Υποκατάστημα Αλλοδαπής Επιχείρησης – Νομικό Πλαίσιο

Υποκατάστημα γενικά είναι κάθε άλλη, εκτός του κεντρικού καταστήματος, επαγγελματική εγκατάσταση της επιχείρησης, όπου αναπτύσσεται ιδιαίτερη συναλλακτική δραστηριότητα από όργανα αυτής που έχουν τη σχετική εξουσία.

Υποκατάστημα Αλλοδαπής Επιχείρησης είναι η προέκταση που η επιχείρηση εγκαθιστά σε άλλο κράτος (με διάρκεια και χωρίς νομική προσωπικότητα), μέσω της οποίας συνάπτει έννομες σχέσεις με τρίτους στη χώρα εγκατάστασης.

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

Συμβούλιο της Επικρατείας

Για το χαρακτηρισμό του οικείου χώρου ως υποκαταστήματος δεν αρκεί η απλή διενέργεια προπαρασκευαστικών πράξεων ή πράξεων υλικής εκτελέσεως συμβάσεων που δεν καταρτίζονται στον εν λόγω χώρο, όπως η παράδοση ή παραλαβή εμπορευμάτων ή η διενέργεια πληρωμών ή η είσπραξη χρημάτων και λήψη συναλλαγματικών, εφόσον αυτές ενεργούνται σε εκτέλεση συναφθεισών ήδη σχετικών συμβάσεων (ΣτΕ 459/2000).

Υπόθεση C-154/11 ΔΕΕ

Η έννοια του υποκαταστήματος, του πρακτορείου ή κάθε άλλης εγκατάστασης προϋποθέτει ένα κέντρο επιχειρήσεων που εκδηλώνεται με διαρκή τρόπο προς τα έξω ως προέκταση της μητρικής επιχείρησης.

Το κέντρο αυτό πρέπει να διαθέτει διεύθυνση και να είναι υλικά εξοπλισμένο ώστε να μπορεί να διαπραγματεύεται υποθέσεις με τρίτους, οι οποίοι δεν απαιτείται να αποτείνονται απευθείας στη μητρική εταιρία.

ΔΙΑΦΟΡΑ ΜΕ ΑΛΛΕΣ ΝΟΜΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ

Υποκατάστημα Αλλοδαπής Επιχείρησης Και Θυγατρική Εταιρεία

Το υποκατάστημα διακρίνεται από τη θυγατρική εταιρεία διότι το μεν υποκατάστημα αλλοδαπής δεν διαθέτει αυτοτελή νομική προσωπικότητα ενώ η θυγατρική εταιρεία έχει.

Υποκατάστημα Αλλοδαπής Επιχείρησης Και Πρακτορείο

Το υποκατάστημα διακρίνεται από το πρακτορείο λόγω της απασχόλησης δικού του προσωπικού με σχέση εξαρτημένης εργασίας κάτι το οποίο δεν παρατηρείται στην εγκατάσταση πρακτορείου. 

Υποκατάστημα Αλλοδαπής Επιχείρησης Και Εμπορικός Αντιπρόσωπος 

Ο εμπορικός αντιπρόσωπος:

  • είναι ανεξάρτητος, δύναται να οργανώνει ελεύθερα τη δραστηριότητά του και να καθορίζει το χρόνο εργασίας του, χωρίς να λαμβάνει σχετικές οδηγίες από την κύρια εγκατάσταση,
  • έχει την ευχέρεια να αντιπροσωπεύει περισσότερες εταιρείες/οίκους που ανταγωνίζονται μεταξύ τους και
  • δεν μετέχει ενεργά στη διεκπεραίωση ή εκτέλεση των υποθέσεων, αλλά περιορίζεται κυρίως στη διαβίβαση παραγγελιών στην εταιρεία που αντιπροσωπεύει.

σε αντίθεση με το υποκατάστημα αλλοδαπής επιχείρησης, το οποίο προϋποθέτει έλεγχο και υπαγωγή στη διεύθυνση της κύριας επιχείρησης.

ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΓΕΜΗ

Σύμφωνα με το άρθρο 16 του Ν. 4919/2022 όπως ισχύει μετά τον 5164/2024:

Στο Γ.Ε.ΜΗ. εγγράφονται υποχρεωτικά:

ιβ) τα υποκαταστήματα ή πρακτορεία που διατηρούν στην ημεδαπή οι αλλοδαπές εταιρείες με τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας, της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης και της ετερόρρυθμης κατά μετοχές εταιρείας που έχουν την έδρα τους σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ),

ιγ) τα υποκαταστήματα ή τα πρακτορεία που διατηρούν στην ημεδαπή οι αλλοδαπές εταιρείες που έχουν έδρα σε τρίτη χώρα και έχουν νομική μορφή ανάλογη με εκείνη των αλλοδαπών εταιρειών που αναφέρεται στην περ. ιβ),

ιδ) τα υποκαταστήματα ή τα πρακτορεία, μέσω των οποίων ενεργούν εμπορικές πράξεις στην ημεδαπή τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων που έχουν την κύρια εγκατάσταση ή την έδρα τους στην αλλοδαπή και δεν εμπίπτουν στις περ. ιβ) και ιγ).

Απαιτούμενα στοιχεία:

Σύμφωνα με το άρθρο 43 του ίδιου νόμου, αλλά και τα άρθρα 36 – 38 της Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ,  καταχωρίζονται και δημοσιεύονται στο Γ.Ε.ΜΗ.,τα εξής στοιχεία:

  1. η ιδρυτική πράξη και το καταστατικό, αν αυτό αποτελεί αντικείμενο χωριστής πράξης, καθώς και οι τροποποιήσεις των εγγράφων αυτών,
  2. η ταχυδρομική διεύθυνση του υποκαταστήματος,
  3. η αναφορά των δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος,
  4. το δίκαιο του κράτους, από το οποίο διέπεται η εταιρεία,
  5. αν το δίκαιο του κράτους από το οποίο διέπεται η εταιρεία προβλέπει την τήρηση μητρώου, καταχωρίζεται ο αριθμός εγγραφής της εταιρείας στο μητρώο αυτό,
  6. η μορφή, η έδρα και το αντικείμενο της εταιρείας, καθώς και μία (1) τουλάχιστον φορά τον χρόνο το ποσό του καλυφθέντος κεφαλαίου, αν τα στοιχεία αυτά δεν περιέχονται στην ιδρυτική πράξη ή το καταστατικό,
  7. η επωνυμία της εταιρείας, καθώς και η επωνυμία του υποκαταστήματος, αν δεν είναι ίδια με την επωνυμία της εταιρείας,
  8. ο διορισμός, η λήξη των καθηκόντων, καθώς και τα στοιχεία ταυτότητας των προσώπων που έχουν την εξουσία να δεσμεύουν την εταιρεία έναντι τρίτων και να την εκπροσωπούν ενώπιον δικαστηρίου:
  9. ως νόμιμα προβλεπόμενα όργανα της εταιρείας ή ως μέλη ενός τέτοιου οργάνου,
  10. ως νόμιμοι εκπρόσωποι της εταιρείας για τη δραστηριότητα του υποκαταστήματος, με μνεία της έκτασης των εξουσιών τους και ενδεχόμενης δυνατότητας να ασκούν τις εξουσίες αυτές μόνοι,
  11. η λύση της εταιρείας, ο διορισμός, τα ατομικά στοιχεία ταυτότητας και οι εξουσίες των εκκαθαριστών, καθώς και η περάτωση της εκκαθάρισης, σύμφωνα με τη δημοσιότητα που λαμβάνει χώρα για την εταιρεία, σύμφωνα με τις περ. η), ι) και ια) του άρθρου 35, όπως, επίσης, η διαδικασία πτώχευσης, πτωχευτικού συμβιβασμού ή άλλη ανάλογη διαδικασία, στην οποία υπόκειται η εταιρεία,
  12. τα λογιστικά έγγραφα, όπως οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις, της εταιρείας, που καταρτίσθηκαν, ελέγχθηκαν και δημοσιεύθηκαν κατά το δίκαιο του κράτους, στο οποίο υπόκειται η εταιρεία. Στην περίπτωση που το δίκαιο του κράτους δεν προβλέπει κατάρτιση των λογιστικών εγγράφων κατά τρόπο ισοδύναμο με το ελληνικό και το ενωσιακό δίκαιο, απαιτούνται τα λογιστικά έγγραφα, όπως οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις, των δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος,
  13. το κλείσιμο του υποκαταστήματος, και
  14. η δήλωση στοιχείων φορολογίας εισοδήματος του άρθρου 157 Γ του ν. 4548/2018 (Α’ 104).
Απαιτούμενα Έγγραφα:

Σύμφωνα με την ΥΑ 86727/2023 υποβαλλόμενα έγγραφα για την εγκατάσταση υποκαταστήματος μέσω e-YMΣ είναι τα εξής:

  1. Απόφαση για εγκατάσταση υποκαταστήματος στην Ελλάδα (υποχρεωτικό έγγραφο).
  2. Απόφαση για διορισμό νόμιμου εκπροσώπου του υποκαταστήματος (υποχρεωτικό έγγραφο).
  3. Ισχύον καταστατικό της εταιρείας (υποχρεωτικό έγγραφο).
  4. Ιδρυτική πράξη, εφόσον διατίθεται ξεχωριστά από το ισχύον καταστατικό (προαιρετικό έγγραφο).
  5. Πιστοποιητικό Καλής Λειτουργίας της αρμόδιας αρχής ή του εμπορικού μητρώου της χώρας προέλευσης (εκδόσεως τελευταίου τριμήνου – υποχρεωτικό έγγραφο).
  6. Πιστοποιητικό ισχύουσας εκπροσώπησης, εφόσον δεν περιλαμβάνεται στο Πιστοποιητικό Καλής Λειτουργίας ή στο καταστατικό (προαιρετικό έγγραφο).
  7. Αποδεικτικό ηλεκτρονικής υποβολής δήλωσης πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης ή δωρεάν παραχώρησης (υποχρεωτικό έγγραφο μόνο όταν το ακίνητο είναι μισθωμένο ή από δωρεάν παραχώρηση).
  8. Εξουσιοδότηση τρίτου να αναλάβει την εγγραφή του υποκαταστήματος στο Γ.Ε.ΜΗ. (υποχρεωτικό έγγραφο μόνο στην περίπτωση που ο αιτών είναι εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος και όχι νόμιμος εκπρόσωπος).
  9. Έγγραφο γνωστοποίησης εγκατάστασης υποκαταστήματος από αρχή ελέγχου νομιμότητας (υποχρεωτικό έγγραφο για την περίπτωση υποκαταστημάτων πιστωτικών ή ασφαλιστικών ιδρυμάτων).
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ & ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ

Το υποκατάστημα αλλοδαπής διαθέτει ελληνικό ΑΦΜ και υπάγεται στην κατά τόπο αρμόδια ΔΟΥ. Με το ελληνικό ΑΦΜ το υποκατάστημα τιμολογεί και λαμβάνει τιμολόγια.

Περαιτέρω, το υποκατάστημα ως «μόνιμη εγκατάσταση» (άρ. 6 Ν 4172/2013) τηρεί βιβλία στην Ελλάδα (Ν. 4308/2014, ΕΛΠ) και εξάγει λογιστικό αποτέλεσμα το οποίο μεταφέρεται στα βιβλία και στις Οικονομικές Καταστάσεις του κεντρικού, με υποβολή ενοποιημένου ισολογισμού στην χώρα που βρίσκεται η νόμιμη έδρα της επιχείρησης.

Επιπροσθέτως, σημειώνεται ότι:
  • Η διασυνοριακή μεταφορά και διανομή χρημάτων (κερδών) μεταξύ κεντρικού και υποκαταστήματος δεν επιβαρύνεται με φόρο εισοδήματος, επομένως δεν διενεργείται ούτε παρακράτηση φόρου.
  • Επιπλέον τα ανωτέρω μεταφερόμενα κέρδη δεν χαρακτηρίζονται ως μέρισμα και συνεπώς απαλλάσσονται από φόρο μερισμάτων
  • Η διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών και η πώληση αγαθών δεν επιβαρύνονται με Φ.Π.Α.
  • Οι συναλλαγές μεταξύ του κεντρικού και του υποκαταστήματος δεν επιβαρύνονται ούτε με τέλη χαρτοσήμου, αφού μεταξύ του κεντρικού και του υποκαταστήματος δεν συνάπτεται καμιά σύμβαση (επομένως και δανειακή σύμβαση απαλλάσσεται της καταβολής τέλους χαρτοσήμου). Τούτο διότι η σύμβαση προϋποθέτει την ύπαρξη επιχειρήσεων με νομική προσωπικότητα, πράγμα που δεν συμβαίνει επί υποκαταστημάτων.
  • Τα κεφάλαια από το κεντρικό κατάστημα προς το υποκατάστημα της επιχείρησης με σκοπό τη χρηματοδότηση του τελευταίου, δεν υπάγονται σε φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίου (ισχύει σε περίπτωση υποκαταστημάτων αλλοδαπής εταιρείας με έδρα εντός της ΕΕ).
ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ

Τα βασικά μειονεκτήματα συνοψίζονται στα εξής:

  1. Η ευθύνη από ζημία που προκάλεσε το υποκατάστημα αλλοδαπής σε τρίτους αφορά στο σύνολο της εταιρείας, δηλαδή υπόχρεη προς αποζημίωση είναι η αλλοδαπή εταιρεία.
  2. Το ίδιο ισχύει και με με την ευθύνη των διοικούντων. Δηλαδή, τα μέλη της διοίκησης της αλλοδαπής εταιρείας ευθύνονται στην ίδια έκταση με τον εκπρόσωπο του υποκαταστήματος αλλοδαπής.
  3. Σε περίπτωση πώλησης υποκαταστήματος αλλοδαπής, θα πρέπει να προηγηθεί πρώτα μετατροπή με απόσχιση κλάδου και ίδρυση νέας εταιρείας.
ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ ΣΕ ΘΥΓΑΤΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

Τέλος, στα πλαίσια του νόμου 4601/2019 για τους εταιρικούς μετασχηματισμούς, η μετατροπή υποκαταστήματος σε νεοσυσταθείσα εταιρεία, που αποτελεί θυγατρική της εισφέρουσας εταιρείας, κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 52 του ν. 4172/2013 (ΚΦΕ), συνιστά περίπτωση απόσχισης κλάδου κατά το άρθρο 57 του ν. 4601/2019 και διέπεται από τις διατάξεις του παραπάνω νόμου, ιδίως, όσον αφορά το επιτρεπτό, τις προϋποθέσεις, τις διαδικασίες και τα αποτελέσματά της (βλ. και ΑΑΔΕ/Ε2048/21.3.2019).

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με το Υποκατάστημα Αλλοδαπής Επιχείρησης

Κανονισμός Πολυκατοικίας Με Δικαστική Απόφαση

Κανονισμός πολυκατοικίας είναι το συμβολαιογραφικό έγγραφο το οποίο μεταγράφεται και καθορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της συνιδιοκτησίας.

Περιπτώσεις Έλλειψης Κανονισμού

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 του ν. 1562/1985, αν υπάρχει ήδη χωριστή κατ’ ορόφους ή διαμερίσματα ιδιοκτησία, δεν έχει όμως καταρτιστεί κανονισμός των σχέσεων των συνιδιοκτητών, η πλειοψηφία τουλάχιστον 60% των συγκυρίων δικαιούται να ζητήσει δικαστικώς, κατ’ ανάλογη εφαρμογή διατάξεων των προηγουμένων άρθρων, να καταρτιστεί κανονισμός, εφόσον είναι ανα­γκαίος για τον καθορισμό των σχέσεων των συνιδιοκτη­τών (ΑΠ 66/1994).

Κατά τον ίδιο τρόπο και με πλειο­ψηφία τουλάχιστον 65% των συγκυρίων μπορεί να επι­τραπεί η συμπλήρωση ή και η τροποποίηση του κανονι­σμού, όταν εμφανίζει ελλείψεις που εμποδίζουν την λει­τουργία της συνιδιοκτησίας ή τη χρήση των χωριστών ιδιοκτησιών, σύμφωνα με τον προορισμό του ακινήτου.

Αγωγή Παροχής Άδειας Κατάρτισης Κανονισμού

Στην αγωγή παροχής αδείας καταρτίσεως κανονισμού πολυκατοικίας, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 4 του του ν. 1562/1985 (οι οποίες αφορούν βασικώς την αγωγή παροχής αδείας οικοδόμησης, κατά το σύστημα της αντιπαροχής).

Εκ των ανωτέρω διατάξεων προ­κύπτει ότι, πριν από την άσκηση της ανωτέρω αγωγής οι συγκύριοι, που ζητούν την κατάρτιση κανονισμού, πρέπει να καταθέσουν σε συμβολαιογράφο της έδρας του αρμοδίου δικαστηρίου:

  • σχέδιο κανονισμού των σχέσεων των συνιδιοκτητών,
  • σχέδιο του πίνακα κατανομής ποσοστών εξ αδιαιρέτου του κοινού ακινή­του στις χωριστές ιδιοκτησίες με μνεία της αναλογίας κοινοχρήστων δαπανών που θα βαρύνει κάθε χωριστή ιδιοκτησία,

Τα παραπάνω έγγραφα, πρέπει να είναι υπογε­γραμμένα από όλους τους συγκύριους, που ζητούν την σύνταξη κανονισμού και, ειδικώς, το σχέδιο πίνακα κατανομής των ποσοστών ιδιοκτησίας πρέπει επί πλέον να είναι υπογεγραμμένο από πολι­τικό μηχανικό ή αρχιτέκτονα.

Αντί­γραφα όλων των παραπάνω εγγράφων και σχεδιαγραμμά­των, που έχουν κατατεθεί στον συμβολαιογράφο, προ­σκομίζονται από τους διαδίκους στο δικαστήριο κατά την συζήτηση.

Νομική Βάση

Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό :

  • με εκείνες των άρθρων 4 § 1 του ν. 3741/1929 «περί της ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους», που ορίζει ότι επιτρέπεται στους συνιδιοκτήτες, όπως με ιδιαίτερη συμφωνία, στην οποία είναι απαραίτητη η κοινή όλων συναίνεση, κανονίσουν τις υποχρεώσεις, δικαιώματα κ.λπ. της συνιδιοκτησίας και
  • του άρθρου 26 § 1 του ν.δ. 1003/1971 «περί ενεργού πολεοδομίας», το οποίο ορίζει ότι «επί των περιπτώσεων του προηγού­μενου άρθρου, δύναται να καταρτίζεται γενικός κανο­νισμός των σχέσεων μεταξύ των συνιδιοκτητών του όλου οικοπέδου ή της εδαφικής περιοχής και ιδιαίτε­ρος κανονισμός των σχέσεων μεταξύ των ιδιοκτητών των κατά κτίριο ορόφων ή τμημάτων αυτών»,

συνά­γεται ότι ο κανονισμός των σχέσεων των συνιδιοκτη­τών οικοδομής, η οποία έχει υπαχθεί στο σύστημα της οροφοκτησίας του ν. 3741/1929, προϋποθέτει καταρχήν την κοινή συναίνεση όλων των συνιδιοκτητών.

Εξαίρεση εισάγει η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 9 του ν. 1562/1985, που επιτρέπει στους συνιδιοκτήτες, οι οποίοι εκπροσωπούν το 60% της συγκυριότητας επί του οικοπέδου, να ζητήσουν από το δικαστήριο τη σύνταξη κανονισμού, όταν τέτοιος δεν έχει καταρτισθεί, με κοινή συμφωνία όλων των συνιδι­οκτητών και επιπλέον είναι αναγκαίος για τη ρύθμιση των σχέσεων αυτών.

Κοινόκτητα Και Κοινόχρηστα Μέρη

Κατά πάγια νομολογία γίνεται δεκτό ότι, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1002 και 1017 ΑΚ, καθώς και του ν. 3741/1929 περί της ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, κατά το άρθρο 54 ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι οι ιδιοκτήτες οριζόντιων ιδιοκτησιών οικοδομής έχουν αναγκαστική συγκυριότητα και δικαίωμα συμμετοχής στη χρήση σε όλα τα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη της οικοδο­μής.

Επομένως, οι ιδιοκτήτες, μπορούν με ομόφωνη απόφαση τους, που πρέ­πει να καταρτισθεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο και να μεταγραφεί, να ρυθμίσουν κατά διάφορο τρόπο το δικαίωμα χρήσης καθενός στα κοινόκτητα και κοινόχρη­στα μέρη και ειδικότερα να συμφωνήσουν ότι κάποιος από τους ιδιοκτήτες έχει δικαίωμα αποκλειστικής χρή­σης στα μέρη αυτά (ΜΠρΠειρ 969/2019)

Οι συμφωνίες, με τις οποίες κανο­νίζονται κατά διαφορετικό τρόπο τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ιδιοκτητών οριζοντίων ιδιοκτησιών στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα πράγματα, δημιουρ­γούν περιορισμούς της αναγκαστικής συγκυριότητας επί των πραγμάτων αυτών, από την οποία και απορρέει το δικαίωμα συμμετοχής στη χρήση τους.

Οι κατ’ αυτό τον τρόπο δημιουργούμενοι περιορισμοί «φέρουν χαρακτήρα δουλείας» (ΜΠρΘεσσ 3966/2014).

Ωστόσο, οι περιορισμοί,αυτοί δεν είναι δου­λείες, κατά την έννοια των άρθρων του ΑΚ, αλλά φέρουν το χαρακτήρα δου­λείας, υπό την έννοια και μόνο ότι δεσμεύουν τους καθολικούς και ειδικούς διαδόχους των ιδιοκτητών των οριζοντίων ιδιοκτησιών που τους συνομολόγησαν και αντιτάσσονται κατά τρίτων (ΑΠ 329/1996).

Η σύμπραξη όλων για την κατά τα άνω συμφωνία με την οποία περιορίζεται η χρήση κοινόκτητου από το σύνολο των συνιδιοκτητών προς όφελος ορισμένου ή ορισμένων απ` αυτούς είναι αναγκαία, διότι όλων των λοιπών θίγεται το σχετικό δικαίωμα χρήσης.

Δεν συμ­βαίνει, όμως, το ίδιο και συνεπώς δεν είναι απαραίτητη η σύμπραξη όλων των συνιδιοκτητών όταν θεσπίζεται περιορισμός χρήσης κοινόκτητου μέρους του οποίου η αποκλειστική χρήση είχε παραχωρηθεί με τον κανονι­σμό σε συγκεκριμένους ιδιοκτήτες οπότε απαιτείται η σύμπραξη μόνον αυτών, ως μόνων θιγομένων κατά το σχετικό δικαίωμα τους (ΑΠ 387/1999).

Αίτημα Αγωγής

Αίτημα της σχετικής αγωγής είναι ο προσδιορισμός από το δικαστήριο του περιεχομένου του υπό κατάρτιση κανονισμού, με βάση το σχέδιο που κατέθεσε σε συμβολαιογράφο η πλειοψηφία των συνι­διοκτητών.

Σε ό,τι όμως αφορά τον ίδιο τον κανονισμό πρέπει να γίνει διάκριση ανά­μεσα:

  • στις «σχέσεις» που συνιστούν το περιεχόμενο αυτού, δηλαδή στα αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώ­σεις των συνιδιοκτητών που απορρέουν από την οργά­νωση και λειτουργία της οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτη­σίας και
  • τη «ρύθμιση» στην οποία αυτές υποβάλλο­νται.

Από τις πιο πάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκεί­νες του ν. 3741/1929, προκύπτει ότι η πλειοψηφία του 60% μπορεί να ζητήσει τη σύσταση κανονισμού προς ρύθμιση υφισταμένων εκ της συνιδιοκτησίας σχέσεων και όχι τη σύσταση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, για τα οποία απαιτείται η κοινή συναίνεση όλων των συνι­διοκτητών.

Αλλά και το δικαστήριο, πέραν του ελέγχου της νομιμότητας, δεν έχει εξουσία να περιορίσει η ή να διευρύνει τις «σχέσεις» που προτείνει η πλειοψη­φία των συνιδιοκτητών ως περιεχόμενο του υπό κατάρ­τιση κανονισμού, γιατί τότε αυτός θα έχανε τον δικαιοπρακτικό του χαρακτήρα (ΕφΘεσ 2268/2005).

Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για την προτεινόμενη από την πλειοψηφία «ρύθμιση» των σχέσεων αυτών, την οποία το δικαστήριο μπορεί, ενίοτε μάλιστα υποχρεού­ται, να τροποποιήσει, όπως όταν κρίνει ότι αυτή δεν είναι επωφελής για όλους τους συνιδιοκτήτες ή αντίκει­ται σε κανόνες δικαίου δημόσιας τάξης.

Αυτό ορίζεται ρητά στη διάταξη του άρθρου 6 § 1 του ν. 1562/1985, κατά την οποία «το δικαστήριο, αν δεχθεί την αγωγή επιτρέπει στους κατά την κρίση του πιο κατάλληλους από τους διαδίκους συγκύριους να καταρτίσουν τον κανονισμό, σύμφωνα με το κατατεθειμένο σχέδιο και έγγραφα, που αναφέρονται στις §§ 1 και 4 του άρθρου 4, όπως αυτά τυχόν τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις της απόφασης» (ΑΠ 596/2000).

Προδικασία

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 8 § 1 του ν. 1562/1985, η κατά το άρθρο 3 του νόμου αυτού αγωγή παροχής αδείας οικοδομήσεως εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 220 του ΚΠολΔ.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών με τη διάταξη του άρθρου 9 του ίδιου νόμου, προκύ­πτει ότι η αγωγή, που έχει ως αντικείμενο την κατάρ­τιση ή τροποποίηση του κανονισμού, δεν εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων, αφού δεν το επιβάλλει ρητώς ο νόμος, όπως συμβαίνει με την αγωγή του άρθρου 3 § 1 αυτού, αλλά ούτε εντάσσεται σε μία από τις κατη­γορίες των αγωγών, οι οποίες κατά το άρθρο 220 του ΚΠολΔ, εγγράφονται υποχρεωτικά στα βιβλία διεκ­δικήσεων.

Η αναφερόμενη στη § 1 του άρθρου 9 κατ’ αναλογία εφαρμογή των διατάξεων των προηγουμένων άρθρων έχει την έννοια της εφαρμογής των διατάξεων εκείνων που μπορούν να προσαρμοσθούν προς τα της επιδιώξεως της τροποποίησης του κανονισμού, μεταξύ δε αυτών δεν περιλαμβάνεται και η διάταξη του άρθρου 8 § 1 του ν. 1562/1985 (ΑΠ 66/1994 ό.π.).

Δηλαδή, η διά­ταξη του άρθρου 3 § 1 του ανωτέρω ν. 1562/1985, που αφορά στην προδικασία της αγωγής παροχής αδείας οικοδομήσεως κατά το σύστημα της αντιπαροχής και επιβάλλει την προσεπίκληση των τρίτων που έχουν εμπράγματα δικαιώματα στο ακίνητο, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί αναλόγως στην αγωγή παροχής αδείας για κατάρτιση κανονισμού των σχέσεων των συνιδιοκτητών, λόγω του σκοπού τον οποίο εξυ­πηρετεί.

Ομοίως, για τον ίδιο λόγο, δεν απαιτείται για την άσκηση της αγωγής παροχής αδείας για κατάρτιση κανονισμού η εγγραφή της στα βιβλία διεκδικήσεων, αφού δεν το επιβάλλει ρητώς ο νόμος, αλλά ούτε και η αγωγή αυτή εντάσσεται σε μια από τις κατηγορίες των αγωγών, που κατά το άρθρο 220 ΚΠολΔ εγγράφονται υποχρεωτικά στα βιβλία διεκδική­σεων.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με την κατάρτιση ή τροποποίηση κανονισμού πολυκατοικίας από Δικαστήριο.

Ο Κανονισμός DORA (Digital Operational Resilience Act)

Ο Κανονισμός DORA (Digital Operational Resilience Act) , αποτελεί έναν ολοκληρωμένο νομικό πλαίσιο που στοχεύει στην ενίσχυση της ψηφιακής ανθεκτικότητας των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βασικό χαρακτηριστικό του παραπάνω Κανονισμού (ΕΕ) 2022/2554 είναι ότι αντιμετωπίζει τους κινδύνους των Τεχνολογιών Πληροφοριών και Επικοινωνιών (ΤΠΕ), αναγνωρίζοντας ότι, τα συμβάντα ΤΠΕ και η έλλειψη επιχειρησιακής ανθεκτικότητας, μπορούν να απειλήσουν τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Κύριοι πυλώνες του κανονισμού DORA είναι:

  • Η διαχείριση κινδύνων Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ),
  • Η διαχείριση κινδύνων τρίτων παρόχων ΤΠΕ,
  • Οι δοκιμές ψηφιακής λειτουργικής ανθεκτικότητας,
  • Η διαχείριση και αναφορά περιστατικών ΤΠΕ, και
  • Η ανταλλαγή πληροφοριών για κυβερνοαπειλές.
Πεδίο Εφαρμογής και Υπόχρεες Οντότητες

Ο κανονισμός DORA τέθηκε σε ισχύ στις 17 Ιανουαρίου 2025 και εφαρμόζεται σε ένα φάσμα χρηματοπιστωτικών οντοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών εταιρειών, επενδυτικών εταιρειών, διαχειριστών συλλογικών επενδύσεων, εταιρειών διαχείρισης περιουσίας, εταιρειών ηλεκτρονικού χρήματος, και άλλων παρόχων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που δραστηριοποιούνται εντός της ΕΕ.

Επιπλέον, ο κανονισμός επεκτείνεται και στους παρόχους υπηρεσιών ΤΠΕ τρίτων μερών που παρέχουν υπηρεσίες σε χρηματοπιστωτικές οντότητες, οι οποίοι υπόκεινται σε εποπτεία όταν πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια κρισιμότητας.

Τέλος, η συγκεκριμένη προσέγγιση εξασφαλίζει ότι όλη η αλυσίδα αξίας των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών καλύπτεται από τις απαιτήσεις ψηφιακής ανθεκτικότητας.

Διαχείριση Κινδύνων Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ICT Risk Management)

Σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού DORA, η πρωταρχική υποχρέωση των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων, είναι η εγκαθίδρυση και διατήρηση ενός ολοκληρωμένου πλαισίου διαχείρισης κινδύνων ΤΠΕ.

Το πλαίσιο αυτό πρέπει να περιλαμβάνει στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες, πρωτόκολλα ΤΠΕ και εργαλεία που μετριάζουν τον κίνδυνο και προστατεύουν τις πληροφορίες και τα περιουσιακά στοιχεία ΤΠΕ.

Επιπλέον, οι οντότητες οφείλουν να διασφαλίζουν την αξιοπιστία και ανθεκτικότητα των συστημάτων ΤΠΕ μέσω συνεχούς παρακολούθησης και αξιολογήσεων καθώς και με την εφαρμογή μέτρων ασφαλείας καιανάπτυξη σχεδίων ανάκαμψης από καταστροφές (DRPs) και επιχειρησιακής συνέχειας (BCPs).

Η τεκμηρίωση του πλαισίου είναι υποχρεωτική και πρέπει να αναθεωρείται ετησίως. Απαιτούνται επίσης ανεξάρτητες λειτουργίες διαχείρισης κινδύνων και συνεχής εκπαίδευση του προσωπικού.

Διαχείριση Κινδύνων Τρίτων Παρόχων ICT (ICT Third-Party Risk Management)

Ο δεύτερος πυλώνας του κανονισμού DORA εστιάζει στη διαχείριση των κινδύνων που απορρέουν από την εξάρτηση των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων από τρίτους παρόχους υπηρεσιών ΤΠΕ.

Οι χρηματοπιστωτικές οντότητες υποχρεούνται να εγκαθιδρύσουν ένα σφαιρικό σύστημα διαχείρισης συμβάντων ΤΠΕ που να εξασφαλίζει την έγκαιρη ανίχνευση, καταγραφή και αξιολόγηση των συμβάντων.

Εξάλλου, το σύστημα πρέπει να περιλαμβάνει σαφείς διαδικασίες ανταπόκρισης, αποκατάστασης και συνέχισης των επιχειρηματικών λειτουργιών, ενώ ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στην αναφορά των μεγάλων συμβάντων ΤΠΕ προς τις αρμόδιες εποπτικές αρχές.

Περαιτέρω, οι οντότητες οφείλουν να διαθέτουν προκαθορισμένα κριτήρια για τον προσδιορισμό του τι συνιστά μεγάλο συμβάν και να διασφαλίζουν ότι οι αναφορές υποβάλλονται εντός των προβλεπόμενων χρονικών πλαισίων.

Τέλος, η παραπάνω υποχρέωση αυτή επεκτείνεται και στη διατήρηση λεπτομερών αρχείων όλων των συμβάντων ΤΠΕ, ανεξάρτητα από την κρισιμότητά τους, προκειμένου να διευκολύνεται η ανάλυση τάσεων και η βελτίωση των μέτρων πρόληψης.

Δοκιμές Ψηφιακής Λειτουργικής Ανθεκτικότητας (Digital Operational Resilience Testing)

Σύμφωνα με τα άρθρα 24 και 25 του κανονισμού DORA, οι χρηματοπιστωτικές οντότητες πρέπει να εγκαθιδρύσουν και να διατηρήσουν ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα δοκιμών ψηφιακής επιχειρησιακής ανθεκτικότητας για την αξιολόγηση της ετοιμότητας για συμβάντα σχετικά με ΤΠΕ και τον εντοπισμό αδυναμιών ή κενών στην ανθεκτικότητα.

Το πρόγραμμα πρέπει να περιλαμβάνει μια μεγάλη ποικιλία δοκιμών, από βασικές αξιολογήσεις ευπάθειας έως προηγμένες δοκιμές διείσδυσης και σενάρια κρίσης. Για τις σημαντικές οντότητες, προβλέπονται εξειδικευμένες δοκιμές ανθεκτικότητας βασισμένες σε απειλές (TLPT), οι οποίες προσομοιώνουν ρεαλιστικές κυβερνοεπιθέσεις.

Η συχνότητα και η έκταση των δοκιμών πρέπει να είναι ανάλογη με το προφίλ κινδύνου της οντότητας, ενώ τα αποτελέσματα πρέπει πρέπει να τεκμηριώνονται συστηματικά και να αναφέρονται στην ανώτατη διοίκηση και, όπου απαιτείται, στις αρμόδιες αρχές.

Οι εκθέσεις αυτές πρέπει να περιλαμβάνουν λεπτομερή ευρήματα, αξιολογήσεις κινδύνου και συστάσεις για διορθωτικά μέτρα. Οι χρηματοπιστωτικές οντότητες οφείλουν να εφαρμόζουν άμεσα διορθωτικά μέτρα για τυχόν αδυναμίες που εντοπίζονται και να παρακολουθούν την αποτελεσματικότητά τους.

Διαχείριση και Αναφορά Περιστατικών ICT (ICT-related Incident Management and Reporting)

Ο τέταρτος πυλώνας του κανονισμού DORA επικεντρώνεται στην αποτελεσματική διαχείριση και αναφορά των περιστατικών ΤΠΕ, αναγνωρίζοντας ότι, παρά τα προληπτικά μέτρα, τα περιστατικά είναι αναπόφευκτα.

Ο κανονισμός DORA επιβάλλει στις χρηματοπιστωτικές οντότητες την υποχρέωση να θεσπίσουν και να εφαρμόσουν μια σαφή, ολοκληρωμένη και αποτελεσματική διαδικασία διαχείρισης περιστατικών ΤΠΕ.

Ο πρωταρχικός στόχος αυτής της διαδικασίας είναι η ταχεία ανίχνευση, η αποτελεσματική διαχείριση, ο μετριασμός των επιπτώσεων και η έγκαιρη κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές.

Τέλος, η έγκαιρη και ακριβής αναφορά θεωρείται καθοριστικής σημασίας για την άμεση αντιμετώπιση του περιστατικού και την αξιολόγηση του συστημικού κινδύνου σε επίπεδο χρηματοπιστωτικού τομέα.

Διαδικασία Διαχείρισης Περιστατικών ICT

Κάθε χρηματοπιστωτική οντότητα πρέπει να διαθέτει καθορισμένη και τεκμηριωμένη διαδικασία διαχείρισης περιστατικών ΤΠΕ. Η συγκεκριμένη διαδικασία πρέπει να καλύπτει όλα τα στάδια του κύκλου ζωής ενός περιστατικού, από την ανίχνευση και την καταγραφή, έως την ανάλυση, τον περιορισμό, την εξάλειψη, την ανάκαμψη και την τελική αναφορά.

Στόχος είναι η ελαχιστοποίηση της ζημιάς, η διασφάλιση της συνέχειας των λειτουργιών και η ταχεία αποκατάσταση της κανονικής λειτουργίας. Η διαδικασία πρέπει να είναι επαρκώς τεκμηριωμένη, να αναθεωρείται τακτικά και να δοκιμάζεται, ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητά της σε πραγματικές συνθήκες, ως επίσης και να περιλαμβάνει την εκχώρηση σαφών ρόλων και ευθυνών, καθώς και την ανάπτυξη σχεδίων επικοινωνίας για την ενημέρωση των ενδιαφερόμενων μερών.

Ταξινόμηση Περιστατικών

Ο κανονισμός DORA απαιτεί από τις χρηματοπιστωτικές οντότητες να ταξινομούν τα περιστατικά ΤΠΕ βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων, προκειμένου να καθορίζεται ο αντίκτυπός τους και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις αναφοράς. Η ταξινόμηση αυτή είναι κρίσιμη, καθώς καθορίζει το επίπεδο σοβαρότητας και την ανάγκη για άμεση κοινοποίηση.

Τα περιστατικά ταξινομούνται ως «σημαντικά» ή «μη σημαντικά» με βάση παράγοντες όπως ο αριθμός των επηρεαζόμενων χρηστών, η διάρκεια της διακοπής, ο οικονομικός αντίκτυπος, η απώλεια δεδομένων, ο αντίκτυπος στη φήμη και στις κρίσιμες λειτουργίες.

Υποχρεώσεις Αναφοράς

Για τα σημαντικά περιστατικά ΤΠΕ, ο κανονισμός DORA επιβάλλει συγκεκριμένες υποχρεώσεις αναφοράς στις αρμόδιες αρχές, οι οποίες πρέπει να είναι έγκαιρες, ακριβείς και περιεκτικές, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκεται η τυποποίηση των εντύπων και διαδικασιών αναφοράς σε ολόκληρη την ΕΕ, μέσω της ανάπτυξης κοινών προτύπων από τις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές (ESAs).

Τέλος, οι χρηματοπιστωτικές οντότητες έχουν τη δυνατότητα να κοινοποιούν εθελοντικά σημαντικές κυβερνοαπειλές και τρωτά σημεία στις αρμόδιες αρχές.

Ανταλλαγή Πληροφοριών (Information Sharing)

Ο πέμπτος και τελευταίος πυλώνας του κανονισμού DORA αναγνωρίζει τη θεμελιώδη σημασία της συλλογικής άμυνας έναντι των κυβερνοαπειλών και ενθαρρύνει ενεργά την ανταλλαγή πληροφοριών και πληροφοριών για κυβερνοαπειλές μεταξύ των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων. Σε ένα διασυνδεδεμένο ψηφιακό περιβάλλον, όπου οι απειλές εξελίσσονται συνεχώς και γίνονται όλο και πιο εξελιγμένες, η συνεργασία και ο διαμοιρασμός γνώσης είναι κρίσιμα για την ενίσχυση της συνολικής ανθεκτικότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αυτή η ανταλλαγή συμβάλλει στην ενίσχυση της συνολικής ανθεκτικότητας, επιτρέποντας στις οντότητες να μαθαίνουν από τις εμπειρίες άλλων, να εντοπίζουν νέες απειλές και να προσαρμόζουν τις άμυνές τους προληπτικά.

Σκοπός της Ανταλλαγής Πληροφοριών

Ο κύριος σκοπός της ανταλλαγής πληροφοριών είναι η δημιουργία ενός κοινού πλαισίου κατανόησης των κυβερνοαπειλών, των τρωτών σημείων και των βέλτιστων πρακτικών για την αντιμετώπισή τους. Μέσω της ανταλλαγής δεικτών συμβιβασμού (Indicators of Compromise – IoCs), τακτικών, τεχνικών και διαδικασιών (Tactics, Techniques, and Procedures – TTPs) που χρησιμοποιούνται από τους αντιπάλους, καθώς και άλλων σχετικών πληροφοριών (π.χ., αναφορές περιστατικών, ευπάθειες λογισμικού), οι χρηματοπιστωτικές οντότητες μπορούν να βελτιώσουν σημαντικά την ικανότητά τους να ανιχνεύουν, να προλαμβάνουν και να ανταποκρίνονται σε κυβερνοεπιθέσεις.

Ρυθμίσεις Ανταλλαγής Πληροφοριών

Ο κανονισμός DORA προβλέπει ότι οι ρυθμίσεις ανταλλαγής πληροφοριών, είτε πρόκειται για επίσημες πλατφόρμες είτε για άτυπα δίκτυα, πρέπει να πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις για να διασφαλίζεται η ασφάλεια, η εμπιστευτικότητα και η αποτελεσματικότητα της ανταλλαγής.

Τέλος, η συμμετοχή σε τέτοιες ρυθμίσεις ανταλλαγής πληροφοριών δεν είναι υποχρεωτική για όλες τις χρηματοπιστωτικές οντότητες, αλλά ενθαρρύνεται έντονα από τον DORA, ειδικά για τις οντότητες που θεωρούνται κρίσιμες.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σχετικά με τον Κανονισμό DORA .

Ανακοπή Κατά Δήλωσης Συνέχισης Πλειστηριασμού (973 ΚΠολΔ)

Δήλωση Συνέχισης Πλειστηριασμού

Κατ’ άρθρο 973 § 1 ΚΠολΔ, εάν για οποιονδήποτε λόγο ο πλειστηριασμός δεν έγινε κατά την ημέρα που είχε οριστεί, επισπεύδεται πάλι με δήλωση που κατατίθεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και συντάσσεται σχετική πράξη. Η νέα ημέρα του πλειστηριασμού ορίζεται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού δυο μήνες από την ημέρα της δήλωσης και όχι πάντως μετά την παρέλευση τριών μηνών από την ημέρα αυτή.

Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού εντός τριών ημερών μεριμνά, ώστε να αναρτηθεί η γνωστοποίηση της δήλωσης και η ημέρα του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων.

Κατά την δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου κάθε δανειστής, εφ’ όσον έχει απαίτηση που στηρίζεται σε εκτελεστό τίτλο και κοινοποίησε στον καθ’ ου η εκτέλεση επιταγή προς εκτέλεση, μπορεί να επισπεύσει τον πλειστηριασμό.

Κατά δε την τρίτη παράγραφο του ίδιου άρθρου, εάν ένας δανειστής, άλλος από τον επισπεύδοντα, θέλει να επισπεύσει τον πλειστηριασμό κατά την παράγραφο 2, πρέπει να το δηλώσει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και να συνταχθεί σχετική πράξη.

Εάν ο δανειστής αυτός έχει και ο ίδιος επιβάλει κατάσχεση, η δήλωση συνέχισης του πλειστηριασμού επέχει θέση ανάκλησης της δικής του κατάσχεσης.

Αντίγραφο της πράξης επιδίδεται μέσα σε τρεις ημέρες από τη δήλωση στον αρχικώς επισπεύδοντα. Ο πλειστηριασμός γίνεται ενώπιον του ίδιου υπαλλήλου.

Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού εντός τριών ημερών μεριμνά, ώστε να αναρτηθεί η γνωστοποίηση της δήλωσης και η ημέρα του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων.

Ένδικα Βοηθήματα – Ανακοπή Του Άρθρου 973 ΚΠολΔ

Κατά την παράγραφο 6 του άρθρου 973 ΚΠολΔ, αντιρρήσεις για οποιοδήποτε λόγο που αφορά το κύρος της δήλωσης συνέχισης και υποκατάστασης, ασκούνται με ανακοπή μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την ημέρα της ανάρτησης.

Η συζήτηση της ανακοπής προσδιορίζεται υποχρεωτικά μέσα σε εξήντα ημέρες από την κατάθεσή της και γίνεται με τη διαδικασία των άρθρων 686 κεπ.

Κατά της απόφασης που εκδίδεται μέσα σε ένα μήνα από τη συζήτηση της ανακοπής δεν επιτρέπεται η άσκηση ένδικων μέσων.

Η τελευταία αυτή ειδική ανακοπή κατά των δηλώσεων συνέχισης πλειστηριασμού και υποκατάστασης άλλου δανειστή εισήχθη το πρώτον με τον Ν. 4335/2015.

Και αυτό γιατί μέχρι τις τροποποιήσεις του νόμου αυτού η σχετική ανακοπή κατά τω ν δηλώσεων αυτών ασκούνταν στην προθεσμία του άρθρου 934 περ. β ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προ του Ν. 4335/2015, ήτοι μέχρι τον πλειστηριασμό, πρώτη δε πράξη εκτελέσεως θεωρούνταν ανάλογα η δήλωση συνέχισης ή υποκατάστασης (ΑΠ 610/2002).

Ωστόσο, μετά την αναμόρφωση του άρθρου 934 με τον Ν. 4335/2015 και τη συγχώνευση των περιπτώσεων α και β του προϊσχύσαντος άρθρου 934 στην περίπτωση α του νέου άρθρου 934, με ενιαία προθεσμία άσκησης της ανακοπής 45 ημερών απ’ την ημέρα της κατάσχεσης και διατήρηση της ανακοπής κατά του πλειστηριασμού ως περίπτωση β (τέως γ), η εν λόγω ανακοπή κατά των δηλώσεων συνέχισης πλειστηριασμού και υποκατάστασης δεν μπορεί να υπαχθεί σε καμία από τις προβλεπόμενες πλέον περιπτώσεις του άρθρου 934, έτσι ώστε να επιλεγεί από το νομοθέτη να εισαχθεί γι’ αυτές μία ιδιαίτερη ανακοπή, που ρυθμίστηκε αυτοτελώς στο νέο άρθρο 973 § 6.

Περιεχόμενο Ανακοπής

Με την ανακοπή αυτή του άρθρου 973 § 6 ΚΠολΔ δύνανται να προβάλλονται λόγοι, οι οποίοι αφορούν το κύρος της δήλωσης αυτής (ΜονΠρωτΧαλκ 24/2022).

Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι, οι αντιρρήσεις που μπορούν να προβληθούν με το σχετικό ένδικο βοήθημα, πρέπει πρώτιστα να αφορούν:

  • είτε πρωτογενείς πλημμέλειες της επίδικης πράξης εκτέλεσης (δήλωσης συνέχισης ή υποκατάστασης) καθώς και συνεπακόλουθα στις πράξεις που ακολούθησαν αυτής (άρθρο 973 § 1 ΚΠολΔ)
  • είτε δευτερογενείς ακυρότητες της δήλωσης συνέχισης ή υποκατάστασης που προκύπτουν από δικονομικά ανίσχυρες προγενέστερες πράξεις εκτέλεσης στις οποίες στηρίζεται η επίδικη πράξη εκτέλεσης (πχ. την κατάσχεση).

Η δεύτερη όμως ως άνω περίπτωση (δευτερογενούς ακυρότητας) τελεί υπό την προϋπόθεση ότι κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα η (μετέπειτα προσβαλλόμενη) δήλωση συνέχισης, οι εν λόγω (προγενέστερες ανίσχυρες) πράξεις είτε έχουν ακυρωθεί με δικαστική απόφαση είτε έστω έχουν παύσει να υφίστανται και να παράγουν έννομες συνέπειες με κάθε άλλο νόμιμο τρόπο (π.χ. απόφαση για ανατροπή κατάσχεσης, δήλωση παραίτησης από κατάσχεση κλπ).

Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από τον λόγο που προτείνεται με την ανακοπή του άρθρου 973 § 6 ΚΠολΔ και το ποια πράξη εκτέλεσης αφορά αυτός (ο λόγος), το αίτημα της ανακοπής του άρθρου 973 § 6 ΚΠολΔ (όπως ανάλογα ισχύει και για την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ) είναι η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης εκτέλεσης, η οποία στην συγκεκριμένη ανακοπή μπορεί και πρέπει να είναι μόνο η επίδικη δήλωση συνέχισης ή υποκατάστασης και όχι άλλες προγενέστερες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας (έτσι ΜΠρΠατρ 16/2025, ΜΠρΡοδ 224/2022).

Απαράδεκτο Ανακοπής Του Άρθρου 933 ΚΠολΔ

Εάν κατά της δήλωσης συνέχισης και υποκατάστασης πλειστηριασμού ασκηθεί ανακοπή κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ, αυτή θα απορριφθεί ως απαράδεκτη.

Τούτο διότι η δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού του άρθρου 973 § 1 ΚΠολΔ προσβάλλεται με την ειδική ανακοπή της παραγράφου 6 του ιδίου άρθρου η οποία:

  • ασκείται εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την ημέρα της ανάρτησης της γνωστοποίησης της δήλωσης και της ημέρας του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων και εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ και όχι με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, με την οποία προβάλλονται αντιρρήσεις κατά της εκτέλεσης εντός των χρονικών σταδίων του άρθρου 934 § 1 ΚΠολΔ και
  • εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών κατ’ άρθρο 937 § 3 ΚΠολΔ, σύμφωνα με όσα αναφέρονται παραπάνω.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σχετικά με την ανακοπή κατά δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού κατ’ άρθρο 973 ΚΠολΔ.

Διαφυγόν Κέρδος Και Αποθετική Ζημία Επιχείρησης

Διαφυγόν κέρδος (ή αποθετική ζημία) είναι η μη επαύξηση της περιουσίας του ζημιωθέντος, λόγω του ζημιογόνου γεγονότος, η οποία (επαύξηση) θα επερχόταν με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων.

ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθρου 297 ΑΚ «Ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα».

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 298 ΑΚ «Η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Τέτοιο κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί».

Πεδίο Εφαρμογής

Η διάταξη του άρθρου 298 ΑΚ, όπως προκύπτει από :

  • τη γραμματική της ερμηνεία, δεδομένου ότι δεν κάνει καμία διάκριση στο αν αφορά ζημία, που να προέρχεται από παραβίαση συμβάσεως ή να προέρχεται από αδικοπραξία, όσο και
  • την συστηματική της ερμηνεία, δεδομένου ότι τίθεται στις αρχικές, γενικές διατάξεις που ισχύουν επί ενοχών και από
  • την τελολογική της ερμηνεία, που περιλαμβάνει στην έννοια της λέξης «δανειστής» οποιοδήποτε δικαιούχο παροχής,

συνάγεται ότι εφαρμόζεται, τόσο στις αποζημιώσεις εξ’ αδικοπρακτικής όσο και στις αποζημιώσεις λόγω ενδοσυμβατικής ευθύνης.

Εξάλλου, κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 298 ΑΚ ως «περιουσία του δανειστή» νοείται, το σύνολο των αποτιμητών σε χρήμα αγαθών ήτοι πραγμάτων και αξιώσεων που νομίμως ανήκουν σ’ αυτόν, ήτοι όχι μόνο εμπραγμάτων αγαθών αλλά και αξιώσεών του που πηγάζουν από ενοχικές με τρίτους σχέσεις.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η προβλεπομένη αποζημίωση περιλαμβάνει α) τη μείωση της περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και β) το διαφυγόν κέρδος, εκείνο δηλαδή που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα, που έχουν ληφθεί.

Ως θετική ζημία νοείται η μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του ζημιωθέντος, η οποία μπορεί να συνίσταται σε μείωση του ενεργητικού ή σε αύξηση του παθητικού του.

Όπως προαναφέρθηκε, διαφυγόν κέρδος ή αποθετική ζημία είναι η μη επαύξηση της περιουσίας του ζημιωθέντος λόγω του ζημιογόνου γεγονότος, η οποία (επαύξηση) θα επερχόταν με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων.

Δηλαδή, το διαφυγόν κέρδος αποτελεί μέγεθος που προσδιορίζεται μόνο υποθετικά. Είναι το κέρδος που θα αποκομιζόταν, αν δεν είχε επέλθει το ζημιογόνο γεγονός.

Γίνεται, δηλαδή, αναγκαία ένας συλλογισμός για την υποθετική εξέλιξη των πραγμάτων. Οι υποθέσεις δεν χαρακτηρίζονται από τη βεβαιότητα και, ακόμη, δυσχερώς αποδεικνύονται.

Για να διευκολύνει, λοιπόν, ο νόμος την απόδειξη, αφού η βεβαιότητα στην περίπτωση του διαφυγόντος κέρδους είναι αδύνατη, ορίζει ότι, ως διαφυγόν κέρδος «λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί».

Χρειάζεται, δηλαδή, η δυνατότητα να προβλεφθεί το κέρδος από κάποιον μέσο, λογικό άνθρωπο με βάση αντικειμενικά κριτήρια («σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων») και μάλιστα να προβλεφθεί εκ των προτέρων, δηλαδή κατά το χρόνο του ζημιογόνου γεγονότος.

Για την αποκατάσταση, συνεπώς, του διαφυγόντος κέρδους απαιτείται βάσιμη πιθανότητα για την επέλευση του κέρδους. Η ύπαρξη προπαρασκευαστικών μέτρων καθιστά ασφαλέστερη την προς τούτο πιθανότητα.

Το τυχαίο ή απροσδόκητο ή απλώς ενδεχόμενο και για το λόγο αυτό αβέβαιο, ή το υποθετικό και από αβέβαιους και αστάθμητους παράγοντες ή ελπίδες εξαρτημένο διαφυγόν κέρδος, δεν αποδίδεται.

Ο απαιτούμενος, στις κατ’ ιδίαν περιπτώσεις, βαθμός πιθανότητας είναι διάφορος, καθόσον εξαρτάται από τις ιδιαίτερες – συγκεκριμένες περιστάσεις.

Η πιθανότητα της δυνατότητας πραγματοποίησης διαφυγόντος κέρδους δεν μπορεί να φτάνει μέχρι «φαντασιώδους υπολογισμού» (ΑΠ 1258/2023).

Παράδειγμα

Η επίκληση ανόδου κατά την πώληση και πτώσεως κατά την αγορά της αξίας μιας μετοχής σε συγκεκριμένες ημερομηνίες αγοράς και πωλήσεως αυτών, δεν αποτελεί κέρδος προσδοκώμενο με «βάσιμη» πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, κατά την προπαρατεθείσα έννοια του άρθρου 298 ΑΚ.

Τούτο διότι αυτό είναι ιδιαίτερα αμφίβολο και ευμετάβολο, αφού, σε μία ελεύθερη και μάλιστα ειδικευμένη αγορά, όπως είναι το χρηματιστήριο, δεν υπάρχουν εγγυήσεις συγκεκριμένης περιουσιακής αποδόσεως, δεδομένου ότι η άνοδος ή η πτώση των τιμών και κατ’ επέκταση της χρηματιστηριακής αξίας των μετοχών των εισηγμένων στο χρηματηστήριο εταιριών, εξαρτάται, πλην άλλων, από διάφορους, αβέβαιους και αστάθμητους παράγοντες, εσωτερικούς και εξωτερικούς, όπως είναι οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες, οι απρόβλεπτες περιπλοκές στις διεθνείς εξελίξεις, η ανοδική ή πτωτική τάση των διεθνών χρηματιστηριακών δεικτών, οι οποίοι δεν επιτρέπουν να εξακριβωθεί με πιθανότητα και σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, αν και σε ποιο ποσοστό θα σημειωθεί άνοδος ή πτώση των μετοχών σε ορισμένες συγκεκριμένες ημερομηνίες, με αποτέλεσμα να μην δύναται να γίνει λόγος για αποθετική ζημία των εναγόντων από την αιτία αυτή (ΑΠ 1364/2013).

ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ
Ορισμένο Της Αγωγής Αποζημίωσης

Σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, τόσο τα περιστατικά, που προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους, με βάση την κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων πιθανότητα, καθώς και οι ειδικές περιστάσεις και τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα πρέπει, να εκτίθενται αναλυτικά στην αγωγή.

Δεν αρκεί, δηλαδή, η αφηρημένη επανάληψη των εκφράσεων του άρθρου 298 ΑΚ, ούτε του συνολικώς φερομένου ως διαφυγόντος κέρδους, αλλ’ απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των συγκεκριμένων περιστατικών, περιστάσεων και μέτρων, που καθιστούν πιθανό το κέρδος ως προς τα επί μέρους κονδύλια (ΟλΑΠ 20/1992, ΑΠ 83/2002).

Παράδειγμα

Για την πληρότητα της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η ζημία που υπέστη ο ενάγων, η οποία συνίσταται στην, από υπαιτιότητα του εναγόμενου, ματαίωση μισθώσεως ακινήτου και την εντεύθεν απώλεια μισθωμάτων, πρέπει να αναφέρεται το μηνιαίο μίσθωμα, που με πιθανότητα θα εισέπραττε ο ενάγων από την εκμίσθωση του ακινήτου, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή με βάση τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και ιδίως τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα (ΑΠ 935/2014).

Διαφυγόν Κέρδος Και Αξίωση Τόκων

Επί αγωγής με αντικείμενο διαφυγόν κέρδος, ο ζημιωθείς δικαιούται να ζητήσει τόκους επί του ποσού του διαφυγόντος κέρδους, από την επίδοση μεν της αγωγής για το διαφυγόν κέρδος που ανάγεται στο προ της επίδοσης της χρονικό διάστημα, από την ημέρα δε που ακολούθως ανακύπτει για το μετά την επίδοση της χρονικό διάστημα.

Δεν δικαιούται όμως να ζητήσει τόκους επί της θετικής του ζημίας, για όσο χρόνο μέχρι την πληρωμή της ζητεί και διαφυγόν κέρδος.

Εντούτοις, δεν αποκλείεται να ζητήσει ο ζημιωθείς τόκους και επί της θετικής του ζημίας, από την όχληση του οφειλέτη ή από την επίδοση της αγωγής, για όσο χρονικό διάστημα δεν ζητεί διαφυγόντα κέρδη (ΑΠ 909/2009).

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με το διαφυγόν κέρδος και την αποθετική ζημία επιχείρησης.

Η Προστασία Της Πνευματικής Ιδιοκτησίας Στις Βάσεις Δεδομένων

Η πνευματική ιδιοκτησία στις βάσεις δεδομένων αποτέλεσε πρώτη φορά αντικείμενο νομοθετικής ρύθμισης με την οδηγία 96/9/ΕΟΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 1996 (“Database Directive“).

Η παραπάνω οδηγία ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με το άρθρο 7 του Ν. 2819/2000, ο οποίος τροποποίησε τον Ν. 2121/1993 (“Πνευματική ιδιοκτησία, συγγενικά δικαιώματα και πολιτιστικά θέματα”).

Με τα παραπάνω, θεσπίστηκε ένα καθεστώς διπλής προστασίας για τις βάσεις δεδομένων, δηλαδή, τόσο του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, ήτοι της πρωτότυπης επιλογής ή διευθέτησης των περιεχομένων της βάσης, όσο και του δικαιώματος ειδικής φύσης (sui generis) του κατασκευαστή της βάσης δεδομένων.

ΕΝΝΟΙΕΣ, ΟΡΙΣΜΟΙ & ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ
Βάση Δεδομένων

Βάση δεδομένων (database) νοείται η συλλογή έργων, δεδομένων ή άλλων ανεξάρτητων στοιχείων, διευθετημένων κατά συστηματικό ή μεθοδικό τρόπο και ατομικώς προσιτών, με ηλεκτρονικά μέσα ή με άλλο τρόπο.

Αντικείμενο προστασίας είναι και οι βάσεις δεδομένων οι οποίες λόγω της “επιλογής” ή “διευθέτησης” του περιεχομένου τους αποτελούν πνευματικά δημιουργήματα.

Ωστόσο, η προστασία αυτή δεν εκτείνεται στο περιεχόμενο των βάσεων δεδομένων και δεν θίγει κανένα από τα δικαιώματα που υφίστανται στο περιεχόμενο αυτό. 

Επομένως, η έννοια της βάσης δεδομένων καλύπτει κάθε συλλογή, που περιέχει έργα, δεδομένα ή άλλα στοιχεία, τα οποία μπορούν να χωριστούν τα μεν από τα δε, δίχως να επηρεαστεί η αξία του περιεχομένου τους, και περιλαμβάνουν μια μέθοδο ή ένα σύστημα, οποιοσδήποτε φύσης, που καθιστά δυνατή την ανεύρεση έκαστου των συστατικών της στοιχείων (ΔΕΕ C-444/02, Fixtures Marketing).

Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις δε της Οδηγίας 96/9/ΕΟΚ, στην έννοια των βάσεων δεδομένων υπάγονται, τόσο οι ηλεκτρονικές (ψηφιακές) βάσεις δεδομένων, όσο και οι μη ηλεκτρονικές (παραδοσιακές) βάσεις δεδομένων.

Δηλαδή, ο όρος βάση δεδομένων πρέπει να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει κάθε είδους συλλογές έργων, λογοτεχνικών, καλλιτεχνικών, μουσικών ή άλλων ή άλλο υλικό, όπως κείμενα, ήχους, εικόνες, αριθμούς, πραγματικά στοιχεία και δεδομένα.

Εξάλλου, η προβλεπόμενη προστασία, βάσει του δικαιώματος του δημιουργού, έχει ως αντικείμενο τη διάρθρωση της βάσης δεδομένων, και όχι το περιεχόμενό της, ούτε, επομένως, τα συστατικά της στοιχεία.

Στο πλαίσιο αυτό, οι έννοιες “επιλογή” και “διευθέτηση” αφορούν, αντίστοιχα, την επιλογή και τη διαρρύθμιση των δεδομένων, με τα οποία ο δημιουργός της βάσης δεδομένων διαμορφώνει τη διάρθρωσή της. 

Αντίθετα, οι έννοιες αυτές δεν καλύπτουν τη δημιουργία των δεδομένων, που περιέχονται στη βάση αυτή.

Εξυπακούεται ότι δεν λαμβάνονται υπόψη στοιχεία, που αφορούν τις διανοητικές προσπάθειες και την ικανότητα δημιουργίας δεδομένων, καθώς κείνται εκτός της έννοιας της διάρθρωσης.

Εξάλλου, η αναφορά σε “πνευματικά δημιουργήματα”, παραπέμπει στο κριτήριο της πρωτοτυπίας.

Το κριτήριο αυτό πληρούται όταν, λόγω της επιλογής ή της διευθέτησης των δεδομένων που περιλαμβάνει, ο δημιουργός της εκφράζει τη δημιουργική του ικανότητα με πρωτότυπο τρόπο, πραγματοποιώντας ελεύθερες και δημιουργικές επιλογές και αποτυπώνει, με τον τρόπο αυτό, το “προσωπικό άγγιγμά” του (ΠολΠρΘεσ 2520/2020). 

Δηλαδή, για να προστατευθεί η βάση δεδομένων με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας πρέπει να καταδειχθεί μια πρωτοτυπία στην επιλογή ή στην οργάνωση του υλικού της.

Αντίθετα, το εν λόγω κριτήριο δεν πληρούται, όταν η δημιουργία της βάσης δεδομένων υπαγορεύεται από τεχνικές εκτιμήσεις, κανόνες ή δεσμεύσεις, που δεν αφήνουν περιθώριο για δημιουργική ελευθερία.

Σημειωτέον ότι κανένα κριτήριο άλλο από εκείνο της πρωτοτυπίας δεν εφαρμόζεται, προκειμένου να εκτιμηθεί η επιλεξιμότητα βάσης δεδομένων για προστασία βάσει του δικαιώματος του δημιουργού.

Μια βάση δεδομένων δεν θα είναι πρωτότυπη, εάν δεν υπάρχει καμία επιλογή στο υλικό ή αν η διευθέτηση γίνεται με κριτήρια αυτονόητα (π.χ. όλοι οι πολίτες ενός Δήμου ή όλα τα ονόματα με αλφαβητική σειρά).

Η σημαντική εργασία και η ικανότητα δημιουργίας, που απαιτούνται για τη δημιουργία μιας βάσης δεδομένων δεν μπορούν, αυτές καθ’ εαυτές, να δικαιολογήσουν τέτοιου είδους προστασία, εάν δεν εκφράζουν πρωτοτυπία ως προς την επιλογή ή τη διευθέτηση των περιλαμβανόμενων σε αυτήν δεδομένων. 

Συλλεκτικά Έργα

Τέλος, προκειμένου για τα “συλλεκτικά έργα“, η πρωτοτυπία αναζητείται, διαζευκτικά, είτε στην επιλογή του περιεχομένου τους, είτε στη διευθέτησή του. Η επιλογή του περιεχομένου μίας συλλογής μπορεί να είναι ενδεικτική ή να επιδιώκει πληρότητα. 

Εδώ τα ζητούμενα είναι δύο, η ακρίβεια, αφενός, και, αφετέρου, η πληρότητα των πληροφοριών. Στη βάση δεδομένων ζητούμενο του τρόπου διευθέτησης είναι η ευχερέστερη αναζήτηση και μετάδοση της πληροφορίας. 

Κατά τα λοιπά, οι εναλλακτικοί τρόποι της διευθέτησης, όπως άλλωστε και της επιλογής του περιεχομένου της συλλογής, τελούν σε συνάρτηση, αφενός προς τη φύση του περιεχομένου και αφετέρου προς τη σκοπούμενη χρήση της συλλογής, αυτές καθορίζουν εξ αντικειμένου την έκταση της ελευθερίας του δημιουργού.

Κατασκευαστής Βάσης Δεδομένων

Κατασκευαστής Βάσης Δεδομένων είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που λαμβάνει την πρωτοβουλία και επωμίζεται τον κίνδυνο των επενδύσεων (“επιχειρηματικό ρίσκο”) στη βάση δεδομένων. 

Σημειώνεται ότι δεν θεωρείται κατασκευαστής ο εργολάβος βάσης δεδομένων, ήτοι το πρόσωπο (πχ προγραμματιστής) το οποίος ανέλαβε την κατασκευή με σύμβαση έργου, για λογαριασμό του επιχειρηματία (κατασκευαστή) ή και του δημιουργού.

Εξαγωγή Δεδομένων

Ως Εξαγωγή Δεδομένων θεωρείται η μόνιμη ή προσωρινή μεταφορά του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου βάσης δεδομένων σε άλλο υλικό φορέα με οποιοδήποτε μέσο ή με οποιαδήποτε μορφή, χωρίς την άδεια του κατασκευαστή της.

Τούτο συμβαίνει όταν γίνεται μεταφορά ολόκληρου ή μέρους του περιεχομένου της επίμαχης βάσης δεδομένων σε άλλο υπόθεμα, όταν δηλαδή ολόκληρο ή μέρος του περιεχομένου της βάσης δεδομένων επαναλαμβάνεται αυτούσιο και σε άλλο σημείο που δεν έχει σχέση με την αρχική βάση δεδομένων.

Επαναχρησιμοποίηση Δεδομένων

Επαναχρησιμοποίηση Δεδομένων νοείται η πάσης μορφής διάθεση στο κοινό του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου της βάσης δεδομένων με διανομή αντιγράφων, εκμίσθωση, μετάδοση με άμεση επικοινωνία ή με άλλες μορφές. 

Το ουσιώδες ή επουσιώδες της αφαίρεσης/επαναχρησιμοποίησης της βάσης δεδομένων μπορεί να κριθεί είτε ποσοτικά είτε ποιοτικά.

Η εξαγωγή και η επαναχρησιμοποίηση επουσιώδους μέρους της βάσης δεδομένων επιτρέπεται ελεύθερα, αρκεί όμως να μην είναι επανειλημμένη και συστηματική και να μη θίγει το δικαίωμα του κατασκευαστή ή να μην συγκρούεται με την κανονική εκμετάλλευση της βάσης δεδομένων.

Ωστόσο, η πρώτη πώληση αντιγράφου μιας βάσης δεδομένων στην Κοινότητα από το δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του συνιστά ανάλωση του δικαιώματος ελέγχου της μεταπώλησης του εν λόγω αντιγράφου στην Κοινότητα. 

Τέλος, ο δανεισμός στο κοινό δεν συνιστά πράξη εξαγωγής ή επαναχρησιμοποίησης.

ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ 
Προστασία Πνευματικής Ιδιοκτησίας Δημιουργού

Υποκείμενο προστασίας, κατά το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας είναι ο δημιουργός του. 

Ως “δημιουργός βάσης δεδομένων” νοείται το φυσικό πρόσωπο ή ομάδα φυσικών προσώπων, που έχει δημιουργήσει τη βάση δεδομένων ή, εφόσον επιτρέπεται από τη νομοθεσία, το νομικό πρόσωπο, που ορίζεται ως δικαιούχος από τη νομοθεσία αυτή. 

Ωστόσο, κατά το ελληνικό δίκαιο μόνο τα φυσικά πρόσωπα μπορούν να είναι δημιουργοί, ενώ τα νομικά πρόσωπα μπορούν μόνο δευτερογενώς να αποκτήσουν την ιδιότητα του δικαιούχου. 

Ο δημιουργός βάσης δεδομένων έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπει ή να απαγορεύει: 

  • την προσωρινή ή διαρκή αναπαραγωγή της βάσης δεδομένων με κάθε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει, 
  • τη μετάφραση, προσαρμογή, διευθέτηση και οποιαδήποτε άλλη μετατροπή της βάσης δεδομένων, 
  • οποιαδήποτε μορφή διανομής της βάσης δεδομένων ή αντιγράφων της στο κοινό.
  • οποιαδήποτε ανακοίνωση, επίδειξη ή παρουσίαση της βάσης δεδομένων στο κοινό, 
  • οποιαδήποτε αναπαραγωγή, διανομή, ανακοίνωση, επίδειξη ή παρουσίαση στο κοινό των αποτελεσμάτων των πράξεων της μετάφρασης, προσαρμογής, διευθέτησης και οποιαδήποτε άλλης μετατροπής, που αναφέρονται παραπάνω. 

Παραταύτα, ο νόμιμος χρήστης βάσης δεδομένων ή αντιγράφων της μπορεί να εκτελέσει χωρίς άδεια του δημιουργού, οποιαδήποτε από τις παραπάνω πράξεις οι οποίες είναι αναγκαίες για την πρόσβαση στο περιεχόμενο της βάσης δεδομένων και την κανονική χρησιμοποίησή της. 

Τέλος, συμφωνίες αντίθετες προς τις ρυθμίσεις των παραπάνω, είναι άκυρες.

Προστασία Πνευματικής Ιδιοκτησίας Κατασκευαστή

Σύμφωνα με το άρθρο 45Α του Ν. 2121/1993, αναγνωρίζονται δικαιώματα ειδικής φύσης και στους κατασκευαστές βάσεων δεδομένων. Σκοπός της αναγνώρισης αυτής είναι η παροχή πρόσφορης προστασίας των βάσεων δεδομένων, προκειμένου να εξασφαλιστεί η αμοιβή του κατασκευαστή τους.

Η ανάγκη αναγνώρισης του ειδικού δικαιώματος στον κατασκευαστή της βάσης δεδομένων συνίσταται στο ότι, για την κατασκευή βάσεων δεδομένων, απαιτείται η επένδυση σημαντικών ανθρώπινων, τεχνικών και οικονομικών πόρων, ενώ η αντιγραφή των εν λόγω βάσεων δεδομένων ή η πρόσβαση σε αυτές είναι δυνατή με κόστος πολύ μικρότερο από εκείνο που συνεπάγεται η ανεξάρτητη δημιουργία τους.

Το συγκεκριμένο δικαίωμα ειδικής φύσης (sui generis) χορηγείται στον κατασκευαστή της βάσης δεδομένων με την προϋπόθεση ότι για τη δημιουργία της, ήτοι την απόκτηση, τον έλεγχο ή την παρουσίαση του περιεχομένου της βάσης, πραγματοποιήθηκε μία σημαντική-ουσιώδης, είτε από ποσοτική, είτε από ποιοτική άποψη, επένδυση.

Το ειδικής φύσης αυτό δικαίωμα δεν κατατάσσεται, ούτε στο δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας, ούτε στα συγγενικά δικαιώματα (ΑΠ 1051/2015). 

Ειδικότερα, ο κατασκευαστής βάσης δεδομένων έχει το δικαίωμα να απαγορεύει την εξαγωγή ή/και επαναχρησιμοποίηση του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου της βάσης δεδομένων, αξιολογούμενου ποιοτικά ή ποσοτικά. 

Τούτο δε, εφόσον η απόκτηση, ο έλεγχος ή η παρουσίαση του περιεχομένου της βάσης δεδομένων καταδεικνύουν ουσιώδη ποιοτική ή ποσοτική επένδυση. 

Το παραπάνω δικαίωμα, ισχύει ανεξάρτητα από το εάν η εν λόγω βάση δεδομένων ή το περιεχόμενό της προστατεύεται με τις διατάξεις για την πνευματική ιδιοκτησία ή με άλλες διατάξεις. 

Η προστασία βάσει του συγκεκριμένου δικαιώματος δεν θίγει ενδεχόμενα δικαιώματα επί του περιεχομένου τους. Το δικαίωμα ειδικής φύσης του κατασκευαστή βάσης δεδομένων μπορεί να μεταβιβαστεί με αντάλλαγμα ή χωρίς αντάλλαγμα ή να παραχωρηθεί η εκμετάλλευσή του με άδεια ή σύμβαση.

Εξάλλου, δεν επιτρέπεται η επανειλημμένη και συστηματική εξαγωγή ή/και επαναχρησιμοποίηση ούτε επουσιωδών μερών του περιεχομένου της βάσης δεδομένων, εφόσον συνεπάγεται τη διενέργεια πράξεων που έρχονται σε σύγκρουση με την κανονική εκμετάλλευση της βάσης δεδομένων ή θίγουν αδικαιολόγητα τα νόμιμα συμφέροντα του κατασκευαστή της βάσης.

Η πρακτική σημασία της προστασίας με το ειδικό αυτό δικαίωμα είναι μεγάλη, γιατί καλύπτονται οι περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο της πνευματικής ιδιοκτησίας ή για τις οποίες υπάρχει αμφιβολία ως προς την προστασία αυτή, όπως οι περιπτώσεις βάσεων δεδομένων με καθαρά αριθμητικά στατιστικά στοιχεία, με διευθύνσεις, απλοί κατάλογοι κ.λπ. 

Έννοια “Ποσοτικής ή Ποιοτικής Επενδύσεως

Ως προς το ζήτημα της ουσιώδους ποσοτικής ή ποιοτικής επενδύσεως το Δικαστήριο της ΕΕ, έχει αποφανθεί ως εξής: 

  • Η έννοια της επένδυσης που συνδέεται με την απόκτηση του περιεχομένου μιας βάσης δεδομένων σημαίνει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την αναζήτηση υφιστάμενων στοιχείων και τη συγκέντρωσή τους στην εν λόγω βάση, ενώ δεν περιλαμβάνει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των στοιχείων που συναποτελούν το περιεχόμενο μιας βάσης δεδομένων. 
  • Η έννοια της επένδυσης που συνδέεται με τον έλεγχο του περιεχομένου της βάσης δεδομένων σημαίνει τα μέσα που χρησιμοποιούνται προκειμένου να εξασφαλισθεί η πιστότητα των πληροφοριών που περιέχονται στην εν λόγω βάση, για τον έλεγχο της ακρίβειας των αναζητουμένων στοιχείων, κατά τη δημιουργία της βάσεως αυτής, καθώς και κατά την περίοδο λειτουργίας της. 
  • Η έννοια της επένδυσης που συνδέεται με την παρουσίαση του περιεχομένου της βάσης δεδομένων αφορά τα μέσα που χρησιμοποιούνται για να αποκτήσει η εν λόγω βάση τη λειτουργία επεξεργασίας των πληροφοριών, ήτοι τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη συστηματική ή μεθοδική διευθέτηση των στοιχείων που περιέχονται στη βάση αυτή καθώς και την οργάνωση της δυνατότητας ατομικής πρόσβασης στα στοιχεία αυτά.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ & ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΧΡΗΣΤΗ ΒΑΣΗΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Οι ρυθμίσεις που αφορούν το δικαίωμα του δημιουργού βάσης δεδομένων, καθώς και το δικαίωμα ειδικής φύσης του κατασκευαστή βάσης δεδομένων δεν επιτρέπεται να θίγουν τις διατάξεις που διέπουν άλλα δικαιώματα, ιδίως:

  • το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας
  • τα συγγενικά δικαιώματα ή άλλα δικαιώματα ή υποχρεώσεις που υφίστανται επί των δεδομένων, των έργων ή άλλων στοιχείων ενσωματωμένων σε βάση δεδομένων, 
  • τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, τα σήματα, τα σχέδια και υποδείγματα, 
  • την προστασία των εθνικών θησαυρών, πολιτιστικών αγαθών και αρχαίων έργων, 
  • το δίκαιο του ανταγωνισμού, το εμπορικό απόρρητο, 
  • την ασφάλεια, την εμπιστευτικότητα, την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, 
  • το σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, καθώς και 
  • την πρόσβαση σε δημόσια έγγραφα ή το ενοχικό δίκαιο.
Ειδικά για τον Κατασκευαστή Βάσης Δεδομένων

Ο κατασκευαστής βάσης δεδομένων που έχει τεθεί στη διάθεση του κοινού με οποιονδήποτε τρόπο δεν μπορεί να εμποδίσει το νόμιμο χρήστη της βάσης να εξάγει ή/και να επαναχρησιμοποιεί επουσιώδη μέρη του περιεχομένου της αξιολογούμενα ποιοτικά ή ποσοτικά για οποιονδήποτε σκοπό. Ειδικότερα:

Δικαιώματα Χρήστη

Ο νόμιμος χρήστης της βάσης δεδομένων που έχει τεθεί στη διάθεση του κοινού με οποιονδήποτε τρόπο μπορεί, χωρίς την άδεια του κατασκευαστή της βάσης δεδομένων, να εξάγει ή και/να επαναχρησιμοποιήσει ουσιώδες μέρος του περιεχομένου της:

  • όταν πρόκειται για εξαγωγή, για εκπαιδευτικούς ή ερευνητικούς σκοπούς, εφόσον αναφέρεται η πηγή και στο βαθμό που αυτό δικαιολογείται από τον επιδιωκόμενο μη εμπορικό σκοπό, 
  • όταν πρόκειται για εξαγωγή ή/και επαναχρησιμοποίηση για λόγους δημόσιας ασφάλειας ή για σκοπούς  διοικητικής ή δικαστικής διαδικασίας.

Το παραπάνω δικαίωμα των χρηστών ισχύει από την περάτωση της κατασκευής της βάσης δεδομένων και λήγει 15 έτη μετά την ημερομηνία περάτωσης, εκτός εαν η βάση δεδομένων τροποποιήθηκε ουσιαστικά, οπότε το σχετικό δικαίωμα ανανεώνεται για επιπλέον 15 έτη.

Περιορισμοί Χρήστη

Ο νόμιμος χρήστης βάσης δεδομένων που έχει τεθεί στη διάθεση του κοινού με οποιονδήποτε τρόπο δεν μπορεί

  • να εκτελεί πράξεις που έρχονται σε σύγκρουση με την κανονική εκμετάλλευση της βάσης αυτής ή θίγουν αδικαιολόγητα τα νόμιμα συμφέροντα του κατασκευαστή της, 
  • να προξενεί ζημία στους δικαιούχους του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας ή των συγγενικών δικαιωμάτων για τα έργα ή τις ερμηνείες ή εκτελέσεις που περιέχονται στην εν λόγω βάση δεδομένων.

Τέλος, συμφωνίες αντίθετες προς τις παραπάνω ρυθμίσεις, είναι άκυρες.

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΗ ΒΑΣΕΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
Δημιουργός βάσης δεδομένων

Ο δημιουργός βάσης δεδομένων προστατεύεται με βάση το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας. Ειδικότερα, οι πνευματικοί δημιουργοί αποκτούν πάνω στο έργο τους πνευματική ιδιοκτησία που περιλαμβάνει:

  • Το δικαίωμα εκμετάλλευσης του έργου (“περιουσιακό δικαίωμα“) και
  • Το δικαίωμα προστασίας του προσωπικού τους δεσμού προς αυτό (“ηθικό δικαίωμα“).

Ο δημιουργός βάσης δεδομένων έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπει ή να απαγορεύει:

  • Την προσωρινή ή διαρκή αναπαραγωγή της βάσης δεδομένων
  • Τη μετάφραση, προσαρμογή, διευθέτηση και οποιαδήποτε άλλη μετατροπή της
  • Οποιαδήποτε μορφή διανομής της βάσης δεδομένων στο κοινό
  • Οποιαδήποτε ανακοίνωση, επίδειξη ή παρουσίαση της βάσης δεδομένων στο κοινό
Κατασκευαστής βάσης δεδομένων

Ο κατασκευαστής βάσης δεδομένων προστατεύεται με ένα ειδικής φύσης (sui generis) δικαίωμα. Ο κατασκευαστής έχει το δικαίωμα να απαγορεύει:

  • την εξαγωγή ή/και επαναχρησιμοποίηση του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου της βάσης δεδομένων, εφόσον η απόκτηση, ο έλεγχος ή η παρουσίαση του περιεχομένου της βάσης δεδομένων καταδεικνύουν ουσιώδη ποιοτική ή ποσοτική επένδυση.
Διαφορές
Περιεχόμενο Προστασίας

Στον Δημιουργό προστατεύεται η πρωτοτυπία και η δημιουργικότητα στην επιλογή ή διευθέτηση του περιεχομένου, ενώ στον Κατασκευαστή προστατεύεται η επένδυση (οικονομική, χρονική, τεχνική) για τη δημιουργία της βάσης δεδομένων.

Νομική Υπόσταση

Ο Δημιουργός είναι πάντα φυσικό πρόσωπο ενώ ο Κατασκευαστής μπορεί να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο.

Φύση του Δικαιώματος

Ο Δημιουργός έχει πλήρη δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας (περιουσιακό και ηθικό δικαίωμα), ενώ Κατασκευαστής έχει ειδικής φύσης δικαίωμα που αφορά κυρίως την προστασία της επένδυσής του.

Διάρκεια Προστασίας

Στον Δημιουργό η προστασία διαρκεί όπως και τα άλλα έργα πνευματικής ιδιοκτησίας, ενώ στον Κατασκευαστή το δικαίωμα λήγει 15 έτη μετά την ημερομηνία περάτωσης ή της πρώτης διάθεσης στο κοινό.

ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΕΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ

Οι γενικές αστικές κυρώσεις που εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση προσβολής οιουδήποτε δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, εφαρμόζονται και στην περίπτωση προσβολής του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας του δημιουργού βάσης δεδομένων, καθώς και του δικαιώματος ειδικής φύσης του κατασκευαστή.

Περαιτέρω, ως προς τις ποινικές κυρώσεις προβλέπεται ποινή τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή, για κάθε περίπτωση που κάποιος, χωρίς δικαίωμα, προβαίνει σε προσωρινή ή διαρκή αναπαραγωγή της βάσης δεδομένων, καθώς και σε εξαγωγή ή/και επαναχρησιμοποίηση του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου της βάσης δεδομένων χωρίς άδεια του κατασκευαστή.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας του δημιουργού και του κατασκευαστή στις Βάσεις Δεδομένων.

Διαζύγιο Και Αξίωση Συμμετοχής Επί Εταιρείας Συζύγου

Η ΑΞΙΩΣΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΑ ΑΠΟΚΤΗΜΑΤΑ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1400 παρ. 1 του Α.Κ.

«Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέστηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.

Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή… Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομιά ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες».

Νομική Φύση Αξίωσης Συμμετοχής

Η απαίτηση του κάθε συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι, κατ’ αρχήν, ενοχή αξίας, δηλαδή, χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της περιουσιακής αυξήσεως του υποχρέου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή, άμεση ή έμμεση, του δικαιούχου.

Έννοια Προσαύξησης Περιουσίας

Ως αύξηση νοείται, όχι μία συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι, κατά την τέλεση του γάμου (αρχική περιουσία) και κατά τον χρόνο που γεννάται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα (τελική περιουσία).

Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγόμενης σε τιμές του χρόνου της έγερσης της αγωγής, θα κριθεί αν υπάρχει αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα.

Χρόνος & Τρόπος Υπολογισμού Περιουσίας

Προς υπολογισμό της τελικής περιουσίας, κρίσιμος χρόνος θεωρείται στη μεν περίπτωση λύσης ή ακύρωσης του γάμου με δικαστική απόφαση, ο χρόνος, κατά τον οποίο η απόφαση αυτή έγινε αμετάκλητη, στη δε περίπτωση της τριετούς διάστασης (κατά την οποία προϋποτίθεται ότι ο γάμος δεν έχει ακόμη λυθεί ή ακυρωθεί), κρίσιμος είναι ο χρόνος της άσκησης της αγωγής.

Οι ενδιάμεσες μεταβολές της αρχικής περιουσίας του υπόχρεου συζύγου δεν επιδρούν στον προσδιορισμό της τελικής περιουσίας και συνακόλουθα του αποκτήματος.

Συμβολή Συζύγου Στην Προσαύξηση

Η συμβολή του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, υπό την έννοια των διατάξεων του άρθρου 1400 του Α.Κ., μπορεί να συνίσταται, όχι μόνο στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών, αποτιμώμενων σε χρήμα.

Μπορεί να συνίσταται ακόμη και στην παροχή υπηρεσιών, οι οποίες παρέχονται στο συζυγικό οίκο, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κατά το οποίο ο υπόχρεος σύζυγος έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του σε συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του.

Συγκεκριμένα, κατά τη διάταξη του άρθρου 1389 του Α.Κ., οι σύζυγοι έχουν την υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας και η συνεισφορά αυτή γίνεται με οποιοδήποτε τρόπο, όπως με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματά τους και την περιουσία τους.

Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1390 του ιδίου Κώδικα, στην υποχρέωση του προηγούμενου άρθρου περιλαμβάνονται η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή τους, η κοινή υποχρέωση για διατροφή των τέκνων τους και γενικά η υποχρέωση για συμβολή τους στη λειτουργία του κοινού οίκου.

Το μέτρο της υποχρέωσης προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωσή της γίνεται με τον τρόπο που επιβάλλει η έγγαμη συμβίωση.

Υπολογισμος Συμμετοχής Στα Αποκτηματα

Η αποτίμηση, όμως, των υπηρεσιών του ενάγοντος, με τις οποίες αυτός συνέβαλε στην επελθούσα αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου του, δεν είναι αναγκαία για το ορισμένο της αγωγής, όταν αυτή ερείδεται επί της εξ 1/3 τεκμαρτής συμβολής του στα αποκτήματα του συζύγου του, ή σε μικρότερο ποσοστό, όπως αντιθέτως απαιτείται, όταν η αγωγή στηρίζεται επί της πραγματικής συμβολής.

Μόνο στην τελευταία περίπτωση, για να ληφθούν υπόψη και να υπολογισθούν αυτού του είδους οι υπηρεσίες, ως συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, απαιτείται να γίνεται η, κατά το μέρος που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών μέτρο, χρηματική αποτίμησή τους, ή η αποτίμηση των δυνάμεων που εξοικονόμησε από την παροχή τους ο υπόχρεος σύζυγος, εάν προβάλλεται, ότι η εξοικονόμηση αυτή συνέβαλε, κατά διαφορετικό από την αποτίμηση των υπηρεσιών ποσό στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου, που διαφορετικά δεν θα επιτυγχανόταν χωρίς αυτήν.

Κατά συνέπεια, οι υπηρεσίες αυτές πρέπει να προσδιορίζονται κατά είδος και αξία, τόσο στην αγωγή, όσο και στην απόφαση, μόνο όταν και κατά το μέρος που υπερβαίνουν το μέτρο το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες (ΑΠ 1059/2014).

ΑΓΩΓΗ – ΑΜΥΝΑ ΣΥΖΥΓΟΥ – ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ
Αγωγικές Αξιώσεις Επί Προσαύξησης Περιουσίας

Όταν ζητείται η επιδίκαση του τεκμαιρομένου ποσοστού (1/3) των αποκτημάτων, ο ενάγων θα δικαιούται το ένα τρίτο από την επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, χωρίς να χρειάζεται να επικαλεσθεί και αποδείξει οποιαδήποτε συμβολή του στην αύξηση αυτή, υπό την προϋπόθεση βέβαια της επίκλησης και απόδειξης τέτοιας αύξησης της περιουσίας του άλλου συζύγου.

Ενστάσεις

Ωστόσο, ο εναγόμενος, ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου η περιουσία αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου, μπορεί να προβάλει, μεταξύ άλλων, ότι η συμβολή του ενάγοντος ήταν κάτω από το ένα τρίτο ή ότι δεν υπάρχει καμία συμβολή.

Για να γίνει όμως δεκτή η ανυπαρξία συμβολής που αποκλείει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, θα πρέπει ο εναγόμενος σύζυγος να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι ο δικαιούχος της αξίωσης συμμετοχής σύζυγος, είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων είτε δεν ήθελε να συμβάλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο στον ίδιο.

Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, ενόψει του ότι το καθιερούμενο από το άρθρο 1400 του Α.Κ. τεκμήριο της συμβολής συμμετοχής στα αποκτήματα κατά το 1/3 ενεργεί και ως προς τους δύο συζύγους, συνιστά, ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου, ένσταση, ενώ όσον αφορά στον πραγματικό υπολογισμό αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής.

Έτσι, το καθιερούμενο από τη διάταξη του άρθρου 1400 του Α.Κ. μαχητό τεκμήριο ότι η συμβολή του δικαιούχου συζύγου ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης της περιουσίας του υποχρέου, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή, λειτουργεί αμφιμερώς και υπέρ των δύο διαδίκων.

Τούτο με την έννοια ότι αν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του ποσοστό της αύξησης που αντιστοιχεί σε μεγαλύτερη του 1/3 συμβολή, αυτός υποχρεούται να αποδείξει το μεγαλύτερο του τεκμαρτού ποσοστό της συμβολής του, ενώ ο εναγόμενος μπορεί, κατ’ ένσταση, να προβάλει και να αποδείξει ότι ο ενάγων είχε μικρότερη της τεκμαιρόμενης ή και καμία συμβολή.

Νομική Ερμηνεία Ενστάσεων

Με τη διάταξη αυτή δεν καθιερώνεται ιδιαίτερος τρόπος υπολογισμού της αξίωσης, σε σχέση με το ποσοστό του τεκμηρίου, αλλά απλώς γίνεται κατανομή του βάρους της απόδειξης με βάση μαχητό τεκμήριο, ενώ η αξίωση συμμετοχής στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου είναι μία και ενιαία, οποιοδήποτε ποσοστό (μεγαλύτερο ή μικρότερο του τεκμαιρομένου) συμμετοχής και αν ζητεί με την αγωγή ο δικαιούχος σύζυγος.

Επίσης, ο εναγόμενος στην εν λόγω αγωγή μπορεί, κατ’ ένσταση, να ζητήσει, προκειμένου να εξευρεθεί η τελική καθαρή αύξηση της περιουσίας, να αφαιρεθεί το παθητικό αυτής, το οποίο υπάρχει κατά το χρόνο παροχής έννομης προστασίας, δηλαδή κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής.

Συνεπώς, εάν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του μεγαλύτερο του τεκμαιρόμενου ποσοστό και δεν απέδειξε την συμβολή του, με τους τρόπους και κατά την αξία, που εκθέτει στην αγωγή, η αγωγή δεν απορρίπτεται εξ ολοκλήρου, αλλά, μόνο, κατά το πλέον του ενός τρίτου ποσοστό της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, ενώ, κατά το αντίστοιχο με το ένα τρίτο ποσό, που καλύπτεται από το τεκμήριο, γίνεται δεκτή, εφόσον ο εναγόμενος δεν επικαλέσθηκε ή εάν επικαλέσθηκε, δεν απέδειξε ότι το ποσοστό συμβολής του ενάγοντος στην αύξηση ήταν μικρότερο ή ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε συμβολή του ενάγοντος στην αύξηση της περιουσίας αυτού (εναγομένου).

Στην περίπτωση αυτή, ο ενάγων ή η ενάγουσα, κατ’ επιτρεπτή ανταπόδειξη, μπορεί να επικαλεστεί και αποδείξει την οποιαδήποτε συμβολή έστω και αν είναι μικρότερη από το 1/3.

Η ΑΞΙΩΣΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΕ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΖΥΓΟΥ

Η ιδιότητα εταίρου σε εταιρεία, με νομική προσωπικότητα, προσωπική (ΟΕ, ΕΕ) ή κεφαλαιουχική (ΑΕ, ΕΠΕ, ΙΚΕ), δεν παρέχει σε αυτόν (εταίρο ή μέτοχο) οποιοδήποτε δικαίωμα περιουσιακής φύσεως επί των επιμέρους περιουσιακών στοιχείων, που απαρτίζουν την εταιρική περιουσία.

Τούτο διότι επί εταιρειών που έχουν νομική προσωπικότητα, σε αντίθεση με εκείνες που στερούνται νομικής προσωπικότητας, η εταιρική περιουσία ανήκει στο νομικό πρόσωπο και διακρίνεται από τις ατομικές περιουσίες των εταίρων.

Από αυτό συνάγεται ότι για τον υπόχρεο σύζυγο, που έχει αποκτήσει, κατά τον κρίσιμο χρόνο της έγγαμης συμβίωσης, με τη συμβολή του δικαιούχου συζύγου, την ιδιότητα μετόχου ή εταίρου εταιρείας με νομική προσωπικότητα και τη διατηρεί, κατά το χρόνο λύσης ή ακύρωσης του γάμου, απόκτημα δεν αποτελούν τα κατ’ ιδίαν στοιχεία, τα οποία συνθέτουν το ενεργητικό της εταιρικής περιουσίας, αλλά η ατομική του περιουσία ως μετόχου ή εταίρου.

Δηλαδή, απόκτημα αποτελεί η οικονομική συμμετοχή του εταίρου ή μετόχου και συγκεκριμένα οι μετοχές ή η μερίδα συμμετοχής του καθώς και τα αναλογούντα στο ποσοστό συμμετοχής καθαρά κέρδη, που αποκόμισε, κατά τη διάρκεια του γάμου και υφίστανται, κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης ή ακύρωσης του γάμου και μόνον επ’ αυτών των ατομικών περιουσιακών στοιχείων δύναται να έχει αξίωση συμμετοχής ο δικαιούχος σύζυγος.

Επομένως, στην περίπτωση συμβολής στην απόκτηση μετοχών, ή εταιρικής μερίδας υπάρχει αξίωση συμμετοχής και μπορεί να ζητηθεί, κατ’ ανάλογο ποσοστό, μέρος αυτών ή μέρος της αξίας τους.

Παράδειγμα

Κατά τη διάρκεια του γάμου, ο σύζυγος απέκτησε το 60% επί ομόρρυθμης εταιρείας. Επίσης κατά τη διάρκεια του γάμου, η ανωτέρω εταιρεία απέκτησε στην πλήρη κυριότητά της 3 ακίνητα.

Το εφετείο έκρινε ότι η σύζυγος δεν δικαιούται το 60% επί των 3 ακινήτων, αλλά το 1/3 επί των εταιρικών μεριδίων που κατείχε ο σύζυγος. Επιπλέον, επειδή η σύζυγος δεν είχε διατυπώσει το αίτημά της κατά την ανωτέρω νομικά ορθή προσέγγιση, η αξίωσή της απορρίφθηκε.

Περαιτέρω ο Άρειος Πάγος έκρινε αναιρετικά τα παρακάτω:

Η προσβαλλόμενη απόφαση, ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τη διάταξη του άρθρου 1400 του Α.Κ., δεν προσμέτρησε στην ατομική περιουσία του αναιρεσιβλήτου την εμπορική αξία του ποσοστού 60% των ακινήτων, που ανήκουν, κατά κυριότητα, στο νομικό πρόσωπο της ομόρρυθμης εταιρείας, ομόρρυθμος εταίρος της οποίας είναι ο αναιρεσίβλητος, κατά ποσοστό 60%.

Και τούτο διότι τα ως άνω περιουσιακά στοιχεία δεν συνιστούν απόκτημα, καθόσον δεν ανήκουν -έστω και κατά το ως άνω ποσοστό- στην ατομική περιουσία του αναιρεσιβλήτου, αλλά συνθέτουν το ενεργητικό της εταιρικής περιουσίας.

Τέτοια αξίωση συμμετοχής υπάρχει, μόνο, επί τυχόν συμβολής της αναιρεσείουσας στην απόκτηση της εταιρικής μερίδας του αναιρεσιβλήτου ή επί των αναλογούντων στο ποσοστό συμμετοχής τούτου καθαρών κερδών, που αποκόμισε αυτός, κατά τη διάρκεια του γάμου και υφίστανται, κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του, αίτημα, όμως, το οποίο δεν υποβλήθηκε (ΑΠ 312/2023).

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα επί εταιρειών στην περίπτωση διαζυγίου.

Δημόσιος Υπάλληλος Και Δυνατότητα Συμμετοχής Σε Εταιρείες

Η δυνατότητα δημοσίου υπάλληλου να συμμετέχει σε εταιρείες οιασδήποτε μορφής, ρυθμίζεται από το άρθρο 32 του Υπαλληλικού Κώδικα (Ν. 3528/2007), όπως ισχύει σήμερα μετά την αναθεώρησή του με τον Ν. 5149/2024.

Με την παράγραφο 2 του παραπάνω άρθρου του Κώδικα, θεσπίζεται γενική απαγόρευση:

Απαγορεύεται ο υπάλληλος να μετέχει σε οποιαδήποτε εμπορική εταιρεία προσωπική, περιορισμένης ευθύνης ή κοινοπραξία ή να είναι διευθύνων ή εντεταλμένος σύμβουλος ανώνυμης εταιρείας ή διαχειριστής οποιασδήποτε εμπορικής εταιρείας.

Σε πολλές περιπτώσεις, ωστόσο, προβλέπονται εξαιρέσεις και επιμέρους ρυθμίσεις.

ΠΛΗΡΗΣ & ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ
Ομόρρυθμη & Ετερόρρυθμη Εταιρεία (ΟΕ & ΕΕ)

Οι Ο.Ε. και Ε.Ε. εμπίπτουν στην έννοια της «προσωπικής εμπορικής εταιρείας» και επομένως ο δημόσιος υπάλληλος απαγορεύεται απόλυτα να μετέχει, είτε ως ομόρρυθμος είτε ως ετερόρρυθμος εταίρος σε αυτές.

Εξάλλου, η συμμετοχή υπαλλήλου, ως εταίρου, σε προσωπική εταιρεία (ΟΕ & ΕΕ) εμπίπτει όχι μόνο στην παραπάνω απαγόρευση της παρ. 2 του άρθρου 32, αλλά και αυτής της παρ. 3 του άρθρου 31 (Γνωμοδότηση ΝΣΚ 553/2008).

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι, προφανέστατα, δημόσιος υπάλληλος δεν μπορεί να είναι ούτε και διαχειριστής ΟΕ και ΕΕ.

Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης (ΕΠΕ)

Ομοίως, η συμμετοχή υπαλλήλου σε ΕΠΕ απαγορεύεται ρητά και απόλυτα. Δημόσιος υπάλληλος δεν μπορεί να είναι ούτε εταίρος (μέλος) ΕΠΕ ούτε διαχειριστής της (Γνωμοδότηση ΝΣΚ 385/2008).

Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρεία (ΙΚΕ)

Η περίπτωση της συμμετοχής δημοσίου υπάλληλου ΙΚΕ δεν αναφέρεται ρητά στο παραπάνω άρθρο και, αρχικά, επικράτησε διχογνωμία.

Ωστόσο με την Γνωμοδότηση ΝΣΚ 25/2015, κρίθηκε ότι:

«Επιπροσθέτως, η Ι.Κ.Ε., ως προς τα γενικά της χαρακτηριστικά έχει νομοθετικά διαμορφωθεί, ασχέτως των κάθε φορά ειδικότερων και εμφαινόμενων στο καταστατικό εταιρικών επιλογών, με βάση την εταιρία περιορισμένης ευθύνης (Ε.Π.Ε.), στην οποία η απαγόρευση συμμετοχής του υπαλλήλου δεν επιδέχεται αμφισβήτησης.
(…)
Κατόπιν των προαναφερομένων, το Ε’ Τμήμα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους γνωμοδοτεί: α) ομόφωνα, ότι δεν επιτρέπεται στον υπάλληλο, ο οποίος διέπεται από τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα, να αποκτήσει την ιδιότητα του διαχειριστή ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας και, β) κατά πλειοψηφία, ότι δεν επιτρέπεται στον εν λόγω υπάλληλο να συμμετέχει, με την απόκτηση ενός ή περισσότερων εταιρικών μεριδίων, σε αυτήν».

Τέλος, με την από 13/01/2025 Εγκύκλιο του ΥΠΕΣ, υιοθετήθηκε η παραπάνω γνωμοδότηση από τη Διοίκηση.

Επομένως, δεν επιτρέπεται στον δημόσιο υπάλληλο, να μετέχει σε ΙΚΕ, να διακρατεί εταιρικά μερίδια αυτής και, πολύ περισσότερο, να είναι διαχειριστής.

Αξίζει να σημειωθεί, ότι η μειοψηφούσα άποψη του ΝΣΚ θεωρεί πως η πλήρης και απόλυτη απαγόρευση κατοχής έστω και ενός μεριδίου στην ΙΚΕ θέτει ζητήματα συνταγματικότητας. Ωστόσο, μετά την υιοθέτηση της άποψης της πλειοψηφίας από τη Διοίκηση, παρέλκει οιαδήποτε περαιτέρω αναφορά.

Κοινοπραξία

Με την ρητή αναφορά του άρθρου 32, η συμμετοχή δημοσίου υπαλλήλου σε Κοινοπραξίες απαγορεύεται χωρίς εξαιρέσεις.

Αφανής Εταιρεία

Κατά πάγια θέση της θεωρίας και της νομολογίας, ο δημόσιος υπάλληλος δεν επιτρέπεται να συμμετέχει ως αφανής εταίρος σε αφανή εταιρεία η οποία έχει εμπορική δραστηριότητα.

Ατομική Επιχείρηση

Η ατομική επιχείρηση δεν είναι νομικό πρόσωπο και επομένως δεν εμπίπτει στο ρυθμιστικό πλαίσιο του άρθρου 32, καθώς αυτό αφορά μόνο τις εμπορικές εταιρείες.

Η σχετική ρύθμιση προβλέπεται στο άρθρο 31 «Άσκηση ιδιωτικού έργου με αμοιβή» και επιτρέπεται υπό προϋποθέσεις.

Λοιπά Θέματα Απόλυτης Απαγόρευσης
  • Ζήτημα μπορεί να προκύψει στην περίπτωση κατά την οποία δημόσιος υπάλληλος κληρονομήσει εταιρικά μερίδια τα οποία απαγορεύεται να κατέχει. Σύμφωνα με την ανωτέρω αναφερόμενη Γνωμοδότηση ΝΣΚ 385/2008, σε τέτοια περίπτωση (δηλαδή απόκτησης εταιρικών μεριδίων Ε.Π.Ε. από δημόσιο υπάλληλο, λόγω κληρονομίας), δημιουργείται ασυμβίβαστο μεταξύ της ιδιότητας αυτού και της συμμετοχής του στην εταιρία. Το ασυμβίβαστο αυτό μπορεί να αρθεί μόνον, εφόσον ο υπάλληλος προβεί στη μεταβίβαση όλων των εταιρικών μεριδίων. Η ως άνω μεταβίβαση πρέπει να λάβει χώρα εντός έτους από της υποβολής της σχετικής δήλωσης στην υπηρεσία του, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 32 παρ. 3 εδ. 2 του Υπαλληλικού Κώδικα.
  • Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως αναφέρει η Γνωμοδότηση ΝΣΚ 314/2007, η συμμετοχή δημοσίου υπαλλήλου, σε οιαδήποτε εμπορική εταιρεία στην οποία απαγορεύεται η συμμετοχή του, δεν αποτελεί κατά νόμο κώλυμα για τη χορήγηση στην εταιρεία αυτή οιασδήποτε τυχόν απαιτούμενης άδειας ιδρύσεως ή λειτουργίας. Είναι δε διάφορο το ζήτημα της πειθαρχικής ευθύνης του υπαλλήλου αυτού, λόγω της συμμετοχής του σε τέτοια εταιρεία.
ΜΕΡΙΚΗ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ
Ανώνυμη Εταιρεία (ΑΕ)

Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 32 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα, απαγορεύεται η απόκτηση από υπάλληλο, σύζυγο του ή ανήλικα τέκνα τους μετοχών ανωνύμων εταιρειών που υπάγονται στον ειδικό έλεγχο της υπηρεσίας του.

Συνεπώς, μετοχές ΑΕ που υπάγονται στον ειδικό έλεγχο της υπηρεσίας δεν επιτρέπεται να αποκτηθούν.

Σε περίπτωση όπου ο δημόσιος υπάλληλος είτε κατά το διορισμό του, είτε κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του κατέχει μετοχές ΑΕ οι οποίες εμπίπτουν στην παραπάνω απαγόρευση, υποχρεούται να υποβάλει σχετική δήλωση στην υπηρεσία του και, εντός ενός έτους, είτε να τις μεταβιβάσει είτε να ζητήσει τη μετακίνηση του σε άλλη αρχή της υπηρεσίας του ή τη μετάταξη του σε άλλη δημόσια υπηρεσία ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Στην περίπτωση αυτή η μετακίνηση ή μετάταξη είναι υποχρεωτική για την υπηρεσία του.

Κατά το διάστημα που μεσολαβεί μέχρι τη μεταβίβαση των μετοχών ή την ολοκλήρωση της μετάταξης του, ο υπάλληλος εμπίπτει στο «κώλυμα συμφέροντος».

Τα ίδια ισχύουν στην περίπτωση όπου μετοχές ΑΕ οι οποίες εμπίπτουν στην παραπάνω απαγόρευση, αποκτηθούν από σύζυγο ή ανήλικα τέκνα του υπαλλήλου.

Περαιτέρω, εξ’ αντιδιαστολής, προκύπτει ότι ο δημόσιος υπάλληλος μπορεί να είναι μέτοχος σε ΑΕ που δεν ελέγχει η υπηρεσία του. Μπορεί, δηλαδή, να κατέχει μετοχές, να μετέχει και να ψηφίζει στις γενικές συνελεύσεις.

Ωστόσο, απαγορεύεται απόλυτα να είναι διευθύνων ή εντεταλμένος σύμβουλος σε ΑΕ.

Ως προς το αν μπορεί να είναι μέλος ΔΣ, η απάντηση είναι ότι επιτρέπεται, εφόσον λάβει την κατά νόμω προβλεπόμενη ειδική άδεια και έγκριση της Υπηρεσίας του (Γνωμοδότηση ΝΣΚ 115/2010).

Πλειοψηφών ή Μόνος Μέτοχος

Έχει ανακύψει ζήτημα εάν επιτρέπεται δημόσιος υπάλληλος να είναι πλειοψηφών μέτοχος μιας ΑΕ (δηλαδή να κατέχει την πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου μιας εταιρείας, ήτοι 50% + 1 μετοχή) ή, ακόμα περισσότερο, να είναι ο μοναδικός μέτοχος μονομετοχικής ΑΕ.

Τούτο διότι, εάν ένας δημόσιος υπάλληλος κατέχει τόσο μεγάλο ποσοστό μετοχών, θεωρείται ότι εμπλέκεται άμεσα στη διοίκησή της.

Σύμφωνα με τη θεωρία η κατοχή της πλειοψηφίας των μετοχών από δημόσιο υπάλληλο, οδηγεί στον de facto έλεγχο της διοίκησης της ΑΕ και ως εκ τούτου απαγορεύεται. Τυχόν αντίθετη ερμηνεία, θα οδηγούσε σε έμμεση παράβαση και καταστρατήγηση της σχετικής διάταξης.

Γεωργικοί Συνεταιρισμοί, ΝΠΔΔ & ΟΤΑ

Επιτρέπεται η συμμετοχή δημοσίων υπαλλήλων με την υπηρεσιακή τους ιδιότητα σε συνεταιρισμούς, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 32, εφόσον αυτό προβλέπεται από ειδικές διατάξεις.

Ειδικότερα, σύμφωνα με την με την Γνωμοδότηση ΝΣΚ 109/2019 για την παροχή έργου ή εργασίας με αμοιβή από υπάλληλο του Δημοσίου που διέπεται από τον Υπαλληλικό Κώδικα, στο Δημόσιο ή σε δημόσιους φορείς (ΝΠΔΔ, ΟΤΑ κ.λπ.), απαιτείται άδεια άσκησης ιδιωτικού έργου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του Υ.Κ., καθόσον η τήρηση της διαγραφόμενης από το νόμο διαδικασίας είναι ανεξάρτητη της νομικής μορφής του εργοδότη, ήτοι του αν το προς ανάθεση έργο ή εργασία παρέχεται σε ιδιώτη εργοδότη ή στο Δημόσιο ή σε δημόσιους φορείς

Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση (ΚοινΣΕπ)

Επιτρέπεται η συμμετοχή δημοσίου υπαλλήλου ως απλού μέλους σε Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση (ΚοινΣΕπ), διότι μόνη η συμμετοχή του σε Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση δεν του προσδίδει εμπορική ιδιότητα, ούτε συνιστά κατ’ επάγγελμα άσκηση εμπορίας.

Αντίθετα, η συμμετοχή υπαλλήλου Διοικητικό Συμβούλιο Κοινωνικής Συνεταιριστικής Επιχείρησης, απαγορεύεται.

Περαιτέρω, η απασχόληση του ίδιου υπαλλήλου με αμοιβή, σε δραστηριότητες Κοινωνικής Συνεταιριστικής Επιχείρησης, στην οποία είναι μέλος, στο πλαίσιο υλοποίησης των σκοπών της αποτελεί ιδιωτικό έργο, για την άσκηση του οποίου απαιτείται εκάστοτε η χορήγηση άδειας από τα προβλεπόμενα συλλογικά ή ατομικά διοικητικά όργανα και με τους όρους που καθορίζονται στη διάταξη αυτή και αφού προηγηθεί κρίση ως προς το επιτρεπτό της αιτούμενης κάθε φορά απασχόλησης (Γνωμοδότηση ΝΣΚ 161/2019).

Αστική Με Κερδοσκοπική Εταιρεία

Κατά την κρατούσα άποψη, πρέπει να γίνει αναλογική εφαρμογή των παραπάνω παραδοχών για την ΚοινΣΕπ και να θεωρηθεί ότι επιτρέπεται η συμμετοχή δημοσίου υπαλλήλου ως απλού μέλους σε ΑΜΚΕ.

Ωστόσο και στην περίπτωση της ΑΜΚΕ πρέπει να θεωρηθεί ότι η συμμετοχή σε θέση διοίκησης δεν επιτρέπεται.

Ενεργειακή Κοινότητα

Τέλος, επιτρέπεται η συμμετοχή δημοσίου υπαλλήλου, με οιαδήποτε ιδιότητα, τόσο του απλού μέλους, όσο και του μέλους διοίκησης σε Ενεργειακή Κοινότητα (Γνωμοδότηση ΝΣΚ 112/2021).

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για κάθε θέμα σχετικά με τη δυνατότητα συμμετοχής δημοσίου υπάλληλου σε εμπορικές εταιρείες.

Η Παράταση Και Η Αναμίσθωση Στις Εμπορικές Μισθώσεις

Οι εμπορικές – επαγγελματικές μισθώσεις διέπονται από το Π.Δ. 34/1995, όπως ισχύει σήμερα μετά την εφαρμογή του άρθρου 13 του Ν. 4242/2014. Σύμφωνα με τον νόμο αυτό, η εμπορική μίσθωση ακινήτου ισχύει τουλάχιστον για τρία έτη και αν ακόμη έχει συμφωνηθεί για βραχύτερο χρονικό διάστημα ή για αόριστο χρόνο.

Έτσι, αν με τη μισθωτική σύμβαση συμφωνήθηκε η διάρκεια της μισθώσεως μικρότερη της τριετίας, η μίσθωση ισχύει για τρία έτη και λήγει μόλις περάσει η τριετία, χωρίς να απαιτείται τίποτε άλλο.

Αν, όμως, μετά την παρέλευση του ως άνω χρόνου ο μισθωτής εξακολουθεί να χρησιμοποιεί το μίσθιο εν γνώσει και άνευ εναντίωσης του εκμισθωτή η μίσθωση λογίζεται ότι ανανεώθηκε για αόριστο χρόνο (άρθρα 608 και 611 ΑΚ).

ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΜΙΣΘΩΣΗΣ

Παράταση της εμπορικής ή επαγγελματικής μίσθωσης αποτελεί η συνέχιση της αρχικής μίσθωσης, με επιμήκυνση του χρόνου διάρκειάς της.

Ειδικότερα, στις εμπορικές μισθώσεις ορισμένου χρόνου ενδέχεται να αναγνωρίζεται στο μισθωτή το δικαίωμα να παρατείνει τη μίσθωση για ορισμένο μετά τη λήξη της χρόνο.

Το ανωτέρω δικαίωμα ασκείται δηλώνοντας αυτό μέσα σε ορισμένη προθεσμία έως τη λήξη της. Τούτο διότι παράταση μετά τη λήξη της μίσθωσης δεν χωρεί, αφού λογικά παράταση λήξασας, δηλαδή μη υφισταμένης, μίσθωσης δε νοείται.

ΑΝΑΜΙΣΘΩΣΗ

Αντίθετα, η αναμίσθωση είναι η νέα μίσθωση του ιδίου μισθίου μεταξύ του ιδίου μισθωτή και του ιδίου εκμισθωτή, με την οποία επιτυγχάνεται συνέχιση της παλαιάς και λήξασας σύμβασης μίσθωσης, που υπήρχε μεταξύ τους.

Η αναμίσθωση, που κατά την κρατούσα άποψη σημαίνει και ανανέωση (436 Α.Κ.) της σύμβασης μίσθωσης, αποτελεί νέα μεν μίσθωση, όχι όμως και νέα μισθωτική σχέση μεταξύ του μισθωτή και του εκμισθωτή, αλλά συνέχιση της αρχικής μισθωτικής σχέσης και διακρίνεται:

  • σε συμβατική, όταν γίνεται με σύμβαση των μερών ρητά ή σιωπηρά,
  • σε μονομερή, όταν με τη σύμβαση παραχωρήθηκε σ’ ένα από τα μέρη το δικαίωμα (διαπλαστικό) με μονομερή δήλωση βούλησης προς το άλλο να προβεί σε αναμίσθωση, και
  • σε εκ του νόμου (“ex lege“) αναμίσθωση, όπως τούτο ορίζεται ρητά στις διατάξεις των άρθρων 611, 633, 671 Α.Κ. και 36 ΕισΝΑΚ.
Σιωπηρή Αναμίσθωση

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 611 ΑΚ, που επιγράφεται «Σιωπηρή Αναμίσθωση», ορίζεται ότι:

«Η μίσθωση που συνομολογήθηκε για ορισμένο χρόνο λογίζεται ότι ανανεώθηκε για αόριστο χρόνο, αν μετά την παρέλευση του χρόνου που συμφωνήθηκε ο μισθωτής εξακολουθήσει να χρησιμοποιεί το μίσθιο και ο εκμισθωτής το γνωρίζει και δεν εναντιώνεται».

Ο όρος ανανέωση εν προκειμένω σημαίνει ανακατάρτιση της μισθώσεως, δηλαδή νέα σύναψη της μισθώσεως με τους προηγούμενους όρους της.

Προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης αυτής και επέλευσης της έννομης συνέπειάς της, είναι:

  1. μίσθωση ορισμένου χρόνου,
  2. παρέλευση συμβατικής διάρκειας,
  3. εξακολούθηση χρησιμοποίησης του μισθίου από τον μισθωτή,
  4. γνώση της χρησιμοποίησης και έλλειψη εναντίωσης εκ μέρους του εκμισθωτή.
Εναντίωση

Ως εναντίωση, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, νοείται η δήλωση του εκμισθωτή ότι δεν στέργει στη συνέχιση της μίσθωσης (ΑΠ 62/2014).

Η δήλωση αυτή μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, αρκεί να προκύπτει από αυτήν η βούληση του εκμισθωτή ότι δεν δέχεται την εξακολούθηση της μίσθωσης είτε γενικώς, είτε με τους ίδιους όρους. Τέτοια σιωπηρή εναντίωση αποτελεί η δήλωση του εκμισθωτή ότι απαιτεί μίσθωμα μεγαλύτερο από το ήδη καταβαλλόμενο.

Αν μετά την πάροδο του συμβατικού χρόνου, εξακολουθήσει ο μισθωτής τη χρήση του μισθίου αλλά εναντιώνεται στη σιωπηρή αναμίσθωση, δεν επέρχεται ανανέωση της σύμβασης μισθώσεως, δεδομένου ότι η ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 611 Α.Κ., η οποία είναι ενδοτικού δικαίου, και δεν αποβλέπει στην επιβολή της ρύθμισης στα μέρη, έχει ως έρεισμα την τεκμαιρομένη συναίνεση αμφοτέρων των συμβαλλομένων μερών και συνεπώς η εναντίωση του μισθωτή ματαιώνει το αποτέλεσμα αυτό (ΑΠ 62/2014).

Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι η εναντίωση του μισθωτή παραμερίζει τον ερμηνευτικό κανόνα (ή το πλάσμα ή την ex lege συνέπεια) της ΑΚ 611 και εμποδίζει την επέλευση της συγκεκριμένης συνέπειας (ΑΠ 671/2019).

Δηλαδή, ουσιώδης προϋπόθεση της στο άρθρο 611 ΑΚ θεμελιουμένης ex lege αναμίσθωσης, συνιστά η ενσυνείδητη ανοχή του εκμισθωτή στη χρήση του μισθίου από τον μισθωτή και μετά τη λήξη της μίσθωσης.

Σιωπηρή Αναμίσθωση Παρά Απαγορευτικό Όρο

Αν η σύμβαση εμπορικής ή επαγγελματικής μισθώσεως, η οποία σύμφωνα με το νόμο δεν υπόκειται σε έγγραφο τύπο, καταρτιστεί εγγράφως και συμφωνηθεί ότι κάθε τροποποίησή της θα γίνει εγγράφως, μπορεί, παρά τη συμφωνία αυτή, να τροποποιηθεί με νεότερη προφορική, ακόμη και σιωπηρή συμφωνία, διότι η νεότερη αυτή συμφωνία καταργεί την αρχική συμφωνία για έγγραφη τροποποίηση (ΑΠ 130/2019).

Σε αυτή την περίπτωση, η σιωπηρή αναμίσθωση είναι δυνατή και σε περίπτωση που απαγορεύεται με ρητό όρο στο μισθωτήριο.

Και τούτο, διότι ο όρος αυτός μπορεί να θεωρηθεί ότι τροποποιήθηκε με ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των μερών. 

Σιωπηρή Αναμίσθωση Από Δημόσιο

Σύμφωνα με το ΠΔ της 19/1911 1932 «Περί στεγάσεως δημοσίων υπηρεσιών», που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 34 του ΕΙΣΝΑΚ, προκύπτει ότι, σε μισθώσεις για στέγαση δημόσιων υπηρεσιών αποκλείεται η σιωπηρή αναμίσθωση με την έννοια της σιωπηρής παράτασης της μίσθωσης με τους ίδιους όρους για αόριστο χρόνο.

Η παράταση αυτής της σύμβασης είναι δυνατή, για ορισμένο και πάλι χρόνο, με την τήρηση όμως των διατυπώσεων και τη συνδρομή των προϋποθέσεων, τις οποίες τάσσει το άρθρο 29 του άνω ΠΔ.

Ειδικότερα, απαιτείται:

  1. δήλωση του Υπουργού των Οικονομικών (ήδη Νομάρχη), που να έχει κοινοποιηθεί στον εκμισθωτή δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από τη λήξη της μίσθωσης,
  2. πρόταση της Επιτροπής Στεγάσεως, και
  3. διενέργεια δύο τουλάχιστον δημοπρασιών για τη μίσθωση άλλου ακινήτου, οι οποίες να απέβησαν άγονες ή το αποτέλεσμά τους να κρίθηκε ασύμφορο.

Η χρησιμοποίηση του μίσθιου ακινήτου από το Ελληνικό Δημόσιο μετά τη λήξη της σύμβασης μίσθωσης, κατά νομικό πλάσμα, θεωρείται σιωπηρή παράταση για το χρονικό διάστημα της χρησιμοποίησης.

Στην περίπτωση αυτή το Δημόσιο υποχρεούται σε καταβολή του συμφωνημένου μισθώματος, μόνον εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρ. 611 ΑΚ, δηλαδή, εφόσον ο εκμισθωτής, παρόλο ότι γνωρίζει ότι το Ελληνικό Δημόσιο συνεχίζει να χρησιμοποιεί το μίσθιο ακίνητο, δεν εναντιώνεται (ΕφΠειρ 4/2025).

Νέα Μίσθωση

Τέλος, εντελώς διαφορετικό είναι το ζήτημα, αν εμπορική μίσθωση που έληξε, δεν παρατείνεται συμβατικά για ορισμένο χρόνο, ούτε ανανεώνεται για αόριστο χρόνο υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 611 ΑΚ, αλλά καταρτίζεται νέα αυτοτελής εμπορική μίσθωση για το ίδιο μίσθιο ακίνητο, ανεξάρτητη από την ισχύσασα προηγουμένη τοιαύτη.

Στην περίπτωση αυτή, η νέα μίσθωση έχει εκ του νόμου ελάχιστη υποχρεωτική τριετία.

Είναι πάντως θέμα πραγματικών περιστατικών, το κατά πόσον τα συμβαλλόμενα μέρη καταρτίζουν νέα αυτοτελή μίσθωση και δεν παρατείνουν ή ανανεώνουν την προηγουμένως υφισταμένη.

Τούτο θα κριθεί κυρίως αυτό από την πληρότητα και τους όρους του νέου μισθωτηρίου συμφωνητικού και τις συνθήκες και τις περιστάσεις, που οδήγησαν τα συμβαλλόμενα μέρη στην κατάρτιση της μιας ή της άλλης σύμβασης.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα παράτασης ή αναμίσθωσης εμπορικής μίσθωσης.

Κληρονόμοι Πνευματικών Δικαιωμάτων & Κληρονομικό Δικαίωμα

Σύμφωνα με το ν. 2121/1993 «περί πνευματικής ιδιοκτησίας, συγγενικών δικαιωμάτων και πολιτιστικών θεμάτων», το δικαίωμα στην πνευματική δημιουργία μπορεί κατά το περιουσιακό του περιεχόμενο (περιουσικό δικαίωμα) να αποτελεί αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης, δηλαδή μεταβίβασης ή εκμετάλλευσής του, με τη μορφή της άδειας ή σύμβασης εκμετάλλευσης.

Για το ηθικό δικαίωμα προβλέπεται το αμεταβίβαστο εν ζωή, ήτοι ο δημιουργός έργου του λόγου ή της τέχνης, ακόμη και αν μεταβιβάσει το σύνολο των εξουσιών του περιουσιακού του δικαιώματος, διατηρεί το αντίστοιχο επί του έργου ηθικό δικαίωμα.

Το Κληρονομικό Δικαίωμα Στην Πνευματική Ιδιοκτησία

Μετά τον θάνατο του δημιουργού το δικαίωμα στην πνευματική του δημιουργία περιέρχεται στους κληρονόμους του και προστατεύεται απο τις σχετικές διατάξεις.

Ειδικά δε για το ηθικό δικαίωμα προβλέπεται ότι οι τελευταίοι οφείλουν να το ασκούν σύμφωνα με τη θέληση του δημιουργού, εφόσον τέτοια θέληση έχει ρητά εκφραστεί.

Συνακόλουθα, ως προς την αμοιβή των δημιουργών, που με σύμβαση είχαν μεταβιβάσει ή παραχωρήσει κλπ. το περιουσιακό τους δικαίωμα σε άλλους, θα τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 32 επ. του ν. 2121/1993.

Ειδικότερα, το άρθρο 32 καθιερώνει ως γενικό κανόνα την ποσοστιαία αμοιβή για κάθε δικαιοπραξία που αφορά το περιουσιακό δικαίωμα των κληρονόμων.

Η διάταξη του συγκεκριμένου άρθρου για την ποσοστιαία αμοιβή, καθώς και οι άλλες σχετικές ρυθμίσεις των επόμενων άρθρων, έχουν αναγκαστικό χαρακτήρα, διότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 39 του ιδίου νόμου, το οποίο προβλέπει καταρχήν την ακυρότητα των αντίθετων συμφωνιών. Τούτο ισχύει ακόμη και αν ο κληρονομούμενος δεν άσκησε το σχετικό δικάιωμα, καθώς μπορούν να το ασκήσoυν οι κληρονόμοι ακόμη και πρώτη φορά.

Συνακόλουθα, σε περίπτωση που πληγεί το κύρος των συμβάσεων που αφορούν το περιουσιακό δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας του δημιουργού συνεπεία των ανωτέρω περιστάσεων και επανέλθουν στην έννομη σφαίρα αυτού όλες οι εξουσίες της πνευματικής ιδιοκτησίας που είχαν μεταβιβάσει σε τρίτο πρόσωπο, ο δημιουργός όπως και ο κληρονόμος αυτού, μπορεί να αξιώσει την αναγνώριση του δικαιώματος επί του πνευματικού έργου, την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον.

Τούτο διότι η εμπορική εκμετάλλευση που εξακολουθεί να γίνεται από τον τρίτο χωρίς την άδεια του δικαιούχου είναι παράνομη και έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 65 του παραπάνω νόμου (βλ. ΠολΠρΑθ 1257/2014, ΕφΑθ 3835/2007).

Νομική Φύση Μεταβίβασης Και Συνέπειες

Κατά πάγια νομολογία, στη μεταβίβαση του περιουσιακού δικαιώματος δεν έχουν εφαρμογή οι γενικές διατάξεις που αφορούν την μεταβίβαση της κυριότητος ενσωμάτων αντικειμένων, κινητών ή ακινήτων, όπου πράγματι ο μεταβιβάζων αποξενώνεται οριστικά από το δικαίωμά του επί του πράγματος.

Αντίθετα από τη φύση των δικαιωμάτων της πνευματικής ιδιοκτησίας, ως δικαιωμάτων με αντικείμενα άυλα αγαθά και όχι πράγματα κατά την έννοια του άρθρου 947 ΑΚ, συνεπάγεται ότι για τη μεταβίβασή τους εφαρμόζονται, κατ’ αρχήν, ανάλογα οι διατάξεις του αστικού κώδικα για την εκχώρηση απαιτήσεων.

Η νομική η φύση των δικαιωμάτων από το πνευματικό έργο περιέχει ιδιαίτερα στοιχεία, όπως το αμεταβίβαστο του ηθικού δικαιώματος, καθώς και τη διάρκεια προστασίας της πνευματικής δημιουργίας (70 χρόνια από το θάνατο του δημιουργού).

Τα στοιχεία αυτά της νομικής φύσης, δεν επιτρέπουν την εκμετάλλευση του περιουσιακού δικαιώματος στο πνευματικό έργο κι αν ακόμη έχει καταρτισθεί σύμβαση για την πλήρη μεταβίβασή του.

Το παραπάνω, είναι αυτό ακριβώς που διαφοροποιεί ουσιωδώς την μεταβίβαση του περιουσιακού δικαιώματος πνευματικού έργου, από την μεταβίβαση κινητών ή ακινήτων πραγμάτων.

Επομένως, δεν μπορεί να θεωρείται αποπερατωμένη η μεταβιβαστική σύμβαση, όπως συμβαίνει αντίστοιχα με τις συμβάσεις μεταβίβασης πράγματος ή εκμετάλλευσης. Τέτοια αποπεράτωση υφίσταται μόνο, αν παρέλθει η παραπάνω διάρκεια προστασίας του πνευματικού έργου (ΑΠ 1141/2023).

Φορολογική Αντιμετώπιση Κληρονομικού Δικαιώματος
Φόρος Κληρονομιάς Και Όχι Εισοδήματος

Γίνεται δεκτό, ότι τα πνευματικά δικαιώματα από έργο αποβιώσαντα που θα εισπράξουν οι κληρονόμοι πνευματικών δικαιωμάτων, υπόκεινται σε φόρο κληρονομιάς και δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί φορολογίας εισοδήματος.

Υποχρεωτική Υπαγωγή Σε ΦΠΑ

Επιπλέον, η είσπραξη ποσών από κληρονόμους πνευματικών δικαιωμάτων, συνιστά άσκηση οικονομικής δραστηριότητας παροχής υπηρεσιών υπαγόμενης στον ΦΠΑ, εκτός αν αφορά ποσό κατώτερο των 10.000 Ευρώ ετησίως.

Υποχρέωση Τήρησης Βιβλίων

Η υπαγωγή των κληρονόμων πνευματικών δικαιωμάτων σε ΦΠΑ, έχει ως αποτέλεσμα την γέννηση της υποχρέωσης των κληρονόμων για δήλωση έναρξης εργασιών και την εκπλήρωση όλων των φορολογικών υποχρεώσεων που αυτή επιφέρει.

Ασφαλιστική Αντιμετώπιση

Τέλος, με δεδομένο ότι η ασφάλιση είναι καθαρά προσωποπαγής, με παλαιότερο έγγραφο του πρώην ΟΑΕΕ, είχε γίνει δεκτό ότι υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα από την χρήση πνευματικών δικαιωμάτων τους, είναι μόνο οι ίδιοι οι πνευματικοί δημιουργοί και όχι τα πρόσωπα στα οποία τυχόν περιήλθαν δικαιώματα των πνευματικών δημιουργών. Επομένως, οι κληρονόμοι πνευματικών δικαιωμάτων, δεν έχουν υποχρέωση ασφάλισης.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με το Κληρονομικό Δικαίωμα στην Πνευματική Ιδιοκτησία.