Διανομή Και Διάθεση Κερδών ΑΕ – Ελάχιστο Μέρισμα

Ορισμός Μερίσματος

Το δικαίωμα του μετόχου πάνω στο μέρισμα είναι η εξουσία, που παρέχεται στο μέτοχο, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να ζητήσει από την εταιρία να του καταβάλει συγκεκριμένο ποσό χρημάτων (μέρισμα), ανάλογο με το ποσοστό της συμμετοχής του στο κεφάλαιο της εταιρίας.

Νομικό Πλαίσιο

Το μέρισμα αυτό κρατείται από τα καθαρά κέρδη της εταιρίας, αφορά δε συγκεκριμένη διαχειριστική περίοδο, η οποία ονομάζεται εταιρική χρήση και δεν μπορεί συνήθως να διαρκέσει περισσότερο από ένα χρόνο.

Εξάλλου, το δικαίωμα του μετόχου πάνω στο μέρισμα βασίζει την ύπαρξή του στην ειδική έννομη σχέση, η οποία συνδέει την ανώνυμη εταιρία και τους μετόχους και ονομάζεται εταιρική σχέση.

Η σχέση αυτή γίνεται συγκεκριμένη με τη μετοχή, που στην ευρύτερή της έννοια περιλαμβάνει το δικαίωμα, αλλά και την υποχρέωση, του μετόχου να συμμετέχει στην Εταιρία, έστω και αν η υποχρέωση αυτή ειδικά στην Ανώνυμη Εταιρία είναι περιορισμένη.

Το δικαίωμα του μετόχου πάνω στο μέρισμα είναι δικαίωμα ατομικό και ασκείται από αυτόν οσηδήποτε συμμετοχή και αν έχει στην Εταιρία, ενώ το δικαίωμά του μετόχου στα κέρδη της Εταιρίας, γενικά και αφηρημένα, είναι εταιρικό.

Γεννάται, μάλιστα, αμέσως μόλις ο εταίρος συνδεθεί με την ανώνυμη εταιρία με τη μετοχή, ενώ η απαίτηση του μετόχου πάνω στο συγκεκριμένο μέρισμα, του οποίου ψηφίστηκε η διανομή, είναι δικαίωμα ενοχικό, που υπόκειται στις διατάξεις του Κοινού Δικαίου.

Έτσι ο μέτοχος γίνεται πιστωτής της Εταιρίας αμέσως μόλις καταρτιστεί ο ισολογισμός συγκεκριμένης χρήσης, εγκριθεί από τη Γενική Συνέλευση και αποφασισθεί η διανομή κερδών.

Για την είσπραξη του μερίσματος ο μέτοχος μπορεί να στραφεί δικαστικώς κατά της εταιρίας, όπως συμβαίνει με κάθε απαίτηση του ενοχικού δικαίου.

Πριν από την απόφαση διανομής των κερδών ο μέτοχος δεν είναι δανειστής για το μέρισμα, γιατί η απαίτησή του εξαρτάται από την ύπαρξη κέρδους, τελεί δηλαδή υπό νόμιμη αναβλητική αίρεση.

Συνεπώς, ως προς τη γεννημένη αξίωση καταβολής μερισμάτων παρελθόντων ετών οι μέτοχοι είναι εταιρικοί δανειστές (βλ. ΜΠρΚατ 491/2023, ΜΠΓιαννιτσών 265/2020, ΕφΘεσ 694/2007, ΕφΑθ 1478/2001).

Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 160 παρ. 3 του Ν. 4548/2018, το προς διανομή ποσό καταβάλλεται στους μετόχους μέσα σε δύο μήνες από την απόφαση της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης, που ενέκρινε τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις.

Η προθεσμία των δύο μηνών αποτελεί δήλη ημέρα εξόφλησης κατά την έννοια του άρθρου 341 παρ. 1 ΑΚ. Επομένως για την έναρξη της τοκοφορίας δεν απαιτείται όχληση της Εταιρίας εκ μέρους του δικαιούχου.

Τέλος, η αξίωση για απόδοση μερίσματος υπόκειται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 ΑΚ και του ν.δ. 1195/1942.

Προϋποθέσεις Διανομής Μερίσματος

Σύμφωνα με το άρθρο 159 του Ν. 4548/2018, δεν μπορεί να γίνει οποιαδήποτε διανομή στους μετόχους, εφόσον, κατά την ημερομηνία λήξης της τελευταίας χρήσης, το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας (καθαρή θέση), όπως προσδιορίζονται στο νόμο, είναι ή, ύστερα από τη διανομή αυτή, θα γίνει κατώτερο από το ποσό του κεφαλαίου, προσαυξημένου με:

  • τα αποθεματικά, των οποίων η διανομή απαγορεύεται από το νόμο ή το καταστατικό,
  • τα λοιπά πιστωτικά κονδύλια της καθαρής θέσης, τα οποία δεν επιτρέπεται να διανεμηθούν, και
  • τα ποσά των πιστωτικών κονδυλίων της κατάστασης αποτελεσμάτων, που δεν αποτελούν πραγματοποιημένα κέρδη.

Εξάλλου, το ποσό που διανέμεται στους μετόχους δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των αποτελεσμάτων της τελευταίας χρήσης που έχει λήξει, προσαυξημένο με τα κέρδη, τα οποία προέρχονται από προηγούμενες χρήσεις και δεν έχουν διατεθεί, και τα αποθεματικά για τα οποία επιτρέπεται και αποφασίστηκε από τη γενική συνέλευση η διανομή τους, και μειωμένο:

  • κατά το ποσό των πιστωτικών κονδυλίων της κατάστασης αποτελεσμάτων, που δεν αποτελούν πραγματοποιημένα κέρδη,
  • κατά το ποσό των ζημιών προηγούμενων χρήσεων και
  • κατά τα ποσά που επιβάλλεται να διατεθούν για το σχηματισμό αποθεματικών, σύμφωνα με το νόμο και το καταστατικό.
Καθαρά Kέρδη & Διανομή Kερδών

Τα καθαρά κέρδη της εταιρείας απεικονίζονται στην κατάσταση αποτελεσμάτων και είναι τα προκύπτοντα κατ’ εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας.

Τα καθαρά κέρδη, στο μέτρο που μπορούν να διατεθούν σύμφωνα τα παραπάνω, διατίθενται με απόφαση της γενικής συνέλευσης κατά την εξής σειρά:

  1. Αφαιρούνται τα ποσά των πιστωτικών κονδυλίων της κατάστασης αποτελεσμάτων, που δεν αποτελούν πραγματοποιημένα κέρδη.
  2. Αφαιρείται η κράτηση για σχηματισμό τακτικού αποθεματικού.
  3. Κρατείται το απαιτούμενο ποσό για την καταβολή του ελάχιστου μερίσματος,
  4. Το υπόλοιπο των καθαρών κερδών, όπως και τα τυχόν λοιπά κέρδη, που μπορεί να προκύψουν και να διατεθούν, διατίθεται κατά τους ορισμούς του καταστατικού και τις αποφάσεις της γενικής συνέλευσης.
Ελάχιστο Mέρισμα

Το ελάχιστο μέρισμα υπολογίζεται επί των καθαρών κερδών, ύστερα από αφαίρεση της κράτησης για σχηματισμό τακτικού αποθεματικού και των λοιπών πιστωτικών κονδυλίων της κατάστασης αποτελεσμάτων, που δεν προέρχονται από πραγματοποιημένα κέρδη.

Το ελάχιστο μέρισμα ορίζεται σε ποσοστό τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) των καθαρών κερδών μετά τις παραπάνω μειώσεις και καταβάλλεται σε μετρητά.

Με απόφαση της γενικής συνέλευσης που λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία, μπορεί να μειωθεί το ως άνω ποσοστό, όχι όμως κάτω του δέκα τοις εκατό (10%).

Μη διανομή του ελάχιστου μερίσματος επιτρέπεται μόνο με απόφαση της γενικής συνέλευσης, που λαμβάνεται αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία.

Εξάλλου, με απόφαση της γενικής συνέλευσης που λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία είναι δυνατόν τα κέρδη που είναι διανεμητέα ως ελάχιστο μέρισμα να κεφαλαιοποιηθούν και να διανεμηθούν σε όλους τους μετόχους με μορφή μετοχών, ή με μορφή τίτλων ημεδαπών ή αλλοδαπών εταιρειών, εισηγμένων σε ρυθμιζόμενη αγορά.

Τέλος, διανομή άλλων περιουσιακών στοιχείων αντί μετρητών είναι επιτρεπτή με τις παραπάνω προϋποθέσεις μόνο ύστερα από ομόφωνη απόφαση όλων των μετόχων.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τη διανομή και διάθεση κερδών ΑΕ καθώς και το ελάχιστο διανεμητέο μέρισμα.

Σύμβαση Από Απόσταση: ΜΕΡΟΣ Γ – Υπαναχώρηση

Σε προηγούμενα άρθρα αναλύθηκαν διεξοδικά τα γενικά ζητήματα (νομικό πλαίσιο) της σύμβασης απ΄ο απόσταση (Μέρος Α), καθώς και η σύμβαση πώλησης από απόσταση χρηματοοικονομικών υπηρεσιών (Μέρος Β). Το παρόν Μέρος Γ πραγματεύεται το δικαίωμα υπαναχώρησης από εξ’ αποστάσεως σύμβαση, ανεξαρτήτως του είδους του πωλούμενου αγαθού, με βάση το νομικό πλαίσιο του Ν. 2251/1994.

Σύμφωνα με το άρθρο  389 ΑΚ σε μια οποιαδήποτε σύμβαση, έκαστο εκ των μερών μπορεί να επιφυλάξει για τον εαυτό του το δικαίωμα της υπαναχώρησης. Σε περίπτωση που το δικαίωμα ασκηθεί, επιφέρει την απόσβεση των υποχρεώσεων που πηγάζουν από τη σχετική σύμβαση. Επιπλέον, άμα την άσκηση του δικαιώματος, τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν αμοιβαία υποχρέωση να αποδώσουν τις παροχές που έλαβαν. Οι παροχές αυτές δε, εφόσον δεν καταβληθούν, αναζητούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Έχουν ήδη παρουσιαστεί ειδικότερα ζητήματα που αφορούν την Υπαναχώρηση Από Ασφαλιστική Σύμβαση και την Υπαναχώρηση Από Σύμβαση Σε Συνθήκες Πανδημίας (απρόοπτα γεγονότα & ανωτέρα βία). Ειδικά για τις συμβάσεις απ΄ο απόσταση, ισχύουν τα παρακάτω.

Δικαίωμα Υπαναχώρησης 

Εκτός εξαιρέσεων, ο καταναλωτής διαθέτει προθεσμία 14 ημερολογιακών ημερών για να υπαναχωρήσει από την εξ αποστάσεως σύμβαση ή τη σύμβαση εκτός εμπορικού καταστήματος χωρίς να αναφέρει τους λόγους και χωρίς καμία επιβάρυνση.

Η παραπάνω περίοδος υπαναχώρησης των 14 ημερολογιακών ημερών που, παρατείνεται σε 30 ημέρες για τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο μη προγραμματισμένων επισκέψεων από τον προμηθευτή στην οικία καταναλωτή ή εκδρομών που διοργανώνει προμηθευτής με στόχο ή αποτέλεσμα την προώθηση ή την πώληση προϊόντων στους καταναλωτές.

Η περίοδος υπαναχώρησης λήγει μετά από 14 ή 30 ημέρες:
  • από την ημερομηνία σύναψης της σύμβασης για τις συμβάσεις υπηρεσιών,
  • για τις συμβάσεις πώλησης, από την ημέρα κατά την οποία ο καταναλωτής ή ένα τρίτο μέρος το οποίο υποδεικνύεται από αυτόν, διαφορετικό από τον μεταφορέα, αποκτά τη φυσική κατοχή των αγαθών ή:
    • από την ημέρα κατά την οποία ο καταναλωτής ή ένα τρίτο μέρος το οποίο υποδεικνύεται από αυτόν, διαφορετικό από τον μεταφορέα, αποκτά τη φυσική κατοχή του τελευταίου αγαθού, σε περίπτωση πολλών αγαθών παραγγελθέντων από τον καταναλωτή με μια παραγγελία και παραδιδόμενων χωριστά,
    • από την ημέρα κατά την οποία ο καταναλωτής ή ένα τρίτο μέρος το οποίο υποδεικνύεται από αυτόν, διαφορετικό από τον μεταφορέα, αποκτά τη φυσική κατοχή της τελευταίας παρτίδας ή του τελευταίου τεμαχίου, σε περίπτωση παράδοσης αγαθού αποτελούμενου από πολλές παρτίδες ή πολλά τεμάχια,
    • από την ημέρα κατά την οποία ο καταναλωτής ή ένα τρίτο μέρος το οποίο υποδεικνύεται από αυτόν, διαφορετικό από τον μεταφορέα, αποκτά τη φυσική κατοχή του πρώτου αγαθού, σε περίπτωση σύμβασης τακτικής παράδοσης αγαθών σε καθορισμένη χρονική περίοδο,
  • από την ημέρα σύναψης της σύμβασης, σε περίπτωση συμβάσεων παροχής νερού, φυσικού αερίου ή ηλεκτρικής ενέργειας, εάν δεν διατίθενται προς πώληση σε περιορισμένο όγκο ή καθορισμένη ποσότητα, παροχής τηλεθέρμανσης ή παροχής ψηφιακού περιεχομένου που δεν παρέχεται πάνω σε σταθερό μέσο.

Επιπλέον, απαγορεύεται η είσπραξη όλου ή μέρους του τιμήματος, ακόμη και με μορφή αρραβώνα, εγγυοδοσίας, έκδοσης ή αποδοχής αξιόγραφων ή με άλλη μορφή, κατά τη διάρκεια της παραπάνω προθεσμίας.

Άσκηση Δικαιώματος Υπαναχώρησης

Πριν από τη λήξη της προθεσμίας υπαναχώρησης, ο καταναλωτής ενημερώνει τον προμηθευτή για την απόφασή του να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση. 

Προς τον σκοπό αυτό, ο καταναλωτής μπορεί είτε να χρησιμοποιήσει το εκ του νόμου υπόδειγμα εντύπου υπαναχώρησης είτε να κάνει οποιαδήποτε άλλη σαφή δήλωση που να παρουσιάζει την απόφασή του να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση.

Ο καταναλωτής φέρει το βάρος της απόδειξης ότι άσκησε το δικαίωμα υπαναχώρησης.

Αποτελέσματα Υπαναχώρησης

Η άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης τερματίζει τις υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων μερών τόσο σε ότι αφορά την υποχρέωση να εκτελέσουν την εξ αποστάσεως σύμβαση ή τη σύμβαση εκτός εμπορικού καταστήματος όσο και να συνάψουν σύμβαση εξ αποστάσεως ή εκτός εμπορικού καταστήματος σε περιπτώσεις που υποβλήθηκε προσφορά από τον καταναλωτή.

Υποχρεώσεις Προμηθευτή Σε Περίπτωση Υπαναχώρησης 

Ο προμηθευτής επιστρέφει κάθε πληρωμή που έλαβε από τον καταναλωτή, συμπεριλαμβανομένων, των δαπανών παράδοσης, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και οπωσδήποτε εντός 14 ημερολογιακών ημερών από την ημέρα κατά την οποία ενημερώθηκε για την απόφαση του καταναλωτή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση.

Ο προμηθευτής προβαίνει στην προβλεπόμενη επιστροφή χρημάτων χρησιμοποιώντας τα ίδια μέσα πληρωμής με εκείνα που ο καταναλωτής χρησιμοποίησε για την αρχική συναλλαγή, εκτός κι αν ο καταναλωτής έχει ρητώς συμφωνήσει διαφορετικά και υπό τον όρο να μην επιβαρυνθεί ο καταναλωτής με δαπάνες προκύπτουσες από την επιστροφή των χρημάτων.

Εκτός εάν ο προμηθευτής προσφέρθηκε να παραλάβει ο ίδιος τα αγαθά, όσον αφορά τις συμβάσεις πώλησης, ο προμηθευτής μπορεί να παρακρατήσει την επιστροφή του τιμήματος μέχρι να λάβει πίσω τα αγαθά ή μέχρι ο καταναλωτής να παράσχει αποδείξεις ότι έστειλε πίσω τα αγαθά, όποιο από τα δύο συμβεί πρώτο.

Υποχρεώσεις Καταναλωτή Σε Περίπτωση Υπαναχώρησης 

Εκτός εάν ο προμηθευτής έχει προσφερθεί να παραλάβει τα αγαθά ο ίδιος, ο καταναλωτής επιστρέφει τα αγαθά ή τα μεταβιβάζει στον προμηθευτή ή σε άτομο εξουσιοδοτημένο από τον προμηθευτή να λάβει τα αγαθά, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και οπωσδήποτε εντός 14 ημερολογιακών ημερών από την ημέρα κατά την οποία ανακοίνωσε στον προμηθευτή την απόφαση του να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση. 

Ο καταναλωτής επιβαρύνεται μόνο με το άμεσο κόστος επιστροφής των αγαθών, εκτός εάν ο προμηθευτής έχει συμφωνήσει να επιβαρυνθεί ο ίδιος με το εν λόγω κόστος ή εάν ο προμηθευτής έχει παραλείψει να ενημερώσει τον καταναλωτή ότι ο καταναλωτής οφείλει να επιβαρυνθεί με αυτό. 

Στην περίπτωση συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος, εφόσον τα αγαθά έχουν παραδοθεί στην οικία του καταναλωτή τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης, ο προμηθευτής συλλέγει με δικά του έξοδα τα αγαθά, εφόσον πρόκειται για αγαθά που από τη φύση τους δεν μπορούν κανονικά να επιστραφούν ταχυδρομικώς.

Περαιτέρω, ο καταναλωτής ευθύνεται για τυχόν μείωση της αξίας των αγαθών μόνο ως αποτέλεσμα της διαχείρισης των αγαθών άλλης πλην εκείνης που είναι αναγκαία για τη διαπίστωση της φύσης, των χαρακτηριστικών και της λειτουργίας των αγαθών. 

Ωστόσο, ο καταναλωτής δεν ευθύνεται σε καμία περίπτωση για οποιαδήποτε μείωση της αξίας των αγαθών όταν ο προμηθευτής δεν έχει παράσχει κοινοποίηση του δικαιώματος υπαναχώρησης.

