η ιδρυτική πράξη και το καταστατικό, αν αυτό αποτελεί αντικείμενο χωριστής πράξης, καθώς και οι τροποποιήσεις των εγγράφων αυτών,
  2. η ταχυδρομική διεύθυνση του υποκαταστήματος,
  3. η αναφορά των δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος,
  4. το δίκαιο του κράτους, από το οποίο διέπεται η εταιρεία,
  5. αν το δίκαιο του κράτους από το οποίο διέπεται η εταιρεία προβλέπει την τήρηση μητρώου, καταχωρίζεται ο αριθμός εγγραφής της εταιρείας στο μητρώο αυτό,
  6. η μορφή, η έδρα και το αντικείμενο της εταιρείας, καθώς και μία (1) τουλάχιστον φορά τον χρόνο το ποσό του καλυφθέντος κεφαλαίου, αν τα στοιχεία αυτά δεν περιέχονται στην ιδρυτική πράξη ή το καταστατικό,
  7. η επωνυμία της εταιρείας, καθώς και η επωνυμία του υποκαταστήματος, αν δεν είναι ίδια με την επωνυμία της εταιρείας,
  8. ο διορισμός, η λήξη των καθηκόντων, καθώς και τα στοιχεία ταυτότητας των προσώπων που έχουν την εξουσία να δεσμεύουν την εταιρεία έναντι τρίτων και να την εκπροσωπούν ενώπιον δικαστηρίου:
  9. ως νόμιμα προβλεπόμενα όργανα της εταιρείας ή ως μέλη ενός τέτοιου οργάνου,
  10. ως νόμιμοι εκπρόσωποι της εταιρείας για τη δραστηριότητα του υποκαταστήματος, με μνεία της έκτασης των εξουσιών τους και ενδεχόμενης δυνατότητας να ασκούν τις εξουσίες αυτές μόνοι,
  11. η λύση της εταιρείας, ο διορισμός, τα ατομικά στοιχεία ταυτότητας και οι εξουσίες των εκκαθαριστών, καθώς και η περάτωση της εκκαθάρισης, σύμφωνα με τη δημοσιότητα που λαμβάνει χώρα για την εταιρεία, σύμφωνα με τις περ. η), ι) και ια) του άρθρου 35, όπως, επίσης, η διαδικασία πτώχευσης, πτωχευτικού συμβιβασμού ή άλλη ανάλογη διαδικασία, στην οποία υπόκειται η εταιρεία,
  12. τα λογιστικά έγγραφα, όπως οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις, της εταιρείας, που καταρτίσθηκαν, ελέγχθηκαν και δημοσιεύθηκαν κατά το δίκαιο του κράτους, στο οποίο υπόκειται η εταιρεία. Στην περίπτωση που το δίκαιο του κράτους δεν προβλέπει κατάρτιση των λογιστικών εγγράφων κατά τρόπο ισοδύναμο με το ελληνικό και το ενωσιακό δίκαιο, απαιτούνται τα λογιστικά έγγραφα, όπως οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις, των δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος,
  13. το κλείσιμο του υποκαταστήματος, και
  14. η δήλωση στοιχείων φορολογίας εισοδήματος του άρθρου 157 Γ του ν. 4548/2018 (Α’ 104).
Απαιτούμενα Έγγραφα:

Σύμφωνα με την ΥΑ 86727/2023 υποβαλλόμενα έγγραφα για την εγκατάσταση υποκαταστήματος μέσω e-YMΣ είναι τα εξής:

  1. Απόφαση για εγκατάσταση υποκαταστήματος στην Ελλάδα (υποχρεωτικό έγγραφο).
  2. Απόφαση για διορισμό νόμιμου εκπροσώπου του υποκαταστήματος (υποχρεωτικό έγγραφο).
  3. Ισχύον καταστατικό της εταιρείας (υποχρεωτικό έγγραφο).
  4. Ιδρυτική πράξη, εφόσον διατίθεται ξεχωριστά από το ισχύον καταστατικό (προαιρετικό έγγραφο).
  5. Πιστοποιητικό Καλής Λειτουργίας της αρμόδιας αρχής ή του εμπορικού μητρώου της χώρας προέλευσης (εκδόσεως τελευταίου τριμήνου – υποχρεωτικό έγγραφο).
  6. Πιστοποιητικό ισχύουσας εκπροσώπησης, εφόσον δεν περιλαμβάνεται στο Πιστοποιητικό Καλής Λειτουργίας ή στο καταστατικό (προαιρετικό έγγραφο).
  7. Αποδεικτικό ηλεκτρονικής υποβολής δήλωσης πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης ή δωρεάν παραχώρησης (υποχρεωτικό έγγραφο μόνο όταν το ακίνητο είναι μισθωμένο ή από δωρεάν παραχώρηση).
  8. Εξουσιοδότηση τρίτου να αναλάβει την εγγραφή του υποκαταστήματος στο Γ.Ε.ΜΗ. (υποχρεωτικό έγγραφο μόνο στην περίπτωση που ο αιτών είναι εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος και όχι νόμιμος εκπρόσωπος).
  9. Έγγραφο γνωστοποίησης εγκατάστασης υποκαταστήματος από αρχή ελέγχου νομιμότητας (υποχρεωτικό έγγραφο για την περίπτωση υποκαταστημάτων πιστωτικών ή ασφαλιστικών ιδρυμάτων).
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ & ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ

Το υποκατάστημα αλλοδαπής διαθέτει ελληνικό ΑΦΜ και υπάγεται στην κατά τόπο αρμόδια ΔΟΥ. Με το ελληνικό ΑΦΜ το υποκατάστημα τιμολογεί και λαμβάνει τιμολόγια.

Περαιτέρω, το υποκατάστημα ως «μόνιμη εγκατάσταση» (άρ. 6 Ν 4172/2013) τηρεί βιβλία στην Ελλάδα (Ν. 4308/2014, ΕΛΠ) και εξάγει λογιστικό αποτέλεσμα το οποίο μεταφέρεται στα βιβλία και στις Οικονομικές Καταστάσεις του κεντρικού, με υποβολή ενοποιημένου ισολογισμού στην χώρα που βρίσκεται η νόμιμη έδρα της επιχείρησης.

Επιπροσθέτως, σημειώνεται ότι:
  • Η διασυνοριακή μεταφορά και διανομή χρημάτων (κερδών) μεταξύ κεντρικού και υποκαταστήματος δεν επιβαρύνεται με φόρο εισοδήματος, επομένως δεν διενεργείται ούτε παρακράτηση φόρου.
  • Επιπλέον τα ανωτέρω μεταφερόμενα κέρδη δεν χαρακτηρίζονται ως μέρισμα και συνεπώς απαλλάσσονται από φόρο μερισμάτων
  • Η διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών και η πώληση αγαθών δεν επιβαρύνονται με Φ.Π.Α.
  • Οι συναλλαγές μεταξύ του κεντρικού και του υποκαταστήματος δεν επιβαρύνονται ούτε με τέλη χαρτοσήμου, αφού μεταξύ του κεντρικού και του υποκαταστήματος δεν συνάπτεται καμιά σύμβαση (επομένως και δανειακή σύμβαση απαλλάσσεται της καταβολής τέλους χαρτοσήμου). Τούτο διότι η σύμβαση προϋποθέτει την ύπαρξη επιχειρήσεων με νομική προσωπικότητα, πράγμα που δεν συμβαίνει επί υποκαταστημάτων.
  • Τα κεφάλαια από το κεντρικό κατάστημα προς το υποκατάστημα της επιχείρησης με σκοπό τη χρηματοδότηση του τελευταίου, δεν υπάγονται σε φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίου (ισχύει σε περίπτωση υποκαταστημάτων αλλοδαπής εταιρείας με έδρα εντός της ΕΕ).
ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ

Τα βασικά μειονεκτήματα συνοψίζονται στα εξής:

  1. Η ευθύνη από ζημία που προκάλεσε το υποκατάστημα αλλοδαπής σε τρίτους αφορά στο σύνολο της εταιρείας, δηλαδή υπόχρεη προς αποζημίωση είναι η αλλοδαπή εταιρεία.
  2. Το ίδιο ισχύει και με με την ευθύνη των διοικούντων. Δηλαδή, τα μέλη της διοίκησης της αλλοδαπής εταιρείας ευθύνονται στην ίδια έκταση με τον εκπρόσωπο του υποκαταστήματος αλλοδαπής.
  3. Σε περίπτωση πώλησης υποκαταστήματος αλλοδαπής, θα πρέπει να προηγηθεί πρώτα μετατροπή με απόσχιση κλάδου και ίδρυση νέας εταιρείας.
ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ ΣΕ ΘΥΓΑΤΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

Τέλος, στα πλαίσια του νόμου 4601/2019 για τους εταιρικούς μετασχηματισμούς, η μετατροπή υποκαταστήματος σε νεοσυσταθείσα εταιρεία, που αποτελεί θυγατρική της εισφέρουσας εταιρείας, κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 52 του ν. 4172/2013 (ΚΦΕ), συνιστά περίπτωση απόσχισης κλάδου κατά το άρθρο 57 του ν. 4601/2019 και διέπεται από τις διατάξεις του παραπάνω νόμου, ιδίως, όσον αφορά το επιτρεπτό, τις προϋποθέσεις, τις διαδικασίες και τα αποτελέσματά της (βλ. και ΑΑΔΕ/Ε2048/21.3.2019).

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με το Υποκατάστημα Αλλοδαπής Επιχείρησης

Διαζύγιο Και Αξίωση Συμμετοχής Επί Εταιρείας Συζύγου

Η ΑΞΙΩΣΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΑ ΑΠΟΚΤΗΜΑΤΑ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1400 παρ. 1 του Α.Κ.

«Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέστηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.

Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή… Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομιά ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες».

Νομική Φύση Αξίωσης Συμμετοχής

Η απαίτηση του κάθε συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι, κατ’ αρχήν, ενοχή αξίας, δηλαδή, χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της περιουσιακής αυξήσεως του υποχρέου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή, άμεση ή έμμεση, του δικαιούχου.

Έννοια Προσαύξησης Περιουσίας

Ως αύξηση νοείται, όχι μία συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι, κατά την τέλεση του γάμου (αρχική περιουσία) και κατά τον χρόνο που γεννάται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα (τελική περιουσία).

Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγόμενης σε τιμές του χρόνου της έγερσης της αγωγής, θα κριθεί αν υπάρχει αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα.

Χρόνος & Τρόπος Υπολογισμού Περιουσίας

Προς υπολογισμό της τελικής περιουσίας, κρίσιμος χρόνος θεωρείται στη μεν περίπτωση λύσης ή ακύρωσης του γάμου με δικαστική απόφαση, ο χρόνος, κατά τον οποίο η απόφαση αυτή έγινε αμετάκλητη, στη δε περίπτωση της τριετούς διάστασης (κατά την οποία προϋποτίθεται ότι ο γάμος δεν έχει ακόμη λυθεί ή ακυρωθεί), κρίσιμος είναι ο χρόνος της άσκησης της αγωγής.

Οι ενδιάμεσες μεταβολές της αρχικής περιουσίας του υπόχρεου συζύγου δεν επιδρούν στον προσδιορισμό της τελικής περιουσίας και συνακόλουθα του αποκτήματος.

Συμβολή Συζύγου Στην Προσαύξηση

Η συμβολή του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, υπό την έννοια των διατάξεων του άρθρου 1400 του Α.Κ., μπορεί να συνίσταται, όχι μόνο στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών, αποτιμώμενων σε χρήμα.

Μπορεί να συνίσταται ακόμη και στην παροχή υπηρεσιών, οι οποίες παρέχονται στο συζυγικό οίκο, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κατά το οποίο ο υπόχρεος σύζυγος έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του σε συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του.

Συγκεκριμένα, κατά τη διάταξη του άρθρου 1389 του Α.Κ., οι σύζυγοι έχουν την υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας και η συνεισφορά αυτή γίνεται με οποιοδήποτε τρόπο, όπως με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματά τους και την περιουσία τους.

Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1390 του ιδίου Κώδικα, στην υποχρέωση του προηγούμενου άρθρου περιλαμβάνονται η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή τους, η κοινή υποχρέωση για διατροφή των τέκνων τους και γενικά η υποχρέωση για συμβολή τους στη λειτουργία του κοινού οίκου.

Το μέτρο της υποχρέωσης προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωσή της γίνεται με τον τρόπο που επιβάλλει η έγγαμη συμβίωση.

Υπολογισμος Συμμετοχής Στα Αποκτηματα

Η αποτίμηση, όμως, των υπηρεσιών του ενάγοντος, με τις οποίες αυτός συνέβαλε στην επελθούσα αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου του, δεν είναι αναγκαία για το ορισμένο της αγωγής, όταν αυτή ερείδεται επί της εξ 1/3 τεκμαρτής συμβολής του στα αποκτήματα του συζύγου του, ή σε μικρότερο ποσοστό, όπως αντιθέτως απαιτείται, όταν η αγωγή στηρίζεται επί της πραγματικής συμβολής.

Μόνο στην τελευταία περίπτωση, για να ληφθούν υπόψη και να υπολογισθούν αυτού του είδους οι υπηρεσίες, ως συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, απαιτείται να γίνεται η, κατά το μέρος που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών μέτρο, χρηματική αποτίμησή τους, ή η αποτίμηση των δυνάμεων που εξοικονόμησε από την παροχή τους ο υπόχρεος σύζυγος, εάν προβάλλεται, ότι η εξοικονόμηση αυτή συνέβαλε, κατά διαφορετικό από την αποτίμηση των υπηρεσιών ποσό στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου, που διαφορετικά δεν θα επιτυγχανόταν χωρίς αυτήν.

Κατά συνέπεια, οι υπηρεσίες αυτές πρέπει να προσδιορίζονται κατά είδος και αξία, τόσο στην αγωγή, όσο και στην απόφαση, μόνο όταν και κατά το μέρος που υπερβαίνουν το μέτρο το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες (ΑΠ 1059/2014).

ΑΓΩΓΗ – ΑΜΥΝΑ ΣΥΖΥΓΟΥ – ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ
Αγωγικές Αξιώσεις Επί Προσαύξησης Περιουσίας

Όταν ζητείται η επιδίκαση του τεκμαιρομένου ποσοστού (1/3) των αποκτημάτων, ο ενάγων θα δικαιούται το ένα τρίτο από την επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, χωρίς να χρειάζεται να επικαλεσθεί και αποδείξει οποιαδήποτε συμβολή του στην αύξηση αυτή, υπό την προϋπόθεση βέβαια της επίκλησης και απόδειξης τέτοιας αύξησης της περιουσίας του άλλου συζύγου.

Ενστάσεις

Ωστόσο, ο εναγόμενος, ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου η περιουσία αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου, μπορεί να προβάλει, μεταξύ άλλων, ότι η συμβολή του ενάγοντος ήταν κάτω από το ένα τρίτο ή ότι δεν υπάρχει καμία συμβολή.

Για να γίνει όμως δεκτή η ανυπαρξία συμβολής που αποκλείει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, θα πρέπει ο εναγόμενος σύζυγος να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι ο δικαιούχος της αξίωσης συμμετοχής σύζυγος, είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων είτε δεν ήθελε να συμβάλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο στον ίδιο.

Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, ενόψει του ότι το καθιερούμενο από το άρθρο 1400 του Α.Κ. τεκμήριο της συμβολής συμμετοχής στα αποκτήματα κατά το 1/3 ενεργεί και ως προς τους δύο συζύγους, συνιστά, ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου, ένσταση, ενώ όσον αφορά στον πραγματικό υπολογισμό αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής.

Έτσι, το καθιερούμενο από τη διάταξη του άρθρου 1400 του Α.Κ. μαχητό τεκμήριο ότι η συμβολή του δικαιούχου συζύγου ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης της περιουσίας του υποχρέου, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή, λειτουργεί αμφιμερώς και υπέρ των δύο διαδίκων.

Τούτο με την έννοια ότι αν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του ποσοστό της αύξησης που αντιστοιχεί σε μεγαλύτερη του 1/3 συμβολή, αυτός υποχρεούται να αποδείξει το μεγαλύτερο του τεκμαρτού ποσοστό της συμβολής του, ενώ ο εναγόμενος μπορεί, κατ’ ένσταση, να προβάλει και να αποδείξει ότι ο ενάγων είχε μικρότερη της τεκμαιρόμενης ή και καμία συμβολή.

Νομική Ερμηνεία Ενστάσεων

Με τη διάταξη αυτή δεν καθιερώνεται ιδιαίτερος τρόπος υπολογισμού της αξίωσης, σε σχέση με το ποσοστό του τεκμηρίου, αλλά απλώς γίνεται κατανομή του βάρους της απόδειξης με βάση μαχητό τεκμήριο, ενώ η αξίωση συμμετοχής στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου είναι μία και ενιαία, οποιοδήποτε ποσοστό (μεγαλύτερο ή μικρότερο του τεκμαιρομένου) συμμετοχής και αν ζητεί με την αγωγή ο δικαιούχος σύζυγος.

Επίσης, ο εναγόμενος στην εν λόγω αγωγή μπορεί, κατ’ ένσταση, να ζητήσει, προκειμένου να εξευρεθεί η τελική καθαρή αύξηση της περιουσίας, να αφαιρεθεί το παθητικό αυτής, το οποίο υπάρχει κατά το χρόνο παροχής έννομης προστασίας, δηλαδή κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής.

Συνεπώς, εάν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του μεγαλύτερο του τεκμαιρόμενου ποσοστό και δεν απέδειξε την συμβολή του, με τους τρόπους και κατά την αξία, που εκθέτει στην αγωγή, η αγωγή δεν απορρίπτεται εξ ολοκλήρου, αλλά, μόνο, κατά το πλέον του ενός τρίτου ποσοστό της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, ενώ, κατά το αντίστοιχο με το ένα τρίτο ποσό, που καλύπτεται από το τεκμήριο, γίνεται δεκτή, εφόσον ο εναγόμενος δεν επικαλέσθηκε ή εάν επικαλέσθηκε, δεν απέδειξε ότι το ποσοστό συμβολής του ενάγοντος στην αύξηση ήταν μικρότερο ή ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε συμβολή του ενάγοντος στην αύξηση της περιουσίας αυτού (εναγομένου).

Στην περίπτωση αυτή, ο ενάγων ή η ενάγουσα, κατ’ επιτρεπτή ανταπόδειξη, μπορεί να επικαλεστεί και αποδείξει την οποιαδήποτε συμβολή έστω και αν είναι μικρότερη από το 1/3.

Η ΑΞΙΩΣΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΕ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΖΥΓΟΥ

Η ιδιότητα εταίρου σε εταιρεία, με νομική προσωπικότητα, προσωπική (ΟΕ, ΕΕ) ή κεφαλαιουχική (ΑΕ, ΕΠΕ, ΙΚΕ), δεν παρέχει σε αυτόν (εταίρο ή μέτοχο) οποιοδήποτε δικαίωμα περιουσιακής φύσεως επί των επιμέρους περιουσιακών στοιχείων, που απαρτίζουν την εταιρική περιουσία.

Τούτο διότι επί εταιρειών που έχουν νομική προσωπικότητα, σε αντίθεση με εκείνες που στερούνται νομικής προσωπικότητας, η εταιρική περιουσία ανήκει στο νομικό πρόσωπο και διακρίνεται από τις ατομικές περιουσίες των εταίρων.

Από αυτό συνάγεται ότι για τον υπόχρεο σύζυγο, που έχει αποκτήσει, κατά τον κρίσιμο χρόνο της έγγαμης συμβίωσης, με τη συμβολή του δικαιούχου συζύγου, την ιδιότητα μετόχου ή εταίρου εταιρείας με νομική προσωπικότητα και τη διατηρεί, κατά το χρόνο λύσης ή ακύρωσης του γάμου, απόκτημα δεν αποτελούν τα κατ’ ιδίαν στοιχεία, τα οποία συνθέτουν το ενεργητικό της εταιρικής περιουσίας, αλλά η ατομική του περιουσία ως μετόχου ή εταίρου.

Δηλαδή, απόκτημα αποτελεί η οικονομική συμμετοχή του εταίρου ή μετόχου και συγκεκριμένα οι μετοχές ή η μερίδα συμμετοχής του καθώς και τα αναλογούντα στο ποσοστό συμμετοχής καθαρά κέρδη, που αποκόμισε, κατά τη διάρκεια του γάμου και υφίστανται, κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης ή ακύρωσης του γάμου και μόνον επ’ αυτών των ατομικών περιουσιακών στοιχείων δύναται να έχει αξίωση συμμετοχής ο δικαιούχος σύζυγος.

Επομένως, στην περίπτωση συμβολής στην απόκτηση μετοχών, ή εταιρικής μερίδας υπάρχει αξίωση συμμετοχής και μπορεί να ζητηθεί, κατ’ ανάλογο ποσοστό, μέρος αυτών ή μέρος της αξίας τους.

Παράδειγμα

Κατά τη διάρκεια του γάμου, ο σύζυγος απέκτησε το 60% επί ομόρρυθμης εταιρείας. Επίσης κατά τη διάρκεια του γάμου, η ανωτέρω εταιρεία απέκτησε στην πλήρη κυριότητά της 3 ακίνητα.

Το εφετείο έκρινε ότι η σύζυγος δεν δικαιούται το 60% επί των 3 ακινήτων, αλλά το 1/3 επί των εταιρικών μεριδίων που κατείχε ο σύζυγος. Επιπλέον, επειδή η σύζυγος δεν είχε διατυπώσει το αίτημά της κατά την ανωτέρω νομικά ορθή προσέγγιση, η αξίωσή της απορρίφθηκε.

Περαιτέρω ο Άρειος Πάγος έκρινε αναιρετικά τα παρακάτω:

Η προσβαλλόμενη απόφαση, ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τη διάταξη του άρθρου 1400 του Α.Κ., δεν προσμέτρησε στην ατομική περιουσία του αναιρεσιβλήτου την εμπορική αξία του ποσοστού 60% των ακινήτων, που ανήκουν, κατά κυριότητα, στο νομικό πρόσωπο της ομόρρυθμης εταιρείας, ομόρρυθμος εταίρος της οποίας είναι ο αναιρεσίβλητος, κατά ποσοστό 60%.

Και τούτο διότι τα ως άνω περιουσιακά στοιχεία δεν συνιστούν απόκτημα, καθόσον δεν ανήκουν -έστω και κατά το ως άνω ποσοστό- στην ατομική περιουσία του αναιρεσιβλήτου, αλλά συνθέτουν το ενεργητικό της εταιρικής περιουσίας.

Τέτοια αξίωση συμμετοχής υπάρχει, μόνο, επί τυχόν συμβολής της αναιρεσείουσας στην απόκτηση της εταιρικής μερίδας του αναιρεσιβλήτου ή επί των αναλογούντων στο ποσοστό συμμετοχής τούτου καθαρών κερδών, που αποκόμισε αυτός, κατά τη διάρκεια του γάμου και υφίστανται, κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του, αίτημα, όμως, το οποίο δεν υποβλήθηκε (ΑΠ 312/2023).

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα επί εταιρειών στην περίπτωση διαζυγίου.

Δημόσιος Υπάλληλος Και Δυνατότητα Συμμετοχής Σε Εταιρείες

Η δυνατότητα δημοσίου υπάλληλου να συμμετέχει σε εταιρείες οιασδήποτε μορφής, ρυθμίζεται από το άρθρο 32 του Υπαλληλικού Κώδικα (Ν. 3528/2007), όπως ισχύει σήμερα μετά την αναθεώρησή του με τον Ν. 5149/2024.

Με την παράγραφο 2 του παραπάνω άρθρου του Κώδικα, θεσπίζεται γενική απαγόρευση:

Απαγορεύεται ο υπάλληλος να μετέχει σε οποιαδήποτε εμπορική εταιρεία προσωπική, περιορισμένης ευθύνης ή κοινοπραξία ή να είναι διευθύνων ή εντεταλμένος σύμβουλος ανώνυμης εταιρείας ή διαχειριστής οποιασδήποτε εμπορικής εταιρείας.

Σε πολλές περιπτώσεις, ωστόσο, προβλέπονται εξαιρέσεις και επιμέρους ρυθμίσεις.

ΠΛΗΡΗΣ & ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ
Ομόρρυθμη & Ετερόρρυθμη Εταιρεία (ΟΕ & ΕΕ)

Οι Ο.Ε. και Ε.Ε. εμπίπτουν στην έννοια της «προσωπικής εμπορικής εταιρείας» και επομένως ο δημόσιος υπάλληλος απαγορεύεται απόλυτα να μετέχει, είτε ως ομόρρυθμος είτε ως ετερόρρυθμος εταίρος σε αυτές.

Εξάλλου, η συμμετοχή υπαλλήλου, ως εταίρου, σε προσωπική εταιρεία (ΟΕ & ΕΕ) εμπίπτει όχι μόνο στην παραπάνω απαγόρευση της παρ. 2 του άρθρου 32, αλλά και αυτής της παρ. 3 του άρθρου 31 (Γνωμοδότηση ΝΣΚ 553/2008).

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι, προφανέστατα, δημόσιος υπάλληλος δεν μπορεί να είναι ούτε και διαχειριστής ΟΕ και ΕΕ.

Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης (ΕΠΕ)

Ομοίως, η συμμετοχή υπαλλήλου σε ΕΠΕ απαγορεύεται ρητά και απόλυτα. Δημόσιος υπάλληλος δεν μπορεί να είναι ούτε εταίρος (μέλος) ΕΠΕ ούτε διαχειριστής της (Γνωμοδότηση ΝΣΚ 385/2008).

Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρεία (ΙΚΕ)

Η περίπτωση της συμμετοχής δημοσίου υπάλληλου ΙΚΕ δεν αναφέρεται ρητά στο παραπάνω άρθρο και, αρχικά, επικράτησε διχογνωμία.

Ωστόσο με την Γνωμοδότηση ΝΣΚ 25/2015, κρίθηκε ότι:

«Επιπροσθέτως, η Ι.Κ.Ε., ως προς τα γενικά της χαρακτηριστικά έχει νομοθετικά διαμορφωθεί, ασχέτως των κάθε φορά ειδικότερων και εμφαινόμενων στο καταστατικό εταιρικών επιλογών, με βάση την εταιρία περιορισμένης ευθύνης (Ε.Π.Ε.), στην οποία η απαγόρευση συμμετοχής του υπαλλήλου δεν επιδέχεται αμφισβήτησης.
(…)
Κατόπιν των προαναφερομένων, το Ε’ Τμήμα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους γνωμοδοτεί: α) ομόφωνα, ότι δεν επιτρέπεται στον υπάλληλο, ο οποίος διέπεται από τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα, να αποκτήσει την ιδιότητα του διαχειριστή ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας και, β) κατά πλειοψηφία, ότι δεν επιτρέπεται στον εν λόγω υπάλληλο να συμμετέχει, με την απόκτηση ενός ή περισσότερων εταιρικών μεριδίων, σε αυτήν».

Τέλος, με την από 13/01/2025 Εγκύκλιο του ΥΠΕΣ, υιοθετήθηκε η παραπάνω γνωμοδότηση από τη Διοίκηση.

Επομένως, δεν επιτρέπεται στον δημόσιο υπάλληλο, να μετέχει σε ΙΚΕ, να διακρατεί εταιρικά μερίδια αυτής και, πολύ περισσότερο, να είναι διαχειριστής.

Αξίζει να σημειωθεί, ότι η μειοψηφούσα άποψη του ΝΣΚ θεωρεί πως η πλήρης και απόλυτη απαγόρευση κατοχής έστω και ενός μεριδίου στην ΙΚΕ θέτει ζητήματα συνταγματικότητας. Ωστόσο, μετά την υιοθέτηση της άποψης της πλειοψηφίας από τη Διοίκηση, παρέλκει οιαδήποτε περαιτέρω αναφορά.

Κοινοπραξία

Με την ρητή αναφορά του άρθρου 32, η συμμετοχή δημοσίου υπαλλήλου σε Κοινοπραξίες απαγορεύεται χωρίς εξαιρέσεις.

Αφανής Εταιρεία

Κατά πάγια θέση της θεωρίας και της νομολογίας, ο δημόσιος υπάλληλος δεν επιτρέπεται να συμμετέχει ως αφανής εταίρος σε αφανή εταιρεία η οποία έχει εμπορική δραστηριότητα.

Ατομική Επιχείρηση

Η ατομική επιχείρηση δεν είναι νομικό πρόσωπο και επομένως δεν εμπίπτει στο ρυθμιστικό πλαίσιο του άρθρου 32, καθώς αυτό αφορά μόνο τις εμπορικές εταιρείες.

Η σχετική ρύθμιση προβλέπεται στο άρθρο 31 «Άσκηση ιδιωτικού έργου με αμοιβή» και επιτρέπεται υπό προϋποθέσεις.

Λοιπά Θέματα Απόλυτης Απαγόρευσης
  • Ζήτημα μπορεί να προκύψει στην περίπτωση κατά την οποία δημόσιος υπάλληλος κληρονομήσει εταιρικά μερίδια τα οποία απαγορεύεται να κατέχει. Σύμφωνα με την ανωτέρω αναφερόμενη Γνωμοδότηση ΝΣΚ 385/2008, σε τέτοια περίπτωση (δηλαδή απόκτησης εταιρικών μεριδίων Ε.Π.Ε. από δημόσιο υπάλληλο, λόγω κληρονομίας), δημιουργείται ασυμβίβαστο μεταξύ της ιδιότητας αυτού και της συμμετοχής του στην εταιρία. Το ασυμβίβαστο αυτό μπορεί να αρθεί μόνον, εφόσον ο υπάλληλος προβεί στη μεταβίβαση όλων των εταιρικών μεριδίων. Η ως άνω μεταβίβαση πρέπει να λάβει χώρα εντός έτους από της υποβολής της σχετικής δήλωσης στην υπηρεσία του, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 32 παρ. 3 εδ. 2 του Υπαλληλικού Κώδικα.
  • Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως αναφέρει η Γνωμοδότηση ΝΣΚ 314/2007, η συμμετοχή δημοσίου υπαλλήλου, σε οιαδήποτε εμπορική εταιρεία στην οποία απαγορεύεται η συμμετοχή του, δεν αποτελεί κατά νόμο κώλυμα για τη χορήγηση στην εταιρεία αυτή οιασδήποτε τυχόν απαιτούμενης άδειας ιδρύσεως ή λειτουργίας. Είναι δε διάφορο το ζήτημα της πειθαρχικής ευθύνης του υπαλλήλου αυτού, λόγω της συμμετοχής του σε τέτοια εταιρεία.
ΜΕΡΙΚΗ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ
Ανώνυμη Εταιρεία (ΑΕ)

Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 32 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα, απαγορεύεται η απόκτηση από υπάλληλο, σύζυγο του ή ανήλικα τέκνα τους μετοχών ανωνύμων εταιρειών που υπάγονται στον ειδικό έλεγχο της υπηρεσίας του.

Συνεπώς, μετοχές ΑΕ που υπάγονται στον ειδικό έλεγχο της υπηρεσίας δεν επιτρέπεται να αποκτηθούν.

Σε περίπτωση όπου ο δημόσιος υπάλληλος είτε κατά το διορισμό του, είτε κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του κατέχει μετοχές ΑΕ οι οποίες εμπίπτουν στην παραπάνω απαγόρευση, υποχρεούται να υποβάλει σχετική δήλωση στην υπηρεσία του και, εντός ενός έτους, είτε να τις μεταβιβάσει είτε να ζητήσει τη μετακίνηση του σε άλλη αρχή της υπηρεσίας του ή τη μετάταξη του σε άλλη δημόσια υπηρεσία ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Στην περίπτωση αυτή η μετακίνηση ή μετάταξη είναι υποχρεωτική για την υπηρεσία του.

Κατά το διάστημα που μεσολαβεί μέχρι τη μεταβίβαση των μετοχών ή την ολοκλήρωση της μετάταξης του, ο υπάλληλος εμπίπτει στο «κώλυμα συμφέροντος».

Τα ίδια ισχύουν στην περίπτωση όπου μετοχές ΑΕ οι οποίες εμπίπτουν στην παραπάνω απαγόρευση, αποκτηθούν από σύζυγο ή ανήλικα τέκνα του υπαλλήλου.

Περαιτέρω, εξ’ αντιδιαστολής, προκύπτει ότι ο δημόσιος υπάλληλος μπορεί να είναι μέτοχος σε ΑΕ που δεν ελέγχει η υπηρεσία του. Μπορεί, δηλαδή, να κατέχει μετοχές, να μετέχει και να ψηφίζει στις γενικές συνελεύσεις.

Ωστόσο, απαγορεύεται απόλυτα να είναι διευθύνων ή εντεταλμένος σύμβουλος σε ΑΕ.

Ως προς το αν μπορεί να είναι μέλος ΔΣ, η απάντηση είναι ότι επιτρέπεται, εφόσον λάβει την κατά νόμω προβλεπόμενη ειδική άδεια και έγκριση της Υπηρεσίας του (Γνωμοδότηση ΝΣΚ 115/2010).

Πλειοψηφών ή Μόνος Μέτοχος

Έχει ανακύψει ζήτημα εάν επιτρέπεται δημόσιος υπάλληλος να είναι πλειοψηφών μέτοχος μιας ΑΕ (δηλαδή να κατέχει την πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου μιας εταιρείας, ήτοι 50% + 1 μετοχή) ή, ακόμα περισσότερο, να είναι ο μοναδικός μέτοχος μονομετοχικής ΑΕ.

Τούτο διότι, εάν ένας δημόσιος υπάλληλος κατέχει τόσο μεγάλο ποσοστό μετοχών, θεωρείται ότι εμπλέκεται άμεσα στη διοίκησή της.

Σύμφωνα με τη θεωρία η κατοχή της πλειοψηφίας των μετοχών από δημόσιο υπάλληλο, οδηγεί στον de facto έλεγχο της διοίκησης της ΑΕ και ως εκ τούτου απαγορεύεται. Τυχόν αντίθετη ερμηνεία, θα οδηγούσε σε έμμεση παράβαση και καταστρατήγηση της σχετικής διάταξης.

Γεωργικοί Συνεταιρισμοί, ΝΠΔΔ & ΟΤΑ

Επιτρέπεται η συμμετοχή δημοσίων υπαλλήλων με την υπηρεσιακή τους ιδιότητα σε συνεταιρισμούς, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 32, εφόσον αυτό προβλέπεται από ειδικές διατάξεις.

Ειδικότερα, σύμφωνα με την με την Γνωμοδότηση ΝΣΚ 109/2019 για την παροχή έργου ή εργασίας με αμοιβή από υπάλληλο του Δημοσίου που διέπεται από τον Υπαλληλικό Κώδικα, στο Δημόσιο ή σε δημόσιους φορείς (ΝΠΔΔ, ΟΤΑ κ.λπ.), απαιτείται άδεια άσκησης ιδιωτικού έργου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του Υ.Κ., καθόσον η τήρηση της διαγραφόμενης από το νόμο διαδικασίας είναι ανεξάρτητη της νομικής μορφής του εργοδότη, ήτοι του αν το προς ανάθεση έργο ή εργασία παρέχεται σε ιδιώτη εργοδότη ή στο Δημόσιο ή σε δημόσιους φορείς

Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση (ΚοινΣΕπ)

Επιτρέπεται η συμμετοχή δημοσίου υπαλλήλου ως απλού μέλους σε Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση (ΚοινΣΕπ), διότι μόνη η συμμετοχή του σε Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση δεν του προσδίδει εμπορική ιδιότητα, ούτε συνιστά κατ’ επάγγελμα άσκηση εμπορίας.

Αντίθετα, η συμμετοχή υπαλλήλου Διοικητικό Συμβούλιο Κοινωνικής Συνεταιριστικής Επιχείρησης, απαγορεύεται.

Περαιτέρω, η απασχόληση του ίδιου υπαλλήλου με αμοιβή, σε δραστηριότητες Κοινωνικής Συνεταιριστικής Επιχείρησης, στην οποία είναι μέλος, στο πλαίσιο υλοποίησης των σκοπών της αποτελεί ιδιωτικό έργο, για την άσκηση του οποίου απαιτείται εκάστοτε η χορήγηση άδειας από τα προβλεπόμενα συλλογικά ή ατομικά διοικητικά όργανα και με τους όρους που καθορίζονται στη διάταξη αυτή και αφού προηγηθεί κρίση ως προς το επιτρεπτό της αιτούμενης κάθε φορά απασχόλησης (Γνωμοδότηση ΝΣΚ 161/2019).

Αστική Με Κερδοσκοπική Εταιρεία

Κατά την κρατούσα άποψη, πρέπει να γίνει αναλογική εφαρμογή των παραπάνω παραδοχών για την ΚοινΣΕπ και να θεωρηθεί ότι επιτρέπεται η συμμετοχή δημοσίου υπαλλήλου ως απλού μέλους σε ΑΜΚΕ.

Ωστόσο και στην περίπτωση της ΑΜΚΕ πρέπει να θεωρηθεί ότι η συμμετοχή σε θέση διοίκησης δεν επιτρέπεται.

Ενεργειακή Κοινότητα

Τέλος, επιτρέπεται η συμμετοχή δημοσίου υπαλλήλου, με οιαδήποτε ιδιότητα, τόσο του απλού μέλους, όσο και του μέλους διοίκησης σε Ενεργειακή Κοινότητα (Γνωμοδότηση ΝΣΚ 112/2021).

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για κάθε θέμα σχετικά με τη δυνατότητα συμμετοχής δημοσίου υπάλληλου σε εμπορικές εταιρείες.

Drag Along & Tag Along Δικαίωμα: Νομοθεσία και Χρησιμότητα

Drag Along Right

Drag Along RightΔικαίωμα Συμπαράσυρσης» ή «Δικαίωμα Συμμεταβίβασης»), είναι ένας συμβατικός όρος που επιτρέπει στον πλειοψηφούντα μέτοχο, ή σε μια ομάδα πλειοψηφούντων μετόχων, να εξαναγκάσει τους μειοψηφούντες μετόχους να πωλήσουν τις μετοχές τους σε τρίτο αγοραστή, υπό τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις με αυτές που συμφωνήθηκαν για την πώληση των μετοχών της πλειοψηφίας.

Δηλαδή, η πλειοψηφία «συμπαρασύρει» τη μειοψηφία στην πώληση.

Ουσιαστικά, η ρήτρα αυτή διασφαλίζει ότι, εάν οι πλειοψηφούντες μέτοχοι συμφωνήσουν με κάποιο αγοραστή για το σύνολο της εταιρείας ή για ένα σημαντικό ποσοστό των μετοχών τους, η πώληση δεν μπορεί να εμποδιστεί από τη μη συνεργασία των μειοψηφούντων μετόχων.

Περαιτέρω, ο κύριος σκοπός του δικαιώματος Drag Along είναι η διευκόλυνση της πώλησης ολόκληρης της εταιρείας. Τούτο διότι, σε πολλές περιπτώσεις, ένας ενδιαφερόμενος αγοραστής επιθυμεί να αποκτήσει το 100% των μετοχών μιας εταιρείας για να αποκτήσει πλήρη έλεγχο και να αποφύγει τυχόν προβλήματα από τη διατήρηση μειοψηφούντων μετόχων. 

Χωρίς μια τέτοια ρήτρα, ένας ή περισσότεροι μειοψηφούντες μέτοχοι θα μπορούσαν να αρνηθούν την πώληση των μετοχών τους, εμποδίζοντας έτσι την ολοκλήρωση της συναλλαγής. Το δικαίωμα Drag Along διασφαλίζει ότι η πλειοψηφία μπορεί να επιτύχει μια καθαρή έξοδο (clean exit) και να μεγιστοποιήσει την αξία της εταιρείας κατά την πώληση.

Τέλος το δικαίωμα αυτό είναι ιδιαίτερα συχνό σε συμφωνίες επενδύσεων κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών (venture capital) και ιδιωτικών κεφαλαίων (private equity), όπου οι επενδυτές επιδιώκουν μια στρατηγική έξοδο από την επένδυσή τους.

Πλεονεκτήματα & Μειονεκτήματα του Δικαιώματος Drag Along
Πλεονεκτήματα
  • Διευκόλυνση Πώλησης: Καθιστά την εταιρεία πιο ελκυστική για πιθανούς αγοραστές, καθώς διασφαλίζει την απόκτηση του συνόλου των μετοχών.
  • Προστασία Πλειοψηφίας: Προστατεύει τα συμφέροντα των πλειοψηφούντων μετόχων, επιτρέποντάς τους να ρευστοποιήσουν την επένδυσή τους χωρίς εμπόδια από τη μειοψηφία.
  • Αποφυγή Διενέξεων Και Αδιεξόδων: Αποτρέπει καταστάσεις όπου η μειοψηφία θα μπορούσε να εκβιάσει την πλειοψηφία, αρνούμενη την πώληση ή ζητώντας δυσανάλογα ανταλλάγματα.
Μειονεκτήματα 
  • Περιορισμός Αυτονομίας Μειοψηφίας: Οι μειοψηφούντες μέτοχοι ενδέχεται να αναγκαστούν να πωλήσουν τις μετοχές τους ενάντια στη θέλησή τους, ακόμη και αν πιστεύουν ότι η πώληση δεν είναι προς το συμφέρον τους ή ότι η εταιρεία έχει μεγαλύτερες προοπτικές ανάπτυξης.
  • Πιθανή Απώλεια Ευκαιριών: Η αναγκαστική πώληση μπορεί να στερήσει από τους μειοψηφούντες μετόχους τη δυνατότητα να επωφεληθούν από μελλοντική αύξηση της αξίας της εταιρείας.
Tag Along Right

Tag Along RightΔικαίωμα Προσκολλήσεως»), είναι ένας συμβατικός όρος που παρέχει στους μειοψηφούντες μετόχους το δικαίωμα (όχι την υποχρέωση) να συμμετάσχουν στην πώληση των μετοχών που πραγματοποιεί ένας πλειοψηφών μέτοχος, ή μια ομάδα μετόχων, σε τρίτο αγοραστή.

Έτσι, εν ο πλειοψηφών μέτοχος αποφασίσει να πωλήσει τις μετοχές του, οι μειοψηφούντες μέτοχοι μπορούν να «προσκολληθούν» στην πώληση και να ζητήσουν από τον αγοραστή να αποκτήσει και τις δικές τους μετοχές υπό τους ίδιους όρους.

Περαιτέρω, ο βασικός σκοπός του δικαιώματος Tag Along είναι να διασφαλίσει ότι οι μειοψηφούντες μέτοχοι δεν  βρεθούν «εγκλωβισμένοι» στην εταιρεία με νέο πλειοψηφικό μέτοχο, ο οποίος μπορεί να είναι ανεπιθύμητος ή να έχει διαφορετικά συμφέροντα, ούτε ότι θα χάσουν την ευκαιρία να πωλήσουν τις μετοχές τους σε μια συμφέρουσα τιμή, την οποία πέτυχε ο πλειοψηφών μέτοχος. 

Επομένως, με αυτό τον τρόπο, το δικαίωμα προσκολλήσεως προάγει την ισότητα στην αντιμετώπιση των μετόχων κατά τη μεταβίβαση μετοχών και παρέχει ρευστότητα στη μειοψηφία.

Πλεονεκτήματα & Μειονεκτήματα του Δικαιώματος Tag Along
Πλεονεκτήματα 
  • Προστασία Μειοψηφίας: Διασφαλίζει την ισότιμη μεταχείριση των μειοψηφούντων μετόχων σε περίπτωση πώλησης της εταιρείας.
  • Ευκαιρία Εξόδου: Παρέχει στους μειοψηφούντες μετόχους την ευκαιρία να ρευστοποιήσουν την επένδυσή τους υπό τους ίδιους όρους με την πλειοψηφία.
  • Ενίσχυση Εμπιστοσύνης: Συμβάλλει στην οικοδόμηση εμπιστοσύνης μεταξύ των μετόχων και μπορεί να διευκολύνει την προσέλκυση επενδύσεων, καθώς οι μειοψηφούντες επενδυτές αισθάνονται προστατευμένοι.
Μειονεκτήματα
  • Πιθανή Δυσχέρεια Πώλησης: Η ύπαρξη του δικαιώματος Tag Along μπορεί να περιπλέξει τη διαδικασία πώλησης για τους πλειοψηφούντες μετόχους, καθώς ο αγοραστής ενδέχεται να χρειαστεί να διαπραγματευτεί με περισσότερους μετόχους.
  • Αποτροπή Αγοραστών: Σε ορισμένες περιπτώσεις, ένας αγοραστής που επιθυμεί να αποκτήσει μόνο την πλειοψηφία ενδέχεται να αποτραπεί από την υποχρέωση να αγοράσει και τις μετοχές της μειοψηφίας.
Βασικές Διαφορές Drag Along και Tag Along Right

Τόσο το δικαίωμα Drag Along, όσο και το δικαίωμα Tag Along, παρότι αφορούν τη μεταβίβαση μετοχών και την έξοδο των μετόχων, εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς και προστατεύουν διαφορετικά συμφέροντα.

Η κύρια διάκριση έγκειται στο ποιος ασκεί το δικαίωμα και ποιος προστατεύεται:

Χαρακτηριστικό Δικαίωμα Drag AlongΔικαίωμα Tag Along
Προστατευόμενο Μέρος Πλειοψηφούντες Μέτοχοι Μειοψηφούντες Μέτοχοι
Ποιος Ασκεί το ΔικαίωμαΠλειοψηφούντες Μέτοχοι Μειοψηφούντες Μέτοχοι
ΣκοπόςΔιευκόλυνση πώλησης του συνόλου της εταιρείαςΔιασφάλιση ισότιμης εξόδου της μειοψηφίας
Αποτέλεσμα Αναγκαστική πώληση μετοχών μειοψηφίαςΔυνατότητα συμμετοχής μειοψηφίας στην πώληση

Ωστόσο, παρά τις διαφορές τους, τα δύο δικαιώματα είναι συχνά αλληλοσυμπληρούμενα και περιλαμβάνονται από κοινού στις συμφωνίες μετόχων ή στο καταστατικό. 

Τούτο διότι η συνύπαρξή τους δημιουργεί ένα ισορροπημένο πλαίσιο που προστατεύει τόσο την δυνατότητα της πλειοψηφίας να ρευστοποιήσει την επένδυσή της, όσο και το δικαίωμα της μειοψηφίας σε μια δίκαιη και ισότιμη έξοδο.

Νομικό Πλαίσιο και Πρακτική Εφαρμογή
Επί ανωνύμων Εταιρειών

Σύμφωνα με την δεύτερη παράγραφο του άρθρου 43 του Ν. 4548/2018:

«Το καταστατικό μπορεί να ορίσει και άλλες μορφές περιορισμών στη μεταβίβαση των μετοχών, όπως ιδίως:

(…)

γ) τον όρο ότι, προκειμένου να εγκριθεί η μεταβίβαση μετοχών σε τρίτο, ο τρίτος θα δεσμευθεί να αποκτήσει μετοχές και άλλων μετόχων, που θα προσφερθούν με τους ίδιους όρους με τους οποίους εγκρίνεται η μεταβίβαση ή και διαφορετικούς όρους, κατά τις διατάξεις του καταστατικού, ή

δ) τον όρο ότι, σε περίπτωση μεταβίβασης μετοχών από μέτοχο σε τρίτο, οι λοιποί μέτοχοι θα υποχρεούνται να μεταβιβάσουν και αυτοί στον τρίτο ποσοστό αντίστοιχο μετοχών, σύμφωνα με τις διατάξεις του καταστατικού».

Επομένως, τα δικαιώματα Drag Along και Tag Along προβλέπονται ρητά και μπορούν να αποτελέσουν τόσο καταστατικά άρθρα ανωνύμων εταιρειών, όσο και όρους εξωεταιρικών συμφωνιών μετόχων (Shareholders’ Agreements – SHA).

Επί Λοιπών Εταιρειών

Παρότι δεν υπάρχουν αντίστοιχες ρητές προβλέψεις για τις λοιπές μορφές εταιρειών, ωστόσο, η νομική βάση των παραπάνω δικαιωμάτων εδράζεται στην αρχή της συμβατικής ελευθερίας και την αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης, όπως αυτές κατοχυρώνονται στο άρθρο 361 του ΑΚ.

Αυτό σημαίνει ότι οι μέτοχοι μπορούν ελεύθερα να συμφωνήσουν σε τέτοιες ρήτρες μέσω εξωεταιρικών συμφωνιών μετόχων (Shareholders’ Agreements – SHA) ή και να τις ενσωματώσουν στο καταστατικό της εταιρείας, εφόσον δεν παραβιάζουν αναγκαστικού δικαίου διατάξεις ή διατάξεις δημόσιας τάξης.

Επί Startup

Η πρακτική εφαρμογή των δικαιωμάτων Drag Along & Tag Along εφαρμόζεται ιδιαίτερα σε Startups και Νεοφυείς Επιχειρήσεις, όπου οι ιδρυτές και οι επενδυτές (angel investors, venture capitals, private equity κλπ) επιδιώκουν να διασφαλίσουν σαφείς όρους εξόδου και να προστατεύσουν τις επενδύσεις τους.

Εξάλλου, οι επενδυτές επιχειρηματικών κεφαλαίων και τα επενδυτικά κεφάλαια συνήθως επιμένουν στην ενσωμάτωση αυτών των δικαιωμάτων στις επενδυτικές τους συμφωνίες, καθώς αυτά τους διασφαλίζουν:

  • Ρευστότητα, εφόσον το δικαίωμα προσκολλήσεως εξασφαλίζει ότι οι επενδυτές θα έχουν τη δυνατότητα να εξέλθουν από την επένδυση όταν οι ιδρυτές ή άλλοι μειοψηφικοί μέτοχοι αποφασίσουν να πωλήσουν.
  • Έλεγχο Εξόδου, καθώς το δικαίωμα συμπαράσυρσης επιτρέπει στους επενδυτές να προωθήσουν στρατηγικές εξόδου που θεωρούν επωφελείς, ακόμη και αν ορισμένοι μέτοχοι μειοψηφίας διαφωνούν.
Σημαντικά Σημεία Διαπραγμάτευσης

Κατά τη διαδικασία σύνταξης καταστατικού ή συμφωνίας SHA, όπου περιλαμβάνονται τα δικαιώματα Tag Along και Drag Along, πρέπει να έχουν προσυμφωνηθεί, μεταξύ άλλων, τα παρακάτω:

Δικαίωμα Drag Along

Προϋποθέσεις Ενεργοποίησης

Συνήθως απαιτείται 75% των μετοχών για να ενεργοποιηθεί το δικαίωμα, αλλά μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τη διαπραγμάτευση.

Επίσης, η μειοψηφία πρέπει να λαμβάνει την ίδια τιμή και όρους με την πλειοψηφία.

Απαίτηση Ειδοποίησης

Η μειοψηφία πρέπει να ενημερώνεται εγκαίρως για την πώληση, ώστε να προετοιμαστεί.

Τυχόν Εξαιρέσεις

Κάποιες συμφωνίες μπορεί να εξαιρούν συγκεκριμένες συναλλαγές (π.χ. μεταβίβαση σε συγγενείς).

Δικαίωμα Tag Along

Πεδίο Εφαρμογής

Ορισμένες συμφωνίες επιτρέπουν την προσκόλληση μόνο όταν η πλειοψηφία πωλεί όλες τις μετοχές της, ενώ άλλες ισχύουν και για μερικές πωλήσεις.

Χρονικό Πλαίσιο Άσκησης του Δικαιώματος

Η μειοψηφία μπορεί να ασκήσει το δικαίωμά της εντός συγκεκριμένης προθεσμίας (π.χ. 30 ημέρες).

Μηχανισμός Εκτέλεσης

Ορισμένες συμφωνίες απαιτούν από τον αγοραστή να αγοράσει επιπλέον μετοχές (π.χ. 30% του αρχικού προσφερθέντος ποσού), ενώ άλλες μειώνουν αναλογικά τις μετοχές του πλειοψηφικού «πακέτου»

 Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τα δικαιώματα Drag Along και Tag Along.

Κυβερνοασφάλεια: Νομικό Πλαίσιο & Υποχρεώσεις Επιχειρήσεων

Η κυβερνοασφάλεια αποτελεί πλέον βασικό στοιχείο του επιχειρηματικού σχεδιασμού στην ψηφιακή εποχή. 

Η ραγδαία ψηφιοποίηση έχει φέρει στο προσκήνιο μια πληθώρα πλεονεκτημάτων, αλλά ταυτόχρονα έχει διευρύνει το πεδίο επίθεσης για κυβερνοεγκληματίες. Από επιθέσεις ransomware και phishing μέχρι εξελιγμένες επίμονες απειλές (APTs), οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν καθημερινά κινδύνους που μπορούν να οδηγήσουν σε οικονομικές απώλειες, διαρροές δεδομένων, απώλεια φήμης και διακοπή λειτουργιών. 

ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Με την αυξανόμενη ψηφιοποίηση των επιχειρησιακών διαδικασιών και την κλιμάκωση των κυβερνοεπιθέσεων, οι νομοθετικές αρχές σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο έχουν προχωρήσει στη θέσπιση ολοκληρωμένων ρυθμιστικών πλαισίων που επιβάλλουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις στις επιχειρήσεις, για την ασφάλεια των συστημάτων δικτύου και πληροφοριών.

Ευρωπαϊκό Νομικό Πλαίσιο
1. Η Οδηγία NIS2

Η Οδηγία (ΕΕ) 2022/2555 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 2022 («Οδηγία NIS2»), αποτελεί την εξέλιξη της αρχικής Οδηγίας NIS και θεσπίζει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο για τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου κυβερνοασφάλειας σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η νέα οδηγία διευρύνει σημαντικά το πεδίο εφαρμογής της, περιλαμβάνοντας νέους τομείς και μικρότερες επιχειρήσεις, ενώ ενισχύει τις εποπτικές αρμοδιότητες των εθνικών αρχών.

Η οδηγία καθιερώνει τη διάκριση μεταξύ βασικών (“essential”) και σημαντικών (“important”) οντοτήτων, με διαφοροποιημένες υποχρεώσεις και επίπεδα εποπτείας ανάλογα με την κατηγορία στην οποία υπάγεται κάθε οργανισμός. 

Στις βασικές οντότητες περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η ενέργεια, οι μεταφορές, οι τράπεζες, οι υποδομές χρηματοπιστωτικών αγορών, η υγεία, το πόσιμο νερό, τα ψηφιακά υποδομές, η διαχείριση ΤΠΕ (B2B). 

Στις σημαντικές οντότητες περιλαμβάνονται οι πάροχοι ψηφιακών υπηρεσιών (π.χ. μηχανές αναζήτησης, υπηρεσίες υπολογιστικού νέφους), οι ταχυδρομικές και υπηρεσίες ταχυμεταφορών, η διαχείριση αποβλήτων, η παραγωγή, επεξεργασία και διανομή τροφίμων, η κατασκευή, οι χημικές ουσίες, οι ερευνητικοί οργανισμοί, κ.ά.

Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη διαχείριση της αλυσίδας εφοδιασμού και στην ασφάλεια των προμηθευτών, αναγνωρίζοντας τη διασυνδεδεμένη φύση των σύγχρονων επιχειρηματικών οικοσυστημάτων.

Οι κύριες υποχρεώσεις που επιβάλλει η οδηγία NIS2 στις επιχειρήσεις περιλαμβάνουν:
  • Μέτρα διαχείρισης κινδύνων σχετικά με την κυβερνοασφάλεια: Οι επιχειρήσεις πρέπει να εφαρμόζουν κατάλληλα και αναλογικά τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για τη διαχείριση των κινδύνων που απειλούν την ασφάλεια των συστημάτων δικτύου και πληροφοριών (“κυβερνοασφάλεια”). Αυτά περιλαμβάνουν, ενδεικτικά, πολιτικές ανάλυσης κινδύνων και ασφάλειας συστημάτων πληροφοριών, διαχείριση περιστατικών, επιχειρησιακή συνέχεια και διαχείριση κρίσεων, ασφάλεια της αλυσίδας εφοδιασμού, ασφάλεια κατά την απόκτηση, ανάπτυξη και συντήρηση συστημάτων δικτύου και πληροφοριών, πολιτικές και διαδικασίες για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων διαχείρισης κινδύνων κυβερνοασφάλειας, βασικές πρακτικές υγιεινής στον κυβερνοχώρο και εκπαίδευση σε θέματα κυβερνοασφάλειας, χρήση λύσεων κρυπτογράφησης και κρυπτογραφίας, ασφάλεια προσωπικού, πολιτικές ελέγχου πρόσβασης και διαχείριση περιουσιακών στοιχείων, χρήση λύσεων ελέγχου ταυτότητας πολλαπλών παραγόντων ή συνεχούς ελέγχου ταυτότητας, ασφαλείς επικοινωνίες και ασφάλεια συστημάτων απόκτησης πληροφοριών.
  • Υποχρεώσεις αναφοράς περιστατικών: Οι επιχειρήσεις υποχρεούνται να αναφέρουν σημαντικά περιστατικά κυβερνοασφάλειας στις αρμόδιες αρχές (στην ευρώπη η ENISA, στην Ελλάδα, την Εθνική Αρχή Κυβερνοασφάλειας) εντός συγκεκριμένων χρονικών πλαισίων.
  • Εποπτεία και επιβολή: Η NIS2 ενισχύει τις εποπτικές αρμοδιότητες των εθνικών αρχών και προβλέπει αυστηρότερες κυρώσεις για τη μη συμμόρφωση. Οι βασικές οντότητες υπόκεινται σε προληπτική εποπτεία, ενώ οι σημαντικές οντότητες σε αντιδραστική εποπτεία. Τα πρόστιμα για μη συμμόρφωση μπορούν να φτάσουν έως και 10 εκατομμύρια ευρώ ή το 2% του συνολικού παγκόσμιου ετήσιου κύκλου εργασιών.
2. Ο Εκτελεστικός Κανονισμός 2024/2690

Το ευρωπαϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο συμπληρώθηκε με τον Εκτελεστικό Κανονισμό (ΕΕ) 2024/2690 της Επιτροπής της 17ης Οκτωβρίου 2024.

Ο παραπάνω κανονισμός θεσπίζει συγκεκριμένους κανόνες εφαρμογής της Οδηγίας NIS2, εξειδικεύοντας τις διαδικασίες αναφοράς περιστατικών και τα τεχνικά πρότυπα ασφαλείας.

3. Ο Κανονισμός eIDAS 2.0

Παράλληλα με την NIS2, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει προχωρήσει στην αναθεώρηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 910/2014, γνωστού ως Κανονισμού eIDAS, ο οποίος διέπει την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά. 

Η αναθεωρημένη έκδοση, “eIDAS 2.0“, εισάγει το Ευρωπαϊκό Ψηφιακό Πορτοφόλι Ταυτότητας (“European Digital Identity Wallet”), το οποίο επιτρέπει στους πολίτες και τις επιχειρήσεις να αποθηκεύουν και να διαχειρίζονται με ασφάλεια τα ψηφιακά τους στοιχεία ταυτότητας και άλλα πιστοποιητικά. 

Η τροποποίηση αυτή, που ενσωματώνεται με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2024/1183, ενισχύει την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα των ψηφιακών ταυτοτήτων, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης στις ηλεκτρονικές συναλλαγές και στην προστασία από κυβερνοαπειλές που σχετίζονται με την κλοπή ταυτότητας.

Ελληνικό Νομικό Πλαίσιο

Τα παραπάνω ευρωπαϊκά νομοθετήματα έχουν εισαχθεί και στην εσωτερική έννομη τάξη με μια σειρά κανόνων δικαίου.

Συγκεκριμένα:

1. Ο Νόμος 4577/2018

Ο Ν. 4577/2018 ενσωμάτωσε την Οδηγία 2016/1148/ΕΕ (NIS1) και θέσπισε μέτρα για υψηλό κοινό επίπεδο ασφάλειας συστημάτων δικτύου και πληροφοριών (“κυβερνοασφάλεια”).

Σύμφωνα με το άρθρο 11, οι πάροχοι ψηφιακών υπηρεσιών υποχρεούνται να:

  • Λαμβάνουν τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για τη διαχείριση κινδύνων που αφορούν την ασφάλεια των συστημάτων δικτύου και πληροφοριών,
  • Εξασφαλίζουν επίπεδο ασφάλειας ανάλογο προς τον εκάστοτε κίνδυνο,
  • Λαμβάνουν μέτρα για την αποτροπή και ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων συμβάντων,
  • Κοινοποιούν στην Εθνική Αρχή Κυβερνοασφάλειας και στην αρμόδια CSIRT, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κάθε συμβάν με σημαντικές επιπτώσεις.

Σημειώνεται ότι οι υποχρεώσεις αυτές δεν εφαρμόζονται σε μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.

2. Ο Νόμος 5160/2024

Με τη δημοσίευση του Νόμου 5160/2024, η ελληνική νομοθεσία εναρμονίστηκε πλήρως με τις απαιτήσεις της Οδηγίας NIS2. 

Ο νόμος ενισχύει τον θεσμικό ρόλο της Εθνικής Αρχής Κυβερνοασφάλειας (ΕΑΚ), παρέχοντάς της διευρυμένες εποπτικές και ελεγκτικές αρμοδιότητες, ενώ θεσπίζει ένα αυστηρό σύστημα διοικητικών κυρώσεων.

Σημαντική καινοτομία του νόμου αποτελεί η θέσπιση της υποχρέωσης αναφοράς περιστατικών με πολυεπίπεδη προσέγγιση: προειδοποίηση εντός 24 ωρών, πλήρη ενημέρωση εντός 72 ωρών, ενδιάμεση έκθεση για την πρόοδο της αντιμετώπισης και τελική έκθεση εντός ενός μήνα από το περιστατικό.

Εξάλλου, ο παραπάνω νόμος επικαιροποιεί το πλαίσιο σχετικά με την κυβερνοασφάλεια.

Ενδεικτικά, σύμφωνα με το άρθρο 15:

  • Οι βασικές και σημαντικές οντότητες υποχρεούνται να λαμβάνουν κατάλληλα και αναλογικά τεχνικά, επιχειρησιακά και οργανωτικά μέτρα για τη διαχείριση των κινδύνων,
  • Τα μέτρα πρέπει να εξασφαλίζουν επίπεδο ασφάλειας ανάλογο προς τον εκάστοτε κίνδυνο,
  • Κατά την αξιολόγηση της αναλογικότητας των μέτρων, λαμβάνονται υπόψη ο βαθμός έκθεσης της οντότητας σε κινδύνους.

Επιπλέον, το άρθρο 13 του ίδιου νόμου προβλέπει τη συνεργασία σε εθνικό επίπεδο μεταξύ των αρμόδιων αρχών για την κυβερνοασφάλεια.

3. Ο Νόμος 5086/2024

Παράλληλα, ο Νόμος 5086/2024 θωρακίζει περαιτέρω το θεσμικό πλαίσιο της κυβερνοασφάλειας, ενισχύοντας τις αρμοδιότητες της ΕΑΚ και διευρύνοντας τις δυνατότητές της για την αποτελεσματική εποπτεία και έλεγχο των υπόχρεων οντοτήτων.

Ο νόμος προβλέπει επίσης τη δημιουργία εξειδικευμένων προγραμμάτων εκπαίδευσης και πιστοποίησης, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη ενός ισχυρού εγχώριου οικοσυστήματος κυβερνοασφάλειας.

Επίσης, περιλαμβάνει κανόνες σχετικά με την οργάνωση του συστήματος διακυβέρνησης αναφορικά με την κυβερνοασφάλεια και τη σύσταση της Εθνικής Αρχής Κυβερνοασφάλειας. 

Σύμφωνα με το άρθρο 4, η Εθνική Αρχή Κυβερνοασφάλειας έχει αρμοδιότητες όπως:

  • Προαγωγή της εκπαίδευσης, ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης σε θέματα κυβερνοασφάλειας,
  • Καθορισμό προτεραιοτήτων και ενίσχυση της επιστημονικής έρευνας,
  • Ανάπτυξη συνεργασιών με δημόσιους, ιδιωτικούς, ακαδημαϊκούς και ερευνητικούς φορείς,
  • Διαμόρφωση και παρακολούθηση του πλαισίου τεχνικών μέτρων και απαιτήσεων ασφαλείας συστημάτων,
  • Λήψη τεχνικών μέτρων αποτροπής και αντιμετώπισης του κυβερνοεγκλήματος.
4. Ο Νόμος 5187/2025

Ο Ν. 5187/2025 περιλαμβάνει διατάξεις για τη “Διεύθυνση Δίωξης Κυβερνοεγκλήματος” της Ελληνικής Αστυνομίας, η οποία λειτουργεί ως σημείο επαφής του Δικτύου 24/7 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για το Έγκλημα στον Κυβερνοχώρο (“Σύμβαση της Βουδαπέστης”).

5. Η ΚΥΑ 1689/2025

Με την έκδοση της πρόσφατης Κοινής Υπουργικής Απόφασης 1689/2025, καθορίστηκε το «Εθνικό Πλαίσιο Απαιτήσεων Κυβερνοασφάλειας Βασικών και Σημαντικών Οντοτήτων», το οποίο εξειδικεύει και συγκεκριμενοποιεί τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στη νομοθεσία. Η ΚΥΑ εισάγει λεπτομερείς τεχνικές και οργανωτικές απαιτήσεις, καθορίζοντας τα ελάχιστα μέτρα ασφάλειας που πρέπει να υιοθετήσουν οι υπόχρεες οντότητες.

Η ΚΥΑ 1689/2025 αποτελεί το Εθνικό Πλαίσιο Απαιτήσεων Κυβερνοασφάλειας και θεσπίζει τεχνικά, επιχειρησιακά και οργανωτικά μέτρα για τη διαχείριση των κινδύνων στην ασφάλεια των πληροφοριακών συστημάτων των επιχειρήσεων.

Τέλος, η εφαρμογή της ΚΥΑ αφορά κυρίως τις «βασικές» και «σημαντικές» επιχειρήσεις, όπως ορίζονται από την ευρωπαϊκή Οδηγία NIS2.

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Δικαιοδοσία και Εδαφικότητα

Σύμφωνα με το άρθρο 13 του Ν. 4577/2018, ο πάροχος ψηφιακών υπηρεσιών υπόκειται στη δικαιοδοσία των Ελληνικών αρχών όταν έχει την κύρια εγκατάστασή του στην Ελληνική Επικράτεια.

Επιπλέον, ο πάροχος ψηφιακών υπηρεσιών που δεν είναι εγκατεστημένος στην ΕΕ αλλά προσφέρει υπηρεσίες εντός της ΕΕ πρέπει να ορίσει αντιπρόσωπο στην Ένωση

Κατηγοριοποίηση Οντοτήτων

Το νέο νομοθετικό πλαίσιο για την κυβερνοασφάλεια διακρίνει τις υπόχρεες οντότητες (επιχειρήσεις) σε δύο κύριες κατηγορίες:

Βασικές Οντότητες

Περιλαμβάνουν οργανισμούς που παρέχουν κρίσιμες υπηρεσίες για τη λειτουργία της κοινωνίας και της οικονομίας, όπως τομείς ενέργειας, μεταφορών, υγείας, χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, ψηφιακών υπηρεσιών και δημόσιας διοίκησης.

Σημαντικές Οντότητες

Αφορούν επιχειρήσεις που, παρότι δεν παρέχουν κρίσιμες υπηρεσίες, ωστόσο τυχόν διαταραχή της λειτουργίας τους, θα μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά την οικονομική δραστηριότητα ή τη δημόσια ασφάλεια.

Κριτήρια Υπαγωγής

Τα κριτήρια υπαγωγής βασίζονται κυρίως στο μέγεθος της επιχείρησης (αριθμός εργαζομένων, κύκλος εργασιών κλπ), τη φύση των παρεχόμενων υπηρεσιών και την κρισιμότητά τους για τη λειτουργία της κοινωνίας.

Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται για τις μεσαίες επιχειρήσεις που μπορεί να υπάγονται στις νέες υποχρεώσεις χωρίς να το έχουν αντιληφθεί. Τούτο διότι η νέα ΚΥΑ επεκτείνει σημαντικά το πεδίο εφαρμογής, περιλαμβάνοντας τομείς που προηγουμένως δεν υπάγονταν σε υποχρεώσεις κυβερνοασφάλειας, όπως:

  • Ταχυδρομικές και ταχυμεταφορικές υπηρεσίες,
  • Διαχείριση αποβλήτων,
  • Παραγωγή και διανομή τροφίμων,
  • Χημικά προϊόντα (παρασκευή, παραγωγή, διανομή κοκ),
  • Κατασκευαστικός τομέας,
  • Οργανισμοί της Κεντρικής Κυβέρνησης, Περιφερειών και Δήμων.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΚΥΒΕΡΝΟΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Πολιτικές και Διαδικασίες Ασφάλειας

Οι υπόχρεες επιχειρήσεις οφείλουν να αναπτύξουν και να εφαρμόσουν ολοκληρωμένες πολιτικές ασφαλείας οι οποίες θα καλύπτουν όλες τις πτυχές της κυβερνοασφάλειας. Αυτές περιλαμβάνουν:

  • Πολιτική Ασφάλειας Πληροφοριών – Καθορισμός των αρχών, στόχων και υπευθυνοτήτων για την προστασία των πληροφοριών και των συστημάτων.
  • Αξιολόγηση Κινδύνων – Διενέργεια συστηματικών αξιολογήσεων κινδύνων για την αναγνώριση, τον εντοπισμό, την ανάλυση και την αξιολόγηση των κυβερνοαπειλών και των τρωτών σημείων.
  • Διαδικασίες Ελέγχου Πρόσβασης – Καθορισμός των δικαιωμάτων πρόσβασης στα συστήματα και τα δεδομένα.
  • Διαδικασίες Διαχείρισης Αλλαγών – Ελεγχόμενη εφαρμογή αλλαγών στα πληροφοριακά συστήματα.
  • Διαδικασίες Παρακολούθηση και Αναθεώρησης – Συνεχής παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων ασφαλείας και τακτική αναθεώρηση των πολιτικών και διαδικασιών για την προσαρμογή τους στις εξελισσόμενες απειλές και τις τεχνολογικές εξελίξεις.
Οργανωτικά Μέτρα

Ορισμός Υπεύθυνου Ασφάλειας Πληροφοριακών Συστημάτων και Περιβάλλοντος (Υ.Α.Σ.Π.Ε.)

Μία από τις σημαντικότερες καινοτομίες της νέας νομοθεσίας είναι ο υποχρεωτικός ορισμός ενός συγκεκριμένου στελέχους ως Υπεύθυνου Ασφάλειας Πληροφοριακών Συστημάτων και Περιβάλλοντος. 

Ο ΥΑΣΠΕ φέρει την κύρια ευθύνη για την υλοποίηση και παρακολούθηση των μέτρων σχετικά με την κυβερνοασφάλεια, τη συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές και την ενημέρωση της διοίκησης για τα θέματα ασφάλειας.

Εκπαίδευση και Ευαισθητοποίηση Προσωπικού

Οι οργανισμοί οφείλουν να υλοποιήσουν συστηματικά προγράμματα εκπαίδευσης για το προσωπικό τους, καλύπτοντας τόσο τις γενικές αρχές κυβερνοασφάλειας όσο και τις συγκεκριμένες απαιτήσεις του κάθε ρόλου. 

Επιπροσθέτως, η εκπαίδευση πρέπει να είναι συνεχής και να προσαρμόζεται στις εξελισσόμενες απειλές και τις βέλτιστες πρακτικές.

Τεχνικά Μέτρα Ασφάλειας

Διαχείριση Ευπαθειών και Ενημερώσεων Ασφαλείας

Οι υπόχρεες επιχειρήσεις πρέπει να διατηρούν ενημερωμένο backup όλων των συστημάτων τους και να εφαρμόζουν τακτικά τις ενημερώσεις ασφάλειας. 

Εξάλλου, απαιτείται η διενέργεια τακτικών αξιολογήσεων ευπαθειών και η υλοποίηση προγραμμάτων penetration testing.

Κρυπτογράφηση και Προστασία Δεδομένων

Η κρυπτογράφηση των ευαίσθητων δεδομένων, τόσο κατά την αποθήκευση όσο και κατά τη μετάδοση, αποτελεί ακόμη μια βασική υποχρέωση. 

Επίσης, οι επιχειρήσεις πρέπει να υιοθετήσουν σύγχρονα κρυπτογραφικά πρότυπα και να διαχειρίζονται αποτελεσματικά τα κρυπτογραφικά κλειδιά.

Ελεγχόμενη Πρόσβαση και Ταυτοποίηση

Η εφαρμογή αρχών ελάχιστου προνομίου (“principle of least privilege“) και μηδενικής εμπιστοσύνης (“zero trust“) αποτελούν βασικές απαιτήσεις σχετικά με την κυβερνοασφάλεια.

Επιπλέον, απαιτείται η υλοποίηση συστημάτων πολυπαραγοντικής ταυτοποίησης για τις κρίσιμες πρόσβασεις.

Διαχείριση Περιστατικών

Σχέδια Αντιμετώπισης Περιστατικών

Κάθε υπόχρεη επιχείρηση οφείλει να διαθέτει λεπτομερή σχέδια αντιμετώπισης περιστατικών κυβερνοασφάλειας, τα οποία πρέπει να περιλαμβάνουν:

  • Διαδικασίες ανίχνευσης, αναγνώρισης και ταξινόμησης περιστατικών,
  • Ρόλους και αρμοδιότητες του προσωπικού απόκρισης,
  • Διαδικασίες επικοινωνίας εσωτερικά και αναφοράς στις αρμόδιες αρχές,
  • Μέτρα περιορισμού, αποκατάστασης και ανάκαμψης,
  • Διαδικασίες ανάλυσης μετά το περιστατικό.

Υποχρεώσεις Αναφοράς

Η νέα νομοθεσία θεσπίζει αυστηρό χρονοδιάγραμμα αναφοράς περιστατικών:

  • 24 ώρες: Αρχική ειδοποίηση στην ΕΑΚ,
  • 72 ώρες: Λεπτομερής αναφορά με στοιχεία του περιστατικού,
  • Ενδιάμεσες εκθέσεις: Κατά τη διάρκεια της αντιμετώπισης,
  • 1 μήνα: Τελική έκθεση με πλήρη ανάλυση και συμπεράσματα.
Επιχειρησιακή Συνέχεια και Αποκατάσταση

Σχέδια Επιχειρησιακής Συνέχειας

Οι υπόχρεες επιχειρήσεις πρέπει να αναπτύξουν ολοκληρωμένα σχέδια επιχειρησιακής συνέχειας, που να διασφαλίζουν τη συνεχή παροχή κρίσιμων υπηρεσιών, ακόμη και σε περίπτωση σοβαρών περιστατικών κυβερνοασφάλειας.

Επίσης, πρέπει να διαθέτουν επαρκή πλάνα για τη διασφάλιση της διαθεσιμότητας των κρίσιμων συστημάτων και υπηρεσιών.

Διαχείριση Αντιγράφων Ασφαλείας

Απαιτείται η υλοποίηση συστημάτων τακτικών αντιγράφων ασφαλείας με δυνατότητα γρήγορης αποκατάστασης. 

Επιπροσθέτως, τα αντίγραφα πρέπει να προστατεύονται από κυβερνοεπιθέσεις και να δοκιμάζονται τακτικά.

Ασφάλεια Αλυσίδας Εφοδιασμού

Αξιολόγηση Προμηθευτών

Οι υπόχρεες επιχειρήσεις οφείλουν να αξιολογούν συστηματικά τους προμηθευτές τους από την άποψη της κυβερνοασφάλειας, ιδιαίτερα εκείνους που έχουν πρόσβαση σε κρίσιμα συστήματα ή δεδομένα.

Συμβατικές Απαιτήσεις

Επιπλέον, οι συμβάσεις με τρίτους πρέπει να ενσωματώνουν συγκεκριμένες απαιτήσεις κυβερνοασφάλειας και δικαιώματα ελέγχου συμμόρφωσης, καθώς και αξιολόγηση των κινδύνων που προκύπτουν από την αλυσίδα εφοδιασμού.

ΕΠΟΠΤΕΙΑ & ΚΥΡΩΣΕΙΣ

Εθνική Αρχή Κυβερνοασφάλειας

Η Εθνική Αρχή Κυβερνοασφάλειας αποκτά πλέον διευρυμένες αρμοδιότητες που περιλαμβάνουν:

  • Εποπτεία και έλεγχο συμμόρφωσης των υπόχρεων οντοτήτων,
  • Επιβολή διοικητικών κυρώσεων,
  • Παροχή κατευθύνσεων και οδηγιών,
  • Συντονισμό της εθνικής απόκρισης σε περιστατικά,
  • Διεθνή συνεργασία με αντίστοιχους φορείς.
Σύστημα Κυρώσεων

Διοικητικά Πρόστιμα & Κλιμακούμενες Κυρώσεις

Τα πρόστιμα για την παραβίαση του νομικού πλαισίου από τις επιχειρήσεις, μπορούν να φτάσουν έως 10 εκατομμύρια ευρώ ή το 2% του συνολικού παγκόσμιου ετήσιου κύκλου εργασιών της επιχείρησης.

Εξάλλου, οι κυρώσεις διαφοροποιούνται και κλιμακώνονταιανάλογα με:

  • Τη σοβαρότητα της παράβασης,
  • Την επανάληψη παραβάσεων,
  • Το επίπεδο συνεργασίας με τις αρχές,
  • Τα μέτρα που λήφθηκαν για την άμεση διόρθωση.
Λοιπά Μέτρα

Εκτός από τα χρηματικά πρόστιμα, η ΕΑΚ μπορεί να επιβάλει:

  • Εντολές συμμόρφωσης με συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα,
  • Περιορισμούς στη λειτουργία συστημάτων,
  • Δημοσιοποίηση παραβάσεων.

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ

Σταδιακή Προσέγγιση

Οι επιχειρήσεις συνιστάται να ακολουθήσουν μια σταδιακή προσέγγιση, η οποία περιλαμβάνει:

  1. Αρχική Αξιολόγηση: Gap analysis για την αναγνώριση των κενών,
  2. Προτεραιοποίηση: Εστίαση στα πιο κρίσιμα μέτρα,
  3. Υλοποίηση σε Φάσεις: Σταδιακή εφαρμογή των μέτρων,
  4. Παρακολούθηση και Βελτίωση: Συνεχής αξιολόγηση και ενημέρωση.
Υιοθέτηση Διεθνών Προτύπων

Η υιοθέτηση αναγνωρισμένων διεθνών προτύπων όπως το ISO 27001, το NIST Cybersecurity Framework ή το COBIT μπορεί να αποτελέσει σημαντικό βοήθημα για τη δομημένη προσέγγιση ζητημάτων κυβερνοασφάλειας.

Μέτρηση Αποτελεσματικότητας και KPIs

Για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων κυβερνοασφάλειας, οι οργανισμοί πρέπει να παρακολουθούν συγκεκριμένους δείκτες όπως:

  • Χρόνος ανίχνευσης περιστατικών (Mean Time to Detection – MTTD),
  • Χρόνος απόκρισης (Mean Time to Response – MTTR),
  • Ποσοστό επιτυχημένων επιθέσεων,
  • Επίπεδο συμμόρφωσης με πολιτικές ασφάλειας,
  • Κόστος περιστατικών ασφάλειας.
Αρχή της Υπεράσπισης σε Βάθος (Defense in Depth)

Η εφαρμογή πολλαπλών επιπέδων προστασίας διασφαλίζει ότι η αποτυχία ενός μέτρου ασφαλείας, δεν θα οδηγήσει σε πλήρη κατάρρευση του συστήματος προστασίας. 

Η προσέγγιση αυτή περιλαμβάνει:

  • Περιμετρική ασφάλεια (firewalls, IDS/IPS),
  • Ασφάλεια δικτύου (segmentation, monitoring),
  • Ασφάλεια εφαρμογών (secure coding, testing),
  • Ασφάλεια δεδομένων (encryption, access controls),
  • Ασφάλεια τελικών σημείων (endpoint protection).
Συνεχής Παρακολούθηση και Βελτίωση

Η κυβερνοασφάλεια είναι μια συνεχής, δυναμική, διαδικασία που απαιτεί τακτική επανεκτίμηση και προσαρμογή στις εξελισσόμενες απειλές. 

Οι υπόχρεες επιχειρήσεις πρέπει να υιοθετήσουν μια προσέγγιση συνεχούς βελτίωσης που περιλαμβάνει:

  • Τακτικές αξιολογήσεις κινδύνων,
  • Ενημέρωση πολιτικών και διαδικασιών,
  • Προσαρμογή στις νέες τεχνολογίες και απειλές,
  • Εκπαίδευση και πιστοποίηση προσωπικού.
Αυτοματοποίηση και Τεχνητή Νοημοσύνη

Η χρήση τεχνολογιών αυτοματισμού και τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την αποτελεσματικότητα των μέτρων κυβερνοασφάλειας.

Ενδεικτική στοχοθεσία:

  • Αυτοματοποιημένη ανίχνευση απειλών,
  • Ανάλυση συμπεριφοράς χρηστών (UEBA),
  • Ταχύτερη απόκριση σε περιστατικά,
  • Μείωση ψευδών συναγερμών.
Cloud Security

Με την αυξανόμενη μετάβαση στο cloud computing, οι επιχειρήσεις πρέπει να προσαρμόσουν τις στρατηγικές κυβερνοασφάλειάς τους με:

  • Κατανόηση μοντέλων ευθύνης (shared responsibility),
  • Διαχείριση ταυτοτήτων και πρόσβασης στο cloud,
  • Ασφάλεια δεδομένων σε υβριδικά περιβάλλοντα,
  • Συμμόρφωση με τοπικούς κανονισμούς.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με την Κυβερνοασφάλεια και τις υποχρεώσεις των επιχειρήσεων.

Γνήσιες & Μη Γνήσιες Υποθέσεις Εκουσίας – Οι Εταιρικές Διαφορές

Γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, χαρακτηρίζονται όσες ελλείπει, κατ’ αρχήν, το στοιχείο της αντιδικίας και έχουν ως αντικείμενο την δημοσίου δικαίου αξίωση του αιτούντος κατά της πολιτείας να προβεί στην επιδιωκόμενη διαπίστωση ή διάπλαση.

Αντίθετα, μη γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, χαρακτηρίζονται οι γνήσιες ιδιωτικού δικαίου διαφορές, όπου εμφανίζεται κανονικά το στοιχείο της αντιδικίας, οι οποίες κατά παραπομπή του νόμου εκδικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 741 επ. ΚΠολΔ.

Γνήσιες Υποθέσεις Εκούσιας Δικαιοδοσίας

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 761, 748 και 753 KΠολΔ προκύπτει, ότι η έννοια του διαδίκου στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, η οποία χαρακτηρίζεται από την ελαστικότητα της διαδικασίας, έχει άλλο περιεχόμενο από ό,τι έχει στο πεδίο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας

Τούτο, διότι στη διαδικασία αυτή δεν υφίσταται, κατά κανόνα, αντιδικία και για το λόγο αυτό δεν υπάρχουν αντιδικούντα πρόσωπα, αλλά πρόσωπα που “ενδιαφέρονται” θετικώς ή αρνητικώς ως προς τη ρύθμιση που θα αποφασιστεί και που αποτελεί το αντικείμενο της αίτησης.

Τα πρόσωπα αυτά αποκτούν την ιδιότητα του διαδίκου:
  1. με την υποβολή της αίτησης για την εκδίκαση ορισμένης υπόθεσης της εκούσιας δικαιοδοσίας,
  2. με την κλήτευσή τους στη διαδικασία αυτή κατόπιν διαταγής του αρμοδίου δικαστηρίου,
  3. με την άσκηση κύριας ή πρόσθετης παρέμβασης ,
  4. με την προσεπίκλησή τους που γίνεται με πρωτοβουλία κάθε διαδίκου ή αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο .

Έτσι, ο καθού η αίτηση δεν προσλαμβάνει την ιδιότητα του διαδίκου με μόνη την απεύθυνση της αίτησης εναντίον του, αν δεν κλητεύθηκε ύστερα από διαταγή του δικαστηρίου, δεν προσεπικλήθηκε ή δεν άσκησε παρέμβαση, ακόμη και όταν, χωρίς πάντως να ασκήσει παρέμβαση, παραστεί στη δίκη.

Ένδικα Μέσα

Επομένως, ως μη διάδικος, σε περίπτωση που η απόφαση είναι εκκλητή δεν έχει δικαίωμα έφεσης κατά της απόφασης που θα εκδοθεί, αλλά σε κάθε περίπτωση, αν η απόφαση αυτή προκαλεί σε αυτόν βλάβη ή εκθέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα του, μπορεί να την τριτανακόψει (ΑΠ 429/2024).

Ούτε άλλωστε, ο από τον δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου, ορισμός, κατά την κατάθεση της αίτησης, απλώς της προθεσμίας για την τυχόν κοινοποίησή της στον Εισαγγελέα και στους καθών για να ασκήσουν παρέμβαση ή να προστατεύσουν κατά άλλο, ενδεχομένως, τρόπο τα πιθανά συμφέροντα τους, συνιστά ή μπορεί να αναπληρώσει την προβλεπόμενη από το άρθρο 748 παρ.3 ΚΠολΔ κλήτευση, με διαταγή του αρμόδιου δικαστή, εκείνου που έχει έννομο συμφέρον από τη δίκη, ώστε να προσδίδει στον καθού η αίτηση ιδιότητα διαδίκου.

Δεδικασμένο

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 778 του ΚΠολΔ. “Αν στις υποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 739 γίνει δεκτή ή απορριφθεί με οριστική απόφαση αίτηση, δεν είναι δυνατό να συζητηθεί νέα αίτηση των διαδίκων για το ίδιο αντικείμενο κατά τη διαδικασία των άρθρων 741 έως 781“.

Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η αναφερόμενη σε αυτή δεσμευτική ισχύς, εκδηλώνεται τόσο αρνητικά, με την έννοια της αδυναμίας επανόδου του διαδίκου με την άσκηση παρόμοιας αίτησης, εκτός αν στηρίζεται σε διαφορετικά περιστατικά, όσο και θετικά με την έννοια της δέσμευσης κάθε τρίτου προσώπου, ή αρχής, ως προς την επελθούσα διάγνωση ή διάπλαση, χωρίς η έναντι τρίτων δεσμευτική αυτής ισχύς να εμποδίζει όποιον δεν συμμετείχε στη διαδικασία, να προστατεύσει τυχόν προσβαλλόμενο δικαίωμά του, αν δικαιολογεί έννομο συμφέρον, με την άσκηση τριτανακοπής.

Μη Γνήσιες Υποθέσεις Εκούσιας Δικαιοδοσίας

Οι μη γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, αφορούν κυρίως διαφορές διαπλαστικού χαρακτήρα, τις οποίες ο νομοθέτης για λόγους σκοπιμότητας υπάγει προς εκδίκαση στην εκούσια δικαιοδοσία, αντί της περισσότερο δύσκαμπτης διαδικασίας της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας.

Είναι, δηλαδή, εκείνες όπου απαντάται το στοιχείο της διαφοράς και αν δεν είχαν από το νομοθέτη υπαχθεί στη διαδικασία αυτή, που προτιμήθηκε λόγω της ελαστικότητάς της, θα δικάζονταν με την κατ’ αντιδικία διαδικασία (ΑΠ 564/2021).

Στις μη γνήσιες υποθέσεις, ενδεικτικά, περιλαμβάνονται:

Διαμεσολάβηση

Τέλος, οι μη γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας υπάγονται σε διαμεσολάβηση, δεδομένου ότι εισάγουν ιδιωτικές διαφορές και τα μέρη έχουν εξουσία διάθεσης του αντικειμένου τους.

Έτσι, στις περιπτώσεις αυτές, ήτοι των μη γνήσιων υποθέσεων θα πρέπει για το παραδεκτό της συζήτησής τους να προσκομίζεται στο Δικαστήριο το προβλεπόμενο στην παρ. 2 του άρθρου 3 του Ν. 4640/2019 έγγραφο ενημέρωσης.

Σε περίπτωση, πάντως, μη προσκομιδής του σχετικού ενημερωτικού εγγράφου γίνεται δεκτό ότι το Δικαστήριο μπορεί να καλέσει το διάδικο να το προσκομίσει κατ’ εφαρμογή του άρθρου 227 ΚΠολΔ, ενώ η τυχόν μη έγκαιρη ενημέρωση του διαδίκου (ήτοι ενημέρωση μετά την κατάθεση της αγωγής) εκτιμάται ότι δεν συνεπάγεται δικονομικές συνέπειες, αφού ο νομοθέτης περιόρισε την εμβέλεια του απαραδέκτου αποκλειστικά στην περίπτωση της μη προσκομιδής του ενημερωτικού εγγράφου.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τις γνήσιες και μη γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας.

Κριτήρια ESG – Νομικό Πλαίσιο Και Υποχρεώσεις Για Επιχειρήσεις

Τα κριτήρια ESG (“Environmental, Social, Governance” – “Περιβαλλοντικά, Κοινωνικά, Εταιρικής Διακυβέρνησης”) αποτελούν πλέον αναπόσπαστο μέρος της επιχειρηματικής στρατηγικής και λειτουργίας, καθώς η βιώσιμη ανάπτυξη και η εταιρική υπευθυνότητα μετατρέπονται από προαιρετικές πρακτικές σε νομικές υποχρεώσεις. 

Ειδικότερα, η πρόσφατη ενσωμάτωση της Οδηγίας CSRD στην ελληνική νομοθεσία με τον Ν. 5164/2024 σηματοδοτεί μια νέα εποχή για επιχειρήσεις και εταιρείες, καθώς αυτές καλούνται να προσαρμοστούν σε αυστηρότερες απαιτήσεις διαφάνειας και λογοδοσίας σχετικά με τις επιδόσεις τους σε θέματα βιωσιμότητας. 

Επιπλέον, το νέο νομικό πλαίσιο δεν αφορά μόνο τις μεγάλες εισηγμένες εταιρείες, αλλά σταδιακά επεκτείνεται και σε μικρότερες επιχειρήσεις, διαμορφώνοντας ένα νέο τοπίο στο επιχειρείν.

Περαιτέρω, η συμμόρφωση με το νέο νομικό πλαίσιο παρουσιάζει σημαντικές προκλήσεις για τις επιχειρήσεις, ιδιαίτερα τις μικρομεσαίες, λόγω της πολυπλοκότητας του κανονιστικού πλαισίου, της έλλειψης εξειδικευμένης γνώσης και πόρων, καθώς και του κόστους συμμόρφωσης. 

Ωστόσο, παρέχει επίσης σημαντικές ευκαιρίες για τις επιχειρήσεις που υιοθετούν έγκαιρα και αποτελεσματικά τις απαιτήσεις ESG, όπως βελτιωμένη πρόσβαση σε χρηματοδότηση, ενίσχυση της φήμης και της εικόνας τους, προσέλκυση και διατήρηση ταλέντων, καινοτομία, αποδοτικότητα, και ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΣΗΜΑΣΙΑ

Τα κριτήρια ESG αποτελούν ένα πλαίσιο αξιολόγησης των επιχειρήσεων με βάση τις επιδόσεις τους σε τρεις βασικούς πυλώνες: Περιβαλλοντικά, Κοινωνικά και Εταιρικής Διακυβέρνησης.

Περιβαλλοντικά κριτήρια (Environmental)

Αφορούν στην επίδραση της επιχείρησης στο φυσικό περιβάλλον και περιλαμβάνουν παράγοντες όπως οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, η ενεργειακή απόδοση, η διαχείριση αποβλήτων, η προστασία της βιοποικιλότητας και η χρήση φυσικών πόρων.

Κοινωνικά κριτήρια (Social)

Αναφέρονται στις σχέσεις της επιχείρησης με τους εργαζομένους, τους προμηθευτές, τους πελάτες και τις κοινότητες στις οποίες δραστηριοποιείται. Περιλαμβάνουν θέματα όπως οι εργασιακές συνθήκες, η υγεία και ασφάλεια, η διαφορετικότητα και συμπερίληψη, τα ανθρώπινα δικαιώματα και η κοινωνική συνεισφορά.

Κριτήρια Εταιρικής Διακυβέρνησης (Governance)

Αφορούν στις πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης, όπως η δομή και σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου, η διαφάνεια, η επιχειρηματική ηθική, η συμμόρφωση με τους κανονισμούς, οι πολιτικές αμοιβών και η προστασία των συμφερόντων των μετόχων.

Σημασία

Η σημασία των κριτηρίων ESG έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, καθώς επηρεάζουν πλέον καθοριστικά:

  • Την πρόσβαση σε χρηματοδότηση: Οι επενδυτές και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ενσωματώνουν ολοένα και περισσότερο τα κριτήρια ESG στις επενδυτικές τους αποφάσεις, προσφέροντας ευνοϊκότερους όρους σε επιχειρήσεις με υψηλές επιδόσεις βιωσιμότητας.
  • Τη φήμη και την εικόνα της επιχείρησης: Οι καταναλωτές, οι εργαζόμενοι και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη δείχνουν αυξανόμενη προτίμηση σε εταιρείες που επιδεικνύουν υπεύθυνη συμπεριφορά σε περιβαλλοντικά, κοινωνικά και θέματα διακυβέρνησης. Σύμφωνα με πρόσφατη πανευρωπαϊκή έρευνα, το 83% των καταναλωτών πιστεύει ότι οι εταιρείες πρέπει να συμμετέχουν ενεργά στη δημιουργία βέλτιστων πρακτικών ESG, ενώ το 76% δήλωσε ότι θα διέκοπτε τις σχέσεις του με οργανισμούς που αντιμετωπίζουν άσχημα τους εργαζόμενους, τις τοπικές κοινότητες ή το περιβάλλον.
  • Την ανταγωνιστικότητα και τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα: Οι επιχειρήσεις που ενσωματώνουν τα κριτήρια ESG στη στρατηγική τους είναι καλύτερα προετοιμασμένες για την αντιμετώπιση μελλοντικών προκλήσεων και κινδύνων, όπως η κλιματική αλλαγή, οι κοινωνικές αναταραχές και οι αλλαγές στο κανονιστικό περιβάλλον.
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αναλάβει ηγετικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου κανονιστικού πλαισίου για τη βιωσιμότητα, με στόχο την επίτευξη των στόχων της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας και τη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία έως το 2050. 

Οι βασικοί πυλώνες του ευρωπαϊκού νομικού πλαισίου για το ESG περιλαμβάνουν:

Οδηγία για την Εταιρική Αναφορά Βιωσιμότητας (CSRD)

Η Οδηγία για την Εταιρική Αναφορά Βιωσιμότητας (“Corporate Sustainability Reporting Directive” – CSRD) αποτελεί την αναθεώρηση και διεύρυνση της προηγούμενης Οδηγίας για τη Μη Χρηματοοικονομική Πληροφόρηση (“Non-Financial Reporting Directive” – NFRD). 

Η CSRD εισάγει αυστηρότερες απαιτήσεις για τη δημοσιοποίηση μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών και επεκτείνει σημαντικά το πεδίο εφαρμογής, καλύπτοντας περισσότερες επιχειρήσεις.

Βασικά στοιχεία της CSRD:

  • Διευρυμένο πεδίο εφαρμογής: Καλύπτει όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις (εισηγμένες και μη) και τις εισηγμένες μικρομεσαίες επιχειρήσεις (με εξαίρεση τις πολύ μικρές).
  • Λεπτομερέστερες απαιτήσεις αναφοράς: Απαιτεί τη δημοσιοποίηση πληροφοριών σχετικά με τους κινδύνους και τις ευκαιρίες βιωσιμότητας, τις επιπτώσεις των δραστηριοτήτων της επιχείρησης στο περιβάλλον και την κοινωνία, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο τα θέματα βιωσιμότητας επηρεάζουν την επιχειρηματική στρατηγική και τις επιδόσεις.
  • Υποχρεωτική εξωτερική διασφάλιση: Εισάγει την υποχρέωση εξωτερικής διασφάλισης των πληροφοριών βιωσιμότητας από ανεξάρτητους ελεγκτές.
  • Ψηφιακή μορφή αναφοράς: Απαιτεί την υποβολή των εκθέσεων βιωσιμότητας σε ηλεκτρονικό μορφότυπο iXBRL, διευκολύνοντας την πρόσβαση και την ανάλυση των πληροφοριών.
Κανονισμός Taxonomy

Ο Κανονισμός 2020/852 (“Taxonomy”) θεσπίζει ένα σύστημα ταξινόμησης για τον προσδιορισμό των περιβαλλοντικά βιώσιμων οικονομικών δραστηριοτήτων. Αποτελεί ένα βασικό εργαλείο για την καταπολέμηση του “greenwashing” (πρακτικές παραπλανητικής προβολής περιβαλλοντικής υπευθυνότητας) και την προώθηση της διαφάνειας στις επενδύσεις.

 Ο Κανονισμός Taxonomy καθορίζει έξι περιβαλλοντικούς στόχους: 

  1. Μετριασμός της κλιματικής αλλαγής.
  2. Προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή.
  3. Βιώσιμη χρήση και προστασία των υδάτινων και θαλάσσιων πόρων.
  4. Μετάβαση σε μια κυκλική οικονομία.
  5. Πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης.
  6. Προστασία και αποκατάσταση της βιοποικιλότητας και των οικοσυστημάτων.

Για να χαρακτηριστεί μια οικονομική δραστηριότητα ως περιβαλλοντικά βιώσιμη σύμφωνα με τον Κανονισμό Taxonomy, πρέπει να συμβάλλει ουσιαστικά σε έναν τουλάχιστον από τους παραπάνω στόχους, να μην επιφέρει σημαντική βλάβη σε κανέναν από τους υπόλοιπους και να συμμορφώνεται με ελάχιστες κοινωνικές διασφαλίσεις.

Κανονισμός Γνωστοποιήσεων Αειφορίας (SFDR)

Ο Κανονισμός για τις Γνωστοποιήσεις Αειφορίας στον Τομέα των Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών (Sustainable Finance Disclosure Regulation – SFDR) τέθηκε σε ισχύ το 2021. Στοχεύει στην αύξηση της διαφάνειας σχετικά με τους κινδύνους βιωσιμότητας και τις αρνητικές επιπτώσεις στη βιωσιμότητα στον χρηματοπιστωτικό τομέα.

Ο SFDR απαιτεί από τους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές και τους χρηματοοικονομικούς συμβούλους να γνωστοποιούν: 

  • Πώς ενσωματώνουν τους κινδύνους βιωσιμότητας στις επενδυτικές τους αποφάσεις και συμβουλές,
  • Τις κύριες δυσμενείς επιπτώσεις των επενδυτικών αποφάσεων στους παράγοντες βιωσιμότητας,
  • Πληροφορίες σχετικά με τα χαρακτηριστικά βιωσιμότητας των χρηματοπιστωτικών προϊόντων.
Πακέτο “Omnibus”

Το πακέτο “Omnibus” αποτελεί μια πρόσφατη πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που στοχεύει στη συγχώνευση και απλοποίηση των κανονιστικών ρυθμίσεων για τη βιωσιμότητα.. 

Η πρωτοβουλία αυτή προέκυψε ως απάντηση στις ανησυχίες σχετικά με την πολυπλοκότητα και το διοικητικό βάρος που επιφέρει το υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο, ιδιαίτερα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Βασικά στοιχεία του πακέτου “Omnibus” περιλαμβάνουν: 

  • Μείωση του αριθμού των επιχειρήσεων που υποχρεούνται να υποβάλλουν εκθέσεις βιωσιμότητας,
  • Περιορισμό των ευθυνών στην εφοδιαστική αλυσίδα,
  • Δυνατότητα για εθελοντική υποβολή εκθέσεων βιωσιμότητας από επιχειρήσεις που δεν εμπίπτουν στις υποχρεωτικές κατηγορίες.

Μια σημαντική πρόσφατη εξέλιξη είναι η απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 3 Απριλίου 2025 για παράταση της εφαρμογής της CSRD κατά δύο έτη για τις εταιρείες που θα είχαν απαίτηση δημοσίευσης από το επόμενο έτος. 

Η απόφαση αυτή αποσκοπεί στο να δώσει περισσότερο χρόνο στις επιχειρήσεις να προσαρμοστούν στις νέες απαιτήσεις.

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Η Ελλάδα, ως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει προχωρήσει στην ενσωμάτωση των ευρωπαϊκών οδηγιών για τη βιωσιμότητα στην εσωτερική έννομη τάξη. Η πιο πρόσφατη και σημαντική εξέλιξη είναι η ψήφιση του Νόμου 5164/2024, ο οποίος ενσωματώνει την Οδηγία CSRD στην ελληνική νομοθεσία και το εθνικό δίκαιο.

Νόμος 5164/2024 – Ενσωμάτωση Της Οδηγίας CSRD

Ο Νόμος 5164/2024 θεσπίζει την υποχρέωση κατάρτισης και δημοσίευσης Έκθεσης Βιωσιμότητας για τις επιχειρήσεις που πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια.

Η έκθεση αυτή περιλαμβάνει δείκτες ESG (Περιβαλλοντικούς, Κοινωνικούς και Διακυβέρνησης) που ορίζονται από το Ευρωπαϊκό Πρότυπο Υποβολής Εκθέσεων Βιωσιμότητας (ESRS).

Ο νόμος προβλέπει τη σταδιακή εφαρμογή της υποχρέωσης υποβολής εκθέσεων βιωσιμότητας, ανάλογα με την κατηγορία και τα χαρακτηριστικά της εκάστοτε επιχείρησης.

Υπόχρεες Εταιρείες Και Επιχειρήσεις 
Για τα οικονομικά έτη που αρχίζουν από 1η Ιανουαρίου 2024

Η υποχρέωση εφαρμόζεται σε μεγάλες επιχειρήσεις ή μητρικές επιχειρήσεις μεγάλου ομίλου, οι οποίες είναι οντότητες δημοσίου ενδιαφέροντος και κατά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού τους υπερβαίνουν τον μέσο όρο των 500 εργαζομένων κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους.

Για τα οικονομικά έτη που αρχίζουν από 1η Ιανουαρίου 2025

Εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής όλες οι μεγάλες επιχειρήσεις ή μητρικές επιχειρήσεις μεγάλου ομίλου, οι οποίες κατά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού τους πληρούν τουλάχιστον δύο από τα τρία αναθεωρημένα κριτήρια του άρθρου 2 του Ν. 4308/2014, δηλαδή

  • Σύνολο ενεργητικού 25.000.000 ευρώ 
  • Καθαρό ύψος κύκλου εργασιών 50.000.000 ευρώ 
  • Μέσος όρος απασχολουμένων 250 άτομα
Για τα οικονομικά έτη που αρχίζουν από 1η Ιανουαρίου 2026

Η υποχρέωση επεκτείνεται σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, δηλαδή επιχειρήσεις και εταιρείες που πληρούν τουλάχιστον δύο από τα τρία παρακάτω κριτήρια:

  • Σύνολο ενεργητικού 5.000.000 ευρώ 
  • Καθαρό ύψος κύκλου εργασιών 10.000.000 ευρώ 
  • Μέσος όρος απασχολουμένων 50 άτομα

Επιπλέον, περιλαμβάνονται ορισμένα μικρά και μη πολύπλοκα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και εξαρτημένες ασφαλιστικές επιχειρήσεις, εφόσον πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις.

Για τα οικονομικά έτη που αρχίζουν από 1η Ιανουαρίου 2028

Η εφαρμογή επεκτείνεται σε επιχειρήσεις τρίτων χωρών με ουσιώδη δραστηριότητα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι το νομικό πλαίσιο ESG δεν αφορά μόνο τις επιχειρήσεις που υπόκεινται άμεσα στις σχετικές υποχρεώσεις. 
Επηρεάζει έμμεσα και τις μικρότερες επιχειρήσεις που αποτελούν μέρος της αλυσίδας του ελληνικού επιχειρείν, καθώς οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι υποχρεωμένες να απαιτούν πληροφορίες και συμμόρφωση με συγκεκριμένα πρότυπα βιωσιμότητας από τους προμηθευτές και συνεργάτες τους. 

Υπόχρεα Πρόσωπα Και Ευθύνη ΔΣ 

Σύμφωνα με τον Νόμο 5164/2024, το Διοικητικό Συμβούλιο (ή ο Σύμβουλος – Διαχειριστής)  φέρει την ευθύνη για την κατάρτιση και τη δημοσίευση της Έκθεσης Βιωσιμότητας με τον ίδιο βαθμό επιμέλειας και λογοδοσίας που απαιτείται για τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις, την Έκθεση Διαχείρισης και τη Δήλωση Εταιρικής Διακυβέρνησης.

Το Διοικητικό Συμβούλιο οφείλει να διασφαλίζει την ορθή εφαρμογή των προβλεπόμενων προτύπων υποβολής εκθέσεων βιωσιμότητας, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία. 

Επιπλέον, στην ετήσια οικονομική έκθεση πρέπει να περιλαμβάνεται δήλωση μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου, με την οποία να επιβεβαιώνεται ότι η Έκθεση Διαχείρισης έχει καταρτιστεί σύμφωνα με τα εκάστοτε εφαρμοστέα πρότυπα έκθεσης βιωσιμότητας.

Έκθεση Βιωσιμότητας

Η Έκθεση Βιωσιμότητας πρέπει να περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με:

  1. Το επιχειρηματικό μοντέλο και τη στρατηγική της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένης της ανθεκτικότητάς της σε κινδύνους που σχετίζονται με θέματα βιωσιμότητας.
  2. Τους στόχους βιωσιμότητας που έχει θέσει η επιχείρηση και την πρόοδο προς την επίτευξή τους.
  3. Τον ρόλο των διοικητικών, διαχειριστικών και εποπτικών οργάνων σε σχέση με θέματα βιωσιμότητας.
  4. Τις πολιτικές που εφαρμόζει η επιχείρηση σε σχέση με θέματα βιωσιμότητας.
  5. Τη διαδικασία δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζεται για θέματα βιωσιμότητας.
  6. Τις κύριες δυσμενείς επιπτώσεις, πραγματικές και δυνητικές, που συνδέονται με τις δραστηριότητες της επιχείρησης.
  7. Τις ενέργειες που έχουν ληφθεί για την πρόληψη, τον μετριασμό ή την αποκατάσταση δυσμενών επιπτώσεων.
  8. Τους κύριους κινδύνους για την επιχείρηση που σχετίζονται με θέματα βιωσιμότητας και τον τρόπο διαχείρισής τους.
  9. Βασικούς δείκτες επίδοσης που σχετίζονται με τις παραπάνω πληροφορίες.

Οι πληροφορίες αυτές πρέπει να παρουσιάζονται σύμφωνα με τα Ευρωπαϊκά Πρότυπα Υποβολής Εκθέσεων Βιωσιμότητας (ESRS), τα οποία καθορίζουν λεπτομερώς τους δείκτες και τις μεθοδολογίες μέτρησης για κάθε πτυχή του ESG.

Υποχρεώσεις Δημοσίευσης και Διαφάνειας

Οι υπόχρεες επιχειρήσεις πρέπει να συμμορφώνονται με τις παρακάτω υποχρεώσεις δημοσίευσης και διαφάνειας. Ειδικότερα:

Δημοσίευση στο Γ.Ε.ΜΗ.

Όπως προαναφέρθηκε, οι επιχειρήσεις οφείλουν να δημοσιεύουν στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο τα στοιχεία των προσώπων που έχουν οριστεί ως αρμόδια για τη διασφάλιση της υποβολής των εκθέσεων βιωσιμότητας, καθώς και τη γνώμη του ελεγκτή.των προσώπων που έχουν οριστεί ως αρμόδια για τη διασφάλιση της υποβολής των εκθέσεων βιωσιμότητας, καθώς και των σχετικών αλλαγών. Επίσης υποχρεούται να δημοσιεύουν τη γνώμη του ελεγκτή και το πλήρες κείμενο της έκθεσης ελέγχου επί της Έκθεσης Βιωσιμότητας, εντός 20 ημερών από την έγκρισή τους από τη Γενική Συνέλευση.

Ηλεκτρονικός μορφότυπος

Οι επιχειρήσεις που υπάγονται στην υποχρέωση κατάρτισης έκθεσης βιωσιμότητας πρέπει να συντάσσουν την Έκθεση Διαχείρισης σε ηλεκτρονικό μορφότυπο iXBRL, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3 του Κανονισμού 2019/815.

Ειδική αναφορά στη Δήλωση Εταιρικής Διακυβέρνησης

Στην ετήσια Δήλωση Εταιρικής Διακυβέρνησης (ΔΕΔ) πρέπει να περιλαμβάνεται ειδική αναφορά ότι η υποβολή της Έκθεσης Βιωσιμότητας ενσωματώνει όλες τις πληροφορίες που καταδεικνύουν τη συνεκτίμηση παραγόντων όπως η πολυμορφία και η διαφορετικότητα, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια ESG.

Διασφάλιση από ανεξάρτητο ελεγκτή

Η Έκθεση Βιωσιμότητας πρέπει να υπόκειται σε εξωτερική διασφάλιση από ανεξάρτητο ελεγκτή, ο οποίος εκφράζει γνώμη σχετικά με τη συμμόρφωση της έκθεσης με τις απαιτήσεις του νόμου και τα εφαρμοστέα πρότυπα.

Η μη συμμόρφωση με τις παραπάνω υποχρεώσεις μπορεί να επιφέρει κυρώσεις από τις ελεγκτικές αρχές.

ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

Το νομικό πλαίσιο για τα κριτήρια ESG είναι πολύπλοκο και συνεχώς εξελισσόμενο, γεγονός που δυσχεραίνει την κατανόηση και την εφαρμογή του από τις επιχειρήσεις, ιδιαίτερα τις μικρομεσαίες.

Επιπλέον, πολλές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα οι μικρότερες, δεν διαθέτουν την απαραίτητη εξειδικευμένη γνώση και τους πόρους για την αποτελεσματική εφαρμογή των απαιτήσεων ESG.

Ταυτοχρονα, η συλλογή, επεξεργασία και αναφορά των απαιτούμενων δεδομένων ESG αποτελεί μια σημαντική πρόκληση, ιδιαίτερα για επιχειρήσεις που δεν διαθέτουν προηγούμενη εμπειρία σε αυτόν τον τομέα.

Τέλος, η συμμόρφωση με τα κριτήρια ESG συνεπάγεται σημαντικό κόστος, τόσο για την ανάπτυξη των απαραίτητων συστημάτων και διαδικασιών όσο και για την εξωτερική διασφάλιση των εκθέσεων βιωσιμότητας.

Για τους παραπάνω λόγους οι επιχειρήσεις θα πρέπει να ξεκινήσουν άμεσα την προετοιμασία τους για τη συμμόρφωση με τα κριτήρια ESG, ακόμη και αν δεν εμπίπτουν σήμερα στις υποχρεωτικές κατηγορίες.

Η επένδυση στην ανάπτυξη εξειδικευμένης γνώσης και συστημάτων/διαδικασιών για την αποτελεσματική συλλογή, επεξεργασία και αναφορά των απαιτούμενων δεδομένων ESG, είναι κρίσιμη για την αποτελεσματική συμμόρφωση.

Περαιτέρω, η συνεργασία με εξειδικευμένους συμβούλους σε θέματα ESG μπορεί να βοηθήσει τις επιχειρήσεις να κατανοήσουν και να εφαρμόσουν αποτελεσματικά τις απαιτήσεις του νομικού πλαισίου.

Ο σκοπός των ρυθμίσεων είναι, αντί να αντιμετωπίζονται τα κριτήρια ESG ως μια πρόσθετη κανονιστική υποχρέωση,να ενσωματωθούν από εταιρείες και επιχειρήσεις  στην επιχειρηματική τους στρατηγική.

Με τον τρόπο αυτό, οι επιχειρήσεις μπορούν να αποκτήσουν σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα με βελτιωμένη, μεταξύ άλλων, πρόσβαση σε χρηματοδότηση, ενίσχυση της φήμης και της εικόνας τους, αλλά και καινοτομία και αποδοτικότητα, μέσω της ανάπτυξης νέων προϊόντων και υπηρεσιών, της βελτιστοποίησης των διαδικασιών και της μείωσης του κόστους.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά τις υποχρεώσεις της επιχείρησής σας στο πλαίσιο του νέου νομικού πλαισίου ESG και να σας υποστηρίξουμε στην αποτελεσματική συμμόρφωση με αυτές.

Καταχρηστική Άσκηση Δικαιώματος Και Αποδυνάμωσή Του

Η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος ορίζεται στο άρθρο 281 του ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο «η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος».

Κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΑΠ 1982/2022).

Κατά την έννοια της διατάξεως του 281 ΑΚ, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητος στις συναλλαγές και γενικώς στην άσκηση κάθε δικαιώματος, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμον να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθεμένη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας.

Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του.

Επίσης οι πράξεις του υποχρέου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος.

Παράλειψη & Αδράνεια Δικαιούχου Να Ασκήσει Το Δικαίωμα

Η παράλειψη του δικαιούχου να ασκήσει, εν όλω ή εν μέρει, την αξίωση του, και αν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι η αξίωση δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν καθιστά την επακολουθούσα άσκηση της καταχρηστική, εν όψει ιδίως του ότι οι συνέπειες της αδράνειας του δικαιούχου αντιμετωπίζονται από το δίκαιο με το θεσμό της παραγραφής. Κατά μείζονα λόγω ισχύουν τα ανωτέρω επί αξιώσεων, παραίτηση από τις οποίες δεν επιτρέπεται κατά νόμο (όπως πχ οι μισθολογικές αξιώσεις).

Μόνο αν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις, υπό τις οποίες η ικανοποίηση του δανειστή συνεπάγεται δυσαναλόγως δυσβάσταχτες συνέπειες για τον οφειλέτη, μπορεί κατά περίπτωση να αποκρουσθεί με βάση τα κριτήρια του άρθρου 281 του ΑΚ η άσκηση της αξιώσεως, την οποία προηγουμένως ο δανειστής είχε παραλείψει να ασκήσει.

Τέτοιες όμως περιστάσεις δεν συνιστούν ενέργειες τρίτων, που μπορεί να επακολουθήσουν, και δη η άσκηση μελλοντικός από τρίτους, κατά μίμηση του ενάγοντος, αξιώσεων παρομοίων προς την ήδη επίδικη.

Στην περίπτωση, της μακράς αδράνειας του δικαιούχου δεν αρκεί κατ’ αρχήν μόνον αυτή η επί μακρόν χρόνο μη άσκηση του δικαιώματος, αλλ’ υπάρχει τέτοια κατάχρηση μόνον εφ’ όσον συντρέχουν προσθέτως και άλλα περιστατικά, που ανάγονται στο ίδιο διάστημα και στην όλη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου, όσο και του υποχρέου που αποκρούει το δικαίωμα, από τα οποία δημιουργείται στον τελευταίο η εύλογη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί κατ’ αυτού, σε τρόπο που η με τη μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος ανατροπής μίας καταστάσεως που έχει δημιουργηθεί υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και έχει διατηρηθεί επί μακρόν χρόνο, να συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο συνέπειες.

Το ζήτημα δε αν οι συνέπειες που επάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματός του.

Για την κατάφαση της καταχρηστικότητας δεν είναι απαραίτητο η άσκηση του δικαιώματος να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον υπόχρεο, θέτοντας σε κίνδυνο την οικονομική του υπόσταση, αλλά αρκεί να έχει δυσμενείς απλώς επιπτώσεις στα συμφέροντά του.

Παραδεκτό Ένστασης Καταχρηστικής Άσκησης Δικαιώματος

Επειδή, από το συνδυασμό της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, προς εκείνη του άρθρου 262 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι, για την πληρότητα της ένστασης περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και το παραδεκτό αυτής, από την άποψη χρόνου προβολής της, πρέπει, κατά την πρώτη πρωτοβάθμια συζήτηση της υπόθεσης, να προβάλλονται τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος από το διάδικο κατά του οποίου ασκείται το δικαίωμα, συγχρόνως δε να γίνεται επίκληση από τον ενιστάμενο του γεγονότος ότι τα περιστατικά αυτά καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος και να διατυπώνεται αίτημα απόρριψης της αγωγής για την αιτία αυτή, διαφορετικά η ένσταση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.

Από δε το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 269 και 527 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι στην κατ’ έφεση δίκη είναι κατ’ εξαίρεση παραδεκτή η προβολή πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη ή προτάθηκαν απαραδέκτως, και όταν οι ισχυρισμοί αυτοί αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου.

 Από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει, ότι, για να θεωρηθεί ως παραδεκτώς προτεινόμενη στο Εφετείο ένσταση, που δεν προτάθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, πρέπει να αποδεικνύεται παραχρήμα, ήτοι εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου ολόκληρος ο ισχυρισμός που συνιστά την ένσταση, ήτοι καθόλα τα επί μέρους πραγματικά αυτού στοιχεία. Στην πιο πάνω εξαίρεση υπάγονται και οι πραγματικοί ισχυρισμοί που θεμελιώνουν την από το άρθρο 281 ΑΚ ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του αγωγικού δικαιώματος.

Αποδυνάμωση Δικαιώματος

Η αποδυνάμωση δικαιώματος συνιστά ειδικότερη μορφή της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος.

Στην περίπτωση αυτή το δικαίωμα αποδυναμώνεται και, άρα, δεν μπορεί να ασκηθεί, όταν ο δικαιούχος, αφενός αδράνησε επί μακρόν και αφετέρου δημιούργησε με τη συμπεριφορά του εύλογα στον υπόχρεο την πεποίθηση ότι δεν επιθυμεί να ασκήσει πλέον το δικαίωμά του.

Υπό τις συνθήκες δε αυτές, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος από τον δικαιούχο, εφόσον συνεπάγεται δυσμενείς – επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, αποτελεί ενέργεια ασυμβίβαστη προς την προγενέστερη συμπεριφορά του δικαιούχου και αντίκειται, προφανώς, στις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών της ΑΚ 281, είναι δηλαδή καταχρηστική. 

Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου, ακόμη και αν δημιούργησε στον οφειλέτη ή τον προσβολέα την πεποίθηση ότι αυτός δεν θα ασκήσει το δικαίωμά του, δεν καθιστά τη μεταγενέστερη άσκησή του καταχρηστική, υπό την ειδικότερη μορφή της αποδυνάμωσης του δικαιώματος, εκτός αν συνοδεύεται από ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, που συνδέονται με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος, μεταβάλλοντας τη στάση του, επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί και παγιωθεί, οπότε δεν είναι απαραίτητο να προκαλούνται στον υπαίτιο αφόρητες ή υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες, αλλά αρκεί να επέρχονται δυσμενείς απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεις.

Στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και, συνεπώς, καταχρηστική και απαγορευμένη .

Κατάχρηση Θεσμού Εταιρείας

Η κατάχρηση θεσμού, όπως ο θεσμός της εταιρίας, δε ρυθμίζεται μεν από το νόμο, υπάγεται όμως στη διάταξη του 281 Α.Κ. και οι συνέπειές της αντιμετωπίζονται όπως οι συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος (ΑΠ 149/2013).

Η εταιρεία ως σύνολο έννομων σχέσεων και καταστάσεων, που διέπονται από ορισμένο πλέγμα κανόνων δικαίου με τη μορφή αυτοτελούς ενότητας, υπηρετεί κοινωνικό σκοπό.

Η χρησιμοποίηση της εταιρείας για την εξυπηρέτηση διαφορετικών σκοπών και μάλιστα αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη, συνιστά απαγορευμένη από το νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρείας.

Η καταχρηστική συμπεριφορά που εκδηλώνεται ως κατάχρηση θεσμού, δεν ρυθμίζεται ειδικά από το νόμο.

Πρέπει όμως να υπαχθεί και αυτή στη διάταξη του άρθρ. 281 Α.Κ. και οι συνέπειές της να αντιμετωπισθούν σε αναλογία με τις συνέπειες της καταχρήσεως δικαιώματος.

Με την παραπάνω έννοια δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανώνυμης εταιρείας ή των μεριδίων ΕΠΕ ή ΙΚΕ σε ένα μόνο πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρείας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά, αφού αναγνωρίζεται από το δίκαιο η μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρεία, η οποία και διατηρεί κατ’ αρχήν την οικονομική αυτοτέλεια του νομικού προσώπου της έναντι του φυσικού προσώπου στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της.

Δεν συνιστά επίσης καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας από έναν ή περισσότερους επιχειρηματίες με σκοπό η εταιρεία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορροφήσεως των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, αφού τον σκοπό ακριβώς αυτό προορίσθηκε να εξυπηρετεί η κεφαλαιουχική εταιρεία.

Επίσης, η θέση κατά μέρος της νομικής προσωπικότητας νομίμως συσταθείσης και λειτουργούσας ανωνύμου εταιρείας δεν δικαιολογείται μόνο από την ταύτιση των συμφερόντων της εταιρίας προς τα αυτά του κυρίου μετόχου ή από τη συστηματική παροχή εγγυήσεων του προσώπου αυτού για λογαριασμό της εταιρείας ή τέλος από την εμφάνιση τούτου ως του ουσιαστικού φορέα της επιχείρησης με καθοριστική συμβολή στη λήψη των εταιρικών αποφάσεων.

Συνεπώς δεν ενεργούν αθέμιτα οι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον από τους προσφερόμενους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρείας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, γι’ αυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρεία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας.

Η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων υποχωρεί όμως όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητας χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστεως.

Νομιμοποίηση αποτελέσματος αντίθετο προς την καλή πίστη υπάρχει ιδίως όταν γίνεται κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας με την έννοια ότι οι φερόμενες ως πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται και αντιστρόφως οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν.

Η μορφή αυτή καταχρήσεως του θεσμού της εταιρείας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει το νόμο ή για να προκαλέσει δολίως ζημιά σε τρίτον ή για να αποφύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της καταχρήσεως προβάλλει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας και η μετακύλιση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως ή μετακύλιση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος.

Εικονική Εταιρεία: Έννοια Φορολογική & Ασφαλιστική Αντιμετώπιση

Εικονική εταιρεία, είναι η εταιρεία της οποίας η εταιρική σύμβαση ερείδεται σε εικονική δήλωση βούλησης, δηλαδή καταρτίστηκε μόνο φαινομενικά.

Εικονική δήλωση βούλησης είναι εκείνη η οποία, σε γνώση του δηλούντος, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και έχει ως σκοπό να δημιουργήσει σε άλλους την εν τύπωση μεταβολής ορισμένης νομικής κατάστασης, χωρίς να υφίσταται πρόθεση στον δηλούντα τέτοιας νομικής μεταβολής. Αναλυτικά:

Εικονική Δήλωση Βούλησης

Σύμφωνα με το άρθρο 138 παρ. α ΑΚ ορίζεται ότι «Δήλωση βούλησης που δεν έγινε σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη».

Περαιτέρω, στο άρθρο 138 παρ. β ΑΚ αναφέρεται ότι  «Άλλη δικαιοπραξία που καλύπτεται κάτω από την εικονική είναι έγκυρη, αν τα μέρη την ήθελαν και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύστασή της».

Διακρίσεις Εικονικής Δήλωσης Βούλησης

Με βάση το παραπάνω άρθρο, γίνεται διάκριση της εικονικότητας σε:

  • απόλυτη, η οποία επιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της εικονικής δικαιοπραξίας, όταν αυτή δεν καλύπτει έτερη δικαιοπραξία, δηλαδή όταν οι δικαιοπρακτούντες δεν ήθελαν να επέλθει με τη δικαιοπραξία ορισμένη έννομη μεταβολή, και σε
  • σχετική, η οποία επιφέρει την ακυρότητα της φανερής δικαιοπραξίας, που δεν έγινε στα σοβαρά, όχι όμως και εκείνης που κρύβεται κάτω από αυτήν, η οποία είναι έγκυρη, εάν την ήθελαν τα συμβαλλόμενα μέρη και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύστασή της.
Ακυρότητα Εικονικής Δήλωσης Βούλησης

Επομένως, από την πρώτη παράγραφο του άρθρου 138 ΑΚ, συνάγεται ότι η δήλωση βούλησης που δεν έγινε σοβαρά, παρά μόνο φαινομενικά, αποκαλείται εικονική και είναι άκυρη, θεωρούμενη σαν να μην έγινε.

Εικονική δύναται να είναι η δήλωση βούλησης όχι μόνο σε μονομερή δικαιοπραξία, αλλά και σε σύμβαση, στην τελευταία, δε, περίπτωση για την αντίστοιχη ακυρότητα της σύμβασης προϋποτίθεται γνώση της εικονικότητα από τον αντισυμβαλλόμενο του δηλούντος και συμφωνία όλων των κατά τον χρόνο κατάρτισης συμβαλλομένων ότι η σύμβαση που συνάφθηκε δεν παράγει έννομες συνέπειες.

Εάν ο δηλών είναι άμεσος αντιπρόσωπος άλλου, η εικονικότητα (της δήλωσης βούλησης) κρίνεται από το πρόσωπο του αντιπροσώπου και όχι του αντιπροσωπευόμενου.

Έτσι, για την εικονικότητα της σύμβασης αρκεί το γεγονός ότι η δηλωθείσα βούληση των δικαιοπρακτούντων βαρύνεται με ελάττωμα, το οποίο συνίσταται στο ότι δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των εννόμων αποτελεσμάτων της (ΑΠ 502/2018) προκύπτουν ο σκοπός ή τα αίτια που οδήγησαν στην ελαττωματική αυτή δήλωση, εκτός αν υποκρύπτει έτερη δικαιοπραξία και μόνο για την έρευνα του κύρους ή μη αυτής, ούτε αποτελεί προϋπόθεση για τη θεμελίωσή της ο δόλος του οφειλέτη εις βάρος των δανειστών του ή εν γένει πρόθεση εξαπατήσεως.

Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 138 ΑΚ, δεν είναι προσδιοριστική της εικονικότητας, υπό την έννοια ότι οριοθετεί απλώς την έκταση και την ενέργειά της, αλλά έχει αυτοτέλεια, διότι στηρίζεται σε νέα πραγματικά γεγονότα, διαφορετικά από εκείνα που απαρτίζουν την εικονικότητα της εμφανούς δικαιοπραξίας (ΑΠ 291/2018).

Συνέπειες Εικονικότητας Δήλωσης Βούλησης

Η έννοια της εικονικότητας είναι καθ’ εαυτήν ορισμένη και δεν απαιτείται, για την πληρότητα του περί εικονικότητας ορισμένης δικαιοπραξίας ισχυρισμού, να περιέχεται και το στοιχείο ότι άπαντες οι συμβαλλόμενοι ήταν εν γνώσει της εικονικότητας, κατά τον χρόνο της κατάρτισης της δικαιοπραξίας, αφού αυτό, ως σύμφυτο με την έννοια της εικονικότητας, θεωρείται αυτονόητο ως συντρέχον.

Την εικονικότητα μίας δικαιοπραξίας μπορεί να επικαλεσθεί αυτός που έκανε τη δήλωση ή οι καθολικοί και ειδικοί διάδοχοί του, οι δανειστές του και έκαστος τρίτος μη συμβαλλόμενος, όταν έχει έννομο συμφέρον, το οποίο δύναται να είναι υλικό ή ηθικό, ενώ υφίσταται όταν από την κατάρτιση της άκυρης σύμβασης δημιουργείται αβεβαιότητα ως προς ορισμένη σχέση και κίνδυνος για τα συμφέροντά του, είτε άμεσος, είτε επικείμενος.

Ο εικονικώς δικαιοπρακτήσας δύναται να αντιτάξει την εικονικότητα και την ακυρότητα από αυτήν της δικαιοπραξίας τόσο κατά του αντισυμβληθέντος, όσο και κατά του τρίτου, που συναλλάχθηκε εν γνώσει της εικονικότητας, όχι όμως και κατά εκείνου που αγνοούσε οπωσδήποτε αυτήν.

Εικονική Εταιρεία

Σε εικονικότητα (προσωπικής ή κεφαλαιουχικής) εταιρείας, δεν δύναται να γίνει λόγος για δικαιώματα και υποχρεώσεις των εταίρων που απορρέουν από την εταιρική σύμβαση, για διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων και εταιρικών μερίδων, ούτε δημιουργείται υποχρέωση για τον εντολοδόχο από σύμβαση εντολής για τη διαχείριση εταιρικών υποθέσεων εικονικής προσωπικής εταιρείας.

Τα παραπάνω, δε, ασχέτως ορισμένων συνεπειών που δύνανται να επέλθουν για το παρελθόν, χάριν ιδίως του συμφέροντος των τρίτων από την πραγματική λειτουργία της εταιρείας, της οποίας αγνοούσαν την εικονικότητα,

Συνέπειες Εικονικότητας

Όπως προαναφέρθηκε, καθε δικαιοπραξία, συμπεριλαμβανομένης της σύμβασης εταιρείας, εάν καταρτίσθηκε κατά τα φαινόμενα μόνο, είναι άκυρη και λογίζεται ως μη γενόμενη.

Επιπλέον είναι αδιάφορο εάν κατά την κατάρτιση της εικονικής αυτής σύμβασης μετείχε ο ένας από τους συμβαλλομένους κατ’ εντολή του ετέρου, αφού και τότε δεν παράγονται έννομες συνέπειες, καθόσον λόγω της εικονικότητάς της ουδεμία μεταβολή επέρχεται στις μεταξύ των σχέσεις, ούτε ορισμένο δικαίωμα γεννάται υπέρ αυτών.

Η εικονικότητα μπορεί να αφορά τόσο στο ότι η εταιρεία υποκρύπτεται υπό έτερη σύμβαση, όσο και ότι η εταιρεία υποκρύπτει έτερη ή και καμία σύμβαση.

Μεταξύ των δυνατών περιπτώσεων εικονικότητας ανήκει και η εικονική συμμετοχή εταίρου ή η εικονικότητα ύψους συμμετοχής, δίχως εικονικότητα της όλης εταιρείας.

Εικονική Συμμετοχή Εταίρου

Περαιτέρω, με έρεισμα την “de facto” εταιρεία (άρθρο 251 § 3 εδαφ. β Ν. 4072/2012) πρέπει να θεωρηθεί, ως περιεχόμενο της καλής πίστεως, ότι οι εταιρικές ακυρότητες θεωρούνται καταρχήν μερικές ακυρότητες, οι οποίες δεν επηρεάζουν το λοιπό περιεχόμενο της συμβάσεως.

Συνακόλουθα, η εταιρεία, στην οποία ορισμένος από τους συνεταίρους συμμετέχει εικονικώς, θα πρέπει να αντιμετωπισθεί ως μερικώς άκυρη, δηλαδή καθ’ ο μέρος αφορά στην εικονική συμμετοχή του σε αυτήν, δίχως η μερική αυτή ακυρότητα να επιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της εταιρείας, εφόσον δεν συνάγεται ότι η εταιρεία δεν θα είχε συσταθεί χωρίς την εικονική αυτή συμμετοχή.

Επιπλέον, εικονικότητα υφίσταται και όταν κάποιος, επιθυμώντας να διατηρήσει μυστική έναντι των τρίτων τη συμμετοχή του σε ορισμένη δικαιοπραξία, χρησιμοποιεί για την κατάρτιση αυτής έτερο (παρένθετο) πρόσωπο, το οποίο, εμφανιζόμενο ως κατ’ επίφαση συμβαλλόμενος, συνάπτει τη δικαιοπραξία φαινομενικώς, μεν, στο όνομά του, στην πραγματικότητα, όμως, για λογαριασμό του υποκρυπτομένου προσώπου, εν γνώσει του αντισυμβαλλομένου, ο οποίος και αποδέχεται τη συνομολόγηση της συμβάσεως υπέρ του υποκρυπτομένου προσώπου.

Στην περίπτωση αυτή, η καταρτισθείσα σύμβαση ισχύει, κατά τη βούληση των συμβληθέντων υπέρ του καλυπτομένου προσώπου.

Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και όταν, κατ’ ειδική νομοθετική διάταξη, για τη σύσταση της συμβάσεως απαιτείται ορισμένος τύπος, αρκεί να έχει περιβληθεί τον τύπο αυτό η εικονική, ως προς το πρόσωπο του συμβληθέντος, σύμβαση.

Επομένως, κάποιος επιθυμώντας να συστήσει (προσωπική ή κεφαλαιουχική) εταιρεία, χωρίς να γνωρίζουν άλλοι τη συμμετοχή του σε αυτήν, μπορεί να χρησιμοποιεί προς τούτο παρένθετο πρόσωπο, το οποίο συμπράττει στην ιδρυτική της εν λόγω εταιρείας σύμβαση, φαινομενικώς, μεν, στο όνομά του, στην πραγματικότητα, όμως, για λογαριασμό του υποκρυπτομένου προσώπου.

Συνέπειες Εικονικότητας Ως Προς Τα Πρόσωπα

Στην περίπτωση εικονικότητας ως προς τα πρ΄όσωπα, ενώ είναι άκυρη, ως εικονική, για τις μεταξύ των σχέσεις η συμμετοχή του παρενθέτου προσώπου στην εταιρεία, παραμένει έγκυρη η, υπό την εικονική αυτή σύμβαση, καλυπτόμενη και υπό των συμβληθέντων θεληθείσα έτερη σύμβαση, βάσει της οποίας αληθής εταίρος τυγχάνει το υπό του παρενθέτου υποκρυπτόμενο πρόσωπο, εφόσον για την κατάρτιση της συμβάσεως τηρήθηκε ο αξιούμενος, κατ’ ειδική νομοθετική διάταξη, τύπος (ΠολΠρΓιαν 6/2025).

Ως εκ τούτου, τα δια της εταιρικής συμβάσεως αποκτώμενα εταιρικά μερίδια ή οι μετοχές υπό του παρενθέτου προσώπου περιέρχονται άνευ ετέρου στο υποκρυπτόμενο πρόσωπο, το οποίο είναι και ο αληθής εταίρος και το οποίο, σε περίπτωση αμφισβητήσεως των εκ της εταιρικής σχέσεως δικαιωμάτων του από το παρένθετο πρόσωπο, δικαιούται να ζητήσει τη δικαστική αναγνώριση αυτών.

Φορολογική & Ασφαλιστική Αντιμετώπιση Εικονικής Εταιρείας

Σύμφωνα με την ΠΟΛ. 1008/16-01-2017 έγινε αποδεκτή από τον Διοικητή ΑΑΔΕ η υπ’ αριθ. 275/2016 Γνωμοδότηση της Α’ Τακτικής Ολομέλειας του ΝΣΚ.

Με την ανωτέρω γνωμοδότηση έγινε ομόφωνα δεκτό ότι σε περίπτωση ύπαρξης βεβαιωμένης ληξιπρόθεσμης οφειλής σε βάρος εικονικής επιχείρησης, οι πραγματικοί υπόχρεοι που υποκρύπτονται δεν έχουν την ιδιότητα των συνυπόχρεων προσώπων κατά την έννοια του ΚΕΔΕ.

Τούτο διότι, τα πρόσωπα αυτά ευθύνονται ανεξαρτήτως από τα φαινόμενα πρόσωπα (εκείνα, δηλαδή, που εικονικά φέρονται ότι ασκούν την επιχείρηση) και κατά συνέπεια λαμβάνονται σε βάρος τους όλα τα προβλεπόμενα διοικητικά, ασφαλιστικά, αναγκαστικά και λοιπά μέτρα είσπραξης, αφού συνταχθεί ιδιαίτερη έκθεση ελέγχου όπου θα καταλογιστούν οι ανάλογες κυρώσεις και σ’ αυτά.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικό με την εικονική εταιρεία.

Η Ναυτιλιακή Εταιρεία Πλοίων Αναψυχής (Ν.Ε.Π.Α.) – Νομοθεσία

Ναυτιλιακή Εταιρεία Πλοίων Αναψυχής (ΝΕΠΑ) είναι η κεφαλαιουχική εταιρεία με νομική προσωπικότητα, η οποία θεωρείται εμπορική, και η οποία έχει ως αποκλειστικό σκοπό την κτήση κυριότητας, την εκμετάλλευση ή τη διαχείριση πλοίων αναψυχής με ελληνική σημαία που χαρακτηρίζονται ως επαγγελματικά.

Το νομικό πλαίσιό της καθορίζεται στο Ν. 4926/2022 και στις αντίστοιχες αποφάσεις άλλων οργάνων της Διοίκησης

Ίδρυση

Η ΝΕΠΑ ιδρύεται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα, τους ιδρυτές, ενώ μπορεί δύναται να καταστεί και μονοπρόσωπη.

Για τα χρέη της εταιρείας ευθύνεται μόνο η ίδια με την περιουσία της. Η σύσταση εταιρειών άλλης νομικής μορφής, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις με το ίδιο αντικείμενο δραστηριότητας, δεν αποκλείεται. Επίσης, μια ΝΕΠΑ μπορεί να συμμετέχει σε άλλες ΝΕΠΑ

Η σύμβαση με την οποία συστήνεται η ΝΕΠΑ αποτελεί το καταστατικό της, καταρτίζεται εγγράφως ή ψηφιακά από έναν τουλάχιστον ιδρυτή και καταχωρίζεται υπογεγραμμένη, στο Μητρώο ΝΕΠΑ.

Το καταστατικό της ΝΕΠΑ και οι τροποποιήσεις αυτού, εφόσον είναι ιδιωτικά έγγραφα, καθώς και οι αποφάσεις της γενικής συνέλευσης και του Διοικητικού Συμβουλίου της και τα πρακτικά αυτών μπορούν να συντάσσονται, εκτός της ελληνικής, και σε μία από τις άλλες επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  

Η ΝΕΠΑ αποκτά νομική προσωπικότητα από την ημερομηνία καταχώρισης του καταστατικού της στο Μητρώο ΝΕΠΑ

Ευθύνη Ιδρυτών Κατά Το Ιδρυτικό Στάδιο 

Πρόσωπα που έχουν ενεργήσει στο όνομα της υπό ίδρυση ΝΕΠΑ ευθύνονται για τις πράξεις αυτές απεριόριστα και εις ολόκληρον. Μόνη η εταιρεία εύθυνεται για τις πράξεις που έγιναν στο όνομά της κατά το ιδρυτικό στάδιο αν, μέσα σε 3 μήνες από τη σύστασή της, ανέλαβε τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτές τις πράξεις.

Οι ιδρυτές είναι υπεύθυνοι για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η εταιρεία ή οι καλόπιστοι τρίτοι, μέτοχοι ή μη, από παράλειψη υποχρεωτικής διάταξης του καταστατικού ή ανακριβείς πληροφορίες που δόθηκαν κατά την εγγραφή στο κεφάλαιο ή περιλήφθηκαν στο καταστατικό, από τη μη τήρηση των διατάξεων που αφορούν την εκτίμηση και την καταβολή των εισφορών, καθώς και από την κήρυξη της ακυρότητας της εταιρείας, αν γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν τις σχετικές πλημμέλειες. 

Η αξίωση αποζημίωσης παραγράφεται μετά την παρέλευση πέντε 5 ετών από την ίδρυση της ΝΕΠΑ

ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΕΠΑ
Καταστατικό

Το καταστατικό πρέπει να περιέχει υποχρεωτικά: 

  • την επωνυμία και τον σκοπό της εταιρείας, 
  • την έδρα της εταιρείας, 
  • το ύψος του εταιρικού κεφαλαίου, τον τρόπο καταβολής του και τις μετοχές της εταιρείας, 
  • τις αρμοδιότητες και τις διαδικασίες σύγκλησης του διοικητικού συμβουλίου και της γενικής συνέλευσης των μετόχων
  • τα δικαιώματα των μετόχων και 
  • τις διαδικασίες για τη διάλυση και την εκκαθάριση της περιουσίας της εταιρείας.

 Στο καταστατικό ορίζονται τα μέλη του πρώτου διοικητικού συμβουλίου της ΝΕΠΑ

Επωνυμία – Έδρα

Η επωνυμία της ΝΕΠΑ περιλαμβάνει τις λέξεις «ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΛΟΙΩΝ ΑΝΑΨΥΧΗΣ» ή το ακρωνύμιο «ΝΕΠΑ». Για τις διεθνείς συναλλαγές της εταιρείας η επωνυμία μπορεί να αποτυπώνεται με λατινικούς χαρακτήρες και να συνοδεύεται από τις λέξεις «MARITIME COMPANY FOR PLEASURE YACHTS» ή το ακρωνύμιο «M.C.P.Y.».

Η επωνυμία της ΝΕΠΑ αποκλείεται σε περίπτωση πρόκλησης σύγχυσης με άλλη ΝΕΠΑ, Εταιρεία Ιδιωτικών Πλοίων Αναψυχής (Ε.Ι.Π.Α.) ή άλλη εταιρεία εγγεγραμμένη στο Γ.Ε.ΜΗ.

Η ΝΕΠΑ έχει την έδρα της σε Ο.Τ.Α. α΄ βαθμού που βρίσκεται στην Ελλάδα και τη διεύθυνση που αναφέρεται στο καταστατικό της.

Σε κάθε έντυπο της εταιρείας αναγράφονται τουλάχιστον η επωνυμία, η έδρα και ο αριθμός μητρώου της.

Διάρκεια

Η ΝΕΠΑ έχει διάρκεια ορισμένου χρόνου που καθορίζεται στο καταστατικό. Σε περίπτωση που δεν ορίζεται στο καταστατικό συγκεκριμένη διάρκεια, η διάρκεια της ΝΕΠΑ είναι 30 έτη.

Η διάρκεια ορισμένου χρόνου μπορεί να παραταθεί με απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων που λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία. Αν δεν ορίζεται συγκεκριμένος χρόνος παράτασης στην απόφαση αυτή, η διάρκεια της ΝΕΠΑ γίνεται αόριστης διάρκειας.

Με απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων που λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία, η διάρκεια της ΝΕΠΑ μπορεί να μετατραπεί από ορισμένου σε αορίστου χρόνου και αντίστροφα.

Μετοχικό Κεφάλαιο

Ως ελάχιστο εταιρικό κεφάλαιο για την ίδρυση της ΝΕΠΑ ορίζεται το ποσό των 10.000 ευρώ, το οποίο καταβάλλεται ολοσχερώς εντός 2 μηνών από τη σύσταση της ΝΕΠΑ Η καταβολή του κεφαλαίου γίνεται σε χρήμα.

Το αρχικό κεφάλαιο της ΝΕΠΑ καλύπτεται, σύμφωνα με το καταστατικό της, από έναν ή περισσότερους ιδρυτές και καταβάλλεται εντός 2 μηνών από τη σύσταση της ΝΕΠΑ, στο σύνολό του. 

Σε περίπτωση αύξησης του κεφαλαίου, αυτό καλύπτεται στο σύνολό του από μετόχους ή τρίτους, σύμφωνα με τον νόμο, και καταβάλλεται στο ταμείο της ΝΕΠΑ

Η καταβολή σε μετρητά του αρχικού κεφαλαίου ή των αυξήσεων αυτού, καθώς και οι καταθέσεις μετόχων με προορισμό τη μελλοντική αύξηση του κεφαλαίου πραγματοποιούνται υποχρεωτικά με κατάθεση σε ειδικό λογαριασμό της εταιρείας, που τηρείται σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα, στην ΕΕ, ή σε χώρα του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), με προσκόμιση του σχετικού παραστατικού στο Μητρώο ΝΕΠΑ 

Η παράλειψη καταβολής σε λογαριασμό δεν επάγεται ακυρότητα, αν αποδεικνύεται ότι το σχετικό ποσό δαπανήθηκε για τους σκοπούς της εταιρείας, με την προϋπόθεση ότι αυτό έχει ειδικά προβλεφθεί στο καταστατικό.

Μετοχές

Οι μετοχές της ΝΕΠΑ είναι μόνο ονομαστικές και ενσωματώνονται σε τίτλο της μιας ή περισσότερων μετοχών.

Η ονομαστική αξία κάθε μετοχής δεν μπορεί να ορισθεί κατώτερη του 1 ευρώ. Τα δικαιώματα του μετόχου που πηγάζουν από τη μετοχή είναι ανάλογα προς το ποσοστό του κεφαλαίου που αντιπροσωπεύει η μετοχή.

Η μεταβίβαση των ονομαστικών μετοχών γίνεται με εγγραφή στο βιβλίο των μετόχων. Η εγγραφή αυτή χρονολογείται και υπογράφεται από τον κύριο και από αυτόν στον οποίο γίνεται η μεταβίβαση της μετοχής. 

Μετά τη μεταβίβαση κάθε ονομαστικής μετοχής, εκδίδεται νέος τίτλος ή γίνεται σημείωση από την εταιρεία στον τίτλο που υπάρχει για τη μεταβίβαση που έγινε. Για την εταιρεία μέτοχος θεωρείται αυτός που γράφεται στο βιβλίο μετόχων.

Επιτρέπεται με το καταστατικό να επιβάλλονται περιορισμοί στη μεταβίβαση των μετοχών. Στην περίπτωση αυτή, η σχετική διάταξη του καταστατικού αναγράφεται πάνω στον τίτλο της μετοχής.

Αύξηση & Μείωση Εταιρικού Κεφαλαίου 

Επιτρέπεται να ορίζεται στο καταστατικό ότι το Διοικητικό Συμβούλιο ή η γενική συνέλευση μπορούν να αποφασίζουν την αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου της εταιρείας μέχρι του συνολικού ποσού που αναφέρεται στο καταστατικό, με έκδοση νέων μετοχών. Στο καταστατικό ορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις της αύξησης του εταιρικού κεφαλαίου. 

Η καταβολή του ποσού της αύξησης του κεφαλαίου γίνεται σε χρήμα.

Σε κάθε περίπτωση αύξησης του κεφαλαίου παρέχεται δικαίωμα προτίμησης σε ολόκληρο το νέο κεφάλαιο υπέρ των κατά τον χρόνο της αύξησης μετόχων της εταιρείας, ανάλογα με τη συμμετοχή τους στο εταιρικό κεφάλαιο. 

Αν κάποιος μέτοχος δεν ασκήσει το δικαίωμα προτίμησης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στο καταστατικό, που δεν δύναται να είναι μεγαλύτερη των 3 μηνών ή δηλώσει ότι δεν πρόκειται να το ασκήσει, οι μετοχές που δεν έχουν αναληφθεί διατίθενται στους μετόχους που άσκησαν το δικαίωμα προτίμησης κατ΄ αναλογία συμμετοχής τους στο εταιρικό κεφάλαιο.

Υπόλοιπο που δεν αναλήφθηκε διατίθεται ελεύθερα από το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας.

Η προθεσμία καταβολής της αύξησης του κεφαλαίου ορίζεται από το όργανο που έλαβε τη σχετική απόφαση και δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 14 ημερών ούτε μεγαλύτερη των 4 μηνών από την ημέρα που καταχωρήθηκε η απόφαση αυτή στο Μητρώο ΝΕΠΑ

Αντίστοιχα, επιτρέπεται η γενική συνέλευση να αποφασίζει τη μείωση του εταιρικού κεφαλαίου μέχρι το ελάχιστο εταιρικό κεφάλαιο, είτε με μείωση του αρχικού αριθμού μετοχών, είτε με μείωση της ονομαστικής αξίας αυτών.

Με την υποβολή πρακτικού γενικής συνέλευσης αναγγελίας της μείωσης του εταιρικού κεφαλαίου υποβάλλεται περίληψη της απόφασης αυτής δημοσιευμένη τουλάχιστον δύο φορές σε εφημερίδα ή εφημερίδες πανελλήνιας κυκλοφορίας με συννημένα τα σχετικά φύλλα.

Οι αυξομειώσεις του εταιρικού κεφαλαίου δεν αποτελούν τροποποίηση του καταστατικού.

 ΟΡΓΑΝΑ ΝΕΠΑ
Το Διοικητικό Συμβούλιο

Η ΝΕΠΑ διοικείται από το Διοικητικό της Συμβούλιο, το οποίο απαρτίζεται από 3, τουλάχιστον, φυσικά πρόσωπα ως μέλη, μετόχους ή μη.

Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, εκλέγονται με απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων. Το διοικητικό συμβούλιο είναι ελευθέρως ανακλητό και επανεκλέξιμο.

Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου ορίζονται υποχρεωτικά Πρόεδρος, αντιπρόεδρος και γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου. Η ιδιότητα του προέδρου ταυτίζεται με αυτή του Διευθύνοντα Συμβούλου.

Η ΝΕΠΑ εκπροσωπείται από το διευθύνοντα σύμβουλο.

Η θητεία του Διοικητικού Συμβουλίου είναι εξαετής. Αν λήξει η θητεία του Διοικητικού Συμβουλίου και για οποιονδήποτε λόγο δεν εκλεγεί νέο Διοικητικό Συμβούλιο, η θητεία του παλαιού παρατείνεται αυτοδικαίως μέχρι την εκλογή νέου από την αμέσως επόμενη γενική συνέλευση.

Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι αρμόδιο να αποφασίζει για θέματα που αφορούν στη διοίκηση της εταιρείας, τη διαχείριση της περιουσίας της, την παροχή εγγυήσεων και κάθε εμπράγματης ασφάλειας υπέρ άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων και για κάθε θέμα για την επιδίωξη του εταιρικού σκοπού.

Από την αρμοδιότητα του Διοικητικού Συμβουλίου εξαιρούνται τα θέματα που ανήκουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της γενικής συνέλευσης.

Αρμοδιότητες Διοικητικού Συμβουλίου

Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και των αρμοδιοτήτων τους, τηρούν τον νόμο, το καταστατικό και τις νόμιμες αποφάσεις της γενικής συνέλευσης. Διαχειρίζονται τις εταιρικές υποθέσεις με σκοπό την προαγωγή του εταιρικού συμφέροντος, εποπτεύουν την εκτέλεση των αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου και της γενικής συνέλευσης και ενημερώνουν τα άλλα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου για τις εταιρικές υποθέσεις.

Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου έχουν υποχρέωση πίστεως απέναντι στην εταιρεία. Ιδίως:

  • Δεν επιδιώκουν ίδια συμφέροντα που αντιβαίνουν στα συμφέροντα της εταιρείας.
  • Αποκαλύπτουν έγκαιρα και με επάρκεια στα υπόλοιπα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου τα ίδια συμφέροντά τους, που ενδέχεται να ανακύψουν από συναλλαγές της εταιρείας, οι οποίες εμπίπτουν στα καθήκοντά τους, καθώς και κάθε σύγκρουση των συμφερόντων τους με εκείνα της εταιρείας, η οποία ανακύπτει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Ως επαρκής αποκάλυψη θεωρείται εκείνη που περιλαμβάνει περιγραφή τόσο της συναλλαγής όσο και των ιδίων συμφερόντων.
  •  Τηρούν αυστηρή εχεμύθεια για τις εταιρικές υποθέσεις και τα απόρρητα της εταιρείας, τα οποία κατέστησαν γνωστά σε αυτούς λόγω της ιδιότητάς τους ως συμβούλων.

Σε περίπτωση υπαίτιας παράβασης των παραπάνω η ΝΕΠΑ δικαιούται να αξιώσει αποζημίωση. Μπορεί, όμως, αντί της αποζημίωσης να απαιτήσει, προκειμένου μεν για πράξεις που έγιναν για λογαριασμό του ίδιου του συμβούλου, να θεωρηθεί ότι οι πράξεις αυτές διενεργήθηκαν για λογαριασμό της ΝΕΠΑ, προκειμένου δε για πράξεις που έγιναν για λογαριασμό τρίτου, να δοθεί στη ΝΕΠΑ η αμοιβή για τη μεσολάβηση ή να εκχωρηθεί σε αυτήν η σχετική απαίτηση.

Τέλος, επιτρέπεται στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου να ενεργούν, εκτός αν απαγορεύεται από σχετική πρόβλεψη του καταστατικού, για δικό τους λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων, πράξεις που υπάγονται στους σκοπούς της εταιρείας, καθώς και να μετέχουν ως ομόρρυθμοι εταίροι ή ως μέτοχοι ή εταίροι σε εταιρείες που επιδιώκουν όμοιους σκοπούς.

Ευθύνη Μελών Διοικητικού Συμβουλίου

Κάθε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ευθύνεται έναντι της ΝΕΠΑ για ζημία που αυτή υφίσταται λόγω πράξης ή παράλειψης που συνιστά παράβαση των καθηκόντων του.

Η ευθύνη αυτή δεν υφίσταται, αν το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου αποδείξει ότι κατέβαλε κατά την άσκηση των καθηκόντων του την επιμέλεια του συνετού επιχειρηματία που δραστηριοποιείται σε παρόμοιες συνθήκες. Η επιμέλεια αυτή κρίνεται με βάση την ιδιότητα κάθε μέλους και τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί κατά τον νόμο, το καταστατικό ή με απόφαση των αρμόδιων εταιρικών οργάνων.

Επίσης, η ευθύνη κ δεν υφίσταται, προκειμένου για πράξεις ή παραλείψεις που στηρίζονται σε σύννομη απόφαση της γενικής συνέλευσης ή που αφορούν σε εύλογη επιχειρηματική απόφαση, η οποία ελήφθη:

  • με καλή πίστη,
  • με βάση επαρκή, για τις συγκεκριμένες συνθήκες, πληροφόρηση και 
  • με αποκλειστικό κριτήριο την εξυπηρέτηση του εταιρικού συμφέροντος. 

Οι αξιώσεις της εταιρείας κατά το παρόν άρθρο παραγράφονται μετά από ένα έτος από την τέλεση της πράξης ή την παράλειψη. Η παραγραφή αναστέλλεται ενόσω ο υπεύθυνος έχει την ιδιότητα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου.

Η Γενική Συνέλευση 

Η γενική συνέλευση συνέρχεται στην έδρα της ΝΕΠΑ, τουλάχιστον μία φορά σε κάθε εταιρική χρήση. 

Η Γ.Σ. συγκαλείται τουλάχιστον 30 ημέρες πριν από τη συνεδρίαση, από το Διοικητικό Συμβούλιο. και συνεδριάζει εγκύρως, αν είναι παρόντες ή εκπροσωπούνται σε αυτή όλοι οι μέτοχοι ακόμα και αν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις.

Αρμοδιότητα Γενικής Συνέλευσης

Η γενική συνέλευση είναι το ανώτατο όργανο της εταιρείας και αποφασίζει για κάθε εταιρική υπόθεση. Οι αποφάσεις της γενικής συνέλευσης δεσμεύουν όλους τους μετόχους, ακόμη και αυτούς που είναι απόντες ή διαφωνούν.

Η γενική συνέλευση είναι αποκλειστικά αρμόδια να αποφασίζει για τα ακόλουθα θέματα:

  • τις τροποποιήσεις του καταστατικού, 
  • την εκλογή και ανάκληση των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, 
  • την έγκριση του ισολογισμού ή της λογιστικής κατάστασης της εταιρείας και τη διάθεση των κερδών, 
  • την απαλλαγή μελών του Διοικητικού Συμβουλίου από κάθε ευθύνη, 
  • την παράταση της διάρκειας ή τη διάλυση της εταιρείας, 
  • τον διορισμό εκκαθαριστών και 
  • τη μείωση του εταιρικού κεφαλαίου.
Συνεδρίαση 

Στη γενική συνέλευση έχει δικαίωμα να συμμετέχει κάθε μέτοχος, o οποίος έχει και αποδεικνύει την ιδιότητα αυτή κατά την ημέρα διεξαγωγής της γενικής συνέλευσης. Μέτοχοι που είναι νομικά πρόσωπα μετέχουν στη γενική συνέλευση διά των εκπροσώπων τους. 

Η δυνατότητα συμμετοχής κάθε μετόχου στη γενική συνέλευση εξασφαλίζεται και από το βιβλίο μετόχων.  

Η γενική συνέλευση βρίσκεται σε απαρτία και συνεδριάζει εγκύρως, όταν είναι παρόντες ή αντιπροσωπεύονται σε αυτήν μέτοχοι που εκπροσωπούν ποσοστό μεγαλύτερο από το 50% του εταιρικού κεφαλαίου.

Αν δεν υπάρχει απαρτία, η γενική συνέλευση συνέρχεται και πάλι την εικοστή ημέρα από την ημερομηνία που ματαιώθηκε η συνεδρίαση. Κατά την επαναληπτική αυτή συνεδρίαση, η συνέλευση βρίσκεται σε απαρτία και συνεδριάζει εγκύρως με τα θέματα της αρχικής ημερήσιας διάταξης, με οποιοδήποτε ποσοστό εταιρικού κεφαλαίου εκπροσωπείται σε αυτή.

Επιτρέπεται με το καταστατικό να ορίζονται θέματα για τα οποία απαιτούνται αυξημένα ποσοστά απαρτίας σε σχέση με όσα προβλέπονται παραπάνω.

Λήψη Αποφάσεων

Κάθε μετοχή παρέχει δικαίωμα μιας ψήφου.

Οι αποφάσεις της γενικής συνέλευσης λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των ψήφων που εκπροσωπούνται σε αυτή. Ωστόσο, επιτρέπεται με το καταστατικό να ορίζονται θέματα για τα οποία απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία.

Ακυρότητα Αποφάσεων Γενικής Συνέλευσης

Απόφαση της γενικής συνέλευσης που αντίκειται στον νόμο ή στο καταστατικό είναι άκυρη.

Η ακυρότητα κηρύσσεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας, που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ύστερα από αίτηση του Διοικητικού Συμβουλίου ή μετόχων που εκπροσωπούν το 1/20 του εταιρικού κεφαλαίου, εάν αυτοί δεν συμφώνησαν στη λήψη της απόφασης ή δεν ήταν παρόντες στη γενική συνέλευση.

Η αίτηση για ακύρωση απόφασης της γενικής συνέλευσης ασκείται μέσα σε προθεσμία 60 ημερών από τη χρονολογία λήψης της απόφασης και απευθύνεται κατά της εταιρείας.

ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΑ & ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Φορολογία ΝΕΠΑ

Οι Ν.Ε.Π.Α. που διαχειρίζονται ή εκμεταλλεύονται επαγγελματικά πλοία αναψυχής και ανήκουν σε τρίτους, τηρούν διπλογραφικά βιβλία και έχουν όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα (Ε.Λ.Π.).

Περαιτέρω, το βασικό πλεονέκτημα της ΝΕΠΑ είναι ότι τα κέρδη της είναι αφορολόγητα, εφόσον η φορολόγηση της διέπεται από τις διατάξεις του Ν. 27/1975. Ειδικότερα η ΝΕΠΑ απαλλάσεται από κάθε φόρο, τέλος και οποιαδήποτε άλλη επιβάρυνση υπέρ του Δημοσίου, εκτός τελών χαρτοσήμου.

Επομένως απαλλάσσεται από:

  • φόρο εισοδήματος αλλά και
  • φόρο μερισμάτων

Ειδικότερα, τα κέρδη δηλώνονται στον κωδικό 559 των φορολογικών δηλώσεων, ταυτόχρονα όμως θα πρέπει να συμπληρωθεί και ο αντίστοιχος κωδικός της «Κατάστασης Φορολογικής Αναμόρφωσης», με βά­ση τις αντίστοιχες δαπάνες που αφορούν στα απαλ­λασσόμενα έσοδα για λόγους εκκαθάρισης της δή­λωσης. 

Ασφάλιση ΝΕΠΑ

Σύμφωνα με την εγκύκλιο 69/28.12.2021 του ΕΦΚΑ, τα μέλη ΔΣ που παράλληλα κατέχουν ποσοστό μετοχών 3% και άνω στο κεφάλαιο της εταιρίας ασφαλίζονται υποχρεωτικά. Το ίδιο ισχύει και για τον νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας.

Περαιτέρω, ως ημερομηνία έναρξης της ασφάλισης λογίζεται η πρώτη ημέρα του μήνα καταχώρησης του πρακτικού μεταβολής (σύσταση ή αντικατάσταση εκπροσώπου) στο Μητρώο Εταιρειών ΝΕΠΑ, ενώ ως ημερομηνία λήξης της ασφάλισης λογίζεται η τελευταία ημέρα του μήνα καταχώρησης.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τις ΝΕΠΑ.