Εξαιρέσεις Από Το Δικαίωμα Υπαναχώρησης 

Το δικαίωμα υπαναχώρησης που προβλέπεται για τις εξ αποστάσεως και εκτός εμπορικού καταστήματος συναπτόμενες συμβάσεις, δεν ισχύει όσον αφορά στις ακόλουθες περιπτώσεις:

  1. συμβάσεις υπηρεσιών μετά την πλήρη παροχή της υπηρεσίας, αλλά εφόσον προβλέπεται στη σύμβαση η υποχρέωση του καταναλωτή να καταβάλει τίμημα, μόνο εάν η εκτέλεση άρχισε με την προηγούμενη ρητή συγκατάθεση του καταναλωτή και με την εκ μέρους του αναγνώριση ότι θα απωλέσει το δικαίωμά του υπαναχώρησης μόλις η σύμβαση εκτελεστεί πλήρως από τον προμηθευτή,
  2. την προμήθεια αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών η τιμή των οποίων εξαρτάται από διακυμάνσεις της χρηματαγοράς τις οποίες δεν είναι δυνατόν να ελέγξει ο προμηθευτής και οι οποίες ενδέχεται να συμβούν εντός της προθεσμίας υπαναχώρησης,
  3. την προμήθεια αγαθών που κατασκευάζονται σύμφωνα με τις προδιαγραφές του καταναλωτή ή σαφώς εξατομικευμένων,
  4. την προμήθεια αγαθών τα οποία μπορούν να αλλοιωθούν ή λήγουν σύντομα,
  5. την προμήθεια σφραγισμένων αγαθών τα οποία δεν είναι κατάλληλα προς επιστροφή, για λόγους προστασίας της υγείας ή για λόγους υγιεινής, και τα οποία έχουν αποσφραγιστεί μετά την παράδοση,
  6. την προμήθεια αγαθών τα οποία, μετά την παράδοση, λόγω της φύσης τους, είναι αναπόσπαστα αναμεμειγμένα με άλλα στοιχεία,
  7. συμβάσεις κατά τις οποίες ο καταναλωτής έχει ζητήσει ειδικά επίσκεψη από τον προμηθευτή με σκοπό να πραγματοποιήσει επείγουσες επιδιορθώσεις ή την εκτέλεση εργασιών συντήρησης. Εάν, στην περίπτωση τέτοιας επίσκεψης, ο προμηθευτής παράσχει υπηρεσίες επιπλέον εκείνων που ζητήθηκαν συγκεκριμένα από τον καταναλωτή ή αγαθά πέρα από τα ανταλλακτικά που χρησιμοποιήθηκαν υποχρεωτικά κατά την εκτέλεση εργασιών συντήρησης ή κατά τις επιδιορθώσεις, το δικαίωμα υπαναχώρησης εφαρμόζεται στις εν λόγω πρόσθετες υπηρεσίες ή αγαθά,
  8. την παροχή στέγασης πλην για σκοπούς κατοικίας, μεταφοράς αγαθών, υπηρεσιών ενοικίασης αυτοκινήτων, εστίασης ή υπηρεσιών σχετιζόμενων με δραστηριότητες αναψυχής, εάν η σύμβαση προβλέπει συγκεκριμένη ημερομηνία ή προθεσμία εκτέλεσης,
  9. συμβάσεις προμήθειας ψηφιακού περιεχομένου που δεν παρέχεται σε υλικό μέσο, εφόσον η εκτέλεση έχει ξεκινήσει και εφόσον προβλέπεται στη σύμβαση η υποχρέωση του καταναλωτή να καταβάλει τίμημα, σε περίπτωση που: i) ο καταναλωτής έδωσε την προηγούμενη ρητή συγκατάθεσή του, ώστε να ξεκινήσει η εκτέλεση της σύμβασης στη διάρκεια της περιόδου ισχύος του δικαιώματος υπαναχώρησης, ii) ο καταναλωτής αναγνώρισε ότι χάνει το δικαίωμά του υπαναχώρησης, και iii) ο προμηθευτής προέβη στην παροχή επιβεβαίωσης.
Υπαναχώρηση Από Σύμβαση Εξ’ Αποστάσεως Πώλησης Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών

Όπως αναφέρθηκε στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο (αριθμ. 2), ειδικά για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, το δικαίωμα υπαναχώρησης δεν ασκείται:

  1. σε χρηματοοικονομικές υπηρεσίες η τιμή των οποίων εξαρτάται από διακυμάνσεις της κεφαλαιαγοράς επί των οποίων ο προμηθευτής δεν έχει καμία επίδραση και μπορεί να επέλθουν κατά τη διάρκεια της προθεσμίας υπαναχώρησης, όπως είναι οι υπηρεσίες που αφορούν πράξεις συναλλάγματος, τίτλους της χρηματαγοράς, διαπραγματεύσιμους τίτλους, μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, προθεσμιακές χρηματοοικονομικές συμβάσεις (futures), συμπεριλαμβανομένων των ισοδύναμων τίτλων που παρέχουν δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς, προθεσμιακά συμβόλαια επιτοκίου (FRA), συμβάσεις ανταλλαγής (swaps) με αντικείμενο επιτόκιο ή συνάλλαγμα ή συνδεόμενες με μετοχές ή με δείκτη μετοχών (equity swaps), προαιρέσεις (options) αγοράς ή πώλησης οιουδήποτε τίτλου από τους αναφερόμενους στην παρούσα περίπτωση, συμπεριλαμβανομένων των ισοδύναμων τίτλων που παρέχουν δικαίωμα εκκαθαρίσεως τοις μετρητοίς.
Συμπεριλαμβάνονται, ιδίως, στην παραπάνω κατηγορία οι προαιρέσεις συναλλάγματος και επιτοκίων.
  1. σε ασφαλιστήρια συμβόλαια ταξιδιών και αποσκευών ή παρόμοια βραχυπρόθεσμα ασφαλιστήρια συμβόλαια με διάρκεια μικρότερη του ενός (1) μηνός,
  2. στις συμβάσεις των οποίων η εκτέλεση έχει ολοκληρωθεί πλήρως και από τα δύο μέρη με ρητή αίτηση του καταναλωτή προτού ασκήσει ο καταναλωτής το δικαίωμα υπαναχώρησης.

Εξάλλου, αν με τη σύμβαση από απόσταση μίας χρηματοοικονομικής υπηρεσίας συνδέεται άλλη σύμβαση από απόσταση η οποία είναι σχετική με χρηματοοικονομικές υπηρεσίες που παρέχονται από τον προμηθευτή ή από τρίτο δυνάμει συμφωνίας του τρίτου με τον προμηθευτή, η πρόσθετη αυτή σύμβαση καταγγέλλεται από τον καταναλωτή, αζημίως, όταν αυτός ασκήσει το δικαίωμα υπαναχώρησης σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην περίπτωση α’ της παρούσας παραγράφου.

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι τα παραπάνω, δεν θίγουν τις ισχύουσες γενικές νομοθετικές διατάξεις που διέπουν την καταγγελία, τη διακοπή ή το μη εκτελεστό συμβάσεως από απόσταση ή το δικαίωμα του καταναλωτή να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις πριν από την ημερομηνία που ορίζεται στη σύμβαση από απόσταση.

Επομένως, οι διατάξεις αυτές ισχύουν ανεξάρτητα από τους όρους και τα νομικά αποτελέσματα της λύσεως της σύμβασης.

Πληρωμή Για Υπηρεσία Παρασχεθείσες Πριν Την Υπαναχώρηση

Η εκπλήρωση της σύμβασης χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από απόσταση αρχίζει μόνο μετά από γραπτή δήλωση του καταναλωτή, με την οποία παρέχεται η σχετική συναίνεσή του.

Αν ο καταναλωτής ασκήσει το δικαίωμα υπαναχώρησης, υποχρεούται να πληρώσει αποκλειστικά, το συντομότερο δυνατόν, το τίμημα για τη χρηματοοικονομική υπηρεσία που του έχει παράσχει ο προμηθευτής σύμφωνα με τη σύμβαση από απόσταση.

Το πληρωτέο ποσό δεν μπορεί:

  • να υπερβαίνει ποσό ανάλογο με την έκταση της υπηρεσίας που ήδη παρασχέθηκε, σε σχέση με το σύνολο των παροχών που προβλέπει η σύμβαση από απόσταση,
  • σε καμία περίπτωση να είναι τέτοιο που να μπορεί να εκληφθεί ως ποινή.

Επιπλέον, ο προμηθευτής δεν πρέπει να απαιτήσει από τον καταναλωτή να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό εκτός αν μπορεί να αποδείξει ότι ο καταναλωτής είχε δεόντως ενημερωθεί για το πληρωτέο ποσό.

Εξάλλου, ο προμηθευτής δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να απαιτήσει την πληρωμή αυτή, αν έχει αρχίσει να εκτελεί τη σύμβαση πριν από την εκπνοή της προθεσμίας υπαναχώρησης, χωρίς προηγούμενη σχετική γραπτή δήλωση του καταναλωτή.

Περαιτέρω, ο προμηθευτής υποχρεούται να επιστρέψει στον καταναλωτή, το ταχύτερο δυνατόν και το αργότερο εντός 30 ημερολογιακών ημερών, οποιοδήποτε ποσό έχει λάβει από αυτόν σύμφωνα με τη σύμβαση χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από απόσταση. Η προθεσμία αρχίζει από την ημέρα που ο προμηθευτής έλαβε τη δήλωση υπαναχώρησης.

Τέλος, ο καταναλωτής επιστρέφει στον προμηθευτή, το ταχύτερο δυνατόν και το αργότερο εντός 30 ημερολογιακών ημερών, οποιοδήποτε χρηματικό ποσό ή προϊόν έχει λάβει από αυτόν. Η προθεσμία αρχίζει από την ημέρα κατά την οποία ο καταναλωτής απέστειλε τη δήλωση υπαναχώρησης.

Παράλειψη Ενημέρωσης Δικαιώματος Υπαναχώρησης

Εάν ο προμηθευτής δεν έχει παράσχει στον τον καταναλωτή τις πληροφορίες σχετικά με το δικαίωμα υπαναχώρησης όπως απαιτείται, η προθεσμία υπαναχώρησης λήγει 12 μήνες μετά το τέλος της αρχικής προθεσμίας υπαναχώρησης.

Τέλος, πρέπει να τονιστεί πως οποιεσδήποτε συμβατικές ρήτρες καταργούν ή περιορίζουν, άμεσα ή έμμεσα, τα παραπάνω δικαιώματα του καταναλωτή είναι άκυρες.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με την υπαναχώρηση από εξ’ αποστάσεως σύμβαση.

Σύμβαση Από Απόσταση: ΜΕΡΟΣ Β- Χρηματοοικονομικές Υπηρεσίες

Με την παρούσα παρουσίαση της σύμβασης πώλησης χρηματοοικονομικών υπηρεσιών εξ’ αποστάσεως (Μέρος Β), ολοκληρώνεται η ανάλυση του νομικού πλαισίου της σύμβασης από απόσταση (Μέρος Α) και, απομένει το δικαίωμα υπαναχώρησης από εξ’ αποστάσεως σύμβαση, το οποίο θα αναλυθεί σε επόμενο άρθρο (Μέρος Γ).

Πεδίο Εφαρμογής

Σύμφωνα με το άρθρο 4Θ του Ν. 2251/1994, σε ότι αφορά τις συμβάσεις που αφορούν χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, οι οποίες περιλαμβάνουν μια αρχική συμφωνία παροχής υπηρεσίας και ακολούθως διαδοχικές πράξεις ή σειρά διακριτών πράξεων της αυτής φύσεως που κλιμακώνονται χρονικά, οι διατάξεις του παραπάνω άρθρου εφαρμόζονται μόνο στην αρχική συμφωνία.

Ο όρος “χρηματοοικονομικές υπηρεσίες” αναφέρεται σε προϊόντα η τιμή των οποίων εξαρτάται από διακυμάνσεις της κεφαλαιαγοράς επί των οποίων ο προμηθευτής δεν έχει καμία επίδραση.

Ενδεικτικά, ο όρος αφορά πράξεις συναλλάγματος, τίτλους της χρηματαγοράς, διαπραγματεύσιμους τίτλους, μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, προθεσμιακές χρηματοοικονομικές συμβάσεις (futures), συμπεριλαμβανομένων των ισοδύναμων τίτλων που παρέχουν δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς, προθεσμιακά συμβόλαια επιτοκίου (FRA), συμβάσεις ανταλλαγής (swaps) με αντικείμενο επιτόκιο ή συνάλλαγμα ή συνδεόμενες με μετοχές ή με δείκτη μετοχών (equity swaps), προαιρέσεις (options) αγοράς κλπ.

Επίσης, περιλαμβάνει ασφαλιστήρια συμβόλαια και τραπεζοασφαλιστικά προϊόντα.

Περαιτέρω, αν δεν υπάρχει αρχική συμφωνία παροχής υπηρεσίας αλλά οι διαδοχικές ή διακριτές πράξεις της αυτής φύσεως που κλιμακώνονται χρονικά, διενεργούνται μεταξύ των ίδιων συμβαλλομένων μερών, οι ίδιες διατάξεις εφαρμόζονται μόνο κατά τη διενέργεια της πρώτης πράξης.

Τέλος, όταν δεν έχει διενεργηθεί πράξη της ίδιας φύσης για διάστημα άνω του ενός έτους, η διενέργεια της επόμενης πράξης θεωρείται ως η πρώτη μιας νέας σειράς πράξεων και, συνεπώς, εφαρμόζονται όλες οι σχετικές διατάξεις.

Πληροφόρηση Του Καταναλωτή 

Πριν από τη σύναψη σύμβασης χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από απόσταση ο προμηθευτής πρέπει να ενημερώνει τον καταναλωτή, με τα μέσα επικοινωνίας από απόσταση, κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, τηρουμένων των αρχών της καλής πίστης κατά τις εμπορικές συναλλαγές και των διατάξεων που διέπουν το κύρος των δικαιοπραξιών, για τα παρακάτω στοιχεία, ο εμπορικός σκοπός των οποίων πρέπει να καθίσταται σαφής.

Πληροφορίες που αφορούν τον προμηθευτή:

Ο προμηθευτής οφείλει να ενημερώσει τον καταναλωτή για:

  1. την ταυτότητα και την κύρια δραστηριότητα του προμηθευτή, τη διεύθυνση στην οποία είναι εγκατεστημένος ο προμηθευτής, καθώς και κάθε άλλη διεύθυνση που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τις σχέσεις του καταναλωτή με τον προμηθευτή,
  2. την ταυτότητα του αντιπροσώπου του προμηθευτή που είναι εγκατεστημένος στην Ελλάδα και τη διεύθυνση που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τις σχέσεις του καταναλωτή με τον αντιπρόσωπο, όταν υπάρχει αντιπρόσωπος,
  3. αν οι επαγγελματικές επαφές του καταναλωτή έγιναν με άλλον επαγγελματία πλην του προμηθευτή, την ταυτότητα του εν λόγω επαγγελματία, την ιδιότητα με την οποία ενεργεί έναντι του καταναλωτή, και τη διεύθυνση που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τις σχέσεις μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία,
  4. όταν ο προμηθευτής είναι καταχωρημένος σε εμπορικό ή αντίστοιχο δημόσιο μητρώο, το εμπορικό μητρώο στο οποίο είναι εγγεγραμμένος ο προμηθευτής και τον αριθμό καταχώρισής του ή ισοδύναμο μέσο αναγνώρισης στο εν λόγω μητρώο,
  5. όταν η δραστηριότητα του προμηθευτή υπόκειται σε καθεστώς έγκρισης, τα στοιχεία της αρμόδιας εποπτεύουσας αρχής.
Πληροφορίες που αφορούν τη χρηματοοικονομική υπηρεσία: 

Ο προμηθευτής οφείλει να περιγράψει τα κυριότερα χαρακτηριστικά της χρηματοοικονομικής υπηρεσίας και ενδεικτικά:

  1. το συνολικό τίμημα που πρέπει να πληρώσει ο καταναλωτής στον προμηθευτή για τη χρηματοοικονομική υπηρεσία, συμπεριλαμβανομένων όλων των συναφών τελών, επιβαρύνσεων και δαπανών και όλων των φόρων που εισπράττονται μέσω του προμηθευτή ή, αν δεν μπορεί να προσδιοριστεί το ακριβές τίμημα, τη βάση υπολογισμού του, κατά τρόπο ώστε να μπορεί να το ελέγξει ο καταναλωτής,
  2. εφόσον συντρέχει περίπτωση, προειδοποίηση η οποία αναφέρει ότι η χρηματοοικονομική υπηρεσία συνδέεται με τίτλους που συνεπάγονται ειδικούς κινδύνους συνδεόμενους με τα ειδικά χαρακτηριστικά ή τις πράξεις που πρέπει να εκτελεστούν ή των οποίων η τιμή εξαρτάται από τις διακυμάνσεις στις κεφαλαιαγορές επί των οποίων ο προμηθευτής δεν έχει καμία επίδραση, καθώς και ότι οι αποδόσεις του παρελθόντος δεν αποτελούν δείκτη για τις μελλοντικές αποδόσεις,
  3. μνεία της ενδεχόμενης ύπαρξης άλλων φόρων ή/και δαπανών που δεν εισπράττονται μέσω του προμηθευτή ούτε χρεώνονται από αυτόν, εε. τους τυχόν χρονικούς περιορισμούς της ισχύος των παρεχόμενων πληροφοριών,
  4. τις ρυθμίσεις σχετικά με την πληρωμή και την εκτέλεση,
  5. το τυχόν ειδικό επιπλέον κόστος που συνεπάγεται για τον καταναλωτή η χρήση των μέσων επικοινωνίας από απόσταση, εάν αυτό το επιπλέον κόστος χρεώνεται.
Πληροφορίες που αφορούν τη σύμβαση χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από απόσταση

Επιπλέον, ο προμηθευτής οφείλει να ενημερώσει τον καταναλωτή για:

  1. την ύπαρξη ή μη δικαιώματος υπαναχώρησης και, αν υφίσταται το δικαίωμα αυτό, τη διάρκεια και τις προϋποθέσεις άσκησής του, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών για το ποσό που ενδέχεται να υποχρεωθεί να πληρώσει ο καταναλωτής, καθώς επίσης και τις συνέπειες της μη άσκησης αυτού του δικαιώματος,
  2. την ελάχιστη διάρκεια της σύμβασης χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από απόσταση, εάν πρόκειται για σύμβαση παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών σε μόνιμη ή περιοδική βάση,
  3. πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματα που μπορεί να έχουν τα μέρη να προκαλέσουν την πρόωρη ή μονομερή λύση της σύμβασης χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από απόσταση σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης αυτής, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών κυρώσεων που προβλέπονται στις περιπτώσεις αυτές από τη σύμβαση,
  4. πρακτικές οδηγίες για την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης και υπόδειγμα δήλωσης υπαναχώρησης, όπου να αναγράφεται, μεταξύ άλλων, η διεύθυνση στην οποία πρέπει να απευθύνεται η δήλωση υπαναχώρησης,
  5. το κράτος-μέλος ή τα κράτη-μέλη, στη νομοθεσία των οποίων βασίζεται ο προμηθευτής για τη δημιουργία σχέσεων με τον καταναλωτή πριν από τη σύναψη της σύμβασης χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από απόσταση, 
  6. οποιαδήποτε συμβατική ρήτρα σχετικά με το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σύμβαση χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από απόσταση ή και το αρμόδιο δικαστήριο,
  7. τη γλώσσα ή τις γλώσσες στις οποίες διατυπώνονται οι όροι της σύμβασης και η αναφερόμενη στην παρούσα παράγραφο εκ των προτέρων πληροφόρηση, καθώς και τη γλώσσα ή τις γλώσσες στις οποίες ο προμηθευτής, σε συμφωνία με τον καταναλωτή, αναλαμβάνει την υποχρέωση να επικοινωνεί κατά τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης.
Πληροφορίες που αφορούν την δυνατότητα προσφυγής

Ο προμηθευτής οφείλει να πληρογορεί τον καταναλωτή για την ύπαρξη μηχανισμών εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών, όπως ο Συνήγορος του Καταναλωτή, ή η διαμεσολάβηση, στους οποίους έχει πρόσβαση ο καταναλωτής που είναι συμβαλλόμενος στην από απόσταση σύμβαση, ως επίσης και τον τρόπο με τον οποίο έχει πρόσβαση ο καταναλωτής,

Επιπλέον, πρέπει να ενημερώνει για την ύπαρξη κεφαλαίων εγγύησης ή άλλων ρυθμίσεων για την παροχή αποζημιώσεων, που δεν καλύπτονται από συστήματα εγγύησης καταθέσεων και αποζημίωσης των επενδυτών.

Τηλεφωνικές Πωλήσεις 

Στην περίπτωση τηλεφωνικών επικοινωνιών, οι οποίες ηχογραφούνται υποχρεωτικά (σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18 του ν. 3340/2005 και του ν. 3471/2006), πρέπει να δηλώνεται σαφώς, στην αρχή οποιασδήποτε συνομιλίας με τον καταναλωτή, ότι αυτή μαγνητοφωνείται, η ταυτότητα του προμηθευτή και ο εμπορικός σκοπός του τηλεφωνήματος. 

Επιπρόσθετα, εφόσον συγκατατίθεται ρητά ο καταναλωτής, είναι υποχρεωτική η παροχή σε αυτόν των ακόλουθων πληροφοριών που αφορούν: 

  • στην ταυτότητα του προσώπου που έρχεται σε επαφή με τον καταναλωτή και στη σχέση του με τον προμηθευτή,
  • στην περιγραφή των κυριότερων στοιχείων της χρηματοοικονομικής υπηρεσίας,
  • στο συνολικό τίμημα που πρέπει να πληρώσει ο καταναλωτής στον προμηθευτή για τη χρηματοοικονομική υπηρεσία, συμπεριλαμβανομένων όλων των φόρων που εισπράττονται μέσω του προμηθευτή ή αν δεν μπορεί να προσδιοριστεί το ακριβές τίμημα, στη βάση υπολογισμού του, κατά τρόπον που επιτρέπει στον καταναλωτή να το ελέγξει,
  • στην ενδεχόμενη ύπαρξη άλλων φόρων ή και δαπανών που δεν εισπράττονται μέσω του προμηθευτή ούτε χρεώνονται από αυτόν, 
  • στην ύπαρξη ή μη δικαιώματος υπαναχώρησης και, αν υφίσταται το δικαίωμα αυτό, τη διάρκεια και τις προϋποθέσεις άσκησής του, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών για το ποσό που ενδέχεται να υποχρεωθεί να πληρώσει ο καταναλωτής. 

Ο προμηθευτής οφείλει να πληροφορεί τον καταναλωτή ότι, ύστερα από αίτημά του, μπορεί να λάβει και άλλες πληροφορίες, καθώς και να ενημερωθεί για τη φύση των πληροφοριών αυτών. 

Σε κάθε περίπτωση, ο προμηθευτής του παρέχει όλες τις πληροφορίες, όταν εκτελεί τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με τα παραπάνω.

Οι πληροφορίες σχετικά με συμβατικές υποχρεώσεις, οι οποίες πρέπει να ανακοινώνονται στον καταναλωτή κατά την περίοδο πριν από τη σύναψη της σύμβασης, πρέπει να είναι σύμφωνες με τις συμβατικές υποχρεώσεις που θα απέρρεαν από τη νομοθεσία που θα εφαρμοζόταν κατά τεκμήριο στη σύμβαση από απόσταση, αν η τελευταία είχε συναφθεί.

Αν ο προμηθευτής δεν συμμορφωθεί με τα παραπάνω (δλδ με τα μέσα και τον τρόπο που προβλέπονται από το νόμο) η σύμβαση χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από απόσταση είναι άκυρη υπέρ του καταναλωτή. 

Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι τυχόν απαιτήσεις εκ των προτέρων πληροφόρησης, πέραν των προαναφερομένων, οι οποίες απορρέουν από ειδικές διατάξεις της ενωσιακής νομοθεσίας που διέπουν τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, εξακολουθούν να ισχύουν. 

Η Γενική Γραμματεία Εμπορίου κοινοποιεί τις εθνικές διατάξεις σχετικά με τις απαιτήσεις εκ των προτέρων πληροφόρησης στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι προμηθευτές υποχρεούνται να διαβιβάζουν αμελλητί στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου τους σχετικούς τύπους συμβάσεων, περιλαμβανομένων και των γενικών όρων συναλλαγών. 

Γνωστοποίηση Συμβατικών Όρων

Η σύμβαση χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από απόσταση είναι άκυρη υπέρ του καταναλωτή, αν αυτός δεν λάβει εγκαίρως, και, σε κάθε περίπτωση, πριν από τη δέσμευσή του από τη σύμβαση αυτή, όλους τους όρους της, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που αναφέρονται παραπάνω, εγγράφως ή με άλλο σταθερό μέσο στο οποίο έχει πρόσβαση.

Περαιτέρω, ο προμηθευτής εκπληρώνει την υποχρέωσή του που προβλέπεται παραπάνω, αμέσως μετά τη σύναψη της σύμβασης από απόσταση, αν αυτή έχει συναφθεί ύστερα από αίτημα του καταναλωτή με τη χρησιμοποίηση μέσου επικοινωνίας από απόσταση το οποίο δεν επιτρέπει να ανακοινωθούν οι συμβατικοί όροι και οι πληροφορίες.

Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, συμβατικοί όροι που δεν γνωστοποιήθηκαν στον καταναλωτή δεν τον δεσμεύουν, έστω και αν δεν αποτελούν κρίσιμους παράγοντες για τη διαμόρφωση της δικαιοπρακτικής βούλησής του.

Τέλος, όσο διαρκεί η συμβατική σχέση, ο καταναλωτής δικαιούται, ύστερα από αίτημά του, να λαμβάνει τους συμβατικούς όρους εγγράφως. Επιπλέον, ο καταναλωτής δικαιούται να αλλάζει το χρησιμοποιούμενο μέσο επικοινωνίας από απόσταση, εκτός αν αυτό είναι ασυμβίβαστο με τη συναφθείσα σύμβαση από απόσταση ή με τη φύση της παρεχόμενης χρηματοοικονομικής υπηρεσίας.

Μη Αιτηθείσες Υπηρεσίες & Αυτόκλητη Επικοινωνία

Απαγορεύεται η παροχή στον καταναλωτή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από απόσταση χωρίς προηγούμενο σχετικό αίτημά του, όταν καλείται να τις αποκτήσει έναντι άμεσης ή μεταγενέστερης πληρωμής. 

Αν η παροχή των υπηρεσιών αυτών πραγματοποιηθεί, ο καταναλωτής απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση και δεν οφείλει οποιοδήποτε τίμημα, εκτός αν η παροχή υπηρεσιών οφείλεται σε προφανές λάθος, οπότε ο καταναλωτής θέτει την υπηρεσία, εφόσον η φύση της το επιτρέπει, για εύλογο χρόνο στη διάθεση του προμηθευτή. Προβλεπεται ρητά ότι η μη απάντηση του καταναλωτή δεν συνιστά, σε καμία περίπτωση, συναίνεση του.

Τέλος, η χρησιμοποίηση των τεχνικών επικοινωνίας πρέπει να γίνεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην προσβάλλεται η ιδιωτική ζωή του καταναλωτή.

Κυρώσεις

Ανεξάρτητα από την επιβολή των κυρώσεων που προβλέπονται εκ του νόμου, ο καταναλωτής μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από απόσταση οποτεδήποτε, χωρίς έξοδα και ποινές, όταν ο προμηθευτής δεν τηρεί τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

Ρήτρες με τις οποίες ο καταναλωτής παραιτείται από την άσκηση των δικαιωμάτων που προβλέπονται στον νόμο ή ο προμηθευτής απαλλάσσεται των ευθυνών που απορρέουν από το άρθρο αυτό είναι άκυρες.

Επιπλέον, το βάρος απόδειξης σχετικά με την τήρηση των υποχρεώσεων πληροφόρησης του καταναλωτή από τον προμηθευτή, καθώς και τη γραπτή δήλωση του καταναλωτή για τη σύναψη της σύμβασης και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, για την εκτέλεση της, φέρει ο προμηθευτής.

Τέλος, συμβατική ρήτρα η οποία προβλέπει ότι το βάρος της απόδειξης για την τήρηση, εκ μέρους του προμηθευτή, του συνόλου ή μέρους των υποχρεώσεων του κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, φέρει ο καταναλωτής, θεωρείται άκυρη ως καταχρηστική.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με την εμπορία Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών από απόσταση.

Σύμβαση Από Απόσταση: ΜΕΡΟΣ Α – Νομικό Πλαίσιο

Σύμβαση από απόσταση (πώληση εκτός εμπορικού καταστήματος) είναι κάθε σύμβαση η οποία συνάπτεται μεταξύ του προμηθευτή και του καταναλωτή, στο πλαίσιο ενός οργανωμένου συστήματος πωλήσεων από απόσταση, ή παροχής υπηρεσιών, χωρίς την ταυτόχρονη φυσική παρουσία του προμηθευτή και του καταναλωτή, με αποκλειστική χρήση ενός ή περισσότερων μέσων επικοινωνίας από απόσταση, όπως το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, το τηλέφωνο, η τηλεομοιοτυπία ή το διαδίκτυο, μέχρι και τη στιγμή σύναψης της σύμβασης.

Η σύμβαση από απόσταση, για να χαρακτηριστεί ως τέτοια, πρέπει να πληροί -διαζευκτικά- τις εξής προϋποθέσεις:

  1. Να συνάπτεται με ταυτόχρονη φυσική παρουσία του προμηθευτή και του καταναλωτή σε χώρο που δεν είναι το εμπορικό κατάστημα του προμηθευτή,
  2. Να συνάπτεται κατόπιν προσφοράς από τον καταναλωτή, υπό τις ίδιες συνθήκες που προπεριγράφονται,
  3. Να συνάπτεται στο εμπορικό κατάστημα του προμηθευτή ή με χρήση οποιουδήποτε μέσου επικοινωνίας από απόσταση αμέσως μετά από προσωπική και ατομική επαφή με τον καταναλωτή σε χώρο που δεν είναι το εμπορικό κατάστημα του προμηθευτή, με την ταυτόχρονη φυσική παρουσία του προμηθευτή και του καταναλωτή,
  4. Να συνάπτεται στη διάρκεια εκδρομής που έχει οργανωθεί από τον προμηθευτή με σκοπό ή αποτέλεσμα τη διαφήμιση και πώληση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών στον καταναλωτή.

Το νομικό πλαίσιο για τη σύμβαση από απόσταση ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Ν. 2251/1994 (Προστασία Καταναλωτών), όπως τροποποιήθηκε τελευταία φορά με το Ν. 4967/2022, ενσωματώνοντας στο εθνικό δίκαιο την Οδηγία 2011/83/ΕΕ.

Στην παρούσα σειρά άρθρων αναλύεται το νομικό πλαίσιο σύμβασης από απόσταση (Μέρος Α), η σύμβαση εξ’ αποστάσεως πώλησης χρηματοοικονομικών υπηρεσιών (Μέρος Β) και, τέλος, το δικαίωμα υπαναχώρησης από εξ’ αποστάσεως σύμβαση (Μέρος Γ).

Ορισμοί
Εμπορικό κατάστημα

Κάθε ακίνητος χώρος λιανικής πώλησης όπου ο προμηθευτής πραγματοποιεί τη δραστηριότητά του σε μόνιμη βάση, ή και κάθε κινητός χώρος λιανικής πώλησης όπου ο προμηθευτής πραγματοποιεί τη δραστηριότητά του σε συνήθη βάση.

Σύμβαση πώλησης

Κάθε σύμβαση δυνάμει της οποίας ο προμηθευτής αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταβιβάσει την κυριότητα αγαθών στον καταναλωτή, καθώς και κάθε σύμβαση που έχει ως αντικείμενο την παροχή αγαθών και υπηρεσιών ταυτόχρονα.

Δευτερεύουσα σύμβαση

Μια σύμβαση με την οποία ο καταναλωτής αποκτά αγαθά ή υπηρεσίες που συνδέονται με σύμβαση από απόσταση ή με σύμβαση εκτός εμπορικού καταστήματος και κατά την οποία τα εν λόγω αγαθά ή οι υπηρεσίες παρέχονται από τον προμηθευτή ή από ένα τρίτο μέρος με βάση μια ρύθμιση μεταξύ του εν λόγω τρίτου μέρους και του προμηθευτή.

Ψηφιακή υπηρεσία

Μία υπηρεσία που επιτρέπει στον καταναλωτή να δημιουργεί, να επεξεργάζεται, να αποθηκεύει δεδομένα σε ψηφιακή μορφή ή να έχει πρόσβαση σε αυτά, ή μια υπηρεσία που επιτρέπει την ανταλλαγή δεδομένων σε ψηφιακή μορφή ή κάθε άλλη αλληλεπίδραση με τα δεδομένα αυτά, τα οποία αναφορτώνονται ή δημιουργούνται από τον καταναλωτή ή άλλους χρήστες της εν λόγω υπηρεσίας.

Επιγραμμική (Ψηφιακή) Αγορά

Μια υπηρεσία η οποία χρησιμοποιεί λογισμικό, συμπεριλαμβανομένου ιστοτόπου, μέρους ιστοτόπου ή εφαρμογής, το οποίο διαχειρίζεται προμηθευτής (ή άλλος εξ ονόματος του προμηθευτή) και η οποία επιτρέπει στους καταναλωτές να συνάπτουν εξ αποστάσεως συμβάσεις με άλλους προμηθευτές ή καταναλωτές.

Επιπλέον, ως Πάροχος Επιγραμμικής Αγοράς, νοείται κάθε προμηθευτής ο οποίος παρέχει επιγραμμική (ψηφιακή) αγορά στους καταναλωτές.

Συμβατότητα

Η ικανότητα του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας να λειτουργήσει με υλικό ή λογισμικό, με το οποίο χρησιμοποιούνται συνήθως ψηφιακό περιεχόμενο ή ψηφιακές υπηρεσίες ιδίου τύπου, χωρίς την ανάγκη μετατροπής του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας.

Λειτουργικότητα & Διαλειτουργικότητα

Λειτουργικότητα καλείται η ικανότητα του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας να εκτελεί τις λειτουργίες του, έχοντας υπόψη τον σκοπό του.

Περαιτέρω, Διαλειτουργικότητα ονομάζεται η ικανότητα του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας να λειτουργεί με υλικό ή λογισμικό διαφορετικό από εκείνα με τα οποία χρησιμοποιούνται συνήθως ψηφιακό περιεχόμενο ή ψηφιακές υπηρεσίες ιδίου τύπου.

Πεδίο Εφαρμογής

Τα εδώ αναφερόμενα για τη σύμβαση από απόσταση, εφαρμόζονται σε οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται μεταξύ ενός προμηθευτή και ενός καταναλωτή όπου ο καταναλωτής καταβάλλει ή αναλαμβάνει να καταβάλει το τίμημα. 

Επιπροσθέτως, τα παραπάνω εφαρμόζονται επίσης σε σύμβαση από απόσταση προμήθειας νερού, φυσικού αερίου, ηλεκτρικής ενέργειας ή τηλεθέρμανσης, μεταξύ άλλων και από δημόσιους παρόχους, στον βαθμό που τα προϊόντα αυτά παρέχονται σε συμβατική βάση.

Επιπλέον εφαρμόζονται, όταν ο προμηθευτής προμηθεύει ή αναλαμβάνει να προμηθεύσει ψηφιακό περιεχόμενο που δεν παρέχεται σε υλικό μέσο ή ψηφιακή υπηρεσία προς τον καταναλωτή και ο καταναλωτής παρέχει ή αναλαμβάνει να παράσχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στον προμηθευτή

Εξαιρούνται και δεν εφαρμόζονται σε σύμβαση από απόσταση:
  1. για κοινωνικές υπηρεσίες που σχετίζονται με την κοινωνική στέγαση, την παιδική μέριμνα και τη στήριξη των οικογενειών και των ατόμων που έχουν μονίμως ή προσωρινώς ανάγκη, περιλαμβανομένης της μακροπρόθεσμης μέριμνας,
  2. για υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης 
  3. για δραστηριότητες τζόγου, που περιλαμβάνουν τυχερά παιχνίδια στα οποία ο παίκτης ποντάρει χρηματικά, περιλαμβανομένων των λαχειοφόρων αγορών, τα παιχνίδια σε καζίνα και τις συναλλαγές που αφορούν στοιχήματα,
  4. για χρηματοοικονομικές υπηρεσίες,
  5. για τη δημιουργία, απόκτηση ή μεταβίβαση δικαιωμάτων επί ακινήτων ή δικαιωμάτων εντός ακίνητης περιουσίας,
  6. για την κατασκευή νέων κτιρίων, τη ριζική μετατροπή υφιστάμενων κτιρίων και τη μίσθωση στέγης ως κατοικίας,
  7. για οργανωμένα ταξίδια,
  8. για χρονομεριστική μίσθωση (Time Sharing), μακροπρόθεσμα προϊόντα διακοπών, μεταπώλησης και ανταλλαγής»,
  9. για σύμβαση από απόσταση η οποία καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο,
  10. για την προμήθεια τροφίμων, ποτών ή άλλων αγαθών που προορίζονται για τρέχουσα κατανάλωση στο πλαίσιο νοικοκυριού και τα οποία παραδίδονται από τον προμηθευτή σε συχνή και τακτική βάση στο σπίτι, την κατοικία ή τον χώρο εργασίας του καταναλωτή,
  11. για υπηρεσίες μεταφοράς επιβατών, 
  12.  για σύμβαση από απόσταση η οποία συνάπτεται μέσω αυτόματων μηχανών πώλησης ή εμπορικών καταστημάτων αυτόματης πώλησης,
  13. για σύμβαση από απόσταση, για την οποία ο καταναλωτής καταβάλει ποσό που δεν υπερβαίνει τα 30 ευρώ.
Υποχρέωση Ενημέρωσης Καταναλωτή

Πριν δεσμευτεί ο καταναλωτής με σύμβαση από απόσταση, ο προμηθευτής παρέχει στον καταναλωτή πληροφορίες με ευκρινή και κατανοητό τρόπο για τα εξής:

  1. τα κύρια χαρακτηριστικά των αγαθών ή των υπηρεσιών, στον βαθμό που ενδείκνυται σε σχέση με το μέσο και τα αγαθά ή τις υπηρεσίες,
  2. την ταυτότητα του προμηθευτή (πχ επωνυμία, διεύθυνση, αριθμό τηλεφώνου διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου κλπ),
  3. τη συνολική τιμή των αγαθών ή υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων του Φ.Π.Α. και κάθε άλλου τέλους, ή (αν λόγω της φύσεως των αγαθών ή των υπηρεσιών η τιμή δεν μπορεί ευλόγως να καθοριστεί εκ των προτέρων), τον τρόπο με τον οποίο πρόκειται να υπολογιστεί η τιμή. Επίσης, όλες τις πρόσθετες επιβαρύνσεις αποστολής, παράδοσης ή ταχυδρομείου και κάθε άλλη δαπάνη ή, όταν αυτές οι επιβαρύνσεις δεν μπορούν ευλόγως να υπολογιστούν εκ των προτέρων, το γεγονός ότι μπορεί να απαιτηθούν τέτοιες πρόσθετες επιβαρύνσεις. Σε περίπτωση σύμβασης αορίστου χρόνου ή σύμβασης που περιλαμβάνει συνδρομή, η συνολική τιμή περιλαμβάνει τη συνολική δαπάνη ανά περίοδο χρέωσης,
Σημειώνεται ότι εάν ο προμηθευτής δεν έχει τηρήσει τις υποχρεώσεις ενημέρωσης για τις πρόσθετες επιβαρύνσεις, ο καταναλωτής δεν πληρώνει τις εν λόγω επιβαρύνσεις ή δαπάνες.
  1. τις διευθετήσεις πληρωμής, παράδοσης, εκτέλεσης, της προθεσμίας εντός της οποίας ο προμηθευτής αναλαμβάνει να παραδώσει τα αγαθά ή να παράσχει τις υπηρεσίες και, όπου τυγχάνει εφαρμογής, της πολιτικής που εφαρμόζει ο προμηθευτής για την αντιμετώπιση των παραπόνων,
  2. όπου υπάρχει δικαίωμα υπαναχώρησης, τις προϋποθέσεις, την προθεσμία και τις διαδικασίες άσκησης του δικαιώματος αυτού,
  3. ότι ο καταναλωτής θα επιβαρυνθεί με τη δαπάνη επιστροφής των αγαθών σε περίπτωση υπαναχώρησης και, για τις εξ αποστάσεως συμβάσεις, εάν τα αγαθά από τη φύση τους δεν μπορούν υπό κανονικές συνθήκες να επιστραφούν ταχυδρομικώς, τη δαπάνη επιστροφής τους,
  4. σε περίπτωση που ο καταναλωτής ασκήσει το δικαίωμα υπαναχώρησης ότι ο καταναλωτής δεσμεύεται να καταβάλει το εύλογο κόστος στον προμηθευτή,
  5. όταν δεν παρέχεται δικαίωμα υπαναχώρησης, την πληροφορία ότι ο καταναλωτής δεν θα έχει δικαίωμα υπαναχώρησης ή, κατά περίπτωση, τις περιστάσεις υπό τις οποίες ο καταναλωτής χάνει το δικαίωμα του υπαναχώρησης,
  6. υπενθύμιση της ύπαρξης νόμιμης εγγύησης για την ανταπόκριση των αγαθών, του ψηφιακού περιεχομένου και των ψηφιακών υπηρεσιών,
  7.  την ύπαρξη και τους όρους εφαρμογής υπηρεσιών υποστήριξης του πελάτη μετά την πώληση, εξυπηρέτησης μετά την πώληση και εμπορικών εγγυήσεων (after sale services),
  8.  την ύπαρξη σχετικών κωδίκων συμπεριφοράς,
  9.  τη διάρκεια της σύμβασης, όπου τυγχάνει εφαρμογής, ή, εάν η σύμβαση είναι αορίστου χρόνου ή αυτόματης παράτασης, τους όρους για τη λήξη της σύμβασης,
  10.  την ελάχιστη διάρκεια των υποχρεώσεων του καταναλωτή βάσει της σύμβασης,
  11.  την ύπαρξη και τους όρους κατάθεσης χρημάτων ή άλλων χρηματοοικονομικών εγγυήσεων που πρέπει να καταβληθούν ή να παρασχεθούν από τον καταναλωτή όποτε το ζητήσει ο προμηθευτής,
  12.  τις δυνατότητες λειτουργίας, μαζί με τα ισχύοντα τεχνικά μέτρα προστασίας, των αγαθών με ψηφιακά στοιχεία, του ψηφιακού περιεχομένου και των ψηφιακών υπηρεσιών,
  13.  κάθε σχετική συμβατότητα και διαλειτουργικότητα αγαθών με ψηφιακά στοιχεία, ψηφιακού περιεχομένου και ψηφιακών υπηρεσιών των οποίων ο προμηθευτής έχει γνώση ή ευλόγως αναμένεται να έχει γνώση,
  14.  τη δυνατότητα προσφυγής σε εξωδικαστικό μηχανισμό παραπόνων και επανόρθωσης στον οποίο υπάγεται ο προμηθευτής, καθώς και τους τρόπους πρόσβασης σε αυτόν.

Οι παραπάνω πληροφορίες αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της σύμβασης που συνάπτεται εξ αποστάσεως ή εκτός του εμπορικού καταστήματος και δεν μεταβάλλονται πλην ρητής συμφωνίας των συμβαλλόμενων μερών.

Τέλος, εάν ο προμηθευτής δεν τηρήσει τις υποχρεώσεις ενημέρωσης που προβλέπονται στο παρόν άρθρο η σύμβαση εξ αποστάσεως ή εκτός εμπορικού καταστήματος είναι άκυρη υπέρ του καταναλωτή.

Πρόσθετες Υποχρεώσεις Ενημέρωσης Ειδικά Για Επιγραμμικές (Ψηφιακές) Αγορές 

Πριν ο καταναλωτής δεσμευτεί από εξ αποστάσεως σύμβαση ή οποιαδήποτε αντίστοιχη προσφορά σε επιγραμμική αγορά, ο πάροχος της επιγραμμικής αγοράς, παρέχει στον καταναλωτή τις ακόλουθες πληροφορίες με τρόπο σαφή και κατανοητό, αλλά και κατάλληλο για τα μέσα επικοινωνίας εξ αποστάσεως:

  • γενικές πληροφορίες, που είναι διαθέσιμες σε ειδικό τμήμα της επιγραμμικής διεπαφής, άμεσα και εύκολα προσβάσιμο από τη σελίδα όπου παρουσιάζονται οι προσφορές, σχετικά με τις βασικές παραμέτρους που καθορίζουν την κατάταξη, των προσφορών που παρουσιάζονται στον καταναλωτή ως αποτέλεσμα του ερωτήματος αναζήτησης, και τη σχετική σημασία των εν λόγω παραμέτρων έναντι άλλων,
  • κατά πόσον ο τρίτος που προσφέρει τα αγαθά, τις υπηρεσίες ή το ψηφιακό περιεχόμενο είναι προμηθευτής ή όχι, με βάση τη δήλωση του εν λόγω τρίτου στον πάροχο της επιγραμμικής αγοράς,
  • όταν ο τρίτος που προσφέρει τα αγαθά, τις υπηρεσίες ή το ψηφιακό περιεχόμενο δεν είναι προμηθευτής ότι τα δικαιώματα των καταναλωτών που απορρέουν από την εθνική και την ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία των καταναλωτών δεν εφαρμόζονται στη σύμβαση,
  • τον τρόπο επιμερισμού των υποχρεώσεων που σχετίζονται με τη σύμβαση μεταξύ του τρίτου που προσφέρει τα αγαθά, τις υπηρεσίες ή το ψηφιακό περιεχόμενο και του παρόχου της επιγραμμικής αγοράς, πληροφορία η οποία δεν θίγει οποιαδήποτε ευθύνη που ενδέχεται να φέρει σε σχέση με τη σύμβαση δυνάμει άλλης ενωσιακής ή εθνικής νομοθεσίας ο πάροχος της επιγραμμικής αγοράς ή ο προμηθευτής που αποτελεί τον τρίτο.
Ελάχιστοι Απαιτούμενοι Όροι Σύμβαση Από Απόσταση

Ο προμηθευτής οφείλει να τηρεί τις ελάχιστες τυπικές απαιτήσεις που προβλέπονται από το νόμο, άλλως η σύμβαση εξ αποστάσεως είναι άκυρη υπέρ του καταναλωτή.

Ειδικότερα, ο προμηθευτής έχει τις παρακάτω υποχρεώσεις:

Πληροφορίες

Στη σύμβαση από απόσταση, ο προμηθευτής οφείλει να παρέχει τις πληροφορίες που προβλέπει ο νόμος εγγράφως ή, εάν συμφωνεί ο καταναλωτής, σε άλλο σταθερό μέσο. 

Επιπλέον, οι πληροφορίες αυτές πρέπει να είναι ευανάγνωστες και διατυπωμένες σε απλή και κατανοητή γλώσσα.Εφόσον οι εν λόγω πληροφορίες παρέχονται πάνω σε σταθερό μέσο, οφείλουν να είναι ευανάγνωστες.

Συνήθως, στα ηλεκτρονικά καταστήματα, περιλαμβάνονται στους “Όρους Χρήσης”, στη σελίδα του καταστήματος.

Πληρωμή

Εάν μια σύμβαση από απόσταση επιβάλλει στον καταναλωτή την υποχρέωση να πληρώσει, ο προμηθευτής οφείλει να παράσχει στον καταναλωτή με σαφή και ευκρινή τρόπο και αμέσως προτού ο καταναλωτής υποβάλει την παραγγελία του τις πληροφορίες που προαναφέρθηκαν. 

Εξάλλου, οι πληροφορίες αυτές πρέπει εμφανίζονται πολύ κοντά προς την επιβεβαίωση που απαιτείται για την υποβολή της παραγγελίας. Ο προμηθευτής οφείλει να μεριμνήσει ώστε ο καταναλωτής, υποβάλλοντας την παραγγελία του, να αναγνωρίσει ρητώς ότι η παραγγελία συνεπάγεται υποχρέωση πληρωμής.

Τέλος, ο προμηθευτής δεν δικαιούται να επιβάλλει επιβαρύνσεις στους καταναλωτές για τη χρήση ενός συγκεκριμένου μέσου πληρωμής.

Παραγγελία

Εάν η υποβολή παραγγελίας απαιτεί την ενεργοποίηση ενός εικονιδίου επιλογής ή ανάλογη λειτουργία, το εικονίδιο επιλογής ή η ανάλογη λειτουργία πρέπει να φέρουν ευανάγνωστη σήμανση που να αναγράφει τις λέξεις «παραγγελία με υποχρέωση πληρωμής» ή μια ανάλογη σαφή διατύπωση που να δείχνει ότι η υποβολή παραγγελίας συνεπάγεται υποχρέωση πληρωμής στον προμηθευτή. Εάν ο προμηθευτής δεν συμμορφωθεί με τα παραπάνω, ο καταναλωτής δεν δεσμεύεται από τη σύμβαση ή την παραγγελία.

Εξάλλου, οι εμπορικές ιστοσελίδες οφείλουν να αναγράφουν σαφώς και ευανάγνωστα το αργότερο με την έναρξη της διαδικασίας υποβολής παραγγελίας κατά πόσον ισχύουν περιορισμοί στην παράδοση και ποια μέσα πληρωμής είναι δεκτά.

Σύμβαση Μέσω Τηλεφώνου

Εάν ο προμηθευτής προβεί σε τηλεφωνική κλήση προς τον καταναλωτή με σκοπό τη σύναψη εξ αποστάσεως σύμβασης, οφείλει, στην αρχή της συνομιλίας με τον καταναλωτή, να δηλώσει την ταυτότητά του και, όπου τούτο έχει εφαρμογή, την ταυτότητα του προσώπου εξ ονόματος του οποίου τηλεφωνεί και τον εμπορικό σκοπό της επικοινωνίας.

Επιπλέον, εάν πρόκειται να συναφθεί σύμβαση από απόσταση μέσω τηλεφώνου, με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών ή ταυτόχρονα την παροχή αγαθών και υπηρεσιών, ο προμηθευτής υποχρεούται να επιβεβαιώσει την προσφορά του προς τον καταναλωτή, ο οποίος δεσμεύεται μόνον όταν υπογράψει την προσφορά ή έχει στείλει τη γραπτή συγκατάθεσή του. Οι επιβεβαιώσεις αυτές πρέπει να κοινοποιούνται πάνω σε σταθερό μέσο.

Επιβεβαίωση Σύναψης Σύμβασης Από Απόσταση

Ο προμηθευτής οφείλει να παρέχει στον καταναλωτή αντίγραφο της υπογεγραμμένης σύμβασης ή την επιβεβαίωση της σύμβασης εγγράφως. Τούτο δε σε εύλογο χρονικό διάστημα μετά τη σύναψη της σύμβασης από απόσταση και το αργότερο κατά τη στιγμή της παράδοσης των αγαθών ή προτού αρχίσει η εκτέλεση της υπηρεσίας. 

Τέλος, κάθε προμηθευτής, ο οποίος υποχρεωτικά εγγράφεται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.), εάν προτίθεται να συνάπτει με τους καταναλωτές συμβάσεις από απόσταση αγαθών και υπηρεσιών, οφείλει να καταχωρήσει τη σχετική δραστηριότητά του στο Γ.Ε.ΜΗ.

Παράδοση Αγαθών

Εκτός εάν τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν συμφωνήσει διαφορετικά ως προς τον χρόνο παράδοσης, ο προμηθευτής παραδίδει τα αγαθά με τη μεταβίβαση της φυσικής κατοχής ή ελέγχου των αγαθών στον καταναλωτή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, αλλά οπωσδήποτε εντός 30 ημερολογιακών ημερών από τη σύναψη της σύμβασης.

Όταν ο προμηθευτής δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του να παραδώσει τα αγαθά τη χρονική στιγμή που συμφώνησε με τον καταναλωτή ή εντός της παραπάνω προθεσμίας, ο καταναλωτής πρέπει να του ζητήσει να πραγματοποιήσει την παράδοση εντός επιπλέον προθεσμίας ανάλογης των περιστάσεων. 

Περαιτέρω, εάν ο προμηθευτής δεν παραδώσει τα αγαθά εντός αυτής της επιπλέον προθεσμίας, ο καταναλωτής δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση.

Τα παραπάνω δεν εφαρμόζονται σε συμβάσεις από απόσταση πωλήσεων εαν:

  • ο προμηθευτής έχει αρνηθεί να παραδώσει τα αγαθά ή 
  • η παράδοση εντός της συμφωνημένης προθεσμίας παράδοσης είναι σημαντική, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων που περιέβαλαν τη σύναψη της σύμβασης, ή
  • ο καταναλωτής έχει ενημερώσει τον προμηθευτή, πριν από τη σύναψη της σύμβασης, ότι η παράδοση απαιτείται να γίνει σε ή μέχρι μία ορισμένη ημερομηνία. 

Σε αυτές τις περιπτώσεις, εάν ο προμηθευτής παραλείψει να παραδώσει τα αγαθά κατά τη χρονική στιγμή που συμφώνησε με τον καταναλωτή ή εντός της προαναφερόμενης προθεσμίας, ο καταναλωτής δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση αμέσως.

Τέλος, μόλις καταγγελθεί η σύμβαση, ο προμηθευτής οφείλει να επιστρέψει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, όλα τα χρήματα που είχαν πληρωθεί βάσει της σύμβασης.

Μετάθεση κινδύνου

Στις συμβάσεις από απόσταση κατά τις οποίες ο προμηθευτής αποστέλλει τα προϊόντα στον καταναλωτή, ο κίνδυνος απώλειας ή βλάβης των αγαθών μετατίθεται στον καταναλωτή, όταν αυτός ή κάποιο τρίτο μέρος το οποίο ορίζεται σχετικά από τον καταναλωτή και είναι διάφορο του μεταφορέα έχει αποκτήσει τη φυσική κατοχή των αγαθών. 

Εντούτοις, ο κίνδυνος μετατίθεται στον καταναλωτή άμα τη παραδώσει στον μεταφορέα, εάν ο μεταφορέας έχει ενταλθεί από τον καταναλωτή να μεταφέρει τα αγαθά και η εν λόγω επιλογή δεν προσφέρθηκε από τον προμηθευτή, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων του καταναλωτή έναντι του μεταφορέα.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τη σύμβαση από απόσταση (πώληση εκτός εμπορικού καταστήματος).

NFTs Στην Ελλάδα – Νομικό Πλαίσιο & Πνευματικά Δικαιώματα 

NFTs (Non-Fungible Tokens) είναι μοναδικά ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία που αποθηκεύονται σε ένα blockchain και διακρίνονται από την ιδιότητα της μη-ανταλλαξιμότητας (non-fungibility).

Είναι, δηλαδή, μια κατηγορία κρυπτογραφικών περιουσιακών στοιχείων που αντιπροσωπεύουν ένα μοναδικό, μη ανταλλάξιμο αντικείμενο ή δικαίωμα, καταγεγραμμένο σε ένα blockchain. 

Παραδείγματα NFTs μπορούν να αποτελέσουν από έργα ψηφιακής τέχνης και συλλεκτικά αντικείμενα, μέχρι μουσική, βίντεο και εικονική ιδιοκτησία σε metaverse

Ταυτόχρονα, όμως, τα NFTs δημιουργούν και νομικές προκλήσεις.

Τούτο διότι δημιουργείται ένα περιβάλλον νομικής αβεβαιότητας, ιδίως όσον αφορά την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων, τη φύση της ιδιοκτησίας των NFTs και τις φορολογικές πτυχές αυτών. 

Τεχνική Και Νομική Φύση Των NFTs
Τεχνική Φύση

Όπως προαναφέρθηκε, τα NFTs, είναι μοναδικά ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία που αποθηκεύονται σε ένα blockchain. 

Η ονομασία τους προέρχεται από τον όρο «nonfungible » (μη ανταλλάξιμο), που σημαίνει ότι κάθε NFT είναι μοναδικό και δεν μπορεί να αντικατασταθεί από ένα άλλο όμοιο.

Σε αντίθεση με τα κρυπτονομίσματα όπως το Bitcoin ή το Ethereum, τα οποία είναι «fungible», δηλαδή «ανταλλάξιμα», (για παράδειγμα ένα Bitcoin μπορεί να αντικατασταθεί από οποιοδήποτε άλλο Bitcoin ή άλλο περιουσιακό στοιχείο χωρίς απώλεια αξίας), ένα NFT έχει μοναδικά χαρακτηριστικά που το καθιστούν αναντικατάστατο. 

Αυτή η μοναδικότητα πιστοποιείται μέσω της τεχνολογίας blockchain, η οποία λειτουργεί ως ένα αποκεντρωμένο, αμετάβλητο δημόσιο καθολικό.

Περαιτέρω, κάθε NFT περιέχει πληροφορίες που το καθιστούν μοναδικό, όπως τα μεταδεδομένα που περιγράφουν το ψηφιακό περιεχόμενο με το οποίο συνδέεται (π.χ., μια εικόνα, ένα βίντεο, ένα τραγούδι, μια ανάρτηση στα Social Media, ή ένα αντικείμενο εντός παιχνιδιού). 

Από τεχνική άποψη, ένα NFT αποτελεί ένα έξυπνο συμβόλαιο (smart contract) που περιέχει μεταδεδομένα σχετικά με ένα συγκεκριμένο ψηφιακό περιουσιακό στοιχείο. Περιέχει, δηλαδή, πληροφορίες που το καθιστούν μοναδικό, 

Αυτά τα μεταδεδομένα περιγράφουν το ψηφιακό περιεχόμενο με το οποίο συνδέεται  (πχ μια εικόνα, ένα βίντεο, ένα τραγούδι, μια ανάρτηση στα Social Media, ή ένα αντικείμενο εντός παιχνιδιού) και  μπορεί να περιλαμβάνουν πληροφορίες που καθιστούν το NFT μοναδικό, όπως για παράδειγμα  τον τίτλο του έργου, τον δημιουργό, την περιγραφή και ένα σύνδεσμο προς το πραγματικό ψηφιακό αρχείο. 

Η τεχνολογία blockchain εξασφαλίζει την αμεταβλητότητα και την επαληθευσιμότητα αυτών των πληροφοριών (καθώς η ιδιοκτησία ενός NFT καταγράφεται στο blockchain), δημιουργώντας έτσι ένα αδιαμφισβήτητο αρχείο ιδιοκτησίας.

Ένα NFT δεν είναι το ίδιο το ψηφιακό έργο, αλλά ένα πιστοποιητικό ιδιοκτησίας ή μια βεβαίωση που αποδεικνύει ότι κάποιος κατέχει ένα συγκεκριμένο ψηφιακό στοιχείο, με την ιδιότητα του μοναδικού και μη αναπαραγώγιμου, καταγεγραμμένο σε ένα κατανεμημένο καθολικό (blockchain).

Επομένως, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η κατοχή ενός NFT ΔΕΝ συνεπάγεται την κατοχή των πνευματικών δικαιωμάτων του υποκείμενου έργου. 

Ο δημιουργός του ψηφιακού περιεχομένου διατηρεί συνήθως τα πνευματικά δικαιώματα, εκτός αν αυτά μεταβιβαστούν ρητά μέσω συμφωνίας. Το NFT πιστοποιεί την ιδιοκτησία του συγκεκριμένου ψηφιακού «διακριτικού» και όχι του ίδιου του έργου.

Η δημιουργία ενός NFT ονομάζεται «minting» και περιλαμβάνει την καταγραφή του ψηφιακού περιουσιακού στοιχείου στο blockchain. Αυτή η διαδικασία δημιουργεί ένα μοναδικό αναγνωριστικό και ένα ιστορικό συναλλαγών που μπορεί να επαληθευτεί από οποιονδήποτε. 

Τα NFTs διαπραγματεύονται σε ειδικές πλατφόρμες (marketplaces) χρησιμοποιώντας κρυπτονομίσματα, με τις συναλλαγές να καταγράφονται στο blockchain, εξασφαλίζοντας διαφάνεια και ασφάλεια. Η αξία τους καθορίζεται από την προσφορά και τη ζήτηση, καθώς και από την αντιληπτή μοναδικότητα και την καλλιτεχνική ή ιστορική τους αξία.

Νομική Φύση

Η νομική φύση των NFTs είναι ακόμη υπό συζήτηση παγκοσμίως. Τα NFTs μπορούν να ειδωθούν και ως:

  • Ψηφιακά Περιουσιακά Στοιχεία: Αυτή είναι η πιο κοινή προσέγγιση. Αντιμετωπίζονται ως άυλα κινητά πράγματα, παρόμοια με τις μετοχές ή τα κρυπτονομίσματα, αλλά με την ιδιαιτερότητα της μοναδικότητας.
  • Άδειες Χρήσης: Σε πολλές περιπτώσεις, η αγορά ενός NFT μπορεί να σημαίνει την απόκτηση μιας άδειας χρήσης του υποκείμενου ψηφιακού έργου, χωρίς να μεταβιβάζονται τα πνευματικά δικαιώματα.
  • Δικαιώματα επί Υποκείμενου Έργου: Σπανιότερα, και συνήθως με ειδικές συμβατικές ρυθμίσεις, η ιδιοκτησία ενός NFT μπορεί να συνδέεται με τη μεταβίβαση συγκεκριμένων πνευματικών δικαιωμάτων.
Νομικό Πλαίσιο 
Το Ελληνικό Νομικό Πλαίσιο 

Στην Ελλάδα, όπως και στις περισσότερες χώρες, η ραγδαία εξέλιξη των NFTs προηγείται της νομοθετικής προσαρμογής. 

Συγκεκριμένα, το ελληνικό δίκαιο δεν διαθέτει ειδικό πλαίσιο για τα NFTs και επομένως, εφαρμόζονται αναλογικά οι γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα, καθώς και οι διατάξεις του Ν. 2121/1993 περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Ειδικότερα:

Όπως προαναφέρθηκε, εφαρμόζονται αναλογικά το παρακάτω νομικό πλαίσιο:

Ελληνική Νομοθεσία
  • Ν. 2121/1993 «Περί πνευματικής ιδιοκτησίας, συγγενικών δικαιωμάτων και πολιτιστικών θεμάτων»: Αποτελεί το βασικό νομοθέτημα για την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων στην Ελλάδα, ενσωματώνοντας τις σχετικές Οδηγίες της ΕΕ.
  • Αστικός Κώδικας: Οι γενικές αρχές του ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις ενοχικού δικαίου και αδικοπραξιών βρίσκουν εφαρμογή.
  • Ν. 4967/2022: Ρυθμίζει τις συμβάσεις για την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου και ψηφιακών υπηρεσιών, η οποία θα μπορούσε να εφαρμοστεί στις συναλλαγές NFTs.
Το Νομικό Πλαίσιο Στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε διαδικασία προσαρμογής του νομικού της πλαισίου στις νέες τεχνολογίες, συμπεριλαμβανομένων των NFTs. Αν και δεν υπάρχει ακόμα ειδική νομοθεσία αποκλειστικά για τα NFTs, σημαντικές Οδηγίες και Κανονισμοί είναι ήδη σε ισχύ ή υπό συζήτηση και επηρεάζουν έμμεσα ή άμεσα τις συναλλαγές με NFTs:

  • Οδηγία 2001/29/ΕΚ (InfoSoc Directive): Εναρμονίζει ορισμένες πτυχές του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, ιδίως όσον αφορά την αναπαραγωγή και τη δημόσια διάθεση.
  • Οδηγία 2004/48/ΕΚ (IPR Enforcement Directive): Παρέχει εργαλεία για την επιβολή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, συμπεριλαμβανομένων ασφαλιστικών μέτρων, αποζημιώσεων και μέτρων κατά της παραποίησης/απομίμησης.
  • Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 (GDPR): Οι κανόνες προστασίας προσωπικών δεδομένων εφαρμόζονται σε περιπτώσεις όπου τα δεδομένα blockchain περιέχουν αναγνωρίσιμα προσωπικά δεδομένα.
  • Κανονισμός (ΕΕ) 2023/1114 (MiCA – Markets in Crypto-Assets Regulation): Αυτός ο κανονισμός, ο οποίος έχει τεθεί σε ισχύ και θα εφαρμοστεί πλήρως από τα τέλη του 2024/αρχές 2025, αποτελεί ορόσημο. Ενώ τα περισσότερα NFTs (ιδιαίτερα τα μοναδικά και μη ανταλλάξιμα) εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του MiCA (άρθρο 4 παρ. 2), ο κανονισμός παρέχει ένα πλαίσιο για την εποπτεία των παρόχων υπηρεσιών κρυπτογραφικών περιουσιακών στοιχείων και των εκδοτών κρυπτογραφικών περιουσιακών στοιχείων που ενδέχεται να έχουν χαρακτηριστικά παρόμοια με χρηματοοικονομικά μέσα. Είναι σημαντικό να αξιολογείται κατά περίπτωση εάν ένα συγκεκριμένο NFT εμπίπτει στις εξαιρέσεις ή όχι. 
  • O Κανονισμός Της ΕΕ Για Την Τεχνητή Νοημοσύνη (AI Act): Αν και δεν αφορά άμεσα τα NFTs, είναι σημαντική για το μέλλον της ψηφιακής δημιουργίας, καθώς η χρήση ΑΙ στη δημιουργία έργων που ενδέχεται να «tokenποιηθούν» θα εγείρει νέα ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας και δημιουργίας. 
  • Πρόταση Οδηγίας για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες (AMLD6): Αν και δεν έχει ακόμη εγκριθεί, αναμένεται να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής των κανόνων AML/CFT και σε παρόχους υπηρεσιών κρυπτογραφικών περιουσιακών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων δυνητικά και εκείνων που εμπλέκονται σε συναλλαγές NFTs.
Πνευματικά Δικαιώματα & NFTs

Το κεντρικό νομικό ζήτημα που ανακύπτει με τα NFTs είναι η σχέση τους με τα πνευματικά δικαιώματα και την πνευματική ιδιοκτησία

Όπως προαναφέρθηκε ότι η αγορά και κατοχή ενός NFT δεν συνεπάγεται την κατοχή των πνευματικών δικαιωμάτων του υποκείμενου έργου, δηλαδή των πνευματικών δικαιωμάτων του ψηφιακού έργου που αντιπροσωπεύει.

Δικαιώματα Δημιουργού & Δικαιώματα Ιδιοκτήτη NFT

Σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, και ειδικότερα τον Ν. 2121/1993 «Περί πνευματικής ιδιοκτησίας, συγγενικών δικαιωμάτων και πολιτιστικών θεμάτων», ο δημιουργός ενός έργου αποκτά αυτοδικαίως και πρωτογενώς το πνευματικό δικαίωμα επί του έργου του, χωρίς να απαιτείται καμία διατύπωση. 

Το πνευματικό δικαίωμα περιλαμβάνει:

  • Το περιουσιακό δικαίωμα, δηλαδή το δικαίωμα εκμετάλλευσης του έργου (αναπαραγωγή, διανομή, παρουσίαση στο κοινό, προσαρμογή κ.λπ.).
  • Το ηθικό δικαίωμα, δηλαδή το δικαίωμα αναγνώρισης της πατρότητας του έργου, διατήρησης της ακεραιότητάς του και προστασίας της προσωπικής σχέσης του δημιουργού με το έργο του.

Όταν ένα ψηφιακό έργο «tokenποιηθεί» ως NFT, ο δημιουργός διατηρεί καταρχήν όλα τα πνευματικά του δικαιώματα, εκτός αν συμφωνηθεί ρητά το αντίθετο. 

Ο αγοραστής του NFT αποκτά την ιδιοκτησία του token και όχι απαραίτητα του υποκείμενου ψηφιακού έργου. 

Αυτό σημαίνει ότι ο ιδιοκτήτης του NFT έχει το δικαίωμα να το μεταπωλήσει, να το εμφανίσει ως δική του ιδιοκτησία, αλλά δεν έχει το δικαίωμα να το αναπαράγει, να το διανείμει, να το τροποποιήσει ή να το χρησιμοποιήσει για εμπορικούς σκοπούς χωρίς την άδεια του δημιουργού.

Φορολογικές Πτυχές των NFTs στην Ελλάδα

Η φορολογική μεταχείριση των NFTs στην Ελλάδα, προφανώς, δεν έχει ακόμα καθοριστεί. Δεδομένης της απουσίας ειδικής νομοθεσίας, η φορολογική προσέγγιση μπορεί να γίνει μόνο αναλογικά με βάση ήδη υφιστάμενες διατάξεις.

Φορολογία Εισοδήματος

Η πώληση ενός NFT από ιδιώτη μπορεί να αντιμετωπιστεί είτε ως

  • Κέρδος από μεταβίβαση κεφαλαίου: Εάν η αγοραπωλησία δεν αποτελεί άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, το κέρδος μπορεί να φορολογηθεί ως υπεραξία. Ωστόσο, η φορολόγηση υπεραξίας από κινητές αξίες είναι γενικά μηδενική για ιδιώτες, εκτός αν συντρέχουν προϋποθέσεις συστηματικής δραστηριότητας.

είτε ως

  • Εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα: Εάν η δραστηριότητα απόκτηση και πώλησης NFTs χαρακτηριστεί ως συστηματική και επαγγελματική, τότε τα κέρδη θα φορολογηθούν ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, με τις ισχύουσες φορολογικές κλίμακες για φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Η διάκριση μεταξύ «ερασιτεχνικής» και «επαγγελματικής» δραστηριότητας είναι λεπτή και απαιτεί αξιολόγηση κατά περίπτωση.
ΦΠΑ

Η παροχή υπηρεσιών που σχετίζονται με NFTs (πχ δημιουργία, minting, πώληση σε πλατφόρμες) πιθανότατα υπάγεται σε ΦΠΑ. Η υπαγωγή ή μη εξαρτάται από την ακριβή φύση της υπηρεσίας και τον χαρακτηρισμό του NFT.

Εάν το NFT θεωρηθεί «άυλο αγαθό» ή «υπηρεσία», τότε θα εφαρμοστούν οι γενικές διατάξεις του Κώδικα ΦΠΑ. Η φορολογική αντιμετώπιση του ΦΠΑ στις συναλλαγές με κρυπτονομίσματα και συναφή περιουσιακά στοιχεία εξακολουθεί να είναι θέμα συζήτησης και αναμονής διευκρινίσεων από τις φορολογικές αρχές.

Άμεσα Ζητήματα Προς Ρύθμιση

Οι κυριότερες προκλήσεις που ανακύπτουν και χρήζουν άμεσης ρύθμισης, περιλαμβάνουν:

  • Παραβιάσεις Πνευματικών Δικαιωμάτων: Είναι συχνό φαινόμενο η «tokenποίηση» και πώληση ψηφιακών έργων ως NFTs χωρίς την άδεια του δημιουργού. Σε αυτές τις περιπτώσεις, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν. 2121/1993 περί παραβίασης πνευματικών δικαιωμάτων (άρθρα 65 επ.), που προβλέπουν αστικές και ποινικές κυρώσεις.
  • Ο θιγόμενος δημιουργός μπορεί να ζητήσει άρση της προσβολής, παράλειψή της στο μέλλον, αποζημίωση, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και καταστροφή των παράνομων αντιγράφων.
  • Άδειες Χρήσης: Για να αποκτήσει ο αγοραστής ενός NFT περισσότερα δικαιώματα επί του υποκείμενου έργου, απαιτείται ρητή συμβατική ρύθμιση με τον δημιουργό. Αυτό μπορεί να γίνει μέσω άδειας χρήσης (license), η οποία μπορεί να ενσωματωθεί στα metadata του NFT ή να παραπέμπει σε εξωτερικούς όρους χρήσης. Η άδεια πρέπει να προσδιορίζει σαφώς το εύρος των δικαιωμάτων που παραχωρούνται (π.χ., δικαίωμα δημόσιας προβολής, δικαίωμα αναπαραγωγής για προσωπική χρήση, δικαίωμα χρήσης σε εμπορικά προϊόντα κ.λπ.). Πρότυπα όπως το Creative Commons ή ειδικά πρότυπα για NFTs (π.χ., ERC-721 «Immutable Licenses») μπορούν να χρησιμοποιηθούν.
  • Smart Contracts: Τα smart contracts (έξυπνα συμβόλαια) που ενσωματώνουν τα NFTs μπορούν να περιλαμβάνουν ρήτρες που αυτοματοποιούν την καταβολή δικαιωμάτων (royalties) στον αρχικό δημιουργό κάθε φορά που το NFT μεταπωλείται στην δευτερογενή αγορά. Αυτό ενισχύει το δικαίωμα αμοιβής του δημιουργού.
  • Έλλειψη Προστασίας Καταναλωτή: Οι γενικές διατάξεις περί προστασίας καταναλωτή ενδέχεται να μην καλύπτουν επαρκώς τις ιδιαιτερότητες των συναλλαγών NFTs, ιδίως όσον αφορά την πληροφόρηση, την απάτη και τους μηχανισμούς επίλυσης διαφορών.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με το Νομικό Πλαίσιο των NFTs στην Ελλάδα και την προστασία των Πνευματικών Δικαιωμάτων 

Αποτελεί η Γεύση Τροφίμου Πνευματική Ιδιοκτησία;

Με την με αριθμό C-310/17 (Levola Hengelo BV κατά Smilde Foods BV), απόφασή του, το Δικαστήριο της ΕΕ, ασχολήθηκε με το κατά πόσο η γεύση, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας, να κατοχυρωθεί και να προστατευθεί.

Ειδικότερα, Δικαστήριο της Ολλανδίας ρώτησε το ΔΕΕ εάν η οδηγία 2001/29 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην προστασία της γεύσης ενός τροφίμου βάσει του δικαιώματος του δημιουργού κατά την οδηγία αυτή και στην ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας κατά τρόπον ώστε να παρέχεται προστασία βάσει του δικαιώματος του δημιουργού στην εν λόγω γεύση.

Η Κοινοτική Οδηγία 2001/29

Η οδηγία 2001/29 ορίζει, στα άρθρα 2 έως 4, ότι τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς, όσον αφορά τα «έργα» τους, ένα σύνολο αποκλειστικών δικαιωμάτων και προβλέπει, μια σειρά εξαιρέσεων και περιορισμών στα δικαιώματα αυτά.

Η εν λόγω οδηγία δεν περιέχει καμία ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου του «έργου».

Επομένως, και λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας, η έννοια αυτή πρέπει, κατά κανόνα, να ερμηνεύεται αυτοτελώς και ομοιόμορφα σε ολόκληρη την Ένωση.

Κατά συνέπεια, η γεύση ενός τροφίμου μπορεί να προστατεύεται βάσει του δικαιώματος του δημιουργού σύμφωνα με την οδηγία 2001/29 μόνον εάν η γεύση αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί ως «έργο», κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας.

Έννοια & Περιεχόμενο Του Όρου «Έργου»

Συναφώς, για να μπορεί να χαρακτηριστεί ένα αντικείμενο ως «έργο», κατά την έννοια της οδηγίας 2001/29, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς δύο προϋποθέσεις.

Αφενός, πρέπει το συγκεκριμένο αντικείμενο να είναι πρωτότυπο, υπό την έννοια ότι είναι αποτέλεσμα προσωπικής πνευματικής εργασίας του δημιουργού.

Αφετέρου, ως «έργο», κατά την έννοια της οδηγίας 2001/29, μπορούν να χαρακτηριστούν μόνον τα στοιχεία που αποτελούν την έκφραση της εν λόγω προσωπικής πνευματικής εργασίας

Η Σύμβαση Της Βέρνης & Συνθήκη ΠΟΔΙ

Περαιτέρω το ΔΕΕ υπογράμμισε ότι η Ένωση, μολονότι δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος της Σύμβασης της Βέρνης, εντούτοις υποχρεούται, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 4, της Συνθήκης του ΠΟΔΙ για την πνευματική ιδιοκτησία, της οποίας είναι συμβαλλόμενο μέρος και στην εφαρμογή της οποίας αποσκοπεί η οδηγία 2001/29, να συμμορφώνεται προς τα άρθρα 1 έως 21 της Σύμβασης της Βέρνης.

Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της Σύμβασης της Βέρνης, τα λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά έργα περιλαμβάνουν όλες τις παραγωγές λογοτεχνικής, επιστημονικής και καλλιτεχνικής φύσεως, οιοσδήποτε είναι ο τρόπος και η μορφή εκφράσεως.

Επιπλέον, κατά το άρθρο 2 της Συνθήκης του ΠΟΔΙ για την πνευματική ιδιοκτησία και το άρθρο 9, παράγραφος 2, της Συμφωνίας για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου, αντικείμενο της προστασίας βάσει του δικαιώματος του δημιουργού είναι οι μορφές έκφρασης και όχι οι ιδέες, οι διαδικασίες, οι μέθοδοι λειτουργίας ή οι μαθηματικές έννοιες αυτές καθεαυτές.

Επομένως, η έννοια του «έργου» που διαλαμβάνεται στην οδηγία 2001/29 συνεπάγεται κατ’ ανάγκη έκφραση του προστατευόμενου βάσει του δικαιώματος του δημιουργού αντικειμένου η οποία να το προσδιορίζει με επαρκή ακρίβεια και αντικειμενικότητα, έστω και αν η έκφραση αυτή δεν είναι κατ’ ανάγκη μόνιμη.

Η Ερμηνεία Του ΔΕΕ

Συγκεκριμένα, αφενός, οι αρχές που είναι αρμόδιες για τη διασφάλιση της προστασίας των αποκλειστικών δικαιωμάτων που εμπεριέχονται στο δικαίωμα του δημιουργού πρέπει να μπορούν να γνωρίζουν με σαφήνεια και ακρίβεια τα αντικείμενα που προστατεύονται κατ’ αυτόν τον τρόπο.

Το ίδιο ισχύει για τους ιδιώτες, ιδίως επιχειρηματίες, οι οποίοι πρέπει να μπορούν να προσδιορίσουν με σαφήνεια και ακρίβεια τα προστατευόμενα αντικείμενα τρίτων, ιδίως ανταγωνιστών.

Αφετέρου, η ανάγκη εξαλείψεως κάθε στοιχείου υποκειμενικότητας, βλαπτικής για την ασφάλεια δικαίου, κατά τη διαδικασία προσδιορισμού του αντικειμένου της προστασίας συνεπάγεται ότι το εν λόγω αντικείμενο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ακριβούς και αντικειμενικής έκφρασης.

Όμως, η δυνατότητα ακριβούς και αντικειμενικού προσδιορισμού δεν υφίσταται όσον αφορά τη γεύση τροφίμου.

Συγκεκριμένα, σε αντίθεση, παραδείγματος χάριν, με ένα λογοτεχνικό, εικαστικό, κινηματογραφικό ή μουσικό έργο, που αποτελεί ακριβή και αντικειμενική μορφή έκφρασης, ο προσδιορισμός της γεύσης τροφίμου στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, στις γευστικές αισθήσεις και εμπειρίες που είναι υποκειμενικές και μεταβλητές, καθόσον εξαρτώνται, μεταξύ άλλων, από παράγοντες που σχετίζονται με το πρόσωπο που δοκιμάζει το συγκεκριμένο προϊόν, όπως η ηλικία του, οι διατροφικές προτιμήσεις του και οι καταναλωτικές του συνήθειες, καθώς και με το περιβάλλον ή το πλαίσιο στο οποίο δοκιμάζεται το προϊόν αυτό.

Περαιτέρω, ακριβής και αντικειμενικός προσδιορισμός της γεύσης τροφίμου, που να παρέχει τη δυνατότητα διάκρισης της γεύσης αυτής από τη γεύση άλλων προϊόντων του ίδιου είδους, δεν είναι δυνατός με τεχνικά μέσα στο παρόν στάδιο της επιστημονικής εξέλιξης.

Η Απόφαση Του ΔΕΕ

Με βάση τις παραπάνω σκέψεις, το Δικαστήριο κατέληξε ότι επιβάλλεται το συμπέρασμα, βάσει του συνόλου των προεκτεθέντων, ότι η γεύση τροφίμου δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «έργο» κατά την έννοια της οδηγίας 2001/29.

Λαμβανομένης υπόψη της απαιτήσεως περί ομοιόμορφης ερμηνείας της έννοιας του «έργου» εντός της Ένωσης, επιβάλλεται, επίσης, το συμπέρασμα ότι η οδηγία 2001/29 αντιτίθεται στην ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας κατά τρόπον ώστε να παρέχεται προστασία βάσει του δικαιώματος του δημιουργού σε γεύση τροφίμου.

Επομένως, στο ερώτημα του Δικαστηρίου της Ολλανδίας δόθηκε η απάντηση ότι η οδηγία 2001/29 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην προστασία της γεύσης ενός τροφίμου βάσει του δικαιώματος του δημιουργού κατά την οδηγία αυτή και στην ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας κατά τρόπον ώστε να παρέχεται προστασία βάσει του δικαιώματος του δημιουργού στην εν λόγω γεύση.

Τα παραπάνω, ωστόσο, δεν αναιρούν την προστασία προϊόντων Προστατευομένων Ονοµασιών Προέλευσης (ΠΟΠ) & και Γεωγραφικών Ενδείξεων (ΠΓΕ) τα οποία ενσωματώνουν την γεύση ως χαρακτηριστικό της ιδιαιτερότητάς τους.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με την πνευματική ιδιοκτησία έργων.

Πώληση Με Δοκιμή – Νομικό Πλαίσιο & Δικαιώματα Μερών

Πώληση με δοκιμή, αποτελεί μορφή πώλησης, η οποία τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της έγκρισης του αγοραστή, ο οποίος είναι ελεύθερος να την εγκρίνει ή να την αποποιηθεί, οπότε θεωρείται ότι καταρτίστηκε από την έγκριση ή ματαιώθηκε από την αποποίηση.

Αναλυτικά, κατά την έννοια του άρθρου 513 ΑΚ, ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως πωλήσεως είναι το πράγμα (κινητό ή ακίνητο), το τίμημα και η συμφωνία των συμβαλλομένων περί μεταθέσεως της κυριότητας και πληρωμής του τιμήματος (ΑΠ 150/2022).

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 563 ΑΚΗ πώληση με δοκιμή λογίζεται σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της έγκρισης του αγοραστή. Ο αγοραστής είναι ελεύθερος να εγκρίνει ή να αποποιηθεί“.

Χαρακτηριστικά

Η ρυθμιζόμενη από την παραπάνω διάταξη πώληση υπό δοκιμή, αποτελεί μία σύμβαση πώλησης, η οποία περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία του είδους της υπό του ως άνω άρθρου 513 ΑΚ προβλεπομένης σύμβασης.

Η τελική δε ισχύς αυτής, εξαρτάται από το εάν ο αγοραστής την εγκρίνει ή όχι, όμως το πραγματικό της σύμβασης αυτής έχει τελειωθεί, ενώ η επέλευση των αποτελεσμάτων της, σε περίπτωση αμφιβολίας, τελεί υπό την αναβλητική εξουσιαστική αίρεση της έγκρισης του αγοραστή.

Η πώληση υπό δοκιμή, μπορεί να καταρτιστεί και σιωπηρώς, όπως στην περίπτωση που χρησιμοποιούνται από τα μέρη εκφράσεις του τύπου “για δοκιμή”, ως “δοκιμή” κ.λπ. ή και όταν η τελική απόφαση του αγοραστή, δεν πρέπει κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη να αναμένεται, πριν την εξέταση ή τη δοκιμή του πράγματος από αυτόν (αγοραστή).

Ο αγοραστής, είναι απόλυτα ελεύθερος να εγκρίνει ή όχι την πώληση:

  • χωρίς οποιαδήποτε αιτιολόγηση, και
  • χωρίς να υποχρεώνεται να δοκιμάσει προηγουμένως το πράγμα.

Η εν λόγω ελεύθερη κρίση του δεν προϋποθέτει, ούτε την ύπαρξη ή απουσία οποιωνδήποτε ιδιοτήτων ή ελαττωμάτων του πράγματος, και επομένως ο αγοραστής μπορεί να αποκρούσει την πώληση, έστω κι αν δεν προέβη σε εξέταση ή δεν διαπίστωσε την ύπαρξη ελαττωμάτων.

Ο αγοραστής έχει ευθύνη για την καταβολή του τιμήματος και ευθύνεται κατά τις διατάξεις μη εκπλήρωσης της σύμβασης μόνο αν έχει καταρτιστεί οριστική σύμβαση πώλησης και όχι κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων, όπου εφαρμόζονται οι διατάσεις των άρθρων 197-198 ΑΚ (προσυμβατική ευθύνη).

Διαφορά Με Διαλυτική Αίρεση

Αντιθέτως, αν η έγκριση ή όχι του αγοραστή αναφέρεται στην αντικειμενική χρησιμότητα πράγματος, που πωλήθηκε για ορισμένο σκοπό ή στην ύπαρξη ορισμένων ιδιοτήτων ή προκειμένου για μηχάνημα, “αν ευρεθεί να λειτουργεί καλώς“, τότε η έγκριση ή όχι εξαρτάται από αντικειμενικά κριτήρια.

Επομένως, ο αγοραστής δεσμεύεται στο να εγκρίνει, όταν το αποτέλεσμα της δοκιμής είναι αντικειμενικά θετικό, οπότε δεν πρόκειται για πώληση με δοκιμή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά για πώληση υπό διαλυτική αίρεση (άρθ. 202 ΑΚ), ότι το πράγμα που πωλείται θα είναι κατάλληλο για ορισμένη χρήση ή θα λειτουργεί καλώς.

Σε αυτήν την περίπτωση, η σύμβαση έχει πλήρως καταρτιστεί και τα έννομα αποτελέσματα της έχουν επέλθει, με την επιφύλαξη όμως δικαιώματος υπαναχώρησης για τον αγοραστή (ΑΠ 743/2023).

Πρόταση Πώλησης Με Δοκιμή

Τέλος, δοκιμή του προς πώληση πράγματος, δυνατόν να συμφωνείται και σε πρόταση για κατάρτιση συμβάσεως πωλήσεως ή προσυμφώνου πώλησης.

Στην περίπτωση αυτή, η οποία διακρίνεται σαφώς από τις προηγούμενες, δεν υπάρχει πώληση, ούτε αίρεση αλλά η πώληση καταρτίζεται μεταγενέστερα με την αποδοχή της προτάσεως εκ μέρους του αγοραστή.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με την πώληση με δοκιμή.

Υποκατάστημα Αλλοδαπής Επιχείρησης – Νομικό Πλαίσιο

Υποκατάστημα γενικά είναι κάθε άλλη, εκτός του κεντρικού καταστήματος, επαγγελματική εγκατάσταση της επιχείρησης, όπου αναπτύσσεται ιδιαίτερη συναλλακτική δραστηριότητα από όργανα αυτής που έχουν τη σχετική εξουσία.

Υποκατάστημα Αλλοδαπής Επιχείρησης είναι η προέκταση που η επιχείρηση εγκαθιστά σε άλλο κράτος (με διάρκεια και χωρίς νομική προσωπικότητα), μέσω της οποίας συνάπτει έννομες σχέσεις με τρίτους στη χώρα εγκατάστασης.

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

Συμβούλιο της Επικρατείας

Για το χαρακτηρισμό του οικείου χώρου ως υποκαταστήματος δεν αρκεί η απλή διενέργεια προπαρασκευαστικών πράξεων ή πράξεων υλικής εκτελέσεως συμβάσεων που δεν καταρτίζονται στον εν λόγω χώρο, όπως η παράδοση ή παραλαβή εμπορευμάτων ή η διενέργεια πληρωμών ή η είσπραξη χρημάτων και λήψη συναλλαγματικών, εφόσον αυτές ενεργούνται σε εκτέλεση συναφθεισών ήδη σχετικών συμβάσεων (ΣτΕ 459/2000).

Υπόθεση C-154/11 ΔΕΕ

Η έννοια του υποκαταστήματος, του πρακτορείου ή κάθε άλλης εγκατάστασης προϋποθέτει ένα κέντρο επιχειρήσεων που εκδηλώνεται με διαρκή τρόπο προς τα έξω ως προέκταση της μητρικής επιχείρησης.

Το κέντρο αυτό πρέπει να διαθέτει διεύθυνση και να είναι υλικά εξοπλισμένο ώστε να μπορεί να διαπραγματεύεται υποθέσεις με τρίτους, οι οποίοι δεν απαιτείται να αποτείνονται απευθείας στη μητρική εταιρία.

ΔΙΑΦΟΡΑ ΜΕ ΑΛΛΕΣ ΝΟΜΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ

Υποκατάστημα Αλλοδαπής Επιχείρησης Και Θυγατρική Εταιρεία

Το υποκατάστημα διακρίνεται από τη θυγατρική εταιρεία διότι το μεν υποκατάστημα αλλοδαπής δεν διαθέτει αυτοτελή νομική προσωπικότητα ενώ η θυγατρική εταιρεία έχει.

Υποκατάστημα Αλλοδαπής Επιχείρησης Και Πρακτορείο

Το υποκατάστημα διακρίνεται από το πρακτορείο λόγω της απασχόλησης δικού του προσωπικού με σχέση εξαρτημένης εργασίας κάτι το οποίο δεν παρατηρείται στην εγκατάσταση πρακτορείου. 

Υποκατάστημα Αλλοδαπής Επιχείρησης Και Εμπορικός Αντιπρόσωπος 

Ο εμπορικός αντιπρόσωπος:

  • είναι ανεξάρτητος, δύναται να οργανώνει ελεύθερα τη δραστηριότητά του και να καθορίζει το χρόνο εργασίας του, χωρίς να λαμβάνει σχετικές οδηγίες από την κύρια εγκατάσταση,
  • έχει την ευχέρεια να αντιπροσωπεύει περισσότερες εταιρείες/οίκους που ανταγωνίζονται μεταξύ τους και
  • δεν μετέχει ενεργά στη διεκπεραίωση ή εκτέλεση των υποθέσεων, αλλά περιορίζεται κυρίως στη διαβίβαση παραγγελιών στην εταιρεία που αντιπροσωπεύει.

σε αντίθεση με το υποκατάστημα αλλοδαπής επιχείρησης, το οποίο προϋποθέτει έλεγχο και υπαγωγή στη διεύθυνση της κύριας επιχείρησης.

ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΓΕΜΗ

Σύμφωνα με το άρθρο 16 του Ν. 4919/2022 όπως ισχύει μετά τον 5164/2024:

Στο Γ.Ε.ΜΗ. εγγράφονται υποχρεωτικά:

ιβ) τα υποκαταστήματα ή πρακτορεία που διατηρούν στην ημεδαπή οι αλλοδαπές εταιρείες με τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας, της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης και της ετερόρρυθμης κατά μετοχές εταιρείας που έχουν την έδρα τους σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ),

ιγ) τα υποκαταστήματα ή τα πρακτορεία που διατηρούν στην ημεδαπή οι αλλοδαπές εταιρείες που έχουν έδρα σε τρίτη χώρα και έχουν νομική μορφή ανάλογη με εκείνη των αλλοδαπών εταιρειών που αναφέρεται στην περ. ιβ),

ιδ) τα υποκαταστήματα ή τα πρακτορεία, μέσω των οποίων ενεργούν εμπορικές πράξεις στην ημεδαπή τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων που έχουν την κύρια εγκατάσταση ή την έδρα τους στην αλλοδαπή και δεν εμπίπτουν στις περ. ιβ) και ιγ).

Απαιτούμενα στοιχεία:

Σύμφωνα με το άρθρο 43 του ίδιου νόμου, αλλά και τα άρθρα 36 – 38 της Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ,  καταχωρίζονται και δημοσιεύονται στο Γ.Ε.ΜΗ.,τα εξής στοιχεία:

  1. η ιδρυτική πράξη και το καταστατικό, αν αυτό αποτελεί αντικείμενο χωριστής πράξης, καθώς και οι τροποποιήσεις των εγγράφων αυτών,
  2. η ταχυδρομική διεύθυνση του υποκαταστήματος,
  3. η αναφορά των δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος,
  4. το δίκαιο του κράτους, από το οποίο διέπεται η εταιρεία,
  5. αν το δίκαιο του κράτους από το οποίο διέπεται η εταιρεία προβλέπει την τήρηση μητρώου, καταχωρίζεται ο αριθμός εγγραφής της εταιρείας στο μητρώο αυτό,
  6. η μορφή, η έδρα και το αντικείμενο της εταιρείας, καθώς και μία (1) τουλάχιστον φορά τον χρόνο το ποσό του καλυφθέντος κεφαλαίου, αν τα στοιχεία αυτά δεν περιέχονται στην ιδρυτική πράξη ή το καταστατικό,
  7. η επωνυμία της εταιρείας, καθώς και η επωνυμία του υποκαταστήματος, αν δεν είναι ίδια με την επωνυμία της εταιρείας,
  8. ο διορισμός, η λήξη των καθηκόντων, καθώς και τα στοιχεία ταυτότητας των προσώπων που έχουν την εξουσία να δεσμεύουν την εταιρεία έναντι τρίτων και να την εκπροσωπούν ενώπιον δικαστηρίου:
  9. ως νόμιμα προβλεπόμενα όργανα της εταιρείας ή ως μέλη ενός τέτοιου οργάνου,
  10. ως νόμιμοι εκπρόσωποι της εταιρείας για τη δραστηριότητα του υποκαταστήματος, με μνεία της έκτασης των εξουσιών τους και ενδεχόμενης δυνατότητας να ασκούν τις εξουσίες αυτές μόνοι,
  11. η λύση της εταιρείας, ο διορισμός, τα ατομικά στοιχεία ταυτότητας και οι εξουσίες των εκκαθαριστών, καθώς και η περάτωση της εκκαθάρισης, σύμφωνα με τη δημοσιότητα που λαμβάνει χώρα για την εταιρεία, σύμφωνα με τις περ. η), ι) και ια) του άρθρου 35, όπως, επίσης, η διαδικασία πτώχευσης, πτωχευτικού συμβιβασμού ή άλλη ανάλογη διαδικασία, στην οποία υπόκειται η εταιρεία,
  12. τα λογιστικά έγγραφα, όπως οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις, της εταιρείας, που καταρτίσθηκαν, ελέγχθηκαν και δημοσιεύθηκαν κατά το δίκαιο του κράτους, στο οποίο υπόκειται η εταιρεία. Στην περίπτωση που το δίκαιο του κράτους δεν προβλέπει κατάρτιση των λογιστικών εγγράφων κατά τρόπο ισοδύναμο με το ελληνικό και το ενωσιακό δίκαιο, απαιτούνται τα λογιστικά έγγραφα, όπως οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις, των δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος,
  13. το κλείσιμο του υποκαταστήματος, και
  14. η δήλωση στοιχείων φορολογίας εισοδήματος του άρθρου 157 Γ του ν. 4548/2018 (Α’ 104).
Απαιτούμενα Έγγραφα:

Σύμφωνα με την ΥΑ 86727/2023 υποβαλλόμενα έγγραφα για την εγκατάσταση υποκαταστήματος μέσω e-YMΣ είναι τα εξής:

  1. Απόφαση για εγκατάσταση υποκαταστήματος στην Ελλάδα (υποχρεωτικό έγγραφο).
  2. Απόφαση για διορισμό νόμιμου εκπροσώπου του υποκαταστήματος (υποχρεωτικό έγγραφο).
  3. Ισχύον καταστατικό της εταιρείας (υποχρεωτικό έγγραφο).
  4. Ιδρυτική πράξη, εφόσον διατίθεται ξεχωριστά από το ισχύον καταστατικό (προαιρετικό έγγραφο).
  5. Πιστοποιητικό Καλής Λειτουργίας της αρμόδιας αρχής ή του εμπορικού μητρώου της χώρας προέλευσης (εκδόσεως τελευταίου τριμήνου – υποχρεωτικό έγγραφο).
  6. Πιστοποιητικό ισχύουσας εκπροσώπησης, εφόσον δεν περιλαμβάνεται στο Πιστοποιητικό Καλής Λειτουργίας ή στο καταστατικό (προαιρετικό έγγραφο).
  7. Αποδεικτικό ηλεκτρονικής υποβολής δήλωσης πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης ή δωρεάν παραχώρησης (υποχρεωτικό έγγραφο μόνο όταν το ακίνητο είναι μισθωμένο ή από δωρεάν παραχώρηση).
  8. Εξουσιοδότηση τρίτου να αναλάβει την εγγραφή του υποκαταστήματος στο Γ.Ε.ΜΗ. (υποχρεωτικό έγγραφο μόνο στην περίπτωση που ο αιτών είναι εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος και όχι νόμιμος εκπρόσωπος).
  9. Έγγραφο γνωστοποίησης εγκατάστασης υποκαταστήματος από αρχή ελέγχου νομιμότητας (υποχρεωτικό έγγραφο για την περίπτωση υποκαταστημάτων πιστωτικών ή ασφαλιστικών ιδρυμάτων).
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ & ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ

Το υποκατάστημα αλλοδαπής διαθέτει ελληνικό ΑΦΜ και υπάγεται στην κατά τόπο αρμόδια ΔΟΥ. Με το ελληνικό ΑΦΜ το υποκατάστημα τιμολογεί και λαμβάνει τιμολόγια.

Περαιτέρω, το υποκατάστημα ως «μόνιμη εγκατάσταση» (άρ. 6 Ν 4172/2013) τηρεί βιβλία στην Ελλάδα (Ν. 4308/2014, ΕΛΠ) και εξάγει λογιστικό αποτέλεσμα το οποίο μεταφέρεται στα βιβλία και στις Οικονομικές Καταστάσεις του κεντρικού, με υποβολή ενοποιημένου ισολογισμού στην χώρα που βρίσκεται η νόμιμη έδρα της επιχείρησης.

Επιπροσθέτως, σημειώνεται ότι:
  • Η διασυνοριακή μεταφορά και διανομή χρημάτων (κερδών) μεταξύ κεντρικού και υποκαταστήματος δεν επιβαρύνεται με φόρο εισοδήματος, επομένως δεν διενεργείται ούτε παρακράτηση φόρου.
  • Επιπλέον τα ανωτέρω μεταφερόμενα κέρδη δεν χαρακτηρίζονται ως μέρισμα και συνεπώς απαλλάσσονται από φόρο μερισμάτων
  • Η διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών και η πώληση αγαθών δεν επιβαρύνονται με Φ.Π.Α.
  • Οι συναλλαγές μεταξύ του κεντρικού και του υποκαταστήματος δεν επιβαρύνονται ούτε με τέλη χαρτοσήμου, αφού μεταξύ του κεντρικού και του υποκαταστήματος δεν συνάπτεται καμιά σύμβαση (επομένως και δανειακή σύμβαση απαλλάσσεται της καταβολής τέλους χαρτοσήμου). Τούτο διότι η σύμβαση προϋποθέτει την ύπαρξη επιχειρήσεων με νομική προσωπικότητα, πράγμα που δεν συμβαίνει επί υποκαταστημάτων.
  • Τα κεφάλαια από το κεντρικό κατάστημα προς το υποκατάστημα της επιχείρησης με σκοπό τη χρηματοδότηση του τελευταίου, δεν υπάγονται σε φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίου (ισχύει σε περίπτωση υποκαταστημάτων αλλοδαπής εταιρείας με έδρα εντός της ΕΕ).
ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ

Τα βασικά μειονεκτήματα συνοψίζονται στα εξής:

  1. Η ευθύνη από ζημία που προκάλεσε το υποκατάστημα αλλοδαπής σε τρίτους αφορά στο σύνολο της εταιρείας, δηλαδή υπόχρεη προς αποζημίωση είναι η αλλοδαπή εταιρεία.
  2. Το ίδιο ισχύει και με με την ευθύνη των διοικούντων. Δηλαδή, τα μέλη της διοίκησης της αλλοδαπής εταιρείας ευθύνονται στην ίδια έκταση με τον εκπρόσωπο του υποκαταστήματος αλλοδαπής.
  3. Σε περίπτωση πώλησης υποκαταστήματος αλλοδαπής, θα πρέπει να προηγηθεί πρώτα μετατροπή με απόσχιση κλάδου και ίδρυση νέας εταιρείας.
ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ ΣΕ ΘΥΓΑΤΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

Τέλος, στα πλαίσια του νόμου 4601/2019 για τους εταιρικούς μετασχηματισμούς, η μετατροπή υποκαταστήματος σε νεοσυσταθείσα εταιρεία, που αποτελεί θυγατρική της εισφέρουσας εταιρείας, κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 52 του ν. 4172/2013 (ΚΦΕ), συνιστά περίπτωση απόσχισης κλάδου κατά το άρθρο 57 του ν. 4601/2019 και διέπεται από τις διατάξεις του παραπάνω νόμου, ιδίως, όσον αφορά το επιτρεπτό, τις προϋποθέσεις, τις διαδικασίες και τα αποτελέσματά της (βλ. και ΑΑΔΕ/Ε2048/21.3.2019).

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με το Υποκατάστημα Αλλοδαπής Επιχείρησης

Κανονισμός Πολυκατοικίας Με Δικαστική Απόφαση

Κανονισμός πολυκατοικίας είναι το συμβολαιογραφικό έγγραφο το οποίο μεταγράφεται και καθορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της συνιδιοκτησίας.

Περιπτώσεις Έλλειψης Κανονισμού

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 του ν. 1562/1985, αν υπάρχει ήδη χωριστή κατ’ ορόφους ή διαμερίσματα ιδιοκτησία, δεν έχει όμως καταρτιστεί κανονισμός των σχέσεων των συνιδιοκτητών, η πλειοψηφία τουλάχιστον 60% των συγκυρίων δικαιούται να ζητήσει δικαστικώς, κατ’ ανάλογη εφαρμογή διατάξεων των προηγουμένων άρθρων, να καταρτιστεί κανονισμός, εφόσον είναι ανα­γκαίος για τον καθορισμό των σχέσεων των συνιδιοκτη­τών (ΑΠ 66/1994).

Κατά τον ίδιο τρόπο και με πλειο­ψηφία τουλάχιστον 65% των συγκυρίων μπορεί να επι­τραπεί η συμπλήρωση ή και η τροποποίηση του κανονι­σμού, όταν εμφανίζει ελλείψεις που εμποδίζουν την λει­τουργία της συνιδιοκτησίας ή τη χρήση των χωριστών ιδιοκτησιών, σύμφωνα με τον προορισμό του ακινήτου.

Αγωγή Παροχής Άδειας Κατάρτισης Κανονισμού

Στην αγωγή παροχής αδείας καταρτίσεως κανονισμού πολυκατοικίας, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 4 του του ν. 1562/1985 (οι οποίες αφορούν βασικώς την αγωγή παροχής αδείας οικοδόμησης, κατά το σύστημα της αντιπαροχής).

Εκ των ανωτέρω διατάξεων προ­κύπτει ότι, πριν από την άσκηση της ανωτέρω αγωγής οι συγκύριοι, που ζητούν την κατάρτιση κανονισμού, πρέπει να καταθέσουν σε συμβολαιογράφο της έδρας του αρμοδίου δικαστηρίου:

  • σχέδιο κανονισμού των σχέσεων των συνιδιοκτητών,
  • σχέδιο του πίνακα κατανομής ποσοστών εξ αδιαιρέτου του κοινού ακινή­του στις χωριστές ιδιοκτησίες με μνεία της αναλογίας κοινοχρήστων δαπανών που θα βαρύνει κάθε χωριστή ιδιοκτησία,

Τα παραπάνω έγγραφα, πρέπει να είναι υπογε­γραμμένα από όλους τους συγκύριους, που ζητούν την σύνταξη κανονισμού και, ειδικώς, το σχέδιο πίνακα κατανομής των ποσοστών ιδιοκτησίας πρέπει επί πλέον να είναι υπογεγραμμένο από πολι­τικό μηχανικό ή αρχιτέκτονα.

Αντί­γραφα όλων των παραπάνω εγγράφων και σχεδιαγραμμά­των, που έχουν κατατεθεί στον συμβολαιογράφο, προ­σκομίζονται από τους διαδίκους στο δικαστήριο κατά την συζήτηση.

Νομική Βάση

Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό :

  • με εκείνες των άρθρων 4 § 1 του ν. 3741/1929 «περί της ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους», που ορίζει ότι επιτρέπεται στους συνιδιοκτήτες, όπως με ιδιαίτερη συμφωνία, στην οποία είναι απαραίτητη η κοινή όλων συναίνεση, κανονίσουν τις υποχρεώσεις, δικαιώματα κ.λπ. της συνιδιοκτησίας και
  • του άρθρου 26 § 1 του ν.δ. 1003/1971 «περί ενεργού πολεοδομίας», το οποίο ορίζει ότι «επί των περιπτώσεων του προηγού­μενου άρθρου, δύναται να καταρτίζεται γενικός κανο­νισμός των σχέσεων μεταξύ των συνιδιοκτητών του όλου οικοπέδου ή της εδαφικής περιοχής και ιδιαίτε­ρος κανονισμός των σχέσεων μεταξύ των ιδιοκτητών των κατά κτίριο ορόφων ή τμημάτων αυτών»,

συνά­γεται ότι ο κανονισμός των σχέσεων των συνιδιοκτη­τών οικοδομής, η οποία έχει υπαχθεί στο σύστημα της οροφοκτησίας του ν. 3741/1929, προϋποθέτει καταρχήν την κοινή συναίνεση όλων των συνιδιοκτητών.

Εξαίρεση εισάγει η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 9 του ν. 1562/1985, που επιτρέπει στους συνιδιοκτήτες, οι οποίοι εκπροσωπούν το 60% της συγκυριότητας επί του οικοπέδου, να ζητήσουν από το δικαστήριο τη σύνταξη κανονισμού, όταν τέτοιος δεν έχει καταρτισθεί, με κοινή συμφωνία όλων των συνιδι­οκτητών και επιπλέον είναι αναγκαίος για τη ρύθμιση των σχέσεων αυτών.

Κοινόκτητα Και Κοινόχρηστα Μέρη

Κατά πάγια νομολογία γίνεται δεκτό ότι, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1002 και 1017 ΑΚ, καθώς και του ν. 3741/1929 περί της ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, κατά το άρθρο 54 ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι οι ιδιοκτήτες οριζόντιων ιδιοκτησιών οικοδομής έχουν αναγκαστική συγκυριότητα και δικαίωμα συμμετοχής στη χρήση σε όλα τα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη της οικοδο­μής.

Επομένως, οι ιδιοκτήτες, μπορούν με ομόφωνη απόφαση τους, που πρέ­πει να καταρτισθεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο και να μεταγραφεί, να ρυθμίσουν κατά διάφορο τρόπο το δικαίωμα χρήσης καθενός στα κοινόκτητα και κοινόχρη­στα μέρη και ειδικότερα να συμφωνήσουν ότι κάποιος από τους ιδιοκτήτες έχει δικαίωμα αποκλειστικής χρή­σης στα μέρη αυτά (ΜΠρΠειρ 969/2019)

Οι συμφωνίες, με τις οποίες κανο­νίζονται κατά διαφορετικό τρόπο τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ιδιοκτητών οριζοντίων ιδιοκτησιών στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα πράγματα, δημιουρ­γούν περιορισμούς της αναγκαστικής συγκυριότητας επί των πραγμάτων αυτών, από την οποία και απορρέει το δικαίωμα συμμετοχής στη χρήση τους.

Οι κατ’ αυτό τον τρόπο δημιουργούμενοι περιορισμοί «φέρουν χαρακτήρα δουλείας» (ΜΠρΘεσσ 3966/2014).

Ωστόσο, οι περιορισμοί,αυτοί δεν είναι δου­λείες, κατά την έννοια των άρθρων του ΑΚ, αλλά φέρουν το χαρακτήρα δου­λείας, υπό την έννοια και μόνο ότι δεσμεύουν τους καθολικούς και ειδικούς διαδόχους των ιδιοκτητών των οριζοντίων ιδιοκτησιών που τους συνομολόγησαν και αντιτάσσονται κατά τρίτων (ΑΠ 329/1996).

Η σύμπραξη όλων για την κατά τα άνω συμφωνία με την οποία περιορίζεται η χρήση κοινόκτητου από το σύνολο των συνιδιοκτητών προς όφελος ορισμένου ή ορισμένων απ` αυτούς είναι αναγκαία, διότι όλων των λοιπών θίγεται το σχετικό δικαίωμα χρήσης.

Δεν συμ­βαίνει, όμως, το ίδιο και συνεπώς δεν είναι απαραίτητη η σύμπραξη όλων των συνιδιοκτητών όταν θεσπίζεται περιορισμός χρήσης κοινόκτητου μέρους του οποίου η αποκλειστική χρήση είχε παραχωρηθεί με τον κανονι­σμό σε συγκεκριμένους ιδιοκτήτες οπότε απαιτείται η σύμπραξη μόνον αυτών, ως μόνων θιγομένων κατά το σχετικό δικαίωμα τους (ΑΠ 387/1999).

Αίτημα Αγωγής

Αίτημα της σχετικής αγωγής είναι ο προσδιορισμός από το δικαστήριο του περιεχομένου του υπό κατάρτιση κανονισμού, με βάση το σχέδιο που κατέθεσε σε συμβολαιογράφο η πλειοψηφία των συνι­διοκτητών.

Σε ό,τι όμως αφορά τον ίδιο τον κανονισμό πρέπει να γίνει διάκριση ανά­μεσα:

  • στις «σχέσεις» που συνιστούν το περιεχόμενο αυτού, δηλαδή στα αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώ­σεις των συνιδιοκτητών που απορρέουν από την οργά­νωση και λειτουργία της οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτη­σίας και
  • τη «ρύθμιση» στην οποία αυτές υποβάλλο­νται.

Από τις πιο πάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκεί­νες του ν. 3741/1929, προκύπτει ότι η πλειοψηφία του 60% μπορεί να ζητήσει τη σύσταση κανονισμού προς ρύθμιση υφισταμένων εκ της συνιδιοκτησίας σχέσεων και όχι τη σύσταση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, για τα οποία απαιτείται η κοινή συναίνεση όλων των συνι­διοκτητών.

Αλλά και το δικαστήριο, πέραν του ελέγχου της νομιμότητας, δεν έχει εξουσία να περιορίσει η ή να διευρύνει τις «σχέσεις» που προτείνει η πλειοψη­φία των συνιδιοκτητών ως περιεχόμενο του υπό κατάρ­τιση κανονισμού, γιατί τότε αυτός θα έχανε τον δικαιοπρακτικό του χαρακτήρα (ΕφΘεσ 2268/2005).

Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για την προτεινόμενη από την πλειοψηφία «ρύθμιση» των σχέσεων αυτών, την οποία το δικαστήριο μπορεί, ενίοτε μάλιστα υποχρεού­ται, να τροποποιήσει, όπως όταν κρίνει ότι αυτή δεν είναι επωφελής για όλους τους συνιδιοκτήτες ή αντίκει­ται σε κανόνες δικαίου δημόσιας τάξης.

Αυτό ορίζεται ρητά στη διάταξη του άρθρου 6 § 1 του ν. 1562/1985, κατά την οποία «το δικαστήριο, αν δεχθεί την αγωγή επιτρέπει στους κατά την κρίση του πιο κατάλληλους από τους διαδίκους συγκύριους να καταρτίσουν τον κανονισμό, σύμφωνα με το κατατεθειμένο σχέδιο και έγγραφα, που αναφέρονται στις §§ 1 και 4 του άρθρου 4, όπως αυτά τυχόν τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις της απόφασης» (ΑΠ 596/2000).

Προδικασία

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 8 § 1 του ν. 1562/1985, η κατά το άρθρο 3 του νόμου αυτού αγωγή παροχής αδείας οικοδομήσεως εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 220 του ΚΠολΔ.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών με τη διάταξη του άρθρου 9 του ίδιου νόμου, προκύ­πτει ότι η αγωγή, που έχει ως αντικείμενο την κατάρ­τιση ή τροποποίηση του κανονισμού, δεν εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων, αφού δεν το επιβάλλει ρητώς ο νόμος, όπως συμβαίνει με την αγωγή του άρθρου 3 § 1 αυτού, αλλά ούτε εντάσσεται σε μία από τις κατη­γορίες των αγωγών, οι οποίες κατά το άρθρο 220 του ΚΠολΔ, εγγράφονται υποχρεωτικά στα βιβλία διεκ­δικήσεων.

Η αναφερόμενη στη § 1 του άρθρου 9 κατ’ αναλογία εφαρμογή των διατάξεων των προηγουμένων άρθρων έχει την έννοια της εφαρμογής των διατάξεων εκείνων που μπορούν να προσαρμοσθούν προς τα της επιδιώξεως της τροποποίησης του κανονισμού, μεταξύ δε αυτών δεν περιλαμβάνεται και η διάταξη του άρθρου 8 § 1 του ν. 1562/1985 (ΑΠ 66/1994 ό.π.).

Δηλαδή, η διά­ταξη του άρθρου 3 § 1 του ανωτέρω ν. 1562/1985, που αφορά στην προδικασία της αγωγής παροχής αδείας οικοδομήσεως κατά το σύστημα της αντιπαροχής και επιβάλλει την προσεπίκληση των τρίτων που έχουν εμπράγματα δικαιώματα στο ακίνητο, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί αναλόγως στην αγωγή παροχής αδείας για κατάρτιση κανονισμού των σχέσεων των συνιδιοκτητών, λόγω του σκοπού τον οποίο εξυ­πηρετεί.

Ομοίως, για τον ίδιο λόγο, δεν απαιτείται για την άσκηση της αγωγής παροχής αδείας για κατάρτιση κανονισμού η εγγραφή της στα βιβλία διεκδικήσεων, αφού δεν το επιβάλλει ρητώς ο νόμος, αλλά ούτε και η αγωγή αυτή εντάσσεται σε μια από τις κατηγορίες των αγωγών, που κατά το άρθρο 220 ΚΠολΔ εγγράφονται υποχρεωτικά στα βιβλία διεκδική­σεων.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με την κατάρτιση ή τροποποίηση κανονισμού πολυκατοικίας από Δικαστήριο.

Ο Κανονισμός DORA (Digital Operational Resilience Act)

Ο Κανονισμός DORA (Digital Operational Resilience Act) , αποτελεί έναν ολοκληρωμένο νομικό πλαίσιο που στοχεύει στην ενίσχυση της ψηφιακής ανθεκτικότητας των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βασικό χαρακτηριστικό του παραπάνω Κανονισμού (ΕΕ) 2022/2554 είναι ότι αντιμετωπίζει τους κινδύνους των Τεχνολογιών Πληροφοριών και Επικοινωνιών (ΤΠΕ), αναγνωρίζοντας ότι, τα συμβάντα ΤΠΕ και η έλλειψη επιχειρησιακής ανθεκτικότητας, μπορούν να απειλήσουν τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Κύριοι πυλώνες του κανονισμού DORA είναι:

  • Η διαχείριση κινδύνων Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ),
  • Η διαχείριση κινδύνων τρίτων παρόχων ΤΠΕ,
  • Οι δοκιμές ψηφιακής λειτουργικής ανθεκτικότητας,
  • Η διαχείριση και αναφορά περιστατικών ΤΠΕ, και
  • Η ανταλλαγή πληροφοριών για κυβερνοαπειλές.
Πεδίο Εφαρμογής και Υπόχρεες Οντότητες

Ο κανονισμός DORA τέθηκε σε ισχύ στις 17 Ιανουαρίου 2025 και εφαρμόζεται σε ένα φάσμα χρηματοπιστωτικών οντοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών εταιρειών, επενδυτικών εταιρειών, διαχειριστών συλλογικών επενδύσεων, εταιρειών διαχείρισης περιουσίας, εταιρειών ηλεκτρονικού χρήματος, και άλλων παρόχων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που δραστηριοποιούνται εντός της ΕΕ.

Επιπλέον, ο κανονισμός επεκτείνεται και στους παρόχους υπηρεσιών ΤΠΕ τρίτων μερών που παρέχουν υπηρεσίες σε χρηματοπιστωτικές οντότητες, οι οποίοι υπόκεινται σε εποπτεία όταν πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια κρισιμότητας.

Τέλος, η συγκεκριμένη προσέγγιση εξασφαλίζει ότι όλη η αλυσίδα αξίας των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών καλύπτεται από τις απαιτήσεις ψηφιακής ανθεκτικότητας.

Διαχείριση Κινδύνων Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ICT Risk Management)

Σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού DORA, η πρωταρχική υποχρέωση των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων, είναι η εγκαθίδρυση και διατήρηση ενός ολοκληρωμένου πλαισίου διαχείρισης κινδύνων ΤΠΕ.

Το πλαίσιο αυτό πρέπει να περιλαμβάνει στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες, πρωτόκολλα ΤΠΕ και εργαλεία που μετριάζουν τον κίνδυνο και προστατεύουν τις πληροφορίες και τα περιουσιακά στοιχεία ΤΠΕ.

Επιπλέον, οι οντότητες οφείλουν να διασφαλίζουν την αξιοπιστία και ανθεκτικότητα των συστημάτων ΤΠΕ μέσω συνεχούς παρακολούθησης και αξιολογήσεων καθώς και με την εφαρμογή μέτρων ασφαλείας καιανάπτυξη σχεδίων ανάκαμψης από καταστροφές (DRPs) και επιχειρησιακής συνέχειας (BCPs).

Η τεκμηρίωση του πλαισίου είναι υποχρεωτική και πρέπει να αναθεωρείται ετησίως. Απαιτούνται επίσης ανεξάρτητες λειτουργίες διαχείρισης κινδύνων και συνεχής εκπαίδευση του προσωπικού.

Διαχείριση Κινδύνων Τρίτων Παρόχων ICT (ICT Third-Party Risk Management)

Ο δεύτερος πυλώνας του κανονισμού DORA εστιάζει στη διαχείριση των κινδύνων που απορρέουν από την εξάρτηση των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων από τρίτους παρόχους υπηρεσιών ΤΠΕ.

Οι χρηματοπιστωτικές οντότητες υποχρεούνται να εγκαθιδρύσουν ένα σφαιρικό σύστημα διαχείρισης συμβάντων ΤΠΕ που να εξασφαλίζει την έγκαιρη ανίχνευση, καταγραφή και αξιολόγηση των συμβάντων.

Εξάλλου, το σύστημα πρέπει να περιλαμβάνει σαφείς διαδικασίες ανταπόκρισης, αποκατάστασης και συνέχισης των επιχειρηματικών λειτουργιών, ενώ ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στην αναφορά των μεγάλων συμβάντων ΤΠΕ προς τις αρμόδιες εποπτικές αρχές.

Περαιτέρω, οι οντότητες οφείλουν να διαθέτουν προκαθορισμένα κριτήρια για τον προσδιορισμό του τι συνιστά μεγάλο συμβάν και να διασφαλίζουν ότι οι αναφορές υποβάλλονται εντός των προβλεπόμενων χρονικών πλαισίων.

Τέλος, η παραπάνω υποχρέωση αυτή επεκτείνεται και στη διατήρηση λεπτομερών αρχείων όλων των συμβάντων ΤΠΕ, ανεξάρτητα από την κρισιμότητά τους, προκειμένου να διευκολύνεται η ανάλυση τάσεων και η βελτίωση των μέτρων πρόληψης.

Δοκιμές Ψηφιακής Λειτουργικής Ανθεκτικότητας (Digital Operational Resilience Testing)

Σύμφωνα με τα άρθρα 24 και 25 του κανονισμού DORA, οι χρηματοπιστωτικές οντότητες πρέπει να εγκαθιδρύσουν και να διατηρήσουν ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα δοκιμών ψηφιακής επιχειρησιακής ανθεκτικότητας για την αξιολόγηση της ετοιμότητας για συμβάντα σχετικά με ΤΠΕ και τον εντοπισμό αδυναμιών ή κενών στην ανθεκτικότητα.

Το πρόγραμμα πρέπει να περιλαμβάνει μια μεγάλη ποικιλία δοκιμών, από βασικές αξιολογήσεις ευπάθειας έως προηγμένες δοκιμές διείσδυσης και σενάρια κρίσης. Για τις σημαντικές οντότητες, προβλέπονται εξειδικευμένες δοκιμές ανθεκτικότητας βασισμένες σε απειλές (TLPT), οι οποίες προσομοιώνουν ρεαλιστικές κυβερνοεπιθέσεις.

Η συχνότητα και η έκταση των δοκιμών πρέπει να είναι ανάλογη με το προφίλ κινδύνου της οντότητας, ενώ τα αποτελέσματα πρέπει πρέπει να τεκμηριώνονται συστηματικά και να αναφέρονται στην ανώτατη διοίκηση και, όπου απαιτείται, στις αρμόδιες αρχές.

Οι εκθέσεις αυτές πρέπει να περιλαμβάνουν λεπτομερή ευρήματα, αξιολογήσεις κινδύνου και συστάσεις για διορθωτικά μέτρα. Οι χρηματοπιστωτικές οντότητες οφείλουν να εφαρμόζουν άμεσα διορθωτικά μέτρα για τυχόν αδυναμίες που εντοπίζονται και να παρακολουθούν την αποτελεσματικότητά τους.

Διαχείριση και Αναφορά Περιστατικών ICT (ICT-related Incident Management and Reporting)

Ο τέταρτος πυλώνας του κανονισμού DORA επικεντρώνεται στην αποτελεσματική διαχείριση και αναφορά των περιστατικών ΤΠΕ, αναγνωρίζοντας ότι, παρά τα προληπτικά μέτρα, τα περιστατικά είναι αναπόφευκτα.

Ο κανονισμός DORA επιβάλλει στις χρηματοπιστωτικές οντότητες την υποχρέωση να θεσπίσουν και να εφαρμόσουν μια σαφή, ολοκληρωμένη και αποτελεσματική διαδικασία διαχείρισης περιστατικών ΤΠΕ.

Ο πρωταρχικός στόχος αυτής της διαδικασίας είναι η ταχεία ανίχνευση, η αποτελεσματική διαχείριση, ο μετριασμός των επιπτώσεων και η έγκαιρη κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές.

Τέλος, η έγκαιρη και ακριβής αναφορά θεωρείται καθοριστικής σημασίας για την άμεση αντιμετώπιση του περιστατικού και την αξιολόγηση του συστημικού κινδύνου σε επίπεδο χρηματοπιστωτικού τομέα.

Διαδικασία Διαχείρισης Περιστατικών ICT

Κάθε χρηματοπιστωτική οντότητα πρέπει να διαθέτει καθορισμένη και τεκμηριωμένη διαδικασία διαχείρισης περιστατικών ΤΠΕ. Η συγκεκριμένη διαδικασία πρέπει να καλύπτει όλα τα στάδια του κύκλου ζωής ενός περιστατικού, από την ανίχνευση και την καταγραφή, έως την ανάλυση, τον περιορισμό, την εξάλειψη, την ανάκαμψη και την τελική αναφορά.

Στόχος είναι η ελαχιστοποίηση της ζημιάς, η διασφάλιση της συνέχειας των λειτουργιών και η ταχεία αποκατάσταση της κανονικής λειτουργίας. Η διαδικασία πρέπει να είναι επαρκώς τεκμηριωμένη, να αναθεωρείται τακτικά και να δοκιμάζεται, ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητά της σε πραγματικές συνθήκες, ως επίσης και να περιλαμβάνει την εκχώρηση σαφών ρόλων και ευθυνών, καθώς και την ανάπτυξη σχεδίων επικοινωνίας για την ενημέρωση των ενδιαφερόμενων μερών.

Ταξινόμηση Περιστατικών

Ο κανονισμός DORA απαιτεί από τις χρηματοπιστωτικές οντότητες να ταξινομούν τα περιστατικά ΤΠΕ βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων, προκειμένου να καθορίζεται ο αντίκτυπός τους και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις αναφοράς. Η ταξινόμηση αυτή είναι κρίσιμη, καθώς καθορίζει το επίπεδο σοβαρότητας και την ανάγκη για άμεση κοινοποίηση.

Τα περιστατικά ταξινομούνται ως «σημαντικά» ή «μη σημαντικά» με βάση παράγοντες όπως ο αριθμός των επηρεαζόμενων χρηστών, η διάρκεια της διακοπής, ο οικονομικός αντίκτυπος, η απώλεια δεδομένων, ο αντίκτυπος στη φήμη και στις κρίσιμες λειτουργίες.

Υποχρεώσεις Αναφοράς

Για τα σημαντικά περιστατικά ΤΠΕ, ο κανονισμός DORA επιβάλλει συγκεκριμένες υποχρεώσεις αναφοράς στις αρμόδιες αρχές, οι οποίες πρέπει να είναι έγκαιρες, ακριβείς και περιεκτικές, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκεται η τυποποίηση των εντύπων και διαδικασιών αναφοράς σε ολόκληρη την ΕΕ, μέσω της ανάπτυξης κοινών προτύπων από τις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές (ESAs).

Τέλος, οι χρηματοπιστωτικές οντότητες έχουν τη δυνατότητα να κοινοποιούν εθελοντικά σημαντικές κυβερνοαπειλές και τρωτά σημεία στις αρμόδιες αρχές.

Ανταλλαγή Πληροφοριών (Information Sharing)

Ο πέμπτος και τελευταίος πυλώνας του κανονισμού DORA αναγνωρίζει τη θεμελιώδη σημασία της συλλογικής άμυνας έναντι των κυβερνοαπειλών και ενθαρρύνει ενεργά την ανταλλαγή πληροφοριών και πληροφοριών για κυβερνοαπειλές μεταξύ των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων. Σε ένα διασυνδεδεμένο ψηφιακό περιβάλλον, όπου οι απειλές εξελίσσονται συνεχώς και γίνονται όλο και πιο εξελιγμένες, η συνεργασία και ο διαμοιρασμός γνώσης είναι κρίσιμα για την ενίσχυση της συνολικής ανθεκτικότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αυτή η ανταλλαγή συμβάλλει στην ενίσχυση της συνολικής ανθεκτικότητας, επιτρέποντας στις οντότητες να μαθαίνουν από τις εμπειρίες άλλων, να εντοπίζουν νέες απειλές και να προσαρμόζουν τις άμυνές τους προληπτικά.

Σκοπός της Ανταλλαγής Πληροφοριών

Ο κύριος σκοπός της ανταλλαγής πληροφοριών είναι η δημιουργία ενός κοινού πλαισίου κατανόησης των κυβερνοαπειλών, των τρωτών σημείων και των βέλτιστων πρακτικών για την αντιμετώπισή τους. Μέσω της ανταλλαγής δεικτών συμβιβασμού (Indicators of Compromise – IoCs), τακτικών, τεχνικών και διαδικασιών (Tactics, Techniques, and Procedures – TTPs) που χρησιμοποιούνται από τους αντιπάλους, καθώς και άλλων σχετικών πληροφοριών (π.χ., αναφορές περιστατικών, ευπάθειες λογισμικού), οι χρηματοπιστωτικές οντότητες μπορούν να βελτιώσουν σημαντικά την ικανότητά τους να ανιχνεύουν, να προλαμβάνουν και να ανταποκρίνονται σε κυβερνοεπιθέσεις.

Ρυθμίσεις Ανταλλαγής Πληροφοριών

Ο κανονισμός DORA προβλέπει ότι οι ρυθμίσεις ανταλλαγής πληροφοριών, είτε πρόκειται για επίσημες πλατφόρμες είτε για άτυπα δίκτυα, πρέπει να πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις για να διασφαλίζεται η ασφάλεια, η εμπιστευτικότητα και η αποτελεσματικότητα της ανταλλαγής.

Τέλος, η συμμετοχή σε τέτοιες ρυθμίσεις ανταλλαγής πληροφοριών δεν είναι υποχρεωτική για όλες τις χρηματοπιστωτικές οντότητες, αλλά ενθαρρύνεται έντονα από τον DORA, ειδικά για τις οντότητες που θεωρούνται κρίσιμες.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σχετικά με τον Κανονισμό DORA